Γράφει ο Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
Αναντίρρητο τυγχάνει ότι τα ορθόδοξα κριτήρια, οι συνειδήσεις και η διάκριση μεταξύ καλού και κακού ημών των Χριστιανών έχουν προ ικανού χρόνου αμβλυνθεί ή και αλλοιωθεί.
Στις συζητήσεις μας συχνά διαπιστώνουμε διάσταση απόψεων ακόμη και σε σημαντικά θεολογικά θέματα ή σε δόγματα της Αγίας μας Εκκλησίας.
Μοιραία, αυτή η διχογνωμία, συμπαρασύρει θέματα πίστεως, θείας λατρείας, πτυχές και συμπεριφορές του κοινωνικού μας βίου ως δογματικές ακολουθίες με συνέπεια να αλλάζουν επί τα χείρω θέματα που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την καθημερινότητά μας και την ποιότητα της πνευματικής μας ζωής και όχι μόνο.
Βεβαίως, ακόμα και στην ορθόδοξη πίστη, υπάρχουν τα λεγόμενα “θεολογούμενα” θέματα για τα οποία δεν έχει οριστικά τοποθετηθεί η Εκκλησία μας και συνεπώς επιδέχονται πέραν την μίας ερμηνείας, αλλά η παραπάνω μνημονευθείσα άμβλυνση των ορθοδόξων κριτηρίων ενδεχομένως να έχει οδηγήσει και εδώ σε εσφαλμένες τοποθετήσεις και καινοφανείς ή ακόμα και κενοφανείς θεωρίες- ειδικά αν η ερμηνεία είναι αποτέλεσμα δικής μας θεώρησης και δεν συντρέχουμε στη μαρτυρία των θεόπνευστων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας. Ως θεολογούμενα θέματα μπορούμε να μνημονεύσουμε για παράδειγμα τη στάση της Εκκλησίας σε θέματα ιατρικής, βιοηθικής και σύγχρονης τεχνολογίας.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί πως μέγα χάος επικρατεί ακόμα και σε δογματικά θέματα μεταξύ θεολόγων.
Για παράδειγμα, στους θεολογικούς, διαχριστιανικούς διαλόγους, αυθαίρετα κάποιοι κατατάσσουν ακραιφνώς δογματικά θέματα σε θεολογούμενα προκειμένου να “ξεχειλώσουν” την ερμηνεία των δογμάτων με σκοπό μέσα στα όριά τους να “στριμώξουν” και τις λανθασμένες αιρετικές διδασκαλίες των ετεροδόξων, πχ των Λατίνων. Πάντοτε, βέβαια, έξω από τα σαφή και αυστηρά όρια των δογμάτων, σε θεολογούμενα θέματα, το θεολογικό νοηματικό κενό είναι ασφαλέστερο να διατυπωθεί ως απαύγασμα της πλούσιας Πατερικής και Αποστολικής Παράδοσης της Εκκλησίας μας και όχι ως επισφαλής και πιθανόν μη έγκυρη γνώμη εμπαθών ανθρώπων που ναι μεν μπορεί να “πάσχουν” για τον Χριστό και την Εκκλησία Του, όμως δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απλανείς θεολόγοι και θεόπνευστοι ερμηνευτές, όταν μάλιστα συχνά απομυθοποιούν και σχετικοποιούν τους πρακτικούς αληθινούς θεολόγους – τους Πατέρες της Εκκλησίας – διά νεοφανών ιδεολογιών όπως η “μεταπατερικότητα”!Κάποιες φορές στο επιχείρημά μας “ο Άγιος…διδάσκει πως…”, απαντούν: “γνώμη του”!!!
Άλλες φορές πάλι συνέβη να παραθεωρηθεί ολόκληρη η ησυχαστική παράδοση και εμπειρία σε θέματα όχι δογματικά αλλά με σαφείς άμεσες ή έμμεσες πτυχές ως δογματικές ακολουθίες όπως είναι το θέμα του καινοφανούς “εγκεφαλικού θανάτου” στο οποίο ναι μεν αποφάνθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος αλλά στηριζόμενη σε επιστημονικά μη καθολικώς αποδεκτά ευρήματα καθώς και σε θεολογικές “ακροβασίες”.
Εντύπωση προκαλεί μιά αναφορά σε έγκυρο θεολογικό περιοδικό, σχετικά με το θεολογικό συμπόσιο στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας το 2006 (“Θεολογία”, τεύχος 77, Ιουλ-Δεκ. 2006) όπου ο μακαριστός σήμερα καθηγητής Θεολογίας Ευάγγελος Θεοδώρου διευκρίνισε σε εισήγησή του τα κάτωθι: “…σε μερικές περιπτώσεις αντιλογιών και αμφισβητουμένων ζητημάτων δυνάμεθα να παρακινηθούμε για μιάν θεολογικήν ανατολικοδυτικήν σύνθεσιν. Οι διαφορές είναι σ αυτές τις περιπτώσεις διάφορες εκφράσεις και πλευρές του ιδίου πνευματικού βιώματος ή διάφορες διαστάσεις και όψεις της ιδίας αληθείας… Στα συμπόσια του Ρέγκενσμπουργκ διαπιστώσαμε επίσης, ότι μερικές αντιλογίες είναι μόνον “θεολογούμενα”, δηλαδή ελεύθερες θεολογικές γνώμες, που δεν απολυτοποιούνται, ούτε δικαιολογούν αφορμήν προς χωρισμούς. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως, όταν πρόκειται για τα μυστήρια της Αγίας Τριάδος, των οποίων κάθε διατύπωσις χρησιμοποιεί ανθρωπομορφικές έννοιες και ανθρώπινες κατηγορίες… Η πίστις των 2 Εκκλησιών (ενν. την Ορθόδοξη και την Ρωμ/Καθολική) είναι κατ’ ουσίαν στο μέγιστον μέρος η ιδία, ακόμη και εάν σε μερικές περιπτώσεις εκφράζεται κατά διαφορετικόν τρόπον… “!!!
Δηλαδή, με απλά λόγια, το υποστατικό γνώρισμα του ”εκπορευτού” του Αγίου Πνεύματος το οποίον συγκαταλέγεται στα παραπάνω ”μυστήρια της Αγ. Τριάδος” είναι θεολογούμενο και όχι δογματικό θέμα κατά τον Ευ. Θεοδώρου. Συνεπώς δεν συνιστά παραβίαση του δόγματος το “φιλιόκβε” και άρα αίρεση, αλλά διαφορετική έκφραση της μιάς αλήθειας! Σωστά; Αυτό δεν ισχυρίζεται ο κ. Θεοδώρου;
Κι αυτό που διαβάζουμε στον Ευαγγελιστή Ιωάννη (ιε’, 26) : “όταν δε έλθη ο Παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού”, τι είναι; Ανθρωπομορφικές εκφράσεις που δεν απολυτοποιούνται;
Αλλά η τοποθέτηση αυτή καταρρίπτεται επίσης από το γεγονός της απαίτησης των Ορθοδόξων στη συνάντηση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Πόρτο Αλέγκρε (2006), να αυστηροποιηθούν τα κριτήρια για τη συμμετοχή νέων μελών-“Εκκλησιών” στο Συμβούλιο. Με γνώμονα την κοινή ομολογία του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως χωρίς το filioque.
Αν ήταν θεολογούμενο το της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος δεν θα ετίθετο ως όρος αυστηρότερης θεολογικής και εκκλησιολογικής προϋπόθεσης συμμετοχής στο ΠΣΕ.
Να, λοιπόν, που Ορθόδοξος καθηγητής υπερέβη αμετακίνητα όρια αμβλύνοντας στη συνείδηση των μη Ορθοδόξων τα όρια της αίρεσης και δημιουργώντας σύγχυση στους Ορθοδόξους θεολόγους.
Ένα ακόμη παράδειγμα μετακίνησης δογματικών ορίων συνιστά το εκκλησιολογικό δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ώστε να χωρέσουν στα όριά της και οι λογής λογής αιρετικοί – μέλη οι πιο πολλοί του ΠΣΕ – στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης και των διαχριστιανικών διαλόγων.
Κανένας δεν μπορεί, φυσικά, να αμφισβητήσει την “Καθολικότητα” της Ορθοδόξου Εκκλησίας η οποία, μάλιστα, είναι η καθ’ ύλην αρμόδια να “ευαγγελίσει” την οικουμένη κατά το “πορευθέντες…βαπτίζοντες” και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία αυτή μόνη παραμένει “Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική”, διαφυλάττουσα και διδάσκουσα ανόθευτες τις ευαγγελικές αλήθειες.
Εδώ κάπου, όμως, σκοντάφτουμε σε μιά παρερμηνεία ενός χωρίου που επίσης δεν αποτελεί ανθρωπομορφική έκφραση θεολογουμένου ζητήματος αφού προέρχεται απ’ ευθείας από τα αψευδή πανάγια χείλη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και συνεπώς είναι απόλυτη και σαφής. Είναι το χωρίο που κακοποιείται ερμηνευτικά από πολλούς θεολόγους που συμμετέχουν στους διαλόγους με τις λοιπές χριστιανικές ομολογίες. Το γνωστό “ίνα πάντες έν ώσι”!
Δεν προτίθεμαι να το αναλύσω θεολογικά αφού το θέμα έχει καλυφθεί επαρκώς από πολλούς θεολόγους – κληρικούς και λαϊκούς – τα προηγούμενα χρόνια και έχει ήδη καταδειχθεί η αυθαίρετη ερμηνεία του χωρίου που ουδόλως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νοητικό εφαλτήριο για την στήριξη της αιρέσεως του Οικουμενισμού και της νεοφανείσης κακώς εννοουμένης “αγαπολογίας” και των πάσης φύσεως δογματικών αμβλύνσεων σε οργανισμούς με χαρακτηριστικά “υπερ-εκκλησίας”, όπως το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Το μόνο που επιθυμώ να τονίσω είναι η διαστρέβλωση των χωρίων (Ιωα. ιζ’ 1-13) και ειδικά του στίχου 11 : “… πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ώ δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς”.
Οι επιρρεπείς προς την παρερμηνεία του χωρίου θεολόγοι το επικαλούνται για να θεμελιώσουν την επιθυμητή ένωση όλων των χριστιανικών ομολογιών με την Ορθόδοξη Εκκλησία από την οποία απεκόπησαν. Είναι τραβηγμένη όμως η ερμηνεία αυτή και αντι-εκκλησιολογική άρα και μη αποδεκτή ως υπερβαίνουσα αμετάθετα θεόσδοτα όρια. Οι υποστηρικτές του Οικουμενισμού απομονώνουν τον επίμαχο στίχο από την κρίσιμης σημασίας συνέχειά του “καθώς ημείς”.
Ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα Του να τηρήσει σε ενότητα αυτούς που Του έδωσε, δηλαδή τους Αποστόλους και Μαθητές Του. Αυτή η ενότητα επετεύχθη διά της κοινής πίστεως στον Ιησού Χριστό. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, με όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες της είναι εδώ και χιλιετίες ενωμένη με την κοινή πίστη που ομολογεί το Σύμβολο της Πίστεως, το Ευαγγέλιο, η Ιερά Παράδοση.
Ακριβώς, δηλαδή, όπως είναι ένα ο Πατέρας με τον Υιό κατά το “καθώς ημείς”. Συνεπώς, εμείς είμαστε ενωμένοι και καλούμε να επιστρέψουν σ εμάς όλοι όσοι αποσπάστηκαν μέσα στους αιώνες, Λατίνοι, Προτεστάντες, Αγγλικανοί, κλπ.
Επ’ αυτού διευκρινίζει ο Σεβασμιωτάτος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος (impantokratoros.gr) : ” Μερικοί θεολόγοι ερμηνεύουν τη φράση του Χριστού…με το ότι δήθεν αναφέρεται στη μελλοντική ενότητα των εκκλησιών…για να δηλώσουν ότι ο Χριστός προανήγγειλε ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες θα αποκτήσουν στο μέλλον ενότητα μεταξύ τους και θα αποτελέσουν τη “μία” εκκλησία, υπονοώντας ότι η Εκκλησία είναι τώρα διασπασμένη. Η ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως είναι διαφορετική…εδώ ο Χριστός αναφέρεται στην ενότητα των Αποστόλων κατά θεωρίαν της δόξης του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός, που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί ακριβώς τότε οι Απόστολοι απέκτησαν και ενότητα ουσιαστική μεταξύ τους.
Επομένως όσοι εκ των Αγίων μέσα στην ιστορία φθάνουν στη θέωση και στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, αποκτούν ενότητα με τους Αποστόλους, έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και εφαρμόζεται το χωρίο αυτό, του Χριστού, “ίνα ώσιν έν”.
Το οποίο χωρίο, συμπληρώνω, δεν ενδείκνυται, ως λόγος του Κυρίου μας, να ευτελίζεται χρησιμοποιούμενο ακόμη και από όργανα της Εκκλησίας μας σε επιμορφωτικά σεμινάρια ως περιεχόμενο επιτραπέζιων παιχνιδιών!!!
Με τον ίδιο τρόπο παρερμηνεύονται πολλά γραφικά χωρία, ακόμη και δόγματα, έχοντας προκαλέσει μέγιστη σύγχυση στους πιστούς ενώ ουδόλως βοηθούν και τους ετεροδόξους να κατανοήσουν τις κακοδοξίες τους και να επιστρέψουν στην αληθινή Εκκλησία. Θέματα όπως η γυναικεία ιερωσύνη, για την οποία μάλιστα σε θεολογικό συνέδριο του ΠΣΕ στη Θεσσαλονίκη το 2003 υπέγραψαν στα πορίσματα την “ασθενή επιχειρηματολογία των Ορθοδόξων εναντίον της γυναικείας ιερωσύνης”!!! Τους παραπέμπουμε στην εμπνευσμένη εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ.κ. Χρυσοστόμου σε λειτουργικό συμπόσιο στον άγιο Ιωάννη το Ρώσο το 2005 .
Κλείνοντας με τα δογματικά θέματα και πριν περάσουμε σε θέματα χριστιανικής ηθικής, αξίζει να μνημονευθεί κείμενο θεολόγου (Α. Κοτταδάκης) με απαράδεκτα συμπεράσματα τύπου “τα δόγματα-γρίφοι χωρίζουν, η αγάπη ενώνει” στο εκκλησιαστικό περιοδικό “Ανάπλασις” σ αυτήν ακριβώς την παραπάνω θεολογική γραμμή.
Πέρα από την παραβίαση, όμως, των δογματικών ορίων η ίδια τακτική επικρατεί και σε θέματα καθημερινής λατρείας και πνευματικού βίου. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Πρώτα, στο θέμα των ολοκληρωμένων σχέσεων – όχι απλά προ του γάμου αλλά και από τα πρώτα εφηβικά χρόνια. Επικρατεί μεταξύ πολλών πνευματικών η λανθασμένη αντίληψη πως οι κανόνες της Εκκλησίας έχουν ξεπεραστεί ως υπερβαλλόντως αυστηροί και μάλιστα σε μιά πολύ δύσκολη για τους νέους μας εποχή, ότι όλοι οι νέοι έτσι κάνουν, ότι είναι φυσική κατάσταση ως αναγκαία για την “υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη” του παιδιού. Ακόμη διατείνονται πως μπορούν νέοι και έφηβοι να ολοκληρώνουν τη σχέση τους αρκεί να έχον μόνο έναν και όχι πολλαπλούς συντρόφους, ότι είναι αναχρονισμός, οπισθοδρόμηση, αφύσικο και καταστρεπτικό να καθοδηγούνται τα παιδιά σε αγνότητα, αποχή και σωματική καθαρότητα και τελικά συμπλέουν με όλα τα νεοεποχίτικα “παπαγαλάκια” και τις γλυκανάλατες και πάντως όχι επιστημονικά αποδεκτές φλυαρίες και παραφιλολογίες περί υγείας της ψυχής και του σώματος και στο τέλος επιτρέπουν την συμμετοχή όλων αυτών στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και της Θείας Μεταλήψεως χωρίς συναίσθηση της αμαρτωλότητας, χωρίς μετάνοια, χωρίς συντριβή και μεταμέλεια.
Ενώ έμμεσα συμβάλλουν στην έκθεση ανηλίκων και ενηλίκων σε διφορούμενες, ενοχοποιητικές, αρνητικές για την ψυχή καταστάσεις αλλά και επικίνδυνες για το σώμα αφού από τα 12 χρόνια τους οι έφηβες ελληνίδες καταφεύγουν στην έκτρωση, την αντισύλληψη, τον εμβολιασμό του τραχήλου της μήτρας και όλα αυτά με απρόβλεπτες συνέπειες.
Δημιουργούν δε πνευματικούς δύο “ταχυτήτων”. Τους μοντέρνους, προοδευτικούς, επικοινωνιακούς πνευματικούς που δεν θα τους στερήσουν τη Θ. Κοινωνία και τους “μονόχνωτους”, “οπισθοδρομικούς”, “παλαιολιθικούς”, “αυστηρούς” πνευματικούς που δεν “αφουγκράζονται τον παλμό της νεολαίας”.
Μπορούν να μας πουν όλοι αυτοί που μετακινούν αυθαίρετα όρους και όρια που έθεσε η Εκκλησία μας αιώνες τώρα που ακριβώς είπε ο Κύριος ότι οι εντολές Του έχουν καιρικό χαρακτήρα και μπορούν να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε εποχής; Που ακριβώς μνημονεύει το Ιερό Ευαγγέλιο ή η θεόπνευστη Ιερά Παράδοση ότι οι προγαμιαίες σχέσεις επιτρέπονται αν είναι ένας ο σύντροφος και όχι πολλοί; Που αναφέρεται ότι ο Κύριος μιλούσε μόνο σε ενήλικες άνω των 18 ετών; Δεν υπήρχαν έφηβοι και παιδιά όταν ο Κύριος μιλούσε σε πλήθη κόσμου; Σε ποιούς απευθυνόταν ο Κύριος; Σε ποιές ηλικίες έγραφε ο Απόστολος Παύλος; Σε γονείς προφανώς και νέους. Διευκρίνισε ποτέ κανένας των Αποστόλων, Ευαγγελιστών, Πατέρων ότι το κήρυγμά τους, οι παραινέσεις και συμβουκές τους απευθύνονταν και αφορούσαν μόνο τους ενήλικες ή συγκεκριμένες άλλες κατηγορίες;
Δεν κατανοώ, γιατί πρέπει η εποχή μας και οι άνθρωποί της με τα πάθη, τις αδυναμίες, τις παραξενιές και τις ροπές της προς την “ειδωλολατρεία” της σάρκας να επιβάλλουν στην Εκκλησία, που εδραιώνεται πάνω στους έχοντες αιώνιο και απόλυτο κύρος λόγους του Ιδρυτή της Ιησού Χριστού και του καθοδηγούντος και συντηρούντος αυτήν χάριτος του Αγίου Πνεύματος, τον γεμάτο υποκειμενισμό και αμαρτωλά πάθη “εκσυγχρονισμό” του Λόγου Της μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τις αδυναμίες και τις αμαρτίες του κόσμου γενόμενη κι αυτή “Κόσμος”- δηλαδή εκκοσμικευόμενη.
Είμαι σίγουρος πως εδώ θα ορθώσουν αντιρρήσεις όλοι οι αυτοί οι “αγαπούληδες” που αυτοπροσδιορίζονται ως” εμψυχωτές”, “διαμορφωτές” της κοινής γνώμης”,” μοντέρνοι” και” εναλλακτικοί” να μας πουν ότι ο σημερινός κουρασμένος και απογοητευμένος άνθρωπος χρειάζεται πολλή αγάπη, ενσυναίσθηση, κατανόηση και ότι οι καιροί άλλαξαν κι εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε την πορεία αυτού του κόσμου ώστε να γίνουμε” αλιείς ανθρώπων”.
Αυτό όμως δεν είναι παρά μιά πρόφαση. Ένας επικίνδυνος λεκτικός ελιγμός φιλοσοφικού τύπου. Ας αφήσουμε τους νέους μας να επιλέξουν τη ζωή που θέλουν να κάνουν αλλά χωρίς αδιανόητες “οικονομίες” που αμβλύνουν τα κριτήρια ζωής τους. Ας ζήσουν όπως θέλουν αλλά γνωρίζοντας πως “ου δύνασθε δυσίν κυρίοις δουλεύειν”. Ας κρίνουν και ας επιλέξουν. Αν επιλέγουν την ολοκλήρωση των σχέσεών τους ας μη γυρεύουν να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας. Ας μείνουν μακριά από το μυστήριο αυτό το οποίο σαφέστατα έχει όρους και όρια που δεν έχουν τεθεί από άνθρωπο αλλά από τον ίδιο τον Θεό και έχουν ερμηνευθεί από την Εκκλησία μας, την Αγ. Γραφή και την Ιερά Παράδοσή της. Δεν αποκλείονται, βεβαίως, από άλλα μυστήρια και ακολουθίες πλην όσων προϋποθέτουν την μετάνοια όπως το ευχέλαιο (άλλο παρεξηγημένο μυστήριο!).
Έτσι θα έχουν την ευκαιρία να σκεφτούν, να προβληματιστούν με τη στάση των πνευματικών, να νιώσουν την έλλειψη της σωστικής αυτής θυσίας του Θεανθρώπου και αφού ποθήσουν ειλικρινώς την Θεία Μετάληψη, εν μετανοία και εξομολογήσει ας προσέλθουν κι αυτοί όπως κι όλοι εμείς οι αμαρτωλοί στη χαρά του Κυρίου τους. Αλλιώς, αυτοί αμαρτάνουν αμετανοήτως και εκβιάζουν εν αγνοία τους τη σωτηρία της ψυχής τους “κατασκευάζοντας” μιά νέα εκκλησία στα μέτρα τους, εμείς δε συντελούμε στην άμβλυνση των κριτηρίων τους για το τι είναι θεάρεστο και τι όχι, εμμέσως αλλά σαφώς εκκοσμικευόμενοι, προκαλώντας σύγχυση στις διάνοιες των ανθρώπων και γεμίζοντας τους Ναούς μας με χριστιανούς χωρίς θυσιαστική διάθεση και υγιές ορθόδοξο φρόνημα.
Ένα άλλο μείζον πνευματικό ζήτημα αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια και αφορά στην βλάσφημη απόδοση του πάθους της “διαφορετικότητας” στη βούληση του Θεού!!!
Η Εκκλησία μας διδάσκει πως όλος ο κόσμος γίνεται δεκτός στην αγκαλιά της. Σέβεται το πρόσωπο, την προσωπικότητα και την ελευθερία του κάθε ανθρώπου να επιλέγει τον τρόπο που ζει και συναναστρέφεται τους αδελφούς του. Είναι όμως κι αυτή η ίδια ελεύθερη από τα ανθρώπινα πάθη, τα “νομίζω” και έχω τη γνώμη” των ανθρώπων, και κυρίως είναι ελεύθερη γιατί αγαπά, κηρύσσει και βιώνει την Αλήθεια, δηλαδή τον Ιησού Χριστό, και αυτή η Αλήθεια είναι η μόνη που ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη του.
Έτσι, όποιος συνειδητά επιλέγει να ενώνεται με τους αδελφούς του ως μέλος της Εκκλησίας, δέχεται την μόνη και αυθεντική και απόλυτη Αλήθεια η οποία τον ελευθερώνει από την αμαρτία (“και η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς”) και τον καθιστά με τη σύμφωνη γνώμη του, τη βιοτή του και τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος πολίτη της βασιλείας του Χριστού. Αυτοί που δεν έχουν αυτήν την εμπειρία και θέληση και εισέρχονται στην Εκκλησία για να γνωρίσουν την Αλήθεια, τον Χριστό, αφήνονται στο σωστικό έλεός του, αφήνουν τον παλιό εαυτό τους έξω από τον χώρο που προσφέρεται ο Χριστός και μπορεί να αναγεννά τους ανθρώπους, να μεταμορφώνει τη ζωή και τα πάθη τους. Τους αλλάζει ριζικά. Πρέπει όμως αυτοί εν ταπεινώσει και μετανοία να αφεθούν, να αφουγκραστούν με τα αυτιά αλλά και με τα μάτια της ψυχής τους έναν άλλο, πνευματικό κόσμο. Αυτός ο κόσμος, όμως, έχει όρια, κανόνες, όρους. Δεν είναι δυνατόν να προσαρμόζει η Εκκλησία κάθε φορά, σε κάθε περίσταση και διαφορετική εποχή το σωτήριο κήρυγμά της διότι τότε απλά η Εκκλησία γίνεται κόσμος και αδυνατεί να σώσει τον προσερχόμενο σ’ αυτήν αντί να εκκλησιοποιείται ο άνθρωπος αποδυόμενος τον παλαιό εαυτό του.
Συνεπώς, χωρίς καμμιά διάθεση κατάκρισης και απόρριψης των προσώπων των αδελφών μας των πάσης λογής, κατ’ επίγνωσιν και κατ’ επιλογήν “διαφορετικών”, η Εκκλησία μας προσφέρει τη δυνατότητα μιάς άλλης επιλογής τρόπου ζωής, μιάν “εναλλακτική” στην επιβεβλημένη με σαθρά κριτήρια και από “καλοθελητές” του παγκοσμιοποιητικού στερεώματος, επιλογή.
Με πολλή αγάπη Χριστού, με ανεκτικότητα στα πρόσωπα αλλά όχι στην αμαρτία τους, με διαλλακτικότητα αλλά και με ανυποχώρητη προσήλωση στο θέλημα του Θεού και σεβασμό και υπακοή στα όρια της Εκκλησίας μας.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ένα ακόμη μείζον πρόβλημα και αυτό έχει να κάνει με την χαλαρή έως επικίνδυνα εκκοσμικευμένη στάση και διδασκαλία κάποιων κληρικών ή λαϊκών θεολόγων που αλλοιώνουν το αιωνίου κύρους και απόλυτο για μας κήρυγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάποιοι ακροβατούν επικίνδυνα για την ψυχή τους και των άλλων που γίνονται αποδέκτες του δικού τους άγνωστου για το φρόνημα και την εμπειρία της Εκκλησίας μας κηρύγματός τους.
Σεβαστό πρόσωπο πρόσφατα διατύπωσε άποψη που σίγουρα συνιστά ερμηνευτική έκπτωση και παντελώς ξένη προς την Εκκλησία διδασκαλία αλλά και λανθασμένη τοποθέτηση για τις ψυχές τόσων ανθρώπων που ίσως αναζητούν μέσα τους κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που τους “σερβίρεται” τόσο έντεχνα και ανελεύθερα και καταδικάζονται σε στασιμότητα σ αυτήν την αμαρτωλή κατάσταση που αν ο άνθρωπος δεν αναγνωρίσει τα πάθη του, συντριβεί, μετανοήσει και εξομολογηθεί δεν μπορεί να του “ανοίξει” τον Παράδεισο όπως μας πληροφορούν οι θεόπνευστοι Πατέρες της Εκκλησίας. Συνεπώς, δεν “χωράει” ή καλύτερα απάδει του χώρου αυτού η αγγίζουσα τα όρια της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος τοποθέτηση :
“…ο Θεός έχει δώσει σε μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται την έλξη προς το ίδιο φύλο, δεν μπορώ να ξέρω γιατί, δεν θα κατηγορήσω εγώ τον Θεό… Ο Θεός για να ξέρει, κάτι ξέρει περισσότερο από όλους εμάς τους ανθρώπους… Είναι μιά σχέση, η οποία εάν υπάρχει μέσα ο Χριστός, να λειτουργεί λίγο πιο πνευματικά…”!
Η παραπάνω τραγική θέση έχει αναλυθεί επαρκώς οπότε αρκούμαστε στη διαπίστωση ότι είναι τραγική και στα όρια της βλασφημίας ή μήπως τα ξεπερνάει αφού αποδίδει τα πονηρά έργα των ανθρώπων που ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί ότι δεν κερδίζουν την βασιλεία των ουρανών, στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος!!!
Δε θα μπούμε στον πειρασμό να παραθέσουμε πολλά ακόμη παραδείγματα εκκοσμικευμένης αντίληψης και αλλοίωσης των δογματικών και μη αληθειών της πίστεώς μας. Θα κλείσουμε εδώ σημειώνοντας τον κίνδυνο, δηλαδή τον Πειρασμό, τον Διάβολο που καιροφυλακτεί και διαρκώς διαιρεί το ορθόδοξο ποίμνιο με καινοφανείς θεωρίες ανθρώπων.
Όλη η παραπάνω προσπάθεια έγινε για να τεθεί το παρακάτω ερώτημα.
Μήπως όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε ως πολίτες, ως οικογένειες, ως μέλη της Εκκλησίας, ως κοινωνία και έθνος είναι απότοκα αυτής ακριβώς της ευαγγελικής και ερμηνευτικής “αποστασίας” πρώτα του κλήρου και μετά του λαού; Μήπως “εξαργυρώνουμε” την σχετικοποίηση και “επικαιροποίηση” του λόγου του Θεού με τα όσα βιώνουμε τελευταία ερμηνευόμενα ως ακόμη και θεο-εγκατάλειψη;
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν μας προειδοποίησε ότι “έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα έν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται”; (Ματθ. ε, 18)
Αυτός ο ίδιος ο Χριστός δεν μας προειδοποίησε στον επόμενο στίχο (19) ότι “ός εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών”;
Αλλά κι εδώ αστοχούν πολλοί με επιπόλαιες ερμηνείες, με άστοχες ερμηνείες που αλλοιώνουν πλήρως το νόημα των λόγων του Κυρίου. Οι περισσότεροι ερμηνευτές την φράση “ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών” ερμηνεύουν ως έχει ενώ κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όπως οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Θεόδωρος Στουδίτης, Μέγας Βασίλειος, το “ελάχιστος” δεν σημαίνει τελευταίος αλλά τον “απολλυμένον”!
” Πας ο λύων μίαν των εντολών τούτων, ελάχιστος κληθήσεται, δηλονότι απολλυμένος”.
“Όταν δε ακούσης ελάχιστον εν τη βασιλεία των ουρανών, μηδέν άλλον υπόπτευε ή γέενναν και κόλασιν” επισημαίνει ο Χρυσορρήμων Άγιος. (averoph.wordpress.com, π. Θεοδώρου Ζήση)
Μήπως, λοιπόν, όλη αυτή η φλυαρία ανθρώπων που δεν υποτάσσονται εν αγάπη, υπακοή, ταπεινώσει στην ερμηνεία των λόγων του Θεού από τους θεόπνευστους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας και προτιμούν να ερμηνεύουν με υποκειμενισμό και με οδηγό τα δικά τους πάθη τα μυστήρια του Θεού και να τα διδάσκουν και στους άλλους είναι μιά απ τις αιτίες της διαπίστωσης ότι ο Θεός μας εγκαταλείπει και αυτό έχει άμεσες και μεγάλες συνέπειες στη ζωή αλλά και στη σωτηρία μας;
Κλείνουμε σταχυολογώντας εμπνευσμένες αναφορές του μεγάλου θεολόγου της ρωσικής διασποράς του περασμένου αιώνα, του μακαριστού π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (Περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”) ο οποίος διαπραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα.
– “…ο Λόγος του Θεού πρέπει να κηρύσσεται ‘αποδοτικώς’, δηλαδή πρέπει να εμφανίζεται κατά τρόπον πειστικόν και να εμπνέη την υποταγήν κάθε νέας γενεάς και ομάδος. Δύναται να επαναδιατυπωθεί με την χρήσιν νέων κατηγοριών, εάν το απαιτούν αι περιστάσεις, αλλά προ παντός πρέπει να διατηρηθή η ταυτότης του μηνύματος”.
– ” Πρέπει να είναι κανείς βέβαιος ότι κηρύσσει το ίδιον Ευαγγέλιον, που μας παρεδόθη, και ότι δεν εισάγει νέον ιδικόν του ευαγγέλιον. Δεν είναι εύκολον να προσαρμοσθή και να διαμορφωυεί ο Λόγος του Θεού εις τα παροδικά ήθη και τας απόψεις μιάς οιασδήποτε εποχής, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας.
Δυστυχώς υπάρχει συχνά η τάσις να μετρώμεν τον Λόγον του Θεού με το ιδικόν μας ανάστημα, αντί να ελέγχωμεν τας ιδέας μας με το ανάστημα του Χριστού. Αλλά και αι “σύγχροναι ιδέαι” επίσης υπόκεινται εις την κρίσιν του Λόγου του Θεού”.
– ” Οι περισσότεροι από ημάς έχουν απολέσει την ακεραιότητα του βιβλικού φρονήματος…”.
– ” Σήμερον ζώμεν εις εποχήν διανοητικού χάους και αποσυνθέσεως. Ίσως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ακόμη καταλήξει πουθενά και η ποικιλία γνωμών δεν παρέχει ελπίδας προσεγγίσεως. Πιθανόν το μόνον φως εις το διανοητικόν σκότος της απέλπιδος εποχής μας είναι ακριβώς αυτή “η πίστις, που παρεδόθη εις τους αγίους”, όσον απηρχαιωμένη και αν φαίνεται η γλώσσα της πρώτης Εκκλησίας κρινομένη με τα εφήμερα μέτρα μας”.
– ” Τί λοιπόν θα κηρύξωμεν; Τι να διδάξω εις τους συγχρόνους μου ανθρώπους “εις μίαν εποχήν, ως είναι η ιδική μας; “. Θα κηρύξω τον Ιησούν, εσταυρωμένον και αναστάντα. Θα διδάξω και θα εμπιστευθώ εις όσους μου ανατεθή…τα δόγματα της πίστεως… Πιστεύω δε ότι ακριβώς τα ‘δόγματα της πίστεως’ δύνανται να βοηθήσουν μίαν απέλπιδα γενεάν, ως η ιδική μας, να ανακτήση χριστιανικόν θάρρος και ενόρασιν”.
– “Όταν μελετώ…τους Πατέρες της Εκκλησίας, ευρίσκω να σχετίζονται περισσότερον με τα προβλήματα και τας ταλαιπωρίας της εποχής μου, παρά με την παραγωγήν νέων θεολόγων… Θα διεκινδύνευα να διατυπώσω την γνώμην ότι ο Μ. Αθανάσιος και ο Αυγουστίνος είναι πολύ περισσότερον σύγχρονοι από πολλούς εκ των συγχρόνων θεολόγων. Ο λόγος είναι απλούστατος : ησχολούντο με πράγματα και όχι με τους χάρτας, ενδιαφέροντο όχι τόσον διά το τι ημπορεί να πιστεύση ο άνθρωπος, όσον διά το τι έχει πράξει ο Θεός διά τον άνθρωπον. Οφείλομεν ‘εις εποχήν ως η ιδική μας’, να διευρύνωμεν τας προοπτικάς μας, να αναγνωρίσωμεν τους διδασκάλους της αρχαιότητος και να επιχειρήσωμεν διά την εποχήν μας μίαν υπαρξιακήν σύνθεσιν της χριστιανικής εμπειρίας”.