Τοῦ Γεωργίου Μπόρα
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Θα προχωρήσουμε στο μέτρο
του δυνατού, σε μια προσπάθεια αποσαφήνισης ορισμένων πτυχών της εργασίας μας.
Προς τούτο και για να γίνει κατανοητή η συνάφεια μεταξύ της Θεολογίας του
Προσώπου και του Οικουμενισμού, αρχικά μελετούμε το ζήτημα του ορισμού της αίρεσης
του Οικουμενισμού ως παναίρεσης. Στη συνέχεια αναδεικνύουμε το πώς η
Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συγκεφαλαιώνει τις βασικές θέσεις της Θεολογίας του
Προσώπου και άρα πως η Θεολογία του Προσώπου τροφοδοτεί την αίρεση. Έπειτα
μελετούμε το πώς οι θέσεις, της Θεολογίας του Προσώπου, περί ετερότητας και του
σχεσιακού συστήματος που εισάγει, είναι οι θέσεις της σύγχρονης Πολιτικής
Ορθότητας. Η οποία Πολιτική Ορθότητα ή Πολιτιστικός Μαρξισμός, όπως είδαμε εν
τάχει στην εργασία, είναι η ωρίμανση του μαρξισμού. Οφείλουμε να δούμε όμως
ποια είναι η μήτρα που γέννησε το μαρξισμό και ενδεχομένως να εξετάσουμε την
αιτία της εμφανέστατης ταυτότητας των λέξεων, νοημάτων και εν κατακλείδι
στόχευσης: ενός μεσσιανικού χιλιασμού[1]. Αρχίζει να διαφαίνεται ότι ο Οικουμενισμός έχει
μια βαθειά πολιτική-υλιστική δομή. Είναι ταυτόχρονα και πολιτικό φαινόμενο με
πολιτιστικό πρόσχημα.
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ
Το πρώτο και κύριο
ερώτημα που μας απασχολεί τίθεται πολύ απλά ως εξής: Τι ακριβώς είναι ο
Οικουμενισμός; Είναι τα συλλείτουργα και οι συμπροσευχές το κυρίαρχο
χαρακτηριστικό του Οικουμενισμού; Είναι η θέση των οικουμενιστών περί
διαιρημένης-διασπασμένης Εκκλησίας; Ο Άρειος δίδασκε την κτιστότητα του
Κυρίου, ο Νεστόριος δίδασκε ότι ο Χριστός υπάρχει ως δύο πρόσωπα και ανακάλυπτε
μια ένωση ηθική, ο Ευτύχης δίδασκε ότι ο Χριστός μετέχει μόνο μίας φύσεως. Ο
Οικουμενισμός τι ακριβώς διδάσκει; Ποιες είναι ακριβώς οι κακοδοξίες του
Οικουμενισμού; Με ποιες ακυρώνει την σωτηρίας μας; Είναι σαφές ότι τα
συλλείτουργα και οι συμπροσευχές δεν αποτελούν το περιεχόμενο της αιρέσεως.
Είναι παρενέργειες της αίρεσης. Κάποια από τα αποτελέσματά της. Οι Πατέρες όταν
αντιμετώπιζαν την αίρεση δεν επικαλούταν παραβίαση Κανόνων, αλλά εισχωρούσαν
στην καρδιά της αίρεσης και την αποδομούσαν ώστε να διασώσουν την ορθή πίστη,
να καταλάβει ο λαός του Θεού τι ακριβώς είναι αυτό που λειτουργεί ως εμπόδιο
στην σωτήρια τους.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί
κανείς ότι ο Οικουμενισμός είναι μια σύνθεση
όλων των αιρέσεων και άρα ως τέτοια μπορούμε να την εκλάβουμε ως παναίρεση.
Στον παραπάνω ισχυρισμό τίθεται το ερώτημα: πως εννοείται η σύνθεση; Είναι
παναίρεση ως σύνοψη των αιρέσεων −πράγμα όχι εμφανές, μιας και δεν αποδίδει τις
αρχαίες αιρέσεις με τα ονόματά τους και τα περιεχόμενα τους, δηλαδή π.χ. δεν
μιλάει για μονοφυσιτισμό καθ’ εαυτού. Έπειτα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτό
που η εκκλησιαστική ιστορία διδάσκει: ότι το κακό εξελίσσεται και άρα η πηγή
του κακού υιοθέτει συνεχώς νέα σχήματα για να υπερφαλαγγίσει την πίστη. Άρα η
αίρεση οικοδομεί πάνω στα προηγούμενα για να μπορέσει να εκλεπτυνθεί τόσο ώστε
ακόμη και οι εκλεκτοί να παραπλανηθούν. Ή είναι παναίρεση, ως νέα αίρεση η
οποία όμως υπέρκειται όλων των παλαιοτέρων −ενδεχομένως να προσλαμβάνει όλες
τις παλαιότερες− της οποίας όμως η διατύπωση είναι ασαφής ή δεν είμαστε σε θέση
ακόμη να την αποκρυπτογραφήσουμε;
Πιστεύουμε ότι υφίσταται
μια συνδυαστική εκδοχή και ότι η παναίρεση, όπως την χαρακτηρίζει και ο Άγιος
Ιουστίνος Πόποβιτς, υφίσταται ως νέα αίρεση η οποία προσλαμβάνει μέρος των
παλαιοτέρων διατυπώσεων, ενώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ταυτόχρονα και ως η
τελειότερη έκφραση αυτής ακριβώς της εξέλιξης. Ως νέα αίρεση
στρέφεται προς τα οπίσω και χειραγωγεί το σύνολο των αιρέσεων ενώ βλέπει μόνο
μπροστά. Το μπροστά της αιρέσεως είναι η εσχατολογία ή αλλιώς η αναμονή της
Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου με τον τρόπο του ανθρώπου της πτώσεως[2]. Η Βασιλεία εκλαμβάνεται
ως αποκατάσταση. Ή διαφορετικά η Βασιλεία εκλαμβάνεται ως Βασιλεία του Κυρίου
αλλά με τον τρόπο που επιθυμεί ο άνθρωπος. Πρόκειται στην ουσία για μια
εκκαθάριση, με το όπλο της αγαπολογίας, όλων αυτών οι οποίοι δεν αντέχουν να πιστέψουν
ότι ο άνθρωπος γίνεται Θεός από μόνος του και επιμένουν να θέλουν να είναι
χαρισματικά αδέρφια του Κυρίου. Που επιμένουν να επιστρέφουν στην μετάνοια και
να ελπίζουν αυτά που δεν βλέπουν. Το όραμα της
παγκόσμιας ειρήνης λόγου χάρη, είναι μόνιμη επωδός της αιρέσεως. Γίνεται φανερό
ότι ένας χιλιασμός κρύβεται στα βάθη της
αιρέσεως. Οι πειρασμοί του Κυρίου προφανώς έχουν υιοθετηθεί από τους φορείς της
αιρέσεως. Διότι αν η ουσία της πίστεως είναι η εσχατολογική αποκατάσταση τότε
σαφέστατα οι Άγιοι έχουν καταταγεί, ήδη, σε άλλη Βασιλεία.
Η αίρεση είναι
δυσδιάκριτη, έχει ισοπεδωτικό χαρακτήρα ως προς τα δόγματα, υιοθετεί κίβδηλους
τρόπους που την καθιστούν περίπου χριστιανική διδασκαλία (π.χ. επίκληση της
αγάπης), έχει βαθειά εξουσιαστικό χαρακτήρα. Δεν
προσβάλλει μία συγκεκριμένη αλήθεια, αλλά το σύνολο της ορθόδοξης πίστης, χωρίς
όμως φαινομενικά να την αμφισβητεί. Η αναγωγή της αλήθειας σε
ψέμα και
του ψέματος σε αλήθεια, η αναστροφή των εννοιών των πραγμάτων, η
ηθελημένη αμφισημία, η διγλωσσία, η τεχνητή
ασάφεια
λόγων και κειμένων είναι τακτικές των οπαδών της αιρέσεως. Επιδίδεται σε μια
ακατάσχετη, άκρως υποκριτική και μακράν της χαρισματικής αγάπης του Κυρίου,
αγαπολογία, ενώ συνέδρια «στήνονται» με μοναδικό σκοπό να επικοινωνήσουν αυτού
του είδους τις απαράδεκτες υπερβολές.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι
τις ίδιες ακριβώς μεθοδολογίες που δημιουργούν σύγχυση και πλάνη μετέρχεται και
η Πολιτική Ορθότητα. Η κοινή αποστολική
παράδοση
και διαδοχή, η θεωρία των αδερφών
εκκλησιών,
η βαπτισματική θεολογία είναι τα νέα δόγματα.
Ο Οικουμενισμός ως προς
τούτο διαπνέεται από
1) δογματικό μινιμαλισμό,
2) την αρχή της
περιεκτικότητας και
3) της θεωρίας των
κλάδων.
Χαρακτηρίζεται, από την
καταπάτηση, κατά περίπτωση, των Ιερών Κανόνων από την ιεραρχία και την
υιοθέτηση μιας απύλωτης πνευματοκρατίας[3]. Και συγκεκριμένα αποδέχεται μια νέα
οικονομία. Την Οικονομία του Αγίου Πνεύματος[4], η οποία
πιστεύουμε ότι είναι και η κινητήριος δύναμη και η ψυχή της αιρέσεως
αντικαθιστώντας τον Κύριο. Επ’ αυτού νομίζουμε, όπως έχουμε σημειώσει, θα
πρέπει να ερευνηθεί το ποιόν της αιρέσεως. Η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία
συγκεφαλαιώνει όλα τα παραπάνω παραδίδοντας μια νέα εκκλησία.
Οφείλουμε να δούμε τι
καινούργιο μας φέρνει η αίρεση και να μην επαναπαυτούμε στον ορισμό που δόθηκε
από τον Άγιο Ιουστίνο, διότι σε αυτή την περίπτωση θα αρχίσει, ο ορισμός του
Αγίου Ιουστίνου, να λειτουργεί ως ανάχωμα στην ερευνά για τον Οικουμενισμό. Και
αυτό ενδέχεται να συμβεί −και συμβαίνει− διότι θεωρούμε ότι ο ορισμός καλύπτει
πλήρως αυτό το οποίο ορίζουμε ως αίρεση και ως εκ τούτου δεν προσπαθούμε να
αποδομήσουμε την αίρεση, πράγμα που όπως είπαμε είναι η πατερική μέθοδος.
Έχουμε σημειώσει ότι ο Οικουμενισμός θέτει το ζήτημα της ένωσης
των «Εκκλησιών» −αποδεχόμενος πληθυντικό Εκκλησιών− και επί αυτού του ζητήματος οικοδομεί
μέρος από την δράση του. Σημειώσαμε επίσης ότι συγχέει την ένωση των
«Εκκλησιών» με το ζήτημα της ενότητας της Εκκλησίας. Στην ουσία ανάγει το
ζήτημα της ένωσης των «Εκκλησιών» και σε ζήτημα ενότητας της Εκκλησίας. Για τον
Οικουμενισμό δεν νοείται ενότητα στην Εκκλησία από την στιγμή που δεν είναι
όλες οι «Εκκλησίες» ενωμένες. Ο δε Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της
«ενώσεως»: «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις–καρπός
αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου[5]». Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει διότι απλά η
Εκκλησία του Κυρίου είναι Εκκλησία ενότητας ως σώμα του Κυρίου. Είναι «φύσει» η
ενότητα στην Εκκλησία, ως σώμα Κυρίου, ενώ στην θεώρησή της ως ίδρυμα,
οργανισμός ή οτιδήποτε άλλο ανθρωπογενές, η ενότητα είναι συμβεβηκός και όχι «φύσει».
Το ορθόδοξο δόγμα περί Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού είναι η βάση και η
προϋπόθεση της σωτηρίας. Η Εκκλησία αποτελείται μόνον από τους ενωμένους με τον
Κύριο. Δεν ουσιώνουν οι ενέργειες πλέον αλλά είναι η Υπόσταση του Κυρίου[6]. Είναι ενυπόστατες[7]. Δεν τις προσλαμβάνουμε,
μάς προσλαμβάνουν. Είναι η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Άλλο πράγμα οι
κοινές άκτιστες ενέργειες της δημιουργίας, συντήρησης, πρόνοιας και άλλο πράγμα
η άκτιστη ενέργεια της υιοθεσίας. Η δεύτερη προέρχεται από την κοινή θεία
ουσία, χορηγείται όμως στον άνθρωπο από τον Χριστό[8]. Αυτή η θεία ενέργεια
δεν ταυτίζεται με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, αυτό διδάσκουν οι Παπικοί.
Η ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως είναι κοινή βουλή της Αγίας Τριάδος, αλλά
ενεργείται μόνο από τον Κύριο. Όπως λέει ο Άγιος Νικόλας ο Καβάσιλας, ο
αυτουργός της οικονομίας είναι μόνο ο Λόγος, άλλωστε ο Λόγος είναι αυτός που
σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Η Οικονομία ενεργείται από τον Λόγο, όχι
από το Άγιο Πνεύμα. Ενσαρκωθείς από την Θεοτόκο, μας καθιστά κοινωνούς της
ζωοποιού ενεργείας της ζωαρχικής Τριάδος. Γι’ αυτό και ο Άγιος Νικόλαος
Καβάσιλας τονίζει ότι «σημαίνεται η Εκκλησία εν τοίς μυστηρίοις»[9]. Αφορά τους
συμμετέχοντες στα μυστήρια και όχι γενικά στη σύναξη. Έτσι σε κάθε Θεία Λειτουργία
οι «ειρηνεύοντες μετ’ αλλήλων εν αγάπη πιστοί» επικαλούνται τον Θεό, «ίνα διά
των τιμίων δώρων μορφώση εν αυτοίς τον Χριστόν δι’ Αγίου Πνεύματος». Η Εκκλησία
συνεχώς προσεύχεται ίνα «η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών».
Αφού λοιπόν σημαίνεται η
Εκκλησία «εν τοίς μυστηρίοις», ποια θέση μπορεί να έχει το παπικό δόγμα περί
εκκλησιαστικής οργάνωσης; Δόγμα περί παγκοσμίου οργάνωσης με αρχή τον Πάπα, του οποίου δόγματος η
δικαιοδοσία εκτείνεται πέραν του σώματος του Χριστού. Ποιο σκοπό μπορεί να
εξυπηρετήσει η έκκληση για ορατή ενότητα υπό το πρωτείο ενός; Είναι η άσκηση εξουσίας επί του Σώματος του
Κυρίου. Είναι
βασική έκφραση του Οικουμενισμού η οποία για τον παπικό κληρικαλισμό είναι αυτό
το οποίο εννοεί ως εκκλησία. Άποψη η οποία συνεπικουρείται και από το Filioque
μιας και ο Πάπας είναι «υποχρεωμένος» να διακονεί μια εκκλησία χωρίς τον Κύριο
και με το Άγιο Πνεύμα περίπου ως εργαλείο διανομής χάριτος στα χέρια του Πάπα.
Έτσι αυτό που έχει ήδη
πετύχει ο παπισμός, ο Οικουμενισμός το υιοθετεί και το εξελίσσει. Βασικός
στόχος του Οικουμενισμού είναι ο εξοστρακισμός του Κυρίου από την Εκκλησία,
μιας και η παρουσία του Κυρίου τον ακυρώνει συνολικά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Δημήτρης Κεχρής σε άρθρο του, στο
«Ιδέες + Φιλοσοφία», 09/01/2015, με τίτλο: «Το μεσσιανικό βασίλειο και η
προλεταριακή επανάσταση. Σημειώσεις σχετικά με την υλιστική-θεολογική αντίληψη
του Walter Benjamin για την ιστορία», σημειώνει ότι: «η επίκληση στη θεολογία
δεν αφορά σε κάποιο μεταφυσικό υπερπέραν, ούτε αξιώνει κάποια θεοκρατικού
χαρακτήρα παρέμβαση στα εγκόσμια. Πρόκειται για μια εκκοσμικευμένη θεολογία, η
οποία δεν περιμένει την έλευση του Μεσσία από τον ουρανό, αλλά θεωρεί ως εν
δυνάμει Μεσσία την ίδια την εργατική τάξη που, μέσα από τη συλλογική και
συνειδητή πολιτική δράση, δύναται να νικήσει τον Αντίχριστο (τους εκάστοτε
κυρίαρχους και εν προκειμένω το Γ΄ Ράιχ) και να οδηγηθεί στην καταγωγική
κατάσταση της θείας αρμονίας, στον Παράδεισο, το πολιτικό ισοδύναμο του οποίου
αφορά στην αταξική κοινωνία».
[2] «Ἡ ἐξαφάνισιν ἐκ τῆς φραγκολατινικῆς
παραδόσεως τῆς θεωτικῆς προϋποθέσεως», γράφει ο Ρωμανίδης, «ἔχει ὡς αἰτία την ὑπό
τοῦ Αὐγουστίνου καί τῶν Φραγκολατίνων καταβίβασις τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς
κτίσμα και ἡ ταύτισις αὐτῆς μετά τῆς ἐκκλησίας ἤ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. … Βασικόν
λάθος τῶν Δυτικῶν τούτων εἶναι ὅτι ταυτίζουν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ με ἀποκατάστασιν
τινα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή δέν διακρίνουν μεταξύ τῆς ἀποκαταστάσεως καί τῆς
θείας δυνάμεως, ἥτις ἐνεργεί την ἀποκατάστασιν. Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην π.χ.
τα ἱστορικά σωστικά γεγονότα ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ Ἰσραήλ
διακρίνονται σαφῶς ἀπό την ἄκτιστον δόξαν τοῦ Θεοῦ, δι' ἧς ὁ Θεός
καταστρέφει τούς ἐχθρούς Του καί σώζει τόν λαόν Του. Οὕτω και ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ἥτις ταυτίζεται μέ τήν δόξαν Αὐτοῦ, εἶναι ἡ δύναμις ἡ ἄκτιστος
τοῦ Θεοῦ, δι' ἧς ὁ Θεός σώζει καί θεοῖ καί δοξάζει, ἀλλά
δέν εἶναι κτιστή κατάστασις ἀποκαταστάσεως. Διά τοῦτο εἰς τήν Καινήν
Διαθήκην ἡ ἔλευσις τῆς βασιλείας δέν ταυτίζεται με ἔλευσιν
καταστάσεως ἀποκαταστάσεως, ἀλλά δηλοῖ τήν φανέρωσιν τῆς αἰωνίας ὑπαρχούσης
δυνάμεως καί χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπό τῶν ἀνθρώπων
μέθεξιν τῆς χάριτος ταύτης.», Ρωμανίδης, 2009, σ. 183-184
[3] Βλ. υποσημείωση 156.
[4] Βλ. υποσημείωση 74, καθώς και
υποσημείωση 75. Επ’ αυτού η μελέτη κατά την άποψη μας πρέπει να εστιαστεί στους
Ρώσους θεολόγους στην Δυτική Ευρώπη.
[5] Μακρή, 2009, σ. 95.
[6] «Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η
θεία Χάρη δεν αποτελεί ουσία ούτε και υπάρχει «εν ιδία υποστάσει». Δεν είναι
δηλαδή αυθυπόσταστη, αλλά ενυπόστατη. Και λέμε ότι είναι ενυπόστατη, επειδή
θεωρείται στην υπόσταση άλλου. Προέρχεται από την άκτιστη θεία ουσία και
παραμένει αδιάσπαστα ενωμένη με αυτήν, ως φυσική ενέργειά της. Ενυπόστατη όμως
παραμένει η θεία Χάρη και στα κτίσματα, που μετέχουν σ’ αυτήν, με την έννοια ότι
και στα κτίσματα, δεν υπάρχει ως «συμβεβηκός», αλλά ενυπάρχει σ’ αυτά φυσικώς.
Αυτό σημαίνει ότι η θεία Χάρη, ενώ δεν αποτελεί ποτέ φυσικό ιδίωμα των
κτισμάτων, βρίσκεται σ’ αυτά όχι με μια εξωτερική σχέση αλλά με μια
χαρισματικώς φυσική σχέση. Εδώ παρατηρούμε, ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
μεταφέρει με πολλή επιτυχία την έννοια του ενυπόστατου από τη Χριστολογία –όπου
καθιερώθηκε από τον Λεόντιο τον Βυζάντιο– στην θεολογία και ακόμη ειδικότερα
στην θεολογία της θείας Χάριτος. Ο θεολόγος της Χάριτος ορίζει τελικώς την θεία
Χάρη ως την ενέργεια εκείνη του Θεού, που κατέρχεται φιλάνθρωπα για την
σωτηρία, όσων αξιώνονται την ενότητα με τον Χριστό». http://www.impantokratoros.gr/84AB489D.el.aspx.
[7] Θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι οι
ενέργειες καθ΄ εαυτές είναι ανυπόστατες, μιας και προέρχονται από την άκτιστη
θεία ουσία, διακρίνονται από αυτήν και παραμένουν ενωμένες με αυτήν. Είναι της
ουσίας και όχι της υποστάσεως. Αλλά λέμε ότι είναι ενυπόστατες, επειδή
φανερώνονται και θεωρούνται στις θείες υποστάσεις. Αυτές τις φέρουν και σε
αυτές τις θεωρούμε.
[8] «Τι γίνεται όμως, όταν η μία και η
αυτή θεία Χάρη ενεργεί την σωτηρία και θέωση του πιστού; Δεν
«απολειτουργικοποιεί» σωτηριολογικώς τα θεία πρόσωπα η θεία Χάρη ως ενέργεια
του όλου Τριαδικού Θεού; Όχι, δεν τα «απολειτουργικοποιεί», όπως, άλλωστε, δεν
τα «απολειτουργικοποιούν» και οι άλλες άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού.
Και δεν τα «απολειτουργικοποιεί», επειδή καθένα από τα θεία πρόσωπα
επιτελεί ιδιάζον έργο. Στην προκειμένη περίπτωση η παροχή της θείας Χάριτος για
την σωτηρία και θέωση του ανθρώπου αποτελεί κατεξοχήν έργο του Θεανθρώπου. Γι’
αυτό, τόσο η Καινή Διαθήκη όσο και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας κάνουν
λόγο για την Χάρη του Χριστού. «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η
αγάπη του Θεού Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών»,
σημειώνεται στην Αναφορά της θείας Λειτουργίας. Η θεία Χάρη χορηγείται και
φανερώνεται στην κτίση και τον άνθρωπο με τον Χριστό και ειδικότερα με το
σωτηριώδες έργο του Χριστού». http://www.impantokratoros.gr/84AB489D.el.aspx
[9] Βλέπε και σ. 40-41 της παρούσης
εργασίας.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας
Γεώργιος Η. Μπόρας, Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ,
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Πηγή.