Γιώργος Παπαθανασόπουλος
Στον απόηχο της Ιεραρχίας για το Ουκρανικό (Μέρος Θ΄).
Οι Ρώσοι και το Αυτοκέφαλο της Ουκρανίας
Ένας
χρόνος έχει περάσει από την επίδοση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στους σχισματικούς
της Ουκρανίας από τον Οικ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο.
Από τότε προκλήθηκε σχίσμα εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην αρχή το
Πατριαρχείο της Μόσχας διέκοψε την Κοινωνία με το Οικ. Πατριαρχείο και στη
συνέχεια με την Εκκλησία της Ελλάδος και με το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας,
που ακολούθησαν το Φανάρι και αναγνώρισαν τους σχισματικούς. Έως σήμερα οι
υπόλοιπες δέκα τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (Πατριαρχεία Αντιοχείας,
Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας και οι Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες Κύπρου, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας – Σλοβακίας) δεν έχουν
αναγνωρίσει τους σχισματικούς. Για να επανέλθει η ενότητα οι δέκα εν λόγω
Εκκλησίες και Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησαν να συγκληθεί Πανορθόδοξη
Σύνοδος. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από το Φανάρι.
Για
το θέμα της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, τον περασμένο Οκτώβριο, ο Σεβ. Λαρίσης κ. Ιερώνυμος αναφέρθηκε στο πόνημα του αείμνηστου
Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθοδίου (Φούγια) «Περί
των Ουκρανικών Αυτοκεφάλων» και επανέλαβε την αναφορά του εις συνέντευξή του, η
οποία δημοσιεύθηκε σε ιστοσελίδα της Λάρισας, στις 31 Οκτωβρίου 2019. Σε αυτήν
ο Σεβ. σημείωσε ότι ο αείμνηστος Μητρ., το
1955, στην εν λόγω μονογραφία του υποστήριξε
ότι αίτημα των Ουκρανών για αυτοκεφαλία υπήρξε από το 1917.
Επιγραμματικά
γράφονται λίγα σχόλια για το πόνημα του αειμνήστου Μητρ. Πισιδίας. Στη
Σοβιετική Ένωση ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν
ετέθη έως το 1992. Η απόφαση του Οικ. Πατριαρχείου περί της αναγνώρισης των
σχισματικών ως Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι του 2018. Πρόβλημα
υπήρχε με την πολυδιάσπαση των Ουκρανών
Επισκόπων της διασποράς. Περί το 1970 στις ΗΠΑ υπήρχαν τρεις ξεχωριστές
ουκρανικές δικαιοδοσίες και μία στον Καναδά. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης αν και
ενημερώνει για τις απόψεις των εθνικιστικών κύκλων της Ουκρανίας σημειώνει ότι «προκαταβολικώς είμεθα εις θέσιν να
δηλώσωμεν ότι δεν θεωρούμεν αναγκαίαν ή μάλλον συμφέρουσαν την Εκκλησίαν της
Ουκρανίας»[1].
Δεύτερον προς τιμήν του δεν αποκρύπτει
το γεγονός ότι μετά το 1917 οι εθνικιστές κληρικοί αυτοχειροτονήθηκαν Επίσκοποι[2]. Το άλλο
που αποκαλύπτει ο αείμνηστος Μητροπολίτης είναι πως οι εθνικιστές Ουκρανοί
κληρικοί και λαϊκοί προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν στα 1917 τον εμφύλιο στη
Ρωσία και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την κατάληψη της Ουκρανίας από τους
Ναζί. Αυτός ήταν ο λόγος ότι που με τη λήξη του πολέμου πολλοί κληρικοί και
λαϊκοί από την Ουκρανία ακολούθησαν τους ηττημένους στη Γερμανία.[3] Ο Σεβ.
Πισιδίας αναγνωρίζει ακόμη ότι « η υγιής μερίς των εκκλησιαστικών εν
Ουκρανία απήτει την εφαρμογήν των ελευθεριών, αλλά και της κανονικής οδού και
με την συγκατάθεσιν της Πανρωσικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριάρχου»[4].
Επίσης παραδέχεται ότι όσο ο Πατριάρχης Τύχων ευρίσκετο στις φυλακές οι
Ουκρανοί εθνικιστές βρήκαν την ευκαιρία να ενεργήσουν «προς επιτυχία των επιδιωκομένων από αυτούς σκοπών»[5].
Το
1917 είναι γνωστό ότι άρχισε η τραγωδία της Ρωσίας. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση
παραιτήθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου, οι προσωρινές τρεις δημοκρατικές κυβερνήσεις
που συγκροτήθηκαν, από τις 2 Μαρτίου έως
τις 25 Οκτωβρίου 1917, λόγω αδυναμίας δικής τους και της πίεσης των μπολσεβίκων
δεν πέτυχαν να επιλύσουν τα πολλά προβλήματα της χώρας και με πραξικόπημα τότε
επικράτησαν οι κομμουνιστές και επέβαλαν την άθεη και τυραννική δικτατορία του
προλεταριάτου.
Η
Εκκλησία αμύνθηκε όσο μπορούσε. Στις 13 Αυγούστου 1917 συνήλθε στη Μόσχα
Σύνοδος, αποτελούμενη από 564 μέλη, εκ των οποίων 278 ήσαν λαϊκοί εκπρόσωποι. Κατ΄
αυτήν ανασυνεστήθη το Πατριαρχείο της Μόσχας και εξελέγη Πατριάρχης ο Μητροπολίτης
Μόσχας Τύχων. Ο Πατριάρχης έκαμε ό, τι μπορούσε για να υπερασπιστεί την
Εκκλησία από το άθεο και τυραννικό καθεστώς[6]. Μέσα
στην φροντίδα δεν φοβήθηκε να εκδώσει έγγραφο αφορισμού εναντίον όσων
επετίθεντο κατά των Χριστιανών και βεβήλωναν τις Εκκλησίες. Φυσικά οι
κομμουνιστές δυσαρεστήθηκαν από τη στάση του Πατριάρχη και προσπάθησαν με
κατασκευασμένες κατηγορίες και με εκβιασμούς,
απειλές, αυστηρή απομόνωση, φυλακίσεις και βασανιστήρια να μειώσουν την επιρροή
του και να τον εξοντώσουν. Τον Ιανουάριο του 1925 εισήχθη σε νοσοκομείο και
στις 7 Απριλίου κατέληξε. Η κυριαρχούσα αντίληψη είναι ότι εκτελέστηκε δια
δηλητηριάσεως από τους μπολσεβίκους. Η κηδεία του συγκέντρωσε 300.000 λαού. Στη
συνείδηση των πιστών από τότε τιμάται ως
ιερομάρτυς. Η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε στις 9 Οκτωβρίου του 1989 από το
Πατριαρχείο της Μόσχας.
Το 1923 ο Άγιος
Πατριάρχης Τύχων είπε: «Η Ορθόδοξη
Εκκλησία δεν είναι πολιτικός οργανισμός και ως εκ τούτου δεν θέλει να είναι
ούτε Ερυθρή, ούτε Λευκή Εκκλησία. Είναι και θα παραμείνει η Μία, Αγία, Καθολική
και Αποστολική Εκκλησία και κάθε προσπάθεια από οποιαδήποτε πλευρά και αν
προέρχεται για την εμπλοκή της Εκκλησίας στον πολιτικό αγώνα θα πρέπει να
απορριφθεί και να καταδικαστεί». [7]
Κατά
την ταραγμένη εκείνη περίοδο, από το 1917 και μετά, οι μεν Κομμουνιστές
επιχείρησαν να αφανίσουν την Εκκλησία,
μερικοί δε επιχείρησαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση και να κατασκευάσουν
μιαν δήθεν Εκκλησία, προσαρμοσμένη στις θελήσεις του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Ο Αρχ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος έγραψε σχετικά: « Η Ρωσική Εκκλησία, προαχθείσα εις μεγάλην ακμήν κατά τον ιθ΄ αιώνα,
υπέστη μετά τον Α΄ παγκόσμιον πόλεμον τας φρικτάς συνεπείας της πολιτικής
επικρατήσεως των μπολσεβίκων, οίτινες εκήρυξαν κατ΄ αυτής και κατά της
θρησκείας εν γένει πόλεμον. Τω 1918 προλαβούσα η Ρωσική Εκκλησία ανασυνέστησε
το Πατριαρχείον Μόσχας, αλλά δεν επετράπη να εκλεγή διάδοχος του τότε
εκλεγέντος και εκδιωχθέντος βραδύτερον Πατριάρχου Τύχωνος. Η Εκκλησία της
Ρωσίας διηρέθη τότε εις διαφόρους μερίδας (Πατριαρχική, Συνοδική, Ζώσα,
Εκκλησία Ουκρανίας)...[8].
Αυτές όλες οι κινήσεις στο πέρασμα του χρόνου έσβησαν, αφού ταλάνισαν τη Ρωσική
Εκκλησία.
Με
το ολοκληρωτικό σοβιετικό καθεστώς η Ρωσική Εκκλησία εισήλθε σε καμίνι
δοκιμασίας ανάλογης με εκείνην των αιώνων των διωγμών από τους αυτοκράτορες της
Ρώμης. Και επειδή ελέχθη από τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και από Μητροπολίτες στην
Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον παρελθόντα Οκτώβριο, ότι οι χριστιανοί της Ουκρανίας υπέφεραν, πρέπει
να λεχθεί ότι δεν υπέφεραν μόνον αυτοί, αλλά το σύνολο των Χριστιανών στη
Σοβιετική Ένωση[9].
Κατά τα έτη 1932 – 1933 από την κολεκτιβοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων,
την τυραννική συμπεριφορά των αθέων
κυβερνώντων έναντι των αγροτών και την
καταδίκη, ως «κουλάκων», εκατομμυρίων, που εργάζονταν στα κολχόζ, σε βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες, θάνατο
είτε δια των όπλων, είτε δια της πείνας δεν υπέφερε μόνον η Ουκρανία, που, λόγω
του ότι όλος σχεδόν ο πληθυσμός της ήταν αγροτικός, είχε εκατομμύρια θυμάτων,
αλλά και σε άλλες περιοχές, μεταξύ των οποίων της Μόσχας και του Καζακστάν.[10]
Εκατομμύρια
θυμάτων στη Σοβιετική Ένωση υπήρξαν και κατά την τριετία της «μεγάλης
τρομοκρατίας» (1936 – 1938). Ήσαν πολλοί Ουκρανοί και γενικά Ρώσοι τα θύματα,
αλλά και άλλων εθνοτήτων, που θεωρήθηκαν «κατάσκοποι» για τις πατρίδες
τους...Μεταξύ αυτών Γερμανοί, Πολωνοί, Γιαπωνέζοι, Ρουμάνοι, Φινλανδοί,
Λιθουανοί, Εσθονοί, Λετονοί, Έλληνες..[11] Σημειώνεται ότι κατά τη μεγάλη τρομοκρατία
συμμετέσχε ενεργά στις διώξεις και εκτελέσεις στην Ουκρανία ο Νικίτα Χρουστσόφ,
ηγέτης της ΕΣΣΔ, ο οποίος είχε γεννηθεί στην περιοχή του Κουρσκ και έζησε για
χρόνια πολλά στο Ντονμπάς, περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας.
Ενδεικτικά
της κατάστασης των Χριστιανών στην ΕΣΣΔ είναι τα ακόλουθα στοιχεία, που
δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο «Les
nouveaux Martyrs
Russes» του πρωτοπρεσβυτέρου Michel Polsky[12]. To 1914 υπήρχαν
1.025 Μοναστήρια, το 1973 ήσαν 12, το 1914 υπήρχαν 54.174 εκκλησίες, το 1973
είχαν μείνει 7.500. Ακόμη το 1914 υπήρχαν 37.528 κατηχητικά σχολεία, 291
εκκλησιαστικά νοσοκομεία, 1.113 γηροκομεία και 34.497 ενοριακές βιβλιοθήκες. Όλα
έκλεισαν με νόμο.
Ένα
ακόμη στοιχείο για το ότι η υπό το κομμουνιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς μοίρα
όλων των Ρώσων και ειδικότερα των Χριστιανών ήταν η ίδια σε όλη τη Σοβιετική
Ένωση αποδεικνύεται από το πλήθος των νεομαρτύρων. Το αδελφικό μαρτυρικό τους
αίμα ένωσε σε μιαν ακατάλυτη πνευματική ενότητα, που ισχύει έως σήμερα. Τους ένωναν
και τα ιερά προσκυνήματα. Ένα από αυτά είναι η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου,
λίκνο της ρωσικής ευσεβείας. Το 1955 είχε δεχθεί, κατά την Πράβδα, 200.000
προσκυνητές, όσους και το 1860! «Έμεινα
καθιστή», διηγείται μία μάρτυς, «εις
την είσοδον των μακρυνών σπηλαίων, δια να ακούω τας συζητήσεις των προσκυνητών
γύρω από το ταξίδι των: μερικοί ήρχοντο από την περιοχήν του Ντόνετς, άλλοι από
το Ροστόβ, άλλοι από την Άλμα – Ατά, άλλοι από το πιο μακρινό Βλαδιβοστόκ. Κοντολογίς
από όλας τας γωνίας της απεράντου χώρας μας».[13]
Ο
πρώτος ιερομάρτυρας της Ρωσικής Εκκλησίας υπό το σοβιετικό άθεο καθεστώς ήταν ο Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Γαλικίας
Βλαδίμηρος. Eίχε γεννηθεί το 1848 σε χωριό της ρωσικής
περιοχής Ταμπόφ, 480 χλμ. νοτιοανατολικά της Μόσχας. Στις 25 Ιανουαρίου 1918
ένοπλη ομάδα τον πήρε από το Επισκοπείο, που ήταν και μοναστήρι, και τον
υποχρέωσαν να περπατήσει εκτός της Μονής και μετά από κάμποσα μέτρα τον
εκτέλεσαν πυροβολώντας τον στα νώτα του. Στην ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας
ο Μητροπολίτης Βλαδίμηρος είναι ο μόνος ιεράρχης που υπηρέτησε και στις τρεις
σημαντικότερες έδρες Της, στη Μόσχα, στην Αγία Πετρούπολη και στο Κίεβο. Και ο
π. Μισέλ σημειώνει στο βιβλίο του «Les
nouveaux martyrs
Russes»: «Στα
988 ο άγιος Βλαδίμηρος, Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου, αποδέχθηκε την
χριστιανική πίστη, δέχθηκε το Βάπτισμα και τον ακολούθησε ο λαός του. Εκεί, στα
νερά του Δνείπερου, η Ρωσία, δια του βαπτίσματος, εισήλθε στην Χριστιανική
Εκκλησία. Στα 1918, επίσης στο Κίεβο, ο Μητροπολίτης Βλαδίμηρος δέχθηκε, δια
του μαρτυρίου του, το νέο βάπτισμα στο οποίο κλήθηκε η Χριστιανική Ρωσία: Το
βάπτισμα του αίματος, το ένδοξο στέμμα της Ρωσικής Εκκλησίας».[14]
Στα
ιστορικά βιβλία, που ασχολούνται με τα εκκλησιαστικά πρόσωπα και τα
προσκυνήματα του Κιέβου δεν υπάρχει διαφοροποίηση Ρώσων και Ουκρανών. Όλοι
θεωρούνται Ρώσοι. Ο όσιος Θεοδόσιος του Κιέβου γεννήθηκε κοντά στο Κίεβο.
Νεαρός είχε την επιθυμία να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, αλλά όπως γράφει ο
βιογράφος του Όσιος Νέστωρ, « ο Πανάγαθος
Θεός δεν θέλησε να απομακρύνη από την γη
της Ρωσίας αυτόν που τον προώριζε σε αυτήν εκ κοιλίας μητρός ποιμένα των
λογικών προβάτων, που θα ασπάζονταν το αγγελικό σχήμα»[15]. (Σημ.
η υπογράμμιση του γρ.). Η πραγματικότητα αυτή, της ταύτισης του Κιέβου με τη
Ρωσία υπάρχει και στο βιβλίο «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου»[16].
Γράφεται: « Ο Βλαδίμηρος Α΄ ο Μέγας είναι
ο δημιουργός της ένδοξης Ρωσίας του Κιέβου» (Σελ. 15). Στο έργο του για τον
Άγιο Αρσένιο Ελασσώνος (1550-1626) ο καθηγητής Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος[17] γράφει
ότι ο Άγιος έζησε στη Ρωσία, το
δεύτερο μισό του βίου του και εξηγεί ότι έμεινε κυρίως στη Μόσχα, αλλά και στο
Λβοφ της σημερινής Ουκρανίας από το 1586 έως το 1588. Στη Ρωσία ήσαν, ως
Αρχιεπίσκοποι Χερσώνος, οι Ευγένιος
Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης. Όλοι
οι Έλληνες οι κατοικούντες στην Οδησσό και στην Κριμαία στη Ρωσία ήσαν. Όλοι οι
ευεργέτες της Ελλάδος, που ζούσαν στις περιοχές αυτές, της Ρωσίας κάτοικοι ήσαν.
Ο θρησκευτικός φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάγεφ αν και έζησε στο Κίεβο δηλώνει
ρώσος και σημειώνει: «Το Κίεβο είναι μια
από τις πιο όμορφες πόλεις όχι μόνον
της Ρωσίας, αλλά της Ευρώπης»[18].
Όταν ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος με τον σήμερα Μητροπολίτη Αργολίδος Νεκτάριο
επισκέφθηκαν τη Συμφερόπολη από
κληρικούς της κανονικής Εκκλησίας ήσαν φιλοξενούμενοι. Είναι θλιβερό το ότι ο μεν Αρχιεπίσκοπος άλλαξε στάση σε
αυτά που γνώριζε για την Εκκλησία της Ρωσίας και το ότι ο Μητροπολίτης
Νεκτάριος δεν έλαβε το λόγο στην Ιεραρχία, να πει όσα γνωρίζει πολύ καλά για
την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία.
Τα
λίγα στοιχεία που αναφέρθηκαν θέλουν να σημειώσουν ότι οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι για αιώνες ήσαν ένας λαός. Το Κίεβο με τη
Μόσχα και αργότερα και οι δύο με την Αγία Πετρούπολη είχαν έναν έντονο ανταγωνισμό,
αλλά ως αδέλφια και για το ποια πόλη εκφράζει αυθεντικότερα το πνεύμα των Ρως
και του Αγίου Βλαδιμήρου. Οι Ουκρανοί από τον 16ο αιώνα ήσαν στόχος
προσηλυτισμού από το Βατικανό και τους ρωμαιοκαθολικούς Πολωνούς και
Λιθουανούς. Στην Ουκρανία οι Ιησουίτες εφεύραν την Ουνία, ως μέσο προσηλυτισμού
των Ορθόδοξων Ρώσων, κατοίκων της Ουκρανίας. Για αιώνες η περί το Λβοφ δυτική
Ουκρανία δέχθηκε την καταπίεση και την αναγκαστική επιρροή των δυτικοφρόνων
παπικών εξουσιαστών, Πολωνών και Λιθουανών, καθώς και των Ουνιτών και Ιησουιτών. Επίσης είναι
εδώ και αιώνες στόχος γεωστρατηγικός της
Δύσης, η οποία θέλει να επεκτείνει την επιρροή της στους σλαβικούς πληθυσμούς
σε βάρος της Ρωσίας.
Ο ουκρανικός
εθνικισμός αναπτύχθηκε από το 1840, με κύριο εκφραστή τον ποιητή Τάρας
Σεβτσένκο. Στα 1918 οι Ουκρανοί τάχθηκαν κατά των Μπολσεβίκων και ανακήρυξαν
την περιοχή τους αυτόνομη, υπό την ηγεσία του Μιχαΐλο Χρουσέφσκι, που εξελέγη
πρόεδρος της Ουκρανίας. Αντιδρώντας οι Μπολσεβίκοι, υπό την ηγεσία του Σκρίπνικ
οργάνωσαν συνέδριο των Σοβιέτς στο Χάρκοβο. Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος.
Τους εθνικιστές της Ουκρανίας υποστήριξαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί, αλλά
επήλθε διαμάχη των δύο ηγετών τους, του σοσιαλιστή Βινιτσένκο και του εθνικιστή
Πετλιούρα. Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα κίνημα υπό τον αναρχικό Νέστωρα Μάχνο
στα νότια της Ουκρανίας. Ο Πετλιούρα έχασε τον πόλεμο, διέφυγε στο Παρίσι και
συγκρότησε κυβέρνηση εν εξορία. Δολοφονήθηκε στα 1926. Οι «Κόκκινοι» επικράτησαν
σε όλο το έδαφος της Ουκρανίας και το 1934 μετέφεραν την πρωτεύουσα της
περιοχής από το Χάρκοβο στο Κίεβο[19]. Έκτοτε
αναπτύχθηκε περαιτέρω ο εθνικισμός, κυρίως στο επίπεδο της ιντελιγκέντσιας και
της πολιτικής ηγεσίας. Η αντιρωσική προπαγάνδα εντάθηκε στην Ουκρανία από το
Βατικανό και τις δυτικές χώρες. Σε αυτόν τον αγώνα, να αλλάξει η ψυχή των
Ουκρανών και να ενταχθούν στην δυτική επιρροή και κουλτούρα, εντάσσεται και η
ενέργεια του Οικ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Όμως ο απλός λαός της Ουκρανίας, στο μεγάλο ποσοστό του, παραμένει
πιστός στις Παραδόσεις του, στην Εκκλησία Του και ανθίσταται στην καταπίεση της
Δύσης, που εκ νέου αντιμετωπίζει.
Για
να καταπολεμηθεί η κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία γίνεται έντονη
εκμετάλλευση των ανοικτών πολεμικών, εδαφικών, οικονομικών και πολιτικών
συγκρούσεων της χώρας με τη Ρωσία. Από την
Εκκλησία ζητείται να εκκοσμικευθεί πλήρως και να καταστεί ιμάντας και
υποχείριο των κρατικών ουκρανικών υπηρεσιών. Απόδειξη: Στο τρέχον τεύχος (Novembre – Decembre
2019, no 98) του περιοδικού “ Le monde
des religions”
και στο ρεπορτάζ υπό τον τίτλο «Ο δρόμος της ανεξαρτησίας», υπάρχει φωτογραφία ρωμαιοκαθολικού ιερέα, ο οποίος τελεί τη λειτουργία στους σπουδαστές της στρατιωτικής ακαδημίας (σελ. 19). Στην περιοχή κυρίως του Λβοφ (Σημ. Δυτική Ουκρανία, που συνορεύει και επικοινωνεί με την Πολωνία) αλλά και στο Κίεβο το αντιρωσικό εθνικιστικό μένος ενώνει και οδηγεί σε συνεργασία τους σχισματικούς της Ουκρανίας, τους οποίους ο πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ονόμασε «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» με τους παπικούς Ουνίτες. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα στη διασπορά. Παράδειγμα η Ελλάδα. Οι Ουκρανοί Ορθόδοξοι εξυπηρετούνται στην Αθήνα από την Ουνίτικη Εκκλησία της οδού Αχαρνών!...-
[1]
Αρχιεπ. Θυατείρων Μεθοδίου (Φούγια) «Θεολογικαί και ιστορικαί μελέται», Τόμος
Β΄, 1983, σελ. 171.
[2]
Αυτ., σελ. 173
[3]
Αυτ. σελ. 185,189,199 και 215.
[4]
Αυτ. σελ. 175
[5]
Αυτ. σελ. 176
[6]
Ν. Ζέρνωφ «Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους», Εκδ. Οίκος «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι, 1972,
σελ. 178.
[7]
Καλλίστου Ware,
σήμερα Μητροπολίτου Διοκλείας, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», Έκδ. Ακρίτας, 1η
Έκδοση, 1996, σελ. 244.
[8]Αρχιεπισκόπου
Χρυσοστόμου (Παπαδοπούλου) «Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία», Τυπογρ.
Αποστολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις, 1954, σελ. 190
[9]
Επειδή η εξιστόρηση της καταπίεσης και επιχείρησης εξόντωσης του Χριστιανισμού
στην ΕΣΣΔ ξεφεύγει του παρόντος πονήματος παραπέμπω εις Καλλίστου Γουέαρ «Η
Ορθόδοξη Εκκλησία», Εκδ. Ακρίτα, σελ. 234-265 και εις Mathew Spinka “The Church in Soviet Russia (New York 1956).
[10] Βλ. σχ. Stephane Courtois etc. “Le livre noir du communism –
Crimes, terreur, repression”, Ed. Robert Laffont, Paris 1997, p. 178-188.
[11] Αυτ. σελ. 216 - 225
[12] Archipretre Michel POLSKY “Les nouveaux
Martyrs de la terre Russe”, Ed. Resiac, Montsurs, France, 1976, p. 349
[13]
Από το βιβλίο του Νικήτα Στρούβε «Οι Χριστιανοί εις την Σοβιετικήν Ένωσιν» σε
ελλην. μετάφραση του Αρχιμ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, μετά Μητροπολίτου
Δημητριάδος και Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Έκδ. «Χρυσοπηγή»,
Αθήναι, 1968, σελ. 203-204.
[14]
«Les nouveaux martyrs Russes»
p.
16
[15]«
Όσιος Θεοδόσιος του Κιέβου», Εκδ. Αδελφότητος «Ο Παράκλητος», σελ. 20.
[16] «Πατερικόν των σπηλαίων του Κιέβου», απόδοση
από τα ρωσικά Αρχιμ. Τιμοθέου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Παρακλήτου, Έκδοση Β΄ Εκδ.
Ι. Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1990
[17]
Φωτίου Αρ. Δημητρακόπουλου «Αρσένιος Ελασσόνος (1550-1626). Βίος – Έργο –
Απομνημονεύματα», Εκδ. Οργανισμός Π. Κυριακίδη Α.Ε., Αθήναι, 2007, σελ. 237.
[18] Nicola Berdiaev “Essai d’
autobiographie spirituelle”, Ed. Paris, Buchet/Chastel, Paris, 1992, p. 19. Η υπογράμμιση του υπογρ.