Ὁ Άγιος Μαρτίνος Επίσκοπος Τουρώνης (Τούρ) † 11η Νοεμβρίου 394

                    §
Ἅγιος Μαρτῖνος Ἐπίσκοπος Τουρώνης. Έργο της Ενετοκρητικής Σχολής, περίπου 1500

O Ἅγιος Μαρτῖνος ἦταν υἱὸς ἑνὸς Ἀξιωματικοῦ τῶν Ρωμαϊκῶν Λεγεώνων καὶ γεννήθηκε τὸ 316 στὴν Σαβαρία τῆς Παννονίας (Οὑγγαρία), στὴν Φρουρὰ τῆς ὁποίας ὑπηρετοῦσε ὁ πατέρας του. 
Μεγάλωσε ὅμως στὴν πατρίδα τῆς οἰκογένειάς του, τὴν Παβία τῆς Ἰταλίας, καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ἰσχύοντα νόμο, προοριζόταν καὶ αὐτὸς νὰ ὑπηρετήσει στὸν στρατό. Ἀπὸ ἡλικίας δέκα ἐτῶν, παρὰ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες, τὸ μικρὸ παιδὶ σύχναζε στὴν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν καὶ ζήτησε νὰ γίνει δεκτὸς ὡς Κατηχούμενος.
Δέκα ἔτη ἀργότερα, ἀκούγοντας γιὰ τοὺς ἄθλους τῶν Μοναχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὀνειρευόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ νὰ διάγει Μοναχικὸ Βίο. Ἔπρεπε ὅμως νὰ ὑποταχθεῖ στὴ θέληση τῶν γονέων του καὶ νὰ καταταχθεῖ στὸν στρατό. Τὸ ἐπάγγελμά του ὡστόσο δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ κάνει πράξη τὶς ἅγιες εὐαγγελικὲς ἀρετές. 
Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στὴν Φρουρὰ τῆς Ἀμβιανῆς (σημ. Ἀμιένης) στὴν Γαλατία, συνάντησε μιὰ χειμωνιάτικη ἡμέρα ἕναν πτωχὸ ἄνθρωπο νὰ ξεπαγιάζει γυμνὸς στὶς πύλες τῆς πόλεως. Βλέποντας πὼς κανεὶς δὲν συνεκινεῖτο ἀπὸ τὸ θέαμα, καὶ μολονότι δὲν φοροῦσε παρὰ μόνον τὴν χλαμύδα του, ἔχοντας ἤδη μοιράσει σὲ ἐλεημοσύνες ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔπιασε τὸ ξίφος του, ἔκοψε στὰ δύο τὴν χλαμύδα, ἔδωσε τὴν μισὴ στὸν φτωχὸ καὶ τυλίχθηκε ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπόλοιπη, παρὰ τὶς κοροϊδίες τῶν ἄλλων γύρω. Τὴν ἑπόμενη νύκτα εἶδε νὰ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, φορώντας τὸ κομμάτι τῆς χλαμύδας, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε καλύψει τὸν φτωχό, καὶ Τὸν ἄκουσε νὰ λέει στὸ πλῆθος τῶν Ἀγγέλων ποὺ Τὸν περιέβαλλαν: «Ὁ Μαρτῖνος, Κατηχούμενος ἀκόμη, μὲ σκέπασε μὲ τὸ ἔνδυμα αὐτό». 
Ὁ Μαρτῖνος ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα λίγο μετὰ τὸ συμβὰν αὐτὸ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν στρατὸ γιὰ νὰ γίνει Μοναχός· ἐνέδωσε ὅμως στὶς παρακλήσεις τοῦ Χιλιάρχου του καὶ παρέμεινε στὸν κόσμο, ὄντας ὡστόσο Μοναχὸς στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. 
Μονάχα μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀποστρατεύθηκε, ἐνῶ ἦταν Ἀξιωματικὸς τῆς Αὐτοκρατορικῆς Φρουρᾶς (Ἰούλιος 356). 

                              

Ἔσπευσε τότε στὸ Πικτάβιο (Πουατιὲ) γιὰ νὰ μαθητεύσει στὸν μεγάλο Ἅγιο Ἱλάριο († Μνήμη: 13η Ἰανουαρίου), αὐτὸν τὸν «Ἀθανάσιο τῆς Δύσεως», ὁ ὁποῖος πρὶν ἐξορισθεῖ στὴ Φρυγία, χειροθέτησε τὸν Μαρτῖνο στὸ λειτούργημα τοῦ Ἐξορκιστοῦ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ τόπο ἔρημο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅμως, ὁ Μαρτῖνος πῆγε στὴν Παννονία, μὲ σκοπὸ νὰ μεταστρέψει τοὺς ἡλικιωμένους γονεῖς του. Ὁδήγησε στὴν πίστη τὴν μητέρα του καὶ βρίσκοντας τὰ μέρη τοῦτα τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀναστατωμένα ἀπὸ τὶς ἔριδες τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἀνέλαβε μόνος του σχεδὸν τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ὡς πιστὸς μαθητὴς τοῦ πνευματικοῦ πατρός του Ἱλαρίου. 
Ἀφοῦ κακοπάθησε πολύ, ἐπέστρεψε στὸ Μιλᾶνο, ὅπου ἔμαθε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Γαλατίας ἦταν ἐξίσου ἀναστατωμένη μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίου. Ἐγκαταστάθηκε λοιπὸν ἐκεῖ, σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ ἐπὶ τέλους στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία τόσα χρόνια ποθοῦσε. Καὶ ἐκεῖ ὅμως ἀκόμη ὑπέστη ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς καί, διωγμένος ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο Μιλάνου Αὐξέν-τιο, ἔφυγε γιὰ νὰ βρεῖ καταφύγιο σὲ ἕνα νησάκι τῶν ἀκτῶν τῆς Λιγυρίας, στὸ Γαλλινάρα. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἐγύρισε ἀπὸ τὴν ἐξορία, ὁ Μαρτῖνος ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσει καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα στενὸ κελλί, στὸ Λικοτιαγιάκο (Ligegé), ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πουατιέ. 
Ἡ Μοναχικὴ Πολιτεία ἦταν τότε στὶς ἀρχές της στὴν Γαλατία καὶ ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ἦταν σχεδὸν αὐτός, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε αὐτήν, ὁ ζῆλος του ὅμως γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ προσέφερε γρήγορα τὴν γνώση τῶν πλέον πεπειραμένων Μοναχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Δὲν ἄργησαν δὲ νὰ ἔλθουν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἀπέβλεπαν στὸν Ἀγγελικὸ Βίο, γιὰ νὰ γίνουν μαθητές του.

                                

Δέκα ἔτη ἀργότερα, ὅταν χήρευσε ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Τουρώνης (Τούρ), ὁ κλῆρος καὶ οἱ πιστοὶ τῆς πόλεως κατόρθωσαν μὲ ἕνα στρατήγημα νὰ ἀποσπάσουν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἡσυχία του καὶ νὰ τὸν χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο, παρὰ τὴν θέλησή του (371). Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ στὴν κατάστασή του δὲν τοῦ μετέβαλε παρὰ ταῦτα καὶ τὸν τρόπο τοῦ βίου του: ἡ ἴδια ταπεινοφροσύνη στὴν ψυχή, ἡ ἴδια πτωχεία στὰ ἐνδύματα καὶ τὴν τροφή

«Εἶχε ὅλη τὴν σεμνοπρέπεια ἑνὸς Ἐπισκόπου, δίχως νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πολιτεία καὶ τὴν ἀρετὴ ἑνὸς Μοναχοῦ», λέει ὁ βιογράφος του Σουλπίκιος Σεβῆρος. Ἀρνήθηκε μάλιστα νὰ διαμένει στὴν πλούσια ἐπισκοπικὴ κατοικία καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα κελλὶ πλησίον τῆς Ἐκκλησίας. Ὀχλούμενος ὅμως διαρκῶς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες του, ἐγκαταστάθηκε κατόπιν σὲ ἕνα ἀσκητήριο, σὲ τοποθεσία ἐρημική, δύο μίλια ἀπὸ τὴν πόλη, ἡ ὁποία καὶ ἔμελλε νὰ γίνει τὸ περίφημο Μοναστήρι τοῦ Μαρμουτιέ. 
Ὁ Ἐπίσκοπος ζοῦσε σὲ ἕνα ξύλινο κελλὶ καὶ οἱ πολυπληθεῖς ἀδελφοὶ ποὺ ἦλθαν κοντά του ἔκαμαν κατοικία τους τὰ σπήλαια τοῦ ὑπερκειμένου ὄρους. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ ὀγδόντα περίπου Μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν ἐν πλήρει εὐαγγελικῇ πτωχείᾳ: συνδέονταν μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, δὲν εἶχαν τίποτε δικό τους, δὲν ἐργάζονταν παρὰ μόνον ὅσο ἀπαιτοῦσε ἡ κανοποίηση τῶν βασικῶν ἀναγκῶν τους καὶ ἀφιέρωναν τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες τους στὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη, ὑπὸ τὴν πατρικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου.Παρὰ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴν ἡσυχία, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι Ἐπίσκοπος μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς του σὲ τούτη τήν, ἐν μέρει μόνο ἐκχριστιανισμένη ἀκόμη, Γαλατία. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶχε διεισδύσει στὶς πόλεις, ἀλλὰ ἡ ὕπαιθρος ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὶς εἰδωλολατρικὲς τελετὲς καὶ δεισιδαιμονίες. 
Ὁ πρῶτος ποὺ ὀργάνωσε ἀγροτικὲς Ἐνορίες στὴν Ἐπισκοπή του ἦταν ὁ Μαρτῖνος. Διέτρεχε τὴν ὕπαιθρο, διακηρύττοντας τὸ μήνυμα τῆς Σωτηρίας, ἐβεβαίωνε τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς μὲ πλῆθος θαυμάτων καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς πληθυσμοὺς νὰ καταστρέφουν οἱ ἴδιοι τὰ δῆθεν ἱερά τους, γιὰ νὰ τὰ ἀντικαταστήσουν μὲ χριστιανικοὺς Ναούς. 

Ἡ φήμη τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Τουρώνης ὡς θαυματουργοῦ μεγάλωσε τόσο, ὥστε ξεπέρασε τὰ σύνορα τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «Ἀπόστολο τῆς ὑπαίθρου». Ἀπὸ ὅπου διήρχετο, τὰ θαύματα περίσσευαν, ἀσθενεῖς θεραπεύονταν, νεκροὶ ἀνασταίνονταν, ἄπιστοι εὕρισκαν τὴν πίστη, σὰν νὰ ἦταν παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Ἡ φήμη του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ ἡ αὐθεντία του ἐπιβαλλόταν ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ὑψηλὰ πρόσωπα. Τρεῖς φορὲς μετέβη στὰ Τρέβηρα, ἕδρα τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ μεσολαβήσει ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του ἢ γιὰ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν σφετεριστὴ τῆς ἐξουσίας, Αὐτοκράτορα Μάξιμο (383-388), νὰ δώσει χάρη σὲ ὁρισμένους αἱρετικοὺς Πρισκιλλιανιστὲς ποὺ εἶχε καταδικάσει σὲ θάνατο. Χωρὶς φόβο ἀπέναντι στὸν μονάρχη, ὁ Ἅγιος ἱεράρχης κράτησε στὴν Αὐλὴ τὴν ἴδια ἀρχοντικὴ καὶ γεμάτη γαλήνη στάση ποὺ τοῦ ἔδινε σὲ κάθε περίσταση ἡ παρρησία του πρὸς τὸν Θεό. 
Δὲν δίστασε νὰ τοῦ δείξει εὐθαρσῶς τὴν ὑπεροχὴ τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς ἐπὶ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας καὶ γέννησε τόσο μεγάλο θαυμασμὸ ἐκ μέρους τῆς Αὐτοκράτειρας, ὥστε μία ἡμέρα ἐπέμενε νὰ τὸν περιποιηθεῖ ἡ ἴδια στὸ τραπέζι ὡς ταπεινὴ ὑπηρέτρια. Στὴν ὕπαιθρο ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολάτρες ἀγρότες, ὅπως καὶ στὴν Αὐλή, στὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ του, ὅπως καὶ στὴν Ἐπισκοπή του, ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ἐπιδείκνυε παραδειγματικὴ ἀγάπη καὶ ταπεινοφροσύνη. Ἐγκαρτερώντας καθ᾿ ὅλο τὸν βίο του μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία, «ἡ ὁρμὴ τῆς ψυχῆς του ἦταν πάντοτε στραμμένη στὸν οὐρανό».
«Ποτὲ ὁ Μαρτῖνος δὲν ἄφηνε νὰ περάσει οὔτε μία ὥρα, οὔτε μία στιγμή, δίχως νὰ παραδοθεῖ στὴν προσευχὴ ἢ νὰ βυθισθεῖ στὴν ἀνάγνωση. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως, ἢ ἂν τυχὸν ἔκανε κάτι ἄλλο, ποτὲ δὲν ἀπέλυε τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν προσευχή. Κανεὶς ποτὲ δὲν εἶδε τὸν Μαρτῖνο νὰ θυμώνει, νὰ ἀνησυχεῖ, νὰ θλίβεται ἢ νὰ γελᾶ. Πάντοτε ἕνας καὶ ὁ αὐτός, ἔχοντας στὸ πρόσωπό του μία οὐράνια ἀγαλλίαση, φαινόταν ἐκτὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ποτὲ στὰ χείλη του δὲν ὑπῆρχε τίποτα ἄλλο παρὰ ὁ Χριστός. Ποτὲ στὴν καρδιά του δὲν ὑπῆρχε ἄλλο τίποτα παρὰ ἡ ἀγαθότητα, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ εὐσπλαγχνία» 2 
Ὅπως ὁ Χριστὸς ὅμως ‒καθὼς καὶ ὅλοι οἱ πιστοί Του μαθητές‒ ὁ Ἅγιος χρειάσθηκε νὰ ὑποστεῖ δοκιμασίες ἐκ μέρους ὁρισμένων ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του στὴν ἐπισκοπεία, οἱ ὁποῖοι φθονοῦσαν τὴν εὔνοια ποὺ ἀπολάμβανε μεταξὺ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου, ὅπως καὶ μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους πλησίον του, ὁ Μαρτῖνος δέχθηκε συκοφαντίες, καταφρόνηση, ἄδικες κατηγορίες, ποτὲ ὅμως δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν γαλήνη καὶ τὴν ἀγάπη. 
Μία ἡμέρα πού, παρὰ τὰ ὀγδόντα ἕνα του χρόνια, πῆγε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀγροτικές του Ἐνορίες γιὰ νὰ συμφιλιώσει τοὺς Κληρικοὺς τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης, ἀρρώστησε. Συγκέντρωσε τότε τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὸν ἐπικείμενο θάνατό του. Καθὼς ἐκεῖνοι ἔκλαιγαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τοὺς ἀφήσει ὀρφανούς, ὁ Μαρτῖνος τοὺς ἀπάντησε ἀποτεινόμενος στὸν Κύριο: «Κύριε, ἂν εἶμαι ἀπαραίτητος στὴν Ἐκκλησία Σου, δὲν ἀρνοῦμαι νὰ ὑποφέρω. Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου!...».
Ἀρνούμενος κάθε ἀνακούφιση, ἐγκαρτεροῦσε μέχρι τέλους στὴν προσευχή. Ξαπλωμένος σὲ ἕνα στρῶμα στάχτης, σκεπασμένος μὲ ἕνα κιλίκιο, ἔλεγε: «Δὲν ἁρμόζει σὲ ἕναν Χριστιανὸ νὰ πεθαίνει ἀλλιῶς, παρὰ ἐπάνω στὴ στάχτη. Ἂν ἐγὼ σᾶς ἔδινα ἄλλο παράδειγμα, θὰ ἦταν ἁμαρτία». 
Καθὼς ὁ διάβολος τοῦ ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ τὸν βάλει μιὰ τελευταία φορὰ σὲ πειρασμό, ὁ Ἅγιος τὸν χλεύασε λέγοντας: «Δὲν θὰ βρεῖς τίποτε σὲ μένα ποὺ νὰ σοῦ ἀνήκει, μιαιφόνε. Ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ περιμένει νὰ μὲ δεχθεῖ». Προφέροντας τὰ λόγια αὐτὰ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Τὸ πρόσωπό του φάνηκε τότε φωτισμένο ὡς ὄψη Ἀγγέλου. «Ἡ ὄψη τοῦ Μαρτίνου ἦταν τέτοια τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ ἔμοιαζε νὰ ἐπιφαίνεται μέσα στὴν δόξα τῆς μελλούσης ἀναστάσεως, ἐνδεδυμένος σάρκα καινή»3 .
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος ἐκοιμήθη τὴν 8η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 397, μεταφέρθηκε στὴν Τουρώνη καὶ ἡ ἐκφορά του ἔγινε τὴν 11η Νοεμβρίου, παρουσίᾳ πολυάριθμου πλήθους πιστῶν, τὸ ὁποῖο συνέρρευσε ἀπὸ τὶς γύρω πόλεις καὶ τὴν ὕπαιθρο. 
* * * 
Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ἦταν ὁ πρῶτος Ὁμολογητὴς ποὺ ἀξιώθηκε δημόσιας τιμητικῆς προσκύνησης. Τὸ τίμιο Λείψανό του προσείλκυε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες πλήθη προσκυνητῶν στὴν Τουρώνη καὶ τιμᾶται ὡς ὁ Προστάτης Ἅγιος τῆς Γαλλίας. Ἐὰν ἡ δημοτικότης ἑνὸς Ἁγίου ἐμετρεῖτο ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀνθρώπων, τῶν Ναῶν καὶ τῶν πόλεων ποὺ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν προστασία του, τότε ἀναμφιβόλως ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Τουρώνης θὰ ἐθεωρεῖτο μεταξὺ τῶν πλέον δημοφιλῶν στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Μεταξὺ τῶν πολλῶν, ἔμεινε περίφημος ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου στὸ Καντέρμπερι, ὁ ἀρχαιότερος ἐνοριακὸς Ναὸς τῆς Ἀγγλίας, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας († Μνήμη: 26η Μαΐου 605), χρησιμοποίησε ὡς ὁρμητήριο τῶν ἱεραποστολικῶν του περιοδιῶν ἀπὸ τὸ ἔτος 596. 

Τὸ ἔτος 1008, ἀνηγέρθη ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Μνήματος τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου ἕνας Καθεδρικὸς Ναός, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε τὸ 1793, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, μαζί μὲ τὰ τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τῆς Τουρώνης († Μνήμη: 17η Νοεμβρίου). 

Ἕνας νέος Καθεδρικὸς Ναὸς κτίσθηκε στὸ ἴδιο σημεῖο ἀργότερα. Μερικὰ τμήματα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, τὰ ὁποῖα εἶχαν διασωθῆ, τοποθετήθηκαν στὸν Ναό, ἀλλά δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ τὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ ἁγιώτατος Ἐπίσκοπος τῆς Τουρώνης διηκόνησε ὡς πατέρας, ὁδηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τοῦ Δυτικοῦ Μοναχισμοῦ καὶ προστάτης θεόπεμπτος γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως. Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ἦταν ὁ πρῶτος αὐτόχθων μεγάλος Ἅγιος Μοναχός, ποὺ διέλαμψε στὴν Δύση.
Χαρακτηριζόμενος, ὡς τὸ Ἀσκητικὸ Θαῦμα τῆς Δύσεως, ἄσκησε τέτοια ἐπιρροὴ στὴν Γαλατία ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου στὴν Αἴγυπτο. Ἀπετέλεσε τὸν Πατέρα τῶν Μοναχῶν καὶ τὸν θαυματουργὸ Ἅγιο τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ὑστερῆ σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὁ ἱερὸς Τάφος καὶ τὰ τίμια Λείψανά του, στὴν περιοχὴ τῆς Τουρώνης, ἀποτελοῦν τόπο προσκυνήματος, συνάξεως καὶ προσευχῆς. 

1. Στὰ ἑλληνικὰ Συναξάρια μνημονεύεται στὶς 12 Νοεμβρίου καὶ στὶς σλαβικὲς πηγὲς στὶς 12 Ὀκτωβρίου, ἀλλὰ ἡ Ἑορτή του ἔχει ὁρισθεῖ κατὰ τὴν δυτικὴ παράδοση στὶς 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς κηδείας του.
2. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Βίος τοῦ ἁγίου Μαρτίνου 27. Βλ. Ἥλιος σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δύει. Ἀρχαῖες μαρτυρίες γιὰ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο, μετάφρ. ἐκ τοῦ λατινικοῦ: Ἰωάννης Ἁγιαννανίτης ἱερομ., Ἅγιον Ὄρος 1989, σσ. 122-123. 
3. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Ἐπιστολὴ πρὸς Βασσύλα, 14-16, μετάφρ., σελ. 146.