Μέ ἀφορμὴ ὁμιλία τοῦ μητροπολίτη Γαλλίας Ἐμμανουήλ
Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη
Συνεχίζεται
ἡ παράθεση κειμένων καὶ σχολίων μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ μητροπ. Γαλλίας Ἐμμανουήλ. Μὲ τὶς θέσεις ποὺ στὴν ὁμιλία του ἐκθέτει
(δεῖτε τὴν ὁμιλία ἐδῶ), ἀνατρέπονται
οἱ ἁγιοπατερικὲς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρὸς τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ τοὺς μετ’ αὐτῶν διαλόγους.
Εἴδαμε
στὸ α΄ μέρος (δεῖτε το ἐδῶ) τὴν πατερικὴ
διδασκαλία γιὰ τοὺς διαλόγους. Σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅταν συζητοῦσαν
μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν οἱ αἱρετικοὶ τὶς κακοδοξίες τους, νὰ
μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχείρημα τῶν Οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν δικαιολόγηση τῶν διαλόγων ἦταν: πρέπει νὰ ἀρχίσουμε
ἕνα διάλογο γνωριμίας, νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν καὶ κατόπιν νὰ προχωρήσουμε σὲ ὅσα μᾶς διαιροῦν. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν καὶ εἶναι ἀθεολόγητη καὶ πονηρή. Τὰ
γεγονότα ἀπέδειξαν ὅτι δὲν ἔφερε τὰ ὑποσχόμενα ἀποτελέσματα, ἀφοῦ μόλις ὁ
διάλογος ἔφτασε στὴ συζήτηση τῶν δογματικῶν
θεμάτων ποὺ μᾶς διαιροῦν, τινάχτηκε
στὸν ἀέρα καὶ σταμάτησε. Καὶ ἄρχισε μὲν πάλι, ἀλλὰ ἐπὶ ἄλλης βάσεως, ἀφοῦ, μὲ τὴν
δικαιολογία τῶν διαλόγων, προχώρησαν οἱ ἡμέτεροι Οἰκουμενιστὲς στὴν κατάργηση
δεκάδων ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἀνταλλαγὲς δώρων, τὶς συμπροσευχές,
τῆς παραχωρήσεις ναῶν τῶν μὲν στοὺς δὲ κ.λπ.
Ἐπίσης, βασικὸ σχέδιό τους ποὺ κάποιοι τὸ ἀποκάλυψαν ἦταν, ὅπως, διὰ τῶν διαλόγων καὶ τῶν συμπροσευχῶν, ἀμβλύνουν τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ, ὥστε κάποια στιγμὴ νὰ ἀποδεχθεῖ ὡς φυσικὴ τὴν «ἕνωση» ποὺ ἐπεδίωκαν καὶ νὰ γίνει ἡ «ἕνωση» χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους! Νὰ θεωρηθοῦν δηλαδὴ οἱ κακοδοξίες τους ὡς παραδόσεις-ἔθιμα, ποὺ δὲν ἀφοροῦν τὴν ἄλλη πλευρά! Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχουν μεγάλη ἐπιτυχία.
Ὅμως,
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα Ἁγίων ποὺ ἤδη ἀναφέρθησαν στὸ α΄ μέρος, εἶναι πολλὲς
δεκάδες οἱ Σύνοδοι
ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν τὴν ἀποκήρυξη τῶν κακοδοξιῶν γιὰ γίνει ἡ «ἕνωση» ἤ, ἐπὶ
τὸ ὀρθότερον, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἐδῶ
θὰ ἀναφέρουμε κάποια παραδείγματα ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων καὶ τῶν πρώτων, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐνιαία γραμμὴ καὶ δὲν ἀλλάζει μὲ τοὺς καιρούς, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσαν οἱ Οἰκουμενιστές.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν ποιά ἀπάντηση θὰ δώσουν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε ἀποστείλει ὁ Πάπας Λέοντα ΙΓ΄ στὸ Φανάρι. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος, καταδικάζει τὸν Παπισμό, ἀποκλείει τὸν διάλογο (αὐτὸν ποὺ προπαγανδίζουν καὶ διεξάγουν καὶ ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές σήμερα -καὶ ὁ Γαλλίας Ἐμμανουήλ), ἀλλὰ ταυτόχρονα δὲν κλείνουν τὴν πόρτα τῆς μετανοίας στοὺς Παπικούς, ὑποδεικνύοντάς τους τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γράφουν, «διακαῶς ἐπιποθεῖ
τὴν ἕνωσιν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης
ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν,
τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως,
καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, σελ. 630).
Δὲν
ὑποχωροῦν λοιπὸν σὲ διαλόγους «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν δέχονται διάλογο εἰς τὰ τῆς
Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ προτείνουν λογικότατα τὴν ἑξῆς ἀφοπλιστικὴ
πρόταση: νὰ ἐξετάσουν
ἀπὸ κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη (Ρώμη καὶ Κων/πολη) ἔχει παραβεῖ
τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στὴν ἐξέταση αὐτὴ ἀποδειχθεῖ, ὅτι
ἐμεῖς ἔχουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «ἐπὶ τῷ ἱερῷ σκοπῷ τῆς ἑνώσεως ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος…Ἐκκλησία
ἐστὶν ἑτοίμη ἀποδέξασθαι ὁλοψύχως, εἰ τυχὸν παρέφθειρεν ἢ μὴ κατέχοι, πᾶν ὅ,τι
πρὸ τοῦ ἐνάτου αἰῶνος ὡμολόγουν ὁμοφώνως ἥ τε Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία…» (Εἰς Ψαλτάκη Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15).
Παρόμοια
ἀπάντηση εἶχε δώσει στὴν Α΄ Σύνοδο Βατικανοῦ καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ϛ΄, ποὺ
δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Παπικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχει στὴ Σύνοδό τους, καθόσον οἱ
Παπικοὶ μένουν ἀμετανόητοι στὶς αἱρετικὲς προσθῆκες τους. (Βουτηρᾶ Σ., Ἡ Παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1902).
Μᾶς
καλέσατε (ὑπενθυμίζει στὸν παπικὸ ἐκπρόσωπο) καὶ τὸ 1848 σὲ «Συνοδικὸ Διάλογο» στὴ Ρώμη καί, λόγῳ τῶν ἀντιθέτων πρὸς
τὴν πατροπαράδοτη πίστη προτάσεων καὶ τότε ἀρνηθήκαμε. Πρὸς τί λοιπόν, ὁ
Διάλογος, ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἐπιμένει πεισμόνως στὶς ἀρχές του; Ἐμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμε
«ἀναξέσαι παλαιὰς πληγάς… διὰ συζητήσεων καὶ λογομαχιῶν… οὔτε ἔστι δυνατὴ
συνενόησις καὶ συνδιάλεξις Συνοδικὴ μὴ ὑπάρχοντος κοινοῦ ὁρμητηρίου τῶν αὐτῶν ἀρχῶν».
Αὐτὴ
τὴν στάση ποὺ ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ἐφάρμοσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, κι ἔρχεται
σήμερα ὁ Γαλλίας Ἐμμανουὴλ νὰ
διαγράψει μὲ εὔσχημο τρόπο, ὑποστηρίζοντας ὅτι σήμερα τὰ πράγματα ἄλλαξαν καὶ δὲν
μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ ἡ …ἁγιοπατερικὴ Παράδοση! Γράφει συγκεκριμένα:
«Η έκδοση της Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου του 1920 εμφανίστηκε ως ένδειξη ελπίδας, ανθεκτικότητας και απάντησης στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες μιας διαφορετικής εποχής, ενός αιώνα, τόσο κοντά μας και ταυτόχρονα μακριά από εμάς. Στο περιεχόμενο και το ύφος, αυτό το κείμενο διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την Εγκύκλιο των Πατριαρχών της Ανατολής το 1848. Δεν ήταν πλέον ζήτημα, όπως τον 19ο αιώνα, να τοποθετηθούμε στους ισχυρισμούς περί παπισμού, αλλά μάλλον να προτείνουμε κάτι βιώσιμο, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, στην τραγωδία της διαίρεσης των Χριστιανών. Ξεκίνησε λοιπόν η οικουμενική κίνηση. Το μήνυμα που κρύβεται κάτω από την εγκύκλιο μπορεί να μας φαίνεται προφανές σήμερα, αλλά εκείνη την εποχή η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των χριστιανικών εκκλησιών τροφοδότησε πολλούς πειρασμούς [...]» (ἐδῶ).
Εἶναι
ἀλήθεια ἐξωφρενικὴ ἡ λογικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἀλλιῶς,
ἀφοῦ κινοῦνται στὸ χῶρο τῆς Παναιρέσεως. Πόσο πιὰ ἀνέντιμο εἶναι νὰ ἰσχυρίζεται
ὁ κ. Ἐμμανουὴλ ὅτι «προτείνουμε κάτι βιώσιμο, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, στην τραγωδία
της διαίρεσης των Χριστιανών», τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ πρότασή του αὐτὴ μόνο εὐαγγελικὴ
δὲν εἶναι, ἀντίθετα ἀνατρέπει τὸ Εὐαγγέλιο πού, ἀπὸ ὅσα παραθέσαμε στὸ 1ο
μέρος, τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο (καὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ τὸ ἀκολούθησαν) ὁμιλοῦν γιὰ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς;
Κάνουν
λοιπὸν πὼς δὲν καταλαβαίνουν ὅτι σὲ ἕνα διάλογο τῆς δικῆς τους εὐρεσιτεχνείας,
διάλογο ποὺ γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς
ὁ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν
διαδικασία τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς
πίστεως, ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ
σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται, γιατὶ θέλει νὰ ἐπιβάλλει τὴν αἱρετικὴ
γνώμη του. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι ὅσα ἀπορρέουν
ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙ ἀκυρώνει τὴν Ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἱεραποστολῆς, καὶ ἡ
συζήτηση γίνεται διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες, καὶ
ἐπὶ πλέον ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία
Γιατὶ
εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν ἀποδέχεται κάποιος τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς Διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν ἀποκλείει τὴν
πιθανότητα, ὅτι εἶναι δυνατὸ κατὰ τὴν πορεία τοῦ διαλόγου νὰ ἀποδειχτεῖ, πὼς τὸ
λάθος βρίσκεται στὴ δική του Ἐκκλησία. Ἔτσι, καλλιεργεῖ ἢ ὑποθάλπει στοὺς ἑτερόδοξους
τὴν κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ τὸ δίκιο. Ταυτόχρονα, ἐνσπείρει στοὺς
ὁμοδόξους μία σύγχυση καὶ προξενεῖ ἕνα φοβερὸ σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως –ἀποδομητικὸ τῆς πίστεώς τους–, ἀφοῦ ἀφήνει νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία, ὅτι ἐνδεχομένως
νὰ μὴ
βρίσκεται ἡ ὅλη Ἀλήθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ ὅσα αἰῶνες
τώρα αὐτὴ διδάσκει.
Σ’
ἕνα καίριο κείμενό του ὁ εἰδικευθεὶς στοὺς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἀγῶνες του ἅγιος
Ἀθανάσιος, ἐπισημαίνει τὶς λανθασμένες «θεραπευτικὲς» ἐνέργειες προσεγγίσεως τῶν
αἱρετικῶν (καὶ εἶναι σὰν νὰ περιγράφει σύγχρονες Πατριαρχικὲς καὶ Ἐπισκοπικὲς
μεθόδους) καὶ διατυπώνει τὴν ἁγιογραφική-ὀρθόδοξη μέθοδο καὶ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως
τῶν αἱρετικῶν, τὴν στάση μας ἀπέναντί τους. Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο τὸ κείμενο
σήμερα, ποὺ ἔχουν ξεκινήσει καὶ συνεχίζονται οἱ ἀτέρμονοι αὐτοὶ καὶ ἀναποτελεσματικοὶ
διάλογοι μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ πᾶσαν πατερικὴ δεοντολογία καὶ πρακτική, διὰ
τῶν ὁποίων σχετικοποιεῖται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο,
ἀλλοιώνεται
τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ὄχι μόνο τῶν ἀγνοούντων μὰ καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν θεολογούντων
καὶ τῶν ποιμένων.
Γράφει
συγκεκριμένα ὁ Μ. Ἀθανάσιος: Μοιάζουν οἱ αἱρετίζοντες μὲ τὸ γιατρὸ ποὺ προσκαλεῖται
γιὰ νὰ δεῖ κάποιον πληγωμένο, κι ἀντὶ νὰ στρέψει τὴν προσοχή του στὰ πληγωμένα
μέλη, αὐτὸς ἀρχίζει μιὰ συζήτηση περὶ τῶν …ὑγιῶν μελῶν τοῦ πληγωμένου! Ἔτσι
κάνουν καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ἀντὶ νὰ φροντίσουν νὰ ἀποβάλουν οἱ Παπικοὶ τὰ
βλάσφημα δόγματά τους, συζητοῦν γιὰ ὅσα ὑγιῆ μέλη ἔχουν ἀπομείνει! «Νῦν δὲ κἀκεῖνα κρύπτουσι, καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι
γράφουσι· καὶ ὥσπερ ἰατρὸς κληθεὶς πρὸς πληγέντα καὶ κάμνοντα, καὶ εἰσελθὼν περὶ
μὲν τῶν τραυμάτων μηδὲν λέγοι, περὶ δὲ τῶν ὑγιαινόντων μελῶν διαλέγοιτο, πολλῆς
ἂν ἐμβροντησίας καταγνωσθείη, ὅτι ὧν μὲν χάριν εἰσῆλθε, σιωπᾷ, τῶν δὲ ἄλλων, ὧν
οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, διαλέγεται· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οὗτοι τὰ μὲν τῆς αἱρέσεως
αὐτῶν ἀφιᾶσιν, ἕτερα δὲ γράφειν ἐπιχειροῦσιν.
Ἔδει δέ, εἴπερ περὶ πίστεως ἐφρόντιζον καὶ τὸν Χριστὸν ἠγάπων, πρῶτον τὰ κατ’ αὐτοῦ βλάσφημα ρήματα προανελεῖν καὶ οὕτως ἀντ’
ἐκείνων τοὺς ὑγιεινοὺς λέγειν τε καὶ γράφειν λόγους. Ἀλλ’ οὔτε αὐτοὶ τοῦτο ποιοῦσιν,
οὔτε τοὺς θέλοντας ποιεῖν ἐπιτρέπουσιν, ἢ ἀγνοοῦντες ἢ τέχνῃ πανουργίας χρώμενοι» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου, ὅπ. παρ., κεφ. 10, σ. 46).
Νὰ
πῶς ἀντιμετωπίστηκε μιὰ παρόμοια κατάσταση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴν διηγεῖται
ὁ Μ. Ἀθανάσιος: σ’ ἕνα Διάλογο μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, ἐνῶ
ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι διελέγοντο μὲ βάση τὴν Γραφή, οἱ αἱρετίζοντες
παρουσίασαν ἕνα Ἔγγραφο ποὺ περιεῖχε τὴν Ὁμολογία τῆς ἀληθοφανοῦς Πίστεώς τους
καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους, ζητώντας, ὅσα τὸ Ἔγγραφο
περιελάμβανε, νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση Πίστεως γιὰ ὅλους· μάλιστα, ἀπαιτοῦσαν νὰ
μὴ ζητηθεῖ τίποτε παραπάνω ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν, οὔτε
νὰ ἐξετάζουν οἱ Πατέρες, ὅσες καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς δοξασίες εἶχαν
διατυπωθεῖ στὸ Ἔγγραφο. (Δὲν μοιάζουν πολὺ αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις;).
Ὅταν
διαβάστηκε τὸ Ἔγγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα
(τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν νὰ ἀναθεματίσουν
τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι
ἐθαύμασαν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν: Ἐμεῖς δὲν
ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε
γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ
πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν
τὴν πίστιν), ἀλλ’ ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας
ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε
ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε
νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή: «εἰ μὲν οὖν
ὑμεῖς ὡς νῦν ἀρχόμενοι πιστεύειν ἐγράψατε ταῦτα, οὔπω ἐστὲ κληρικοὶ ἀρχὴν ἔχοντες
τοῦ κατηχεῖσθαι». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς
ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί,
ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ
ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων
ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, c, 8, s. 2, l.
1-c 9, s. 3, l. 6).
Καὶ
σὲ ἄλλη περίπτωση στὴν περίοδο τοῦ Ἀρειανισμοῦ τὴν ἴδια ἀντιμετώπιση συναντοῦμε.
Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, «κρίσεως γενομένης …οἱ μὲν ὑπεύθυνοι (τῆς αἱρέσεως) ἐκβάλλωνται,
οἱ δὲ καθαροὶ παρρησίαν ἔχωσιν. οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ
πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως.
χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν
πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ πρότερον ἐθεράπευε
τοὺς πάσχοντας, πρὶν ἂν δείξωσι καὶ εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. ταῦτα
παρὰ τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γὰρ καὶ αὐτῷ συμφέρει
καὶ τὴν ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. μὴ ἀκουέσθω δὲ Οὐρσάκιος καὶ Οὐάλης, καὶ γὰρ καὶ ἐν
τοῖς προτέροις μετενόησαν καὶ νῦν λέγοντες οὐκ εἰσὶ πιστοί”» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν
ἐπὶ Κωνσταντίου (Historia Arianorum), c. 33, s. 6, l. 4-c. 36, s. 5, l. 3).
Ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, στοιχειώδης λογικὴ καὶ ἐντιμότης ὑπαγορεύει, οἱ διεξάγοντες τοὺς Διαλόγους νὰ ὁμολογοῦν πρὸς κάθε κατεύθυνση τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀλήθειας τῆς ὁποίας εἶναι «μάρτυρες» καὶ νὰ δηλώνουν καθαρά, ὄχι μόνο μὲ λόγια μὰ καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δὲν διαπραγματεύονται τὰ τῆς Πίστεως, μιμούμενοι τὴν συμβιβαστικὴ τακτικὴ τῶν πολιτικῶν. Ἀντίθετα, ὑπηρετοῦντες τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, νὰ ὁμολογοῦν,
ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὴν πίστη στὴν ὕπαρξη ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας καὶ νὰ καλοῦν πρὸς
αὐτὴν ἐλεύθερα ὅποιον τὴν ἀναζητεῖ.
Καὶ
οἱ αἱρεσιάρχες δὲν ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια, γιατί -κατὰ τοὺς Πατέρες- κινοῦνται ἀπὸ
ἐγωϊσμὸ καὶ συμφέρον, εἶναι δόλιοι, ἀνειλικρινεῖς, ἀμετανόητοι, νοσοῦν ἀνίατα, ἡ
νόσος τους εἶναι μεταδοτική, γι’ αὐτὸ καὶ τὴ μεταδίδουν στοὺς πιστοὺς ποὺ ἀδιάκριτα
τοὺς πλησιάζουν.
Κάθε
πληροφορημένος χριστιανὸς γνωρίζει πώς: καὶ ὁ Παπισμὸς ὡς θρησκεία καὶ τὸ
Βατικανὸ ὡς κρατικὴ ὑπόσταση ἐργάζονται μὲ δολιότητα καὶ διπλωματία, καὶ δὲν ἔχουν
δώσει δείγματα εἰλικρινείας καὶ καλῆς διαθέσεως, ἀλλ’ ἀντίθετα πολιτεύονται μὲ πονηροὺς
ὑπολογισμοὺς καὶ σκοπιμότητες. Κάθε τόσο τορπιλίζει ἡ Ρώμη τὸν πολυδιαφημισμένο
Διάλογο ἰσότητας τῶν “Ἐκκλησιῶν” μὲ τὶς ὑπαναχωρήσεις καὶ τὴν παραβίαση τῶν
συμφωνηθέντων. Ἡ δόλια τακτικὴ τῶν Παπικῶν, ποὺ ἐπαληθεύεται κάθε τόσο, παρὰ τὶς
διαβεβαιώσεις τῶν Πατριαρχικῶν χειλέων περὶ εἰλικρινείας καὶ καλῆς διαθέσεως τοῦ
Βατικανοῦ, παρεμποδίζει –ἐκτὸς τῶν ἄλλων– τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ὅσων ἑτεροδόξων ἐπιθυμοῦν, ἀφοῦ οὔτε τοὺς καλεῖ τὸ Φανάρι πρὸς τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας,
οὔτε τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ μὴν ἀθετήσει τὶς
συμφωνίες μετὰ τοῦ Πάπα! Εἶναι τρομερὸ καὶ νὰ τὸ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δυσκολεύει καὶ ἀρνεῖται τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων
στὸ Χριστό, παραπέμποντας τὸ θέμα “εἰς τὰς καλένδας”!!!
Ὁ
καθηγητὴς Δογματικῆς Μ. Φαράντος, ποὺ γιὰ κάποιο διάστημα συμμετεῖχε στοὺς
θεολογικοὺς Διαλόγους, ἔμαθε καὶ ἀπηύδησε ἀπὸ τὶς μηχανορραφίες, ὅταν
συνειδητοποίησε πὼς συντελοῦνται, γράφει (τὴν δεκαετία τοῦ 1980) γιὰ τὰ δόλια σχέδια ποὺ προωθεῖ τὸ
Βατικανὸ μὲ τὶς εὐλογίες καὶ ἡμετέρων, μὲ τὸν παρακάτω ὠμὸ τρόπο: «Ἡ Ὀρθοδοξία
θὰ "ἑνωθεῖ" στὸ μοντέλο τῆς Οὐνίας..., δηλαδὴ θὰ διασώζει τὰ
κατ’ αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ὑπακούει στὰ δυτικά-χριστιανικά-κέντρα». Διαφορετικὰ θὰ συντριβεῖ,
ὅπως ἔγινε μὲ τὴν ὀρθόδοξη Σερβία: «Τὴν ἔκαμαν λιώμα... μὲ τὴν “συναίνεση” καὶ
τῶν “ἀδελφῶν” Ὀρθόδοξων λαῶν» (Φαράντου Μ., Ἀντί-φωνα, σ. 40).
Καὶ
ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε ἐπισημάνει:
«Τὸ Βατικανὸ ἄλλαζε τὴν πολεμικήν του τακτικὴν ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνάλογα μὲ
τὸν βαθμὸν Δυτικοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ἐμφανίσθηκε κατὰ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος
τούτου μία στροφὴ τῶν διανοουμένων τοῦ Βατικανοῦ πρὸς τοὺς Ἑλληνοφώνους πατέρας
μετὰ τὸν Δαμασκηνόν. Ἄρχισε μιὰ ἐντατικὴ προσπάθεια τῆς ἐναρμονίσεως τῶν μετὰ τὸ
σχίσμα δύο παραδόσεων. Ἔτσι τὸ Βατικανὸ δὲν ἔθεσε τέρμα εἰς τὸν πόλεμόν του διὰ
τὴν ἀφομοίωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἁπλῶς ἡ κυριάρχουσα τακτικὴ τοῦ Βατικανοῦ μετετράπη
εἰς τὸν διάλογον τῆς ἀγάπης τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας τὴν ὁποίαν ἐπινόησαν
μάλιστα Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι» (Ρωμανίδη Ι., Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνιος συμφωνία περὶ
Οὐνίας, §70).
Ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐπίσης, «εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι Ρωμαιοκαθολικὸς ἐπίσκοπος τοῦ
εἶχε ἐκμυστηρευθῆ ὅτι κατὰ τὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ ἡ ἕνωσις δὲν θὰ γίνη ἐκ τῶν ἄνω,
δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων, τῶν θεολόγων καὶ τῶν διαλόγων, ἀλλὰ μᾶλλον μέσω τοῦ
λεγομένου λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ τῶν ἀμοιβαίων ἐπαφῶν καὶ τῆς σταδιακῆς ἐφαρμογῆς
τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας (intercommunio), ἡ ὁποία τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Ρώμη ἤδη
ἐφαρμόζεται».
Τὸ
ὅτι διακαὴς πόθος καὶ ἐπιδίωξη τοῦ Βατικανοῦ εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
στὸν Πάπα δὲν εἶναι ὑποψίες τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι διακηρυγμένος στόχος τῆς
Ρώμης. Ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος διεκήρυξεν: «Ἐὰν ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία (=Ὀρθόδοξος)
προσέλθη ποτὲ εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Καθολικῆς (=Ρωμαιοκαθολικῆς) Ἐκκλησίας, θὰ
λάβη τὴν ἀναμένουσαν αὐτὴν θέσιν ὑπὸ τὴν πατρικὴν “στέγην”» τοῦ Βατικανοῦ! («Ἐκκλησία»,
περιοδ. 1963, σελ. 482).
Καὶ
μιὰ τελευταία μαρτυρία: Στὸ διάλογο μὲ τοὺς ΡΚαθολικοὺς ἔλαβα μέρος γιὰ 10 σχεδὸν
ἔτη (γράφει ὁ καθηγ. Στυλ. Παπαδόπουλος). Συντάχθηκε σειρὰ κειμένων καὶ σὲ κανένα ἀπ'
αὐτὰ «δὲν
ἀναφέρεται ὅτι οἱ δύο Ἐκκλησίες ἔχουνε δογματικὲς διαφορές. Οἱ ΡΚαθολικοὶ ἀρνήθηκαν
ἐπίμονα νὰ γραφεῖ κάτι τέτοιο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ἄνετα τὸ δέχτηκαν (παρὰ τὴν ἔντονη
…ἐπιμονή μου νὰ σημειωθεῖ τὸ γεγονὸς τῶν δογματικῶν διαφορῶν)… Ὁ Διάλογος
θέλουνε νὰ ἐμφανισθεῖ ὡς μὴ ὀφειλόμενος σὲ δογματικὲς διαφορές, ἀλλὰ σὲ
ψυχολογικὲς καὶ πολιτικὲς ἢ -τὸ πολύ- σὲ διαφορὲς θεολογικῶν "σχολῶν"» (Παπαδόπουλου Στ., Ὀρθοδόξων Πορεία, 2000, σ. 130).
Θὰ
μπορούσαμε κι ἄλλα παραδείγματα νὰπροσθέσουμε, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἀρκετά, ὄχι
βέβαια γιὰ νὰ πείσουν τὸν Οἰκουμενιστὴ μητροπολίτη Γαλλίας Ἐμμανουήλ, ἀλλὰ γιὰ νὰ
πληροφορηθοῦν οἱ νεώτεροι κυρίως γιὰ τὸν τρόπο δράσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν.