Τὸ πρόβλημα στὴν ἐποχὴ αὐτὴν τοῦ 6ου αἰῶνος ἦταν ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἴβα, ἐφ’ ὅσον ἐκατηγορεῖτο γιὰ νεστοριάζουσες θέσεις. «Οἱ δυτικοὶ ἐδέχοντο τὴν ἐπιστολὴν Ἴβα ὡς κανονικὴν καὶ τὰς θέσεις της ὡς ἔκφρασιν τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πρώτην συνέπειαν ὅτι ὑφίσταντο συνεχῶς μεγαλυτέραν ἐπίδρασιν τῶν ἰδεῶν τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκφράσει αἱρετικὲς ἰδέες). Οἱ δυτικοὶ ἔχουν ἀποβῆ θιασῶται τῶν τριῶν κεφαλαίων. Ἔτσι φέρουν διχόνοιαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν... Δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχθοῦν ὅτι ἔχουν ἀποκλίνει ἀπὸ τῆς ὀρθῆς πίστεως» («Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» τοῦ Μελετίου (Καλαμαρᾶ), μητροπ. Νικοπόλεως, Ἀθῆναι 1985, σελ. 107).
Ὁ Ἰουστινιανὸς ποὺ ὡς γνωστὸν ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, ἀναλαμβάνει πρωτοβουλία γιὰ σύγκληση Συνόδου καὶ συγγράφει τὸν «Θεῖον Τύπον», τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Στὸν Θεῖον Τύπον, «περιγράφων τὴν κατάστασιν, ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν κατὰ τὸ διάστημα ἰσχύος τοῦ Ἑνωτικοῦ μεταξὺ Νεστοριανῶν (δύσεως) καὶ Εὐτυχιανῶν (ἀντιχαλκηδονίων ἀνατολῆς) ὁ Ἰουστιανινὸς λέγει (§ 6 καὶ 7): “Ἐπροκάλεσαν τόσας ταραχάς... σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ὥστε ἔκαμαν τὰς Ἐκκλησίας νὰ μὴ ἔχουν καμμίαν κοινωνίαν μεταξύ των καὶ πράγματι κανεὶς τότε δὲν ἐφαντάζετο, λαϊκὸς μὲν ὅτι θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ, ἂν μετέβαιναν ἀπὸ τὴν μίαν πόλιν εἰς ἄλλην, καὶ κληρικὸς ὅτι, θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν”.
(«Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» τοῦ Μελετίου (Καλαμαρᾶ), μητροπ. Νικοπόλεως, Ἀθῆναι 1985, σελ. 107).
Αὐτὴ ἦταν ἡ στάση τῶν πιστῶν: μὴ κοινωνία (ἀποτείχιση) μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποδέχονταν αἱρετίζουσες ἰδέες ἢ τάσεις, παρότι δὲν ὑπῆρχε ἀπόφαση Συνόδου γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα (καὶ ἀκριβῶς, γι’ αὐτὸ συνεκλήθη ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος) καὶ παρότι, ἡ προσπάθεια τῆς καταδίκης τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, εὕρισκε ἀπέναντί της ἰσχυρὰ καὶ σοβαρὰ ἐπιχειρήματα ὅπως τὰ κάτωθι:
Ἔλεγαν οἱ ὑποστηρίζοντες τὰ Τρία Κεφάλαια, ὅτι ἐὰν καταδικασθοῦν «α) Θὰ προκληθῆ σκάνδαλον μέγα εἰς πολλὰς συνειδήσεις, β) θὰ μειωθῆ τὸ κῦρος τῆς Δ΄ Συνόδου (σ.σ. ἐνν. τῆς Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία τότε, δὲν τὰ εἶχε καταδικάσει), γ) εἶναι ἀνεπίτρεπτος ἡ ἀναθεώρησις Συνόδου, δ) δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναθεματίζωνται οἱ κεκοιμημένοι» (στὸ ἴδιο, σελ. 110).
Στὸ παρακάτω τμῆμα ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος (Καλαμαρᾶς) μᾶς ἐξηγεῖ γιατί δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τοὺς αἱρετίζοντες: Γιατί, παρότι ἐξωτερικὰ ἔχουν τὴν μορφὴν τῆς Ἐκκλησίας, ἐσωτερικὰ λείπει ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως, τοῦ Πνεύματος, καὶ ἄρα ἡ ἐξωτερικὴ ἑνότητα ἀποτελεῖ μία ἀπάτη, οἱ θεσμικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ψευδοποιμένες πού, χωρὶς τήν «Μία Πίστι» αἴρεται «ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Ἀντὶ ποιμένων ἀποβαίνουν λύκοι, κατατρώγοντες τὸ ποίμνιον».
Νά, πῶς ἀκριβῶς τὸ παρουσιάζει (σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς) ὁ Μελέτιος:
«Κατὰ ἀδιαμφισβήτητον ἐκκλησιαστικὴν ἀρχὴν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι διοικητικῆς-θεσμικῆς μορφῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν Πνεύματι μία· εἶναι ἑνωμένη ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. "Εἷς Κύριος· μία Πίστις· ἓν Βάπτισμᾳ· εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν". Ἡ ἑνότης αὐτὴ παρασαλεύεται μόνον ἀπὸ τὰς ἑτεροδοξίας. Ὁ ἑτέρως, παρ’ ὃ παρέλαβε, φρονῶν, παύει νὰ ἔχῃ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο κατὰ τὴν Ε΄ Σύνοδον (Πρᾶξ. Α΄ §3, 17) ὑπέρτατο χρέος τῶν ἱερέων, φυλάκων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ περιφρούρησις τῆς πίστεως. Ἡ ἔκπτωσις ἱερέων ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως μιαίνει τὰ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια καὶ αἴρει ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Ἀντὶ ποιμένων ἀποβαίνουν λύκοι, κατατρώγοντες τὸ ποίμνιόν τους (βλ. Πρᾶξ. ΣΤ΄ §15, 10 καὶ Πρᾶξ. Α΄ 3, 14).
Διὰ τοῦτο ὁ Ἰουστινιανὸς δηλοῖ (καὶ ἡ Σύνοδος ἐπικυρώνει τὴν "θέσιν" αὐτὴν (ἐν Πράξει Ζ΄ §16, 1-2), ὅτι οὐδέποτε θὰ ἀνεχθῆ νὰ λάβῃ τὴν θείαν κοινωνίαν ἀπὸ ἱερεῖς ὑπόπτους ἐπὶ αἱρέσει. Καὶ οἱ ὀρθόδοξοι καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἀκακιανοῦ σχίσματος ἠρνήθηκαν νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ χειρῶν ἁπλῶς ὑπόπτων. "Ἀκοινώνητοι διὰ τί μένομεν ἐπὶ τοσαῦτα (35) ἔτη; Διὰ τί οὐ κοινωνοῦμεν;" (Α.C.O. 3, σελ. 72). "Ἱερεῖς καὶ πατέρες εἶναι μόνον οἱ τηροῦντες τὴν πίστιν ἀνόθευτον" (Πρᾶξ. A΄ §3, 14)» (στὸ ἴδιο, σελ. 104-106.