Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία καί Οὐκρανικόν Σχίσμα

«Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία καί Οὐκρανικόν Σχίσμα»*

Γράφει ὁ κ. Βασίλειος Ἰ. Τουλουμτσὴς, ὑπ. δρ Δογματικῆς, Θεολογικὴ Σχολὴ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

  Πρὶν ἀπ’ ὅλα, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὸν κύριο Γεώργιο Καραλῆ, καὶ στὸ πρόσωπο τῆς Ὀλυμπίας, τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὴν ἀρχικὴ πρωτοβουλία ἔκδοσης τοῦ συγκεκριμένου τόμου, καὶ συντόνισαν ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἐνέργειες προκειμένου ἡ ἀρχικὴ σύλληψη καὶ ἰδέα νὰ γίνει πραγματικότητα. Πρέπει βεβαίως νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἔκδοση τοῦ παρόντος συλλογικοῦ τόμου ἔχει ἰδιαίτερη θεολογικὴ ἀξία καθώς, λόγω τοῦ εὐαίσθητου χαρακτήρα τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος, ἦταν εὐκολότερη ἡ διάδοση κειμένων ποὺ ὑποστήριζαν τὸ ἐπικρατοῦν ἀφήγημα περὶ «θεραπείας τοῦ σχίσματος», καὶ δυσχερέστερη ἡ δημοσίευση κειμένων ποὺ ἀναδείκνυαν τὸν πολυσύνθετο χαρακτήρα τῆς συνειδητῆς ἀλλοίωσης τῆς συνοδικῆς καὶ κανονικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπρόσθετα δὲν ἦταν λίγοι καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, οἱ ὁποῖοι, γιὰ δικούς του λόγους ὁ καθένας, δὲν θέλησαν νὰ ἐκτεθοῦν στὸν δημόσιο διάλογο καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, ἐπιλέγοντας νὰ μείνουν στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀνέξοδης σιωπῆς, δίνοντας ὅμως ἔτσι ἕνα προβάδισμα στὰ ψευδῆ καὶ κατασκευασμένα ἐπιχειρήματα αὐτῶν ποὺ ἐπέλεξαν νὰ ὑποστηρίξουν τὸ ἐγχείρημα τῆς ἀπροϋπόθετης ἀναγνώρισης ὅλων τῶν σχισματικῶν Οὐκρανῶν. Κατὰ συνέπεια, ἡ ἀξία τῆς συγκεκριμένης ἐκδοτικῆς προσπάθειας ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ὑπηρετεῖ καὶ προβάλλει τὸ πλαίσιο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, τὰ ὁποῖα κατὰ βάση ἦταν καὶ αὐτὰ ποὺ κακοποιήθηκαν.

  Ἂν κανεὶς ἀνατρέξει στὶς, πρὸ ἑξαετίας (2019), πρώιμες δηλώσεις ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἀκαδημαϊκῶν παραγόντων περὶ τοῦ τρόπου διαχείρισης τοῦ οὐκρανικοῦ σχίσματος καὶ τῆς ἀπόδοσης τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας, θὰ ἐντοπίσει πολὺ αἰσιόδοξες τοποθετήσεις ποὺ συνοψίζονταν στὴν βεβαιότητα ὅτι «τὸ τραῦμα τοῦ πολυετοῦς οὐκρανικοῦ σχίσματος θεραπεύθηκε τελεσίδικα» καὶ ὅτι «ἡ αὐτοκεφαλία εἶναι ἕνα τετελεσμένο ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ δὲν ἀλλάζει». Ἀκόμη κι ἂν κανεὶς σταθεῖ μόνο σὲ αὐτὲς τὶς δύο φράσεις, αὐτὸ ποὺ μένει ὡς διαπίστωση εἶναι ἡ ἀπόλυτα ἐπιφανειακὴ προσέγγιση τοῦ προβλήματος καὶ ἡ ἀνυπόστατη βεβαιότητα ἐπίλυσης ἑνὸς προβλήματος, τὸ ὁποῖο στὴν οὐσία του, ὄχι ἁπλῶς δὲν ἐπιλύθηκε, ἀλλὰ ἀντίθετα, μεγεθύνθηκε καὶ ἐπεκτάθηκε, καὶ ἐντὸς τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Καὶ αὐτό, διότι, ὅλες οἱ ἐνέργειες ποὺ  ἔλαβαν χώρα, δὲν ἔδωσαν καμία ἀξία στὴν παράδοση, στοὺς κανόνες καὶ στὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀντίθετα θεωρήθηκε ὅτι φέρουν αὐτόνομο κῦρος καὶ βαρύτητα ἐξ αἰτίας μόνου τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ δρῶν παράγων τῶν ἐνεργειῶν ἦταν τὸ πρῶτο τῇ τάξει Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς βεβαίως τὴν συμφωνία καὶ τὴν συνέργεια τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες πρακτικὰ τοποθετοῦνται σὲ χαμηλότερη ἀξιακὴ βαθμίδα.

  Τὰ δεδομένα ποὺ ἐπικρατοῦν σήμερα, ἕξι ἔτη ἀργότερα, θὰ λέγαμε ὅτι μᾶλλον εἰρωνεύονται τὶς ἀνωτέρω δηλώσεις, χαρακτηρίζοντας τοὺς ἐκφραστὲς αὐτῶν ὡς ἐπιστημονικὰ ἀφερέγγυους, ἐπιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ἐκεῖνες τὶς φωνές, ποὺ τότε χαρακτηρίζονταν ὡς ἀκραῖες, ἐπειδὴ ὑποστήριζαν ὅτι καμία πράξη δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐκκλησιαστική, ἂν δὲν στηρίζεται ἀπαραίτητα στὸ στέρεο θεμέλιο τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.

  Ἐκ προοιμίου θὰ ξεκαθαρίσω ὅτι ἡ προσέγγισή μου στὸ οὐκρανικὸ ζήτημα δὲν ὑπῆρξε ἐγκλωβισμένη στὸ δίπολο Φαναρίου – Μόσχας καὶ οὐδέποτε μὲ ἀπασχόλησε νὰ ζυγίσω, ἂν μία ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἔχει περισσότερο δίκιο ἢ λιγότερο ἄδικο, ἐνῶ σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπιχείρησα νὰ στηρίξω ἀπροϋπόθετα καὶ μονομερῶς κάποια ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Μὲ ἀπασχόλησε ἡ ἐξέταση τῶν δεδομένων ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον θεολογικά, καὶ μάλιστα ἐκκλησιολογικά, σὲ ὅσα ἀφοροῦν τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης,  προκειμένου νὰ ἐντοπίσω τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ διαφοροποιοῦνταν ρητὰ ἀπὸ ὅσα ὁρίζονται στὴν πράξη καὶ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καθιστώντας τὸ συγκεκριμένο ἐγχείρημα ὡς ἐκκλησιολογικῶς μετέωρο καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, δυστυχῶς, ἐξαρχῆς ἀποτυχημένο καὶ καταδικασμένο στὴν φθορὰ τοῦ χρόνου.

  Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ θεραπεία τῶν σχισμάτων ἔχει χαρακτήρα, ὄχι ἁπλῶς συμφιλιωτικὸ ἀλλὰ θεραπευτικό, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς κανονικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς συγκαλύπτοντας, καὶ ὄχι ἐξαλείφοντας τὶς ἀντιθέσεις, παραμένει πάντοτε ἐνεργὸς ὁ κίνδυνος τῆς ἀλλοίωσης καὶ τῆς ἐκ νέου διαίρεσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Κανένας ἐκκλησιαστικὸς θεσμὸς δὲν βρίσκεται ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ὥστε νὰ ἔχει τὸ προνόμιο νὰ μεταχειρίζεται κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ ἀποσπασματικὰ στοιχεῖα τῆς παραδόσεως προκειμένου νὰ ἱκανοποιεῖ συμπλεγματικὲς ὀρέξεις καὶ φιλοδοξίες παγκόσμιας ἐξουσίας ἐπὶ τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διαιρώντας μάλιστα τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα χωρὶς καμία συστολή.

  Ὡς πρὸς τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαχείρισης τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος ἐντοπίζονται πολλὰ δομικὰ λάθη, ἐκ τῶν ὁποίων ἀναφέρονται ὡς θεμελιωδέστερα τὰ ἑξῆς δύο: α) σημειώθηκε μετατόπιση τοῦ κέντρου βάρους τοῦ προβλήματος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησιολογίας στὸ ἐπίπεδο τοῦ κανονικοῦ δικαίου, μὲ δεσπόζοντες ὅρους  τὰ «προνόμια» καὶ τὰ «κανονικὰ δικαιώματα», τὰ ὁποῖα παρότι κανονικῶς ὑφίστανται στὴν προοπτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, στὴν προκειμένη περίπτωση ἐνεργοῦνται διαιρετικά, β) οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς μελέτες ποὺ δημοσιεύθηκαν, γράφτηκαν δικολαβίστικα καὶ προκατειλημμένα μέσα στὸ δίπολο τῆς διαμάχης Φαναρίου-Μόσχας, ἐπιχειρώντας ἁπλῶς νὰ ὑποστηρίξουν πάσῃ θυσίᾳ τὸν ἕνα πόλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἕλκουν συμφέροντα, καὶ ταυτόχρονα νὰ πλήξουν τὸν ἕτερο, δίχως νὰ ἀγγίζουν στὸ ἐλάχιστο  τὴν οὐσία τοῦ προβλήματος, ἡ ὁποία εἶχε νὰ ἀπαντήσει, ὄχι σὲ ἐρωτήματα πρωτείων καὶ ἐξουσιῶν, ἀλλὰ στὸ ἐὰν οἱ δεχθέντες τὸν Τόμο Αὐτοκεφαλίας φέρουν κανονικὴ ἱερωσύνη ἢ ὄχι. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὰ ἐν λόγω κείμενα νὰ στεροῦνται τοῦ ἀπροκατάληπτου ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα, ἀσχέτως τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ συγγραφεῖς αὐτῶν ἀνήκουν κατὰ βάση στὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Τὰ κείμενα αὐτά, ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς προοπτικὲς ποὺ γράφτηκαν, τοποθετοῦνται μοιραῖα ἐντὸς τοῦ φάσματος τῶν ἐπιστημονικὰ προβληματικῶν, ἕως καὶ τῶν ἐπιστημονικὰ ἀδιάφορων, στὴν καλύτερη ἐκδοχή. Τὰ σοβαρὰ ἐπιστημονικὰ κείμενα δὲν ἀντιμετωπίστηκαν στὸ ἐπίπεδο τῆς συνέπειας τῶν ἐπιχειρημάτων ἀλλά, μὲ μεθόδους προπαγάνδας, ἐπιχειρήθηκε νὰ τεθοῦν στὸ περιθώριο μέσῳ ὑποτιμητικῶν καὶ προσβλητικῶν χαρακτηρισμῶν.

  Ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος δὲν εἶναι ὁ Τόμος Αὐτοκεφαλίας. Εἶναι βεβαίως προβληματικὸς καὶ ὁ τρόπος ἀπόδοσης, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀποδέκτες αὐτοῦ, ἀλλὰ ὁ Τόμος ἔρχεται ὡς δευτερεῦον πρόβλημα. Τὸ κύριο καὶ πρώτιστο πρόβλημα τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος εἶναι ἡ ἔλλειψη ἱερωσύνης στοὺς δεχθέντες τὸν Τόμο, καθὼς αὐτοὶ οὐδέποτε χειροτονήθηκαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ στὸ πλαίσιο τῆς αὐτοκεφαλίας δημιουργήθηκε καὶ ὑποστηρίχθηκε μία «διαδοχὴ» φερομένων ὡς ἱερέων, ποὺ ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, τόσο δυσχεραίνεται ἔτι περαιτέρω ἡ δυνατότητα θεραπείας.

  Ἡ ὁμάδα ἡ ὁποία τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2019 ἔλαβε τὸν Τόμο Αὐτοκεφαλίας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, συγκροτήθηκε ἀπὸ τριῶν εἰδῶν ἐπισκόπους: ἀπὸ πρώην κανονικοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀποσχίστηκαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ἀπὸ δεχθέντες χειροτονία ἐντὸς τοῦ σχίσματος, καὶ ἀπὸ αὐτοτιτλοφορούμενους ὡς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πολὺ πιθανὸν νὰ εἶναι καὶ ἀβάπτιστοι. Καὶ παρότι οἱ τρεῖς περιπτώσεις φέρουν διαφορετικὰ ἐκκλησιολογικὰ χαρακτηριστικά, ἐν τούτοις ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔτυχαν τῆς ἴδιας μεταχείρισης, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο· ἀναγνωρίστηκαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὡς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ συγκεκριμένου ἐκκλησιαστικοῦ συνονθυλεύματος, θεωρήθηκε ὅτι ἐπῆλθε ἡ θεραπεία, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ὕπαρξη παράλληλης ἐκκλησιαστικῆς δομῆς στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὴν ἀναίτια περιθωριοποίηση τοῦ κανονικοῦ Μητροπολίτη Ὀνουφρίου, στοιχειοθετεῖ de facto σχίσμα.

  Μία ἐκκλησία ὅμως γιὰ νὰ γίνει αὐτοκέφαλη, θὰ πρέπει πρωτίστως καὶ προηγουμένως νὰ εἶναι Ἐκκλησία, ἐφόσον Ἐκκλησία σημαίνει καὶ συνεπάγεται ὑποστατὰ μυστήρια, ἁγιαστικὴ χάρη καὶ ἱερωσύνη. Κατὰ συνέπεια εἶναι ἄλλο τὸ ζήτημα τῆς ἀποκατάστασης στὴν ἱερωσύνη καὶ διαφορετικὸ τὸ ζήτημα τῆς αὐτοκεφαλίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία δὲν ἔχει δική της αὐτόνομη χαρισματικὴ ὑπόσταση, ἀλλὰ θεμελιώνεται πρωτογενῶς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση, μίας κατὰ τόπον Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δευτερογενῶς καθίσταται αὐτοκέφαλη. Δὲν εἶναι δυνατὸν μία κίνηση διοικητικοῦ χαρακτήρα, ὅπως εἶναι ἡ αὐτοκεφαλία, νὰ προσδώσει ἀπροϋπόθετα καὶ μαγικῷ τῷ τρόπῳ ἀρχιερωσύνη σὲ ἀνθρώπους ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ἔλαβαν, καὶ ἐνδεχομένως, δὲν ἀνῆκαν κἄν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδάλλως δημιουργεῖται τὸ πρωτοφανὲς παράδοξο νὰ ἔχουμε μία ὁμάδα ποὺ νὰ κατέχει Τόμο Αὐτοκεφαλίας, ἀλλὰ νὰ μὴ εἶναι Ἐκκλησία.

  Ὡς πρὸς τὴν πτυχὴ τῆς ἐπιχειρηματολογίας, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως φάνηκε ὅτι δὲν εἶχε σταθερὴ ἐπιχειρηματολογία, ἡ ὁποία ἐκ τῶν προτέρων νὰ ὑποδεικνύει τὸ ὀρθόν τοῦ τρόπου τῆς ἐπίλυσης, καὶ σὲ κάθε περίπτωση, καὶ ἀπαραιτήτως, ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας. Ἁπλούστατα, ἀποφασίστηκε μονομερῶς ὁ τρόπος, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ δὲν ἀποτελεῖ θεραπεία, ἀλλὰ ἁπλῶς μετονομασία τῶν σχισματικῶν ὡς δῆθεν κανονικῶν, καὶ ἀναλόγως τῶν ἀντιδράσεων ποὺ προέκυπταν, κατασκεύαζαν ἐπὶ τούτου ἕνα εἶδος ἐπιχειρηματολογίας μέσῳ τῆς ἀλλοίωσης κειμένων, τῆς παρερμηνείας ἱερῶν κανόνων καὶ ἱστορικῶν γεγονότων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία βεβαίως δὲν ἔπειθε, ἐνδεχομένως, οὔτε καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐκφραστές της. Ἡ πρακτικὴ ὅμως αὐτὴ τῆς «λήψης τοῦ ζητουμένου» δὲν θυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ἐνεργοῦν διαχρονικὰ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶλλον παραπέμπει στὸν τρόπο ποὺ πάλευαν οἱ αἱρετικοὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὶς δικές τους ἰδέες καὶ τὰ δικά τους φρονήματα, χωρὶς κανένα ἐνδιαφέρον στὸ ἐὰν αὐτὰ θεμελιώνονται ἢ ὄχι στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ρίχνοντας, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸ κέντρο βάρους, ὄχι στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὶς προσωπικές τους ἐπιδιώξεις.

  Μία τέτοια προσπάθεια ὑπῆρξε ἡ δικαιολόγηση τῆς μὴ ἀναχειροτόνησης τῶν σχισματικῶν Οὐκρανῶν μέσῳ τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς τῶν πρώην αἱρετικῶν εἰκονομάχων ἐπισκόπων ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μόνο μὲ λίβελλο πίστεως, καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ χωρὶς ἐπανάληψη τῆς χειροτονίας. Τὸ δεδομένο ὅμως ποὺ διαφοροποιεῖ ριζικὰ τὶς δύο περιπτώσεις εἶναι ὅτι οἱ εἰκονομάχοι ἔφεραν κανονικὴ καὶ ὑποστατὴ χειροτονία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πρὶν τὴν ἔκπτωσή τους στὴν αἵρεση, καὶ ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς χειροτόνησε ἐκ νέου. Οἱ σχισματικοί τῆς Οὐκρανίας ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὸ τὸ βασικὸ χαρακτηριστικό, μὲ ἐξαίρεση ἀσφαλῶς τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀνῆκαν πρὶν στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ἀποσχίστηκαν καὶ ἀκολούθως καθαιρέθηκαν, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἄνευ χειροτονίας δὲν εἶναι ἱερεῖς καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δύνανται νὰ προσφέρουν τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεό.

  Καὶ ἐνῶ οἱ πληροφορίες αὐτὲς εἶναι γνωστὲς καὶ δεδομένες, φαίνεται ὅτι δὲν ἀρκοῦν, γιὰ νὰ πείσουν τοὺς ὑπευθύνους ὅτι ὅλες οἱ γενόμενες κινήσεις εἶναι λάθος, καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀσφαλὲς καὶ μόνιμο ἑνωτικὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ πρωτοφανῆ ἀνευθυνότητα προφέρονται ψεύδη, προκειμένου νὰ καλυφθοῦν προηγούμενα ψεύδη. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ὕπαρξη τῆς μερίδας τῶν ἀχειροτόνητων ἦταν κάτι τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους ἐδῶ καὶ χρόνια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι καταγεγραμμένο καὶ σὲ οἰκεῖες μελέτες παλαιῶν ἱεραρχῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀλλὰ ἐπιπρόσθετα ἦταν καὶ κάτι τὸ ὁποῖο δημόσια εἶχε ὁμολογήσει ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐνώπιον ὅλων τῶν Προκαθημένων, στὴ Σύναξη τῆς Γενεύης τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016. Περαιτέρω, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ σχισματικός, καθῃρημένος καὶ ἀναθεματισμένος Φιλάρετος, ὅταν προσλάμβανε ἱερεῖς τῆς μερίδας τοῦ Μαλέτιτς, τοὺς χειροτονοῦσε, καθὼς γνώριζε ὅλα τὰ ἀνωτέρω. Τὸ τραγελαφικὸ τοῦ πράγματος εἶναι ὅτι μέχρι τὴν ἀπόδοση τῆς Αὐτοκεφαλίας ὅλοι γνώριζαν καὶ ἀναγνώριζαν τὴν ὕπαρξη ἀχειροτόνητων. Μετὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ Τόμου, ὡς διὰ μαγείας, ὑποστηρίζεται ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀχειροτόνητοι. Ὅλα τὰ ἀνωτέρω δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στοιχειοθετοῦν μία σοβαρὴ ἐκκλησιαστικὴ θεραπεία, ἀλλὰ θυμίζουν κακῆς ποιότητας ἑλιγμούς, ποὺ συναντοῦμε κυρίως στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς.

  Σύμφωνα μὲ τὴν  Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν διαχρονικὴ συνείδηση καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς εἶναι ἐκεῖνες ποὺ προσδιορίζουν τὴν δυνατότητα καὶ τὸν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων ἐπιστρεφόντων, μὲ τὸ δεδομένο ὅτι δὲν ὑφίστανται μυστήρια ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς ἡ ἀποδοχὴ τῶν πρώην εἰκονομάχων ἐπισκόπων ἔλαβε χώρα κάτω ἀπὸ αὐστηρὸ καθεστὼς συγκεκριμένων ἐκκλησιολογικῶν προϋποθέσεων μὲ ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ ἐπισκοπικὴ χειροτονία νὰ εἶχε ἀρχικῶς τελεστεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, πρὸ τῆς αἱρετικῆς ἀπόκλισης. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σημειούμενη πορεία ἐκκινᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴν ἐξέταση τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς.

  Σύμφωνα μὲ τὴν παρερμηνεία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία φιλοδοξεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν μὴ ἀναχειροτονία, σημειώνεται ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη πορεία: ἐκκινᾶ ἀπὸ τὸν τρόπο ἀποδοχῆς καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴν διαμόρφωση μίας νέας ἐκκλησιολογίας. Θεωρεῖται παγιωμένος ὁ τρόπος τῆς μὴ ἀναχειροτόνησης, ὡς δῆθεν θεμελιωμένος στὴν διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐκ τοῦ τρόπου τῆς ἀπροϋπόθετης ἀναγνώρισης ἱερωσύνης ἐκτὸς Ἐκκλησίας διαμορφώνονται νέα, διευρυμένα μέν, ἀδιευκρίνιστα δέ, ἐκκλησιολογικὰ ὅρια, ἐφόσον ἡ μὴ ἀναχειροτόνηση δηλώνει τὴν προΰπαρξη ὑποστατῆς ἱερωσύνης. Ὑπὸ τὴν ἔποψη ὅμως αὐτή, δὲν ὑπάρχουν ὅρια καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχουν στὴν οὐσία αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί. Γενόμενοι αὐτοί, a priori δεκτοί, τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐκτὸς αὐτῆς διαφόρων ἑτερόδοξων καὶ σχισματικῶν κοινοτήτων τίθενται ἀναφανδὸν ἐπὶ ἴσοις ὅροις, ὡσὰν τὸ πρόβλημα νὰ ἀφορᾶ σὲ διακοπὴ κοινωνίας καὶ ὄχι σὲ ἔκπτωση ἐκ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν λόγω ἐκκλησιολογικὸ σχῆμα παραπέμπει εὐθέως στὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Congar, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, μὲ κυρίαρχο στοιχεῖο αὐτῆς νὰ ἀποτελεῖ ἡ ἔννοια τῆς διαβαθμισμένης μετοχῆς ὅλων τῶν ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν στὴν Μία Ἐκκλησία .

  Στὴν νέα αὐτὴ “περιεκτικὴ” ἐκκλησιολογία δὲν ὑπάρχουν σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Ὑπάρχουν ἁπλῶς χωρισμένοι ἀδελφοί, μὲ τοὺς ὁποίους, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ θεωρούμενου ὡς “ἑνὸς χριστιανικοῦ βαπτίσματος”, ὑφίσταται κοινωνία ἀτελοῦς μορφῆς. Ὑφίστανται δηλ. ὑποστατὰ μυστήρια παντοῦ, ἐφόσον ὅλες οἱ ὁμολογίες μετέχουν κατὰ διαφόρους τρόπους στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἡ “ἀτελής” κοινωνία βρίσκει τὴν πληρότητά της, καθιστάμενη ὡς “τέλεια”, μέσῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν «παγκόσμιο πρῶτο» τελειοποιεῖ καὶ ἀναπληρώνει τὸ ἀτελὲς τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑφίσταται ἐπανάληψη τέλεσης μυστηρίων γιὰ τοὺς Λατίνους, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ᾖρε τὴν ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἀναγνωρίζοντας ἔγκυρα μυστήρια σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς ἐκκλησίες. Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, τὸ κέντρο βάρους πλέον μετατίθεται ἀπὸ τὸ θεμέλιο τῆς κοινῆς πίστης σὲ αὐτὴ καθαυτὴν τὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν. Καὶ ἐνῶ, καὶ ἐτυμολογικὰ ἀκόμη, ἡ κοινωνία προϋποθέτει τὸ “κοινόν” ὡς πρὸς τὴν πίστη, στὴ νέα ἐκκλησιολογία τῆς οἰκουμενικῆς θεολογίας εἰσάγεται ἐν εἴδει συνθήματος ἡ φράση «ἑνότητα στὴν πίστη καὶ ἑτερότητα στὶς διατυπώσεις». Ἡ ἀνωτέρω φράση λειτουργεῖ ὡς ἡ βάση ἐπανερμηνείας τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἡ ὁποία δὲν κατανοεῖται πλέον ὡς ἑνότητα πίστεως, ἀλλὰ ὡς ἀπροϋπόθετη κοινωνία μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ δὲν συναντᾶται πλέον ἡ συνοδικὴ διατύπωση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς στὴν ἑνότητά της, ἀλλὰ πλέον ἐπικρατεῖ ἡ εὐχὴ γιὰ ἐπανεύρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὡς νὰ πρόκειται γιὰ ζητούμενο κοινωνιολογικῆς φύσεως. Ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας ἀποτελεῖ ἡ ἔννοια τῆς «ὑφιστάμενης γνωσιολογικῆς ἀνοχῆς», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαιτεῖται σεβασμὸς καὶ ἀποφυγὴ θεολογικῆς κριτικῆς τῶν σημείων ἐκείνων, ποὺ γιὰ ἄλλες ὁμολογίες τοῦ ἑνιαίου χριστιανικοῦ κόσμου ἀποτελοῦν δόγματα, ἐνῶ παράλληλα ἀπορρίπτονται ἐμπράκτως οἱ παλαιὲς δογματικὲς ἀντιπαραθέσεις.

  Συνοψίζοντας ὅλα τὰ ἀνωτέρω, ἡ πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμόστηκε ὡς πρὸς τὸν τρόπο ἀποδοχῆς καὶ ἀναγνώρισης τῶν σχισματικῶν καὶ ἀχειροτόνητων ὁμάδων τῶν Οὐκρανῶν δὲν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑφίστανται μυστήρια, συνεπῶς καὶ ἱερωσύνη, ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Φέρει χαρακτηριστικὰ βατικάνειας ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, τὸ θεμέλιο ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πλέον ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ «παγκόσμιου πρώτου». Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Πρῶτο εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναπληροῖ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀναχειροτονίας, ἀποτελώντας παράλληλα καὶ τὸν ἀναγκαῖο ὅρο ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ κοινωνίας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Πρὸς τὴν νεόκοπη στοιχειοθέτηση ἑνὸς παγκόσμιου πρωτείου -ἄνευ ἴσων- ἐργάστηκε συστηματικὰ ὁ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας μέσῳ τῆς περσοναλιστικῆς παρερμηνείας τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος καὶ τῆς ὑποστήριξης τῆς ὀντολογικῆς προτεραιότητας τοῦ Πατρὸς εἰς βάρος τῶν ὑποστάσεων Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ αἱρετικὴ τριαδολογία νὰ κατοπτρίζεται εἰκονικὰ σὲ μία ἀναλόγως προβληματικὴ ἐκκλησιολογία, τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Πρωτείου. Στὸ ἐπίπεδο τῆς τριαδολογίας ὁ Ζηζιούλας ταύτιζε τὸν Θεὸ μόνο μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Πατρὸς καὶ ὑποστήριζε ὅτι ὅπως ἐνδοτριαδικὰ ὑπάρχει ὁ Πατὴρ ὡς “πρῶτος”, κατ’ ἀντιστοιχία καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησιολογίας ὑπάρχει, καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας “παγκόσμιος πρῶτος”, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ τὸ σημεῖο ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τοῦ Πρώτου ἢ ἄνευ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πρῶτο δὲν ὑφίσταται ἑνότητα.

   Στὴν πραγματικότητα, τὸ οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, πέραν ἀπὸ παραγγελία κέντρου γεωπολιτικῆς ἰσχύος, ὑπῆρξε περαιτέρω καὶ μία πολὺ βολικὴ περίπτωση προκειμένου νὰ ἐκφραστεῖ στὸ πρακτικὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ αἱρετικὴ (Ἀρειανικὴ) τριαδολογία τοῦ ἀποθανόντος Μητρ. Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, ὡς ἐκκλησιολογία τοῦ Πρωτείου, ἡ ὁποία θέτει τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες σὲ διαφορετικὰ καὶ ἄνισα ἐπίπεδα ὑπὸ ἕνα Πρῶτο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἁπλῶς ὡς “ἀποθήκη” ἐπιχειρημάτων, ἀπ’ ὅπου λαμβάνεται μόνον ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τὴν κάθε περίσταση, ἐνῶ ἡ ἀπροϋπόθετη ἀναγνώριση ἱερωσύνης, ἐκτὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἕνα βολικὸ καὶ ἐξυπηρετικὸ προηγούμενο πρὸς τὴν ἐπιχειρούμενη παγχριστιανικὴ ἑνότητα.

* Ὁμιλία, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη κατά τήν παρουσίασιν τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ εἰς Ρώμην τήν 24ην Ὀκτωβρίου 2025.

orthodoxostypos