Τὴν
ἴδια στιγμή, ὅμως, οἱ λειτουργοὶ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ τὶς Λειτουργικές
της πράξεις ξεπερνάει τὸ θάνατο
συνεχίζουν ‒δυστυχῶς‒ νὰ δέχονται τὸ κλείσιμο τῶν ἐκκλησιῶν (ὅπου ξεπερνιέται ὁ
θάνατος), συνεχίζουν τὶς ἑνωτικὲς προσπάθειες
μὲ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ἐπιτείνουν τὸν
θάνατο καὶ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὴν ΜΙΑ Ἀλήθεια καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἑωσφορικὴ ἀγκαλιὰ
τῆς Πανθρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου!
Τό Ψυχοσάββατο
Τήν παραμονή τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μιά παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων “τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου“.
Αὐτή πραγματικά εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ὁποία προσευχόμαστε γιά τά κοιμηθέντα μέλη της.
Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα πού ὑπάρχει στή σχέση τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί τῆς προσευχῆς γιά τούς κοιμηθέντες θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία βιώνουμε τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ νέα ζωή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός καί πού μεταβιβάζεται σέ μᾶς διά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιά ζωή συνδιαλλαγῆς, “συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων”, ἡ ἀποκατάσταση τῆς θραυσμένης ἀπό τήν ἁμαρτία ἀγάπης. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατό ν’ ἀρχίσουμε ποτέ τήν ἐπιστροφή μας στό Θεό καί τή συμφιλίωσή μας μ’ Αὐτόν, ἄν ἀπό μέσα μας δέν ξαναγυρίσουμε στή μοναδική καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης; Ζητᾶμε ἀπό τό Θεό νά θυμηθεῖ αὐτούς πού καί μεῖς θυμόμαστε καί τούς θυμόμαστε ἀκριβῶς γιατί τούς ἀγαπᾶμε. Προσευχόμενοι γι’ αὐτούς τούς συναντᾶμε ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος Ἀγάπη ἐστίν καί πού –ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀγάπη– ξεπερνάει τό θάνατο πού εἶναι ἡ τελική νίκη τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἔλλειψης τῆς ἀγάπης. Μέσα στό Χριστό δέν ὑπάρχουν ζωντανοί καί πεθαμένοι γιατί ὅλοι εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή καί αὐτή ἡ Ζωή εἶναι τό φῶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγαπώντας τό Χριστό ἀγαπᾶμε ὅλους ἐκείνους πού βρίσκονται ἐν Αὐτῷ.
Τὰ Ψυχοσάββατα:
Ποια είναι, πότε και γιατί τελούνται
Η ωφέλεια των ψυχών από τα μνημόσυνα
(ἐδῶ)
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς «κατέπαυσε» τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, γι᾽ αὐτὸ ὥρισε καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως τὴν ἑβδόμη ἡμέρα. Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14).
Καὶ πράγματι τὸ Σάββατο τηρεῖται μέχρι σήμερα μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, θὰ δῆτε ὅτι Σάββατο στὶς ὁδικὲς ἀρτηρίες δὲν κινεῖται τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν πρώτων βοηθειῶν γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς.
Αὐτὸ εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἐμεῖς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν Κυριακή, πρῶτον εἰς ἀνάμνησιν τῆς καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δεύτερον γιὰ ν᾽ ἀναπαυώμεθα ἀπὸ τὴν ἐργασία, καὶ τρίτον γιὰ νὰ τιμοῦμε τὸ τρισμέγιστο γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ψυχοσάββατον πρὸ Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=51896
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΑΥΤΟ;
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Ψυχοσάββατο. Τί θὰ πῇ Ψυχοσάββατο; Σάββατο τῶν ψυχῶν. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἂς ποῦμε λίγες λέξεις.
Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ λέξι Σάββατον δὲν εἶνε ἑλληνική, εἶνε ἑβραϊκή· Σάββατον στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀνάπαυσις ἢ «κατάπαυσις» (βλ. Ἑβρ. 4,4 κ.ἀ.).
Ὅσοι διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ ὑλικὸ σύμπαν σὲ ἕξι ἡμέρες (βλ. Γέν. κεφ. 1). Ὅταν λέει ἡ ἁγία Γραφὴ ἕξι ἡμέρες, ἐννοεῖ μακρὲς χρονικὲς περιόδους, στὶς ὁποῖες συνέβησαν γεγονότα κοσμογονικά. Ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, τὰ ἀστέρια, ὅλο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς παμμέγιστες σφαῖρες μέχρι τὸ μικρὸ ἄτομο, ποὺ κι αὐτὸ εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος, δημιουγήθηκαν σὲ ἕξι ἡμέρες.
Μετά, λέει ἡ ἁγία Γραφή, τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε, «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων» τῆς δημιουργίας (βλ. Γεν. 2,2). Δὲν λέει ὅτι σταμάτησε νὰ ἐπιβλέπῃ τὸ σύμπαν, ἀλλ᾽ ὅτι σταμάτησε νὰ δημιουργῇ· στὸ ἑξῆς δὲν πρόκειται πλέον νὰ
προστεθοῦν νέα εἴδη σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. «Κατέπαυσε» μὲν ἡ δημιουργία, ἀλλ᾽ ὄχι ἡ μέριμνα, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς θείας προνοίας, νοεῖται τὸ σπουδαῖο ἐκεῖνο θεολογικὸ ῥητὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. 5,17). Δὲν παύει ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν συντήρησι καὶ τὴν διακυβέρνησι τοῦ κόσμου.Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ λέξι Σάββατον δὲν εἶνε ἑλληνική, εἶνε ἑβραϊκή· Σάββατον στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀνάπαυσις ἢ «κατάπαυσις» (βλ. Ἑβρ. 4,4 κ.ἀ.).
Ὅσοι διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ ὑλικὸ σύμπαν σὲ ἕξι ἡμέρες (βλ. Γέν. κεφ. 1). Ὅταν λέει ἡ ἁγία Γραφὴ ἕξι ἡμέρες, ἐννοεῖ μακρὲς χρονικὲς περιόδους, στὶς ὁποῖες συνέβησαν γεγονότα κοσμογονικά. Ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, τὰ ἀστέρια, ὅλο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς παμμέγιστες σφαῖρες μέχρι τὸ μικρὸ ἄτομο, ποὺ κι αὐτὸ εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος, δημιουγήθηκαν σὲ ἕξι ἡμέρες.
Μετά, λέει ἡ ἁγία Γραφή, τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε, «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων» τῆς δημιουργίας (βλ. Γεν. 2,2). Δὲν λέει ὅτι σταμάτησε νὰ ἐπιβλέπῃ τὸ σύμπαν, ἀλλ᾽ ὅτι σταμάτησε νὰ δημιουργῇ· στὸ ἑξῆς δὲν πρόκειται πλέον νὰ
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς «κατέπαυσε» τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, γι᾽ αὐτὸ ὥρισε καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως τὴν ἑβδόμη ἡμέρα. Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14).
Καὶ πράγματι τὸ Σάββατο τηρεῖται μέχρι σήμερα μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, θὰ δῆτε ὅτι Σάββατο στὶς ὁδικὲς ἀρτηρίες δὲν κινεῖται τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν πρώτων βοηθειῶν γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς.
Αὐτὸ εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἐμεῖς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν Κυριακή, πρῶτον εἰς ἀνάμνησιν τῆς καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δεύτερον γιὰ ν᾽ ἀναπαυώμεθα ἀπὸ τὴν ἐργασία, καὶ τρίτον γιὰ νὰ τιμοῦμε τὸ τρισμέγιστο γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ σημερινὸ ὅμως Σάββατο εἶνε ἐξαιρετικό· ὀνομάζεται Ψυχοσάββατον. Γιατί ὀνομάζεται ἔτσι; Διότι σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ τελοῦμε γενικὸ μνημόσυνο τῶν νεκρῶν. Καὶ τοῦτο γιὰ τοὺς ἑξῆς τρεῖς λόγους.
⃝ Πρῶτος λόγος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν πεθαίνουν ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες· δὲν ἐκπνέουν στὸ σπίτι, ἔχοντας δίπλα τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· δὲν συνοδεύονται ὅλοι στὴν τελευταία κατοικία ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους· δὲν ψάλλεται σὲ ὅλους ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία· δὲν γεμίζει τὸ φτυάρι ὁ ἱερεὺς μὲ χῶμα καὶ νὰ πῇ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19 καὶ Ἐξόδ. ἀκολ.).
Πολλοὶ ἄνθρωποι «ἐξεμέτρησαν τὸ ζῆν» ὑπὸ συνθῆκες δραματικές. Ἄλλοι ταξίδευαν στοὺς ὠκεανούς, ναυάγησαν τὰ πλοῖα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε τάφος μυριάδων νεκρῶν. Ἄλλοι διέσχιζαν μεγάλες ἐρήμους, χάθηκαν μέσα σὲ δάση καὶ τοὺς κατέφαγαν θηρία. Ἄλλοι καταπλακώθηκαν ἀπὸ σεισμούς, ἄλλοι ἔγιναν κάρβουνο ἀπὸ κεραυνούς, ἄλλοι ἐγκλωβίσθηκαν στὰ βάθη μεταλλείων, ἄλλοι κάηκαν σὲ πυρκαϊὲς ἐργοστασίων, καὶ ἄλλοι ἀπὸ διάφορες ἄλλες αἰτίες τελείωσαν τὴ ζωή τους· χθὲς π.χ. ἐγράφη στὸν τύπο, ὅτι μία χιονοθύελλα στὴν Περσία σάρωσε κυριολεκτικῶς χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ἔγιναν ἄφαντοι. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! ἕνα ἄχυρο εἶνε, τίποτα δὲν εἶνε. Ὅλους λοιπὸν αὐτοὺς μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα φτωχαδάκια· ἄνθρωποι ποὺ κηδεύονται χωρὶς νὰ τοὺς συνοδεύῃ κανείς, ἢ ποὺ οἱ συγγενεῖς τους δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς κάνουν μνημόσυνα.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάτι πλούσιοι –πῶς νὰ τοὺς περιγράψω;–, πού, ἐνῷ ἄφησαν τεράστιες περιουσίες (σπίτια, πολυκατοικίες, πλούτη), ἐν τούτοις τὰ παιδιά τους δὲν τοὺς θυμοῦνται, δὲν φέρνουν στὸν τάφο τους ἕνα λουλούδι, ἕνα πιάτο κόλλυβα. Ἂν μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀκούσουμε θὰ μᾶς ἔλεγαν· Τί κάναμε οἱ ἀνόητοι! ἀντὶ νὰ μοιράσουμε τὰ ὑπάρχοντά μας σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς, τ᾽ ἀφήσαμε σὲ ἄσπλαχνα τέρατα… Διότι τέρας εἶνε πράγματι ὅποιος δὲν θυμᾶται τοὺς προγόνους του. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται τοὺς νεκρούς του εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῇ πάνω στὴ γῆ. Στὴν Ἰαπωνία τιμοῦν τοὺς νεκρούς· τοὺς τάφους ἐκεῖ τοὺς ἔχουν περιβόλια, κι ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ στεφανωθῇ καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰκογένεια, θὰ πάῃ στοὺς τάφους τῶν παππούδων. Ἀντιθέτως ἐδῶ πολλὰ νεκροταφεῖα εἶνε ἐγκαταλελειμμένα. Δείκτης πολιτισμοῦ ἑνὸς ἔθνους εἶνε καὶ τὰ νεκροταφεῖα. Δεῖξτε μου τὸ νεκροταφεῖο σας καὶ θὰ καταλάβω.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὥρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ τελοῦμε σήμερα γενικὸ μνημόσυνο, γιὰ νὰ περιλαμβάνῃ καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος λησμονεῖ. Ἂν ὁ κόσμος καὶ οἱ δικοί τους τοὺς λησμονοῦν, ἡ Ἐκκλησία, ἡ «γλυκειὰ μάνα» ὅπως εἶπε ὁ ποιητὴς Κρυστάλλης, δὲν τοὺς λησμονεῖ. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία θυμᾶται τοὺς νεκρούς, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ σήμερα. Αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος λόγος.
⃝ Ὁ δεύτερος λόγος ποὺ τελοῦμε γενικὸ μνημόσυνο εἶνε, ὅτι αὔριο ξημερώνει Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, μιὰ ἡμέρα ποὺ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Διαβάζεται τὸ φοβερώτερο εὐαγγέλιο, τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως· ἀνατριχιάζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν τ᾽ ἀκούει. Κατ᾽ ἐμὲ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἀπὸ γαστρονομικῆς ἀπόψεως λέγεται «τῆς Ἀπόκρεω», ἀπὸ πνευματικῆς ὅμως ἀπόψεως πρέπει νὰ λέγεται Κυριακὴ «τῆς Κρίσεως».
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἔτυχε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ εἶνε κατηγορούμενος, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες δύσκολες, νὰ ὁδηγῆται στὸ δικαστήριο, ἡ καταδίκη νά ᾽νε σίγουρη, καὶ νὰ σκέπτεται πῶς θ᾽ ἀπολογηθῇ; Ὅπως λοιπὸν ὁ ὑπόδικος περιμένει τὴν ἡμέρα τῆς δίκης, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς –νὰ εἶστε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιοι–, κ᾽ ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε καὶ ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, θὰ παρουσιαστοῦμε ὑπόδικοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Κριτής μας θὰ εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής. Θὰ μᾶς κρίνῃ μὲ νόμο ὄχι ἀνθρώπινο ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε ζυγαριὰ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμμάριο, καὶ τὸν τελευταῖο δηλαδὴ λογισμό· οἱ σκέψεις, τὰ λόγια, τὰ ἔργα μας θὰ παρελάσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σὰν κινηματογραφικὴ ταινία. Θὰ δικαστοῦμε. Καὶ πρέπει ν᾽ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε.
Ν᾽ ἀνησυχοῦμε καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας· ποῦ θὰ πᾶνε, στὴν κόλασι ἢ στὸν παράδεισο; Ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, οἱ συγγενεῖς; Καὶ στὴ ζυγαριὰ ξέρετε ὅτι, καθὼς ἀμφιταλαντεύεται, λίγο βάρος τὴν κάνει νὰ γείρῃ πρὸς τὸ ἕνα μέρος. Λίγα γραμμάρια ἀπαιτοῦνται· μιὰ προσευχὴ δηλαδή, ἕνα μνημόσυνο, λίγες ἐλεημοσύνες εἶνε ἱκανὲς κατὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι νὰ κλείνουν τὴ ζυγαριὰ δεξιά – ἀλλοίμονο ἂν κλείνῃ ἀριστερά. Δεξιὰ εἶνε ὁ παράδεισος, ἡ ἀνέκφραστη μακαριότης· ἀριστερὰ κόλασις.
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὔριο σαλπίζει ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου, γι᾽ αὐτὸ σήμερα, ἐν ἀναμομονῇ τῆς παγκοσμίου κρίσεως, κάνουμε μνημόσυνα γιὰ ν᾽ ἀνακουφίσουμε τοὺς νεκρούς.
⃝ Καὶ τρίτος λόγος εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ θυμώμαστε διαρκῶς τὸ θάνατο, ποὺ εἶνε μία πραγματικότης. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου»· ἂν θέλῃς νὰ βρῇς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ζῇς σὰν ἄγγελος, νὰ θυμᾶσαι τὸ θάνατο· σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει σὲ ἄλλη σφαῖρα. Πήγαινε στοὺς τάφους, στάσου ἐκεῖ λίγα λεπτὰ καὶ πές· Ἄχ μάνα, γιατί νὰ σὲ λυπήσω· ἄχ πατέρα, γιατί νὰ σὲ πικράνω· ἄχ ἄντρα, γιατί νὰ σὲ ἀτιμάσω· ἄχ γυναίκα, γιατί νὰ σὲ ἀπατήσω· ἄχ παιδί μου, γιατί νὰ σὲ ἀμελήσω. Ἐάν, ἀντὶ νὰ διανυκτερεύουμε στὰ κέντρα διασκεδάσεως, πηγαίναμε ἐκεῖ, κανένας δὲν θὰ ἁμάρτανε.
Εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλ᾽ ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ ἕνα πρόγονό μας πρὸ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ Μακεδὼν Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αὐτὸς εἶχε ὁρίσει, κάθε πρωί, μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἕνας στρατιώτης νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· ἂν καὶ εἶσαι βασιλιᾶς κ᾽ ἐξουσιάζεις λαούς, πρόσεξε γιατὶ θὰ πεθάνῃς. Αὐτὰ ὁ Φίλιππος. Ἐνῷ ἐμεῖς, ἀποφεύγοντας μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ τὰ γραφεῖα κηδειῶν τὰ μετωνομάσαμε «γραφεῖα τελετῶν», νὰ μὴ μᾶς τὸν θυμίζουν. Μνημονεύετε τοῦ θανάτου! εἶνε ὁ καλύτερος δάσκαλος, χαρίζει τὰ μεγαλύτερα διδάγματα.
⃝ Πρῶτος λόγος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν πεθαίνουν ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες· δὲν ἐκπνέουν στὸ σπίτι, ἔχοντας δίπλα τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· δὲν συνοδεύονται ὅλοι στὴν τελευταία κατοικία ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους· δὲν ψάλλεται σὲ ὅλους ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία· δὲν γεμίζει τὸ φτυάρι ὁ ἱερεὺς μὲ χῶμα καὶ νὰ πῇ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19 καὶ Ἐξόδ. ἀκολ.).
Πολλοὶ ἄνθρωποι «ἐξεμέτρησαν τὸ ζῆν» ὑπὸ συνθῆκες δραματικές. Ἄλλοι ταξίδευαν στοὺς ὠκεανούς, ναυάγησαν τὰ πλοῖα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε τάφος μυριάδων νεκρῶν. Ἄλλοι διέσχιζαν μεγάλες ἐρήμους, χάθηκαν μέσα σὲ δάση καὶ τοὺς κατέφαγαν θηρία. Ἄλλοι καταπλακώθηκαν ἀπὸ σεισμούς, ἄλλοι ἔγιναν κάρβουνο ἀπὸ κεραυνούς, ἄλλοι ἐγκλωβίσθηκαν στὰ βάθη μεταλλείων, ἄλλοι κάηκαν σὲ πυρκαϊὲς ἐργοστασίων, καὶ ἄλλοι ἀπὸ διάφορες ἄλλες αἰτίες τελείωσαν τὴ ζωή τους· χθὲς π.χ. ἐγράφη στὸν τύπο, ὅτι μία χιονοθύελλα στὴν Περσία σάρωσε κυριολεκτικῶς χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ἔγιναν ἄφαντοι. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! ἕνα ἄχυρο εἶνε, τίποτα δὲν εἶνε. Ὅλους λοιπὸν αὐτοὺς μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα φτωχαδάκια· ἄνθρωποι ποὺ κηδεύονται χωρὶς νὰ τοὺς συνοδεύῃ κανείς, ἢ ποὺ οἱ συγγενεῖς τους δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς κάνουν μνημόσυνα.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάτι πλούσιοι –πῶς νὰ τοὺς περιγράψω;–, πού, ἐνῷ ἄφησαν τεράστιες περιουσίες (σπίτια, πολυκατοικίες, πλούτη), ἐν τούτοις τὰ παιδιά τους δὲν τοὺς θυμοῦνται, δὲν φέρνουν στὸν τάφο τους ἕνα λουλούδι, ἕνα πιάτο κόλλυβα. Ἂν μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀκούσουμε θὰ μᾶς ἔλεγαν· Τί κάναμε οἱ ἀνόητοι! ἀντὶ νὰ μοιράσουμε τὰ ὑπάρχοντά μας σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς, τ᾽ ἀφήσαμε σὲ ἄσπλαχνα τέρατα… Διότι τέρας εἶνε πράγματι ὅποιος δὲν θυμᾶται τοὺς προγόνους του. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται τοὺς νεκρούς του εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῇ πάνω στὴ γῆ. Στὴν Ἰαπωνία τιμοῦν τοὺς νεκρούς· τοὺς τάφους ἐκεῖ τοὺς ἔχουν περιβόλια, κι ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ στεφανωθῇ καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰκογένεια, θὰ πάῃ στοὺς τάφους τῶν παππούδων. Ἀντιθέτως ἐδῶ πολλὰ νεκροταφεῖα εἶνε ἐγκαταλελειμμένα. Δείκτης πολιτισμοῦ ἑνὸς ἔθνους εἶνε καὶ τὰ νεκροταφεῖα. Δεῖξτε μου τὸ νεκροταφεῖο σας καὶ θὰ καταλάβω.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὥρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ τελοῦμε σήμερα γενικὸ μνημόσυνο, γιὰ νὰ περιλαμβάνῃ καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος λησμονεῖ. Ἂν ὁ κόσμος καὶ οἱ δικοί τους τοὺς λησμονοῦν, ἡ Ἐκκλησία, ἡ «γλυκειὰ μάνα» ὅπως εἶπε ὁ ποιητὴς Κρυστάλλης, δὲν τοὺς λησμονεῖ. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία θυμᾶται τοὺς νεκρούς, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ σήμερα. Αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος λόγος.
⃝ Ὁ δεύτερος λόγος ποὺ τελοῦμε γενικὸ μνημόσυνο εἶνε, ὅτι αὔριο ξημερώνει Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, μιὰ ἡμέρα ποὺ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Διαβάζεται τὸ φοβερώτερο εὐαγγέλιο, τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως· ἀνατριχιάζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν τ᾽ ἀκούει. Κατ᾽ ἐμὲ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἀπὸ γαστρονομικῆς ἀπόψεως λέγεται «τῆς Ἀπόκρεω», ἀπὸ πνευματικῆς ὅμως ἀπόψεως πρέπει νὰ λέγεται Κυριακὴ «τῆς Κρίσεως».
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἔτυχε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ εἶνε κατηγορούμενος, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες δύσκολες, νὰ ὁδηγῆται στὸ δικαστήριο, ἡ καταδίκη νά ᾽νε σίγουρη, καὶ νὰ σκέπτεται πῶς θ᾽ ἀπολογηθῇ; Ὅπως λοιπὸν ὁ ὑπόδικος περιμένει τὴν ἡμέρα τῆς δίκης, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς –νὰ εἶστε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιοι–, κ᾽ ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε καὶ ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, θὰ παρουσιαστοῦμε ὑπόδικοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Κριτής μας θὰ εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής. Θὰ μᾶς κρίνῃ μὲ νόμο ὄχι ἀνθρώπινο ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε ζυγαριὰ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμμάριο, καὶ τὸν τελευταῖο δηλαδὴ λογισμό· οἱ σκέψεις, τὰ λόγια, τὰ ἔργα μας θὰ παρελάσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σὰν κινηματογραφικὴ ταινία. Θὰ δικαστοῦμε. Καὶ πρέπει ν᾽ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε.
Ν᾽ ἀνησυχοῦμε καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας· ποῦ θὰ πᾶνε, στὴν κόλασι ἢ στὸν παράδεισο; Ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, οἱ συγγενεῖς; Καὶ στὴ ζυγαριὰ ξέρετε ὅτι, καθὼς ἀμφιταλαντεύεται, λίγο βάρος τὴν κάνει νὰ γείρῃ πρὸς τὸ ἕνα μέρος. Λίγα γραμμάρια ἀπαιτοῦνται· μιὰ προσευχὴ δηλαδή, ἕνα μνημόσυνο, λίγες ἐλεημοσύνες εἶνε ἱκανὲς κατὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι νὰ κλείνουν τὴ ζυγαριὰ δεξιά – ἀλλοίμονο ἂν κλείνῃ ἀριστερά. Δεξιὰ εἶνε ὁ παράδεισος, ἡ ἀνέκφραστη μακαριότης· ἀριστερὰ κόλασις.
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὔριο σαλπίζει ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου, γι᾽ αὐτὸ σήμερα, ἐν ἀναμομονῇ τῆς παγκοσμίου κρίσεως, κάνουμε μνημόσυνα γιὰ ν᾽ ἀνακουφίσουμε τοὺς νεκρούς.
⃝ Καὶ τρίτος λόγος εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ θυμώμαστε διαρκῶς τὸ θάνατο, ποὺ εἶνε μία πραγματικότης. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου»· ἂν θέλῃς νὰ βρῇς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ζῇς σὰν ἄγγελος, νὰ θυμᾶσαι τὸ θάνατο· σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει σὲ ἄλλη σφαῖρα. Πήγαινε στοὺς τάφους, στάσου ἐκεῖ λίγα λεπτὰ καὶ πές· Ἄχ μάνα, γιατί νὰ σὲ λυπήσω· ἄχ πατέρα, γιατί νὰ σὲ πικράνω· ἄχ ἄντρα, γιατί νὰ σὲ ἀτιμάσω· ἄχ γυναίκα, γιατί νὰ σὲ ἀπατήσω· ἄχ παιδί μου, γιατί νὰ σὲ ἀμελήσω. Ἐάν, ἀντὶ νὰ διανυκτερεύουμε στὰ κέντρα διασκεδάσεως, πηγαίναμε ἐκεῖ, κανένας δὲν θὰ ἁμάρτανε.
Εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλ᾽ ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ ἕνα πρόγονό μας πρὸ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ Μακεδὼν Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αὐτὸς εἶχε ὁρίσει, κάθε πρωί, μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἕνας στρατιώτης νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· ἂν καὶ εἶσαι βασιλιᾶς κ᾽ ἐξουσιάζεις λαούς, πρόσεξε γιατὶ θὰ πεθάνῃς. Αὐτὰ ὁ Φίλιππος. Ἐνῷ ἐμεῖς, ἀποφεύγοντας μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ τὰ γραφεῖα κηδειῶν τὰ μετωνομάσαμε «γραφεῖα τελετῶν», νὰ μὴ μᾶς τὸν θυμίζουν. Μνημονεύετε τοῦ θανάτου! εἶνε ὁ καλύτερος δάσκαλος, χαρίζει τὰ μεγαλύτερα διδάγματα.
* * *
Ἀδελφοί μου, δὲν εἴμαστε ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ὥστε νὰ λέμε «Μετὰ θάνατον μηδέν». Ὄχι μηδέν! Οἱ νεκροὶ ζοῦν καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πραγματικότης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε πιθανῶς στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 12-2-1972.