Από τον βίο του αγίου Νήφωνα Κωνσταντιανής
~ Ένας άλλος μαύρος, γέρος και φτωχός, ζούσε σε μία πόλη, που λεγόταν Υσία. Αυτός περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, άγνωστο τι. Γι’ αυτό πολλοί νόμιζαν ότι δεν ήταν στα καλά του.
Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία στα μέρη εκείνα. Τα ζώα ψοφούσαν, η γη έσκαζε, τα φυτά ξεραίνονταν. Κλήρος και λαός, με τον επίσκοπο επικεφαλής, έκαναν πολλές δεήσεις και αγρυπνίες για να σταματήσει το κακό, αλλά μάταια.
Μία νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του λέει: “Να τι προστάζει ο Θεός: Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί-πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα, σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει βροχή”.
Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα.
Ο επίσκοπος τον σταμάτησε και τον βοήθησε να κατεβάσει τα ξύλα στη γη.
– Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει βροχή σ’ εμάς και σ’ αυτή τη γη!
Παρευθύς, χωρίς καμιάν αντίρρηση, το μαύρο γεροντάκι ύψωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του σε προσευχή.
Μέσα σε λίγα λεπτά –τι θαυμαστό!– άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά! Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μα τι βροχή ήταν αυτή! Κατακλυσμός! τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί να γίνονται θάλασσα!
Ο επίσκοπος τώρα αναγκάστηκε να ικετέψει το γέροντα για το σταμάτημα της βροχής. Εκείνος, ταπεινά και υπάκουα, σήκωσε πάλι τα χέρια του στον ουρανό. Και στη στιγμή η μπόρα έπαψε!
Κατάπληκτος ο επίσκοπος με το διπλό θαύμα, παρακαλούσε επίμονα το άγνωστο εκείνο γεροντάκι, να του φανερώσει ποια ήταν η πολιτεία του, ποια η πνευματική εργασία που του χάριζε τόση παρρησία στο Θεό.
Ο γέροντας όμως αρνιόταν με συστολή ν’ απαντήσει στον επίσκοπο.
– Βλέπεις, δέσποτα, πώς είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τι αρετή ζητάς σ’ εμένα; έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι.
– Για το Θεό του ουρανού και της γης! φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος. Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια, για να δοξαστεί έτσι το όνομα του Κυρίου μας!
– Συγχώρεσέ με, δέσποτά μου! Να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που, αφ’ όταν βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος σε κανένα. Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα δύο οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου.
Χωρίς άλλη λέξη ο γέρος χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει.
Μ’ αυτά τα παραδείγματα, που μου διηγήθηκε ο εξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα πραγματικά ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή και για τους μαύρους, αφού κι αυτοί είναι παιδιά του Κυρίου.
-Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί και η γη είναι πολύμορφη.
Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού, και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί….
Μόλις τέλειωσε ο μακάριος την προσευχή του, έλαμψε ξάφνου ένα φώς εξαίσιο μπροστά του.
Και να! Μεσ’ απ’ το φως εκείνο παρουσιάστηκε ο Κύριος Ιησούς!
Η καρδιά του Νήφωνα πλημμύρισε χαρά. Ο Χριστός έσκυψε και τον ασπάστηκε τρεις φορές. Σε κάθε ασπασμό ο όσιος έκραζε με θείο πόθο:
-Αμήν! Αμήν! Αμήν!
Ύστερα ο Κύριος του είπε:
–«Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ»! Άκουσα τη δέησή σου και πρόθυμα θα δώσω αυτά που ζήτησες για τη σωτηρία του γένους των χριστιανών. Και σ’ όποιον μνημονεύει τ΄ όνομά σου, είτε στην εκκλησία είτε στην ατομική του προσευχή, θα παραστέκω βοηθός στους πειρασμούς και τους κινδύνους και τις θλίψεις του, προπαντός όμως στο ψυχομαχητό και την αποδημία του για την άλλη ζωή. Πλούσια θ’ απολαύσουν το έλεός μου, όσοι στ’ όνομά σου θα με δοξάζουν. Κι εκείνους που θα μ’ επικαλούνται με τις πρεσβείες σου, θα τους στερεώσω και θα τους δυναμώσω και θ’ αφανίσω από μπροστά τους, για χάρη σου, κάθε δαιμονική παράταξη. Όταν πάλι θα φτάσει η ώρα να φύγεις κι εσύ απ’ τη ζωή αυτή, θα έρθω με τα τάγματα των αγίων αγγέλων μου, θα παραλάβω την ψυχή σου στα ίδια μου τα χέρια και θα σ’ αναπαύσω ειρηνικά στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Τελειώνοντας τα λόγια Του ο Κύριος, τον ευλόγησε, αγιάζοντας όλα του τα αισθητήρια με τη χάρη Του και τη αλήθεια Του. Και ο όσιος, πλημμυρισμένος θεία ηδονή και αγαλλίαση, άρχισε να δοξολογεί τον Κύριό του:
-Ήρθες στο ελάχιστο πλάσμα Σου, Δέσποτα, ο γλυκός και ωραίος! Ήρθες να ευφράνεις τον αχρείο δούλο Σου, η ζωή, η χαρά, η ευωδία των αχράντων και τιμίων αγγέλων! Καλώς ήρθες, «ο τα πάντα πληρών», ο πιο ευφρόσυνος από την κάθε ευφροσύνη!
Ευλογημένος εισ’ Εσύ, που έρχεσαι σ’ εμένα, και δοξασμένος, Δέσποτα, που, σαν Θεός, μένεις ακίνητος παντού!
Θυμήσου με στη δόξα Σου. Θυμήσου με στην ομορφιά του παραδείσου. Θυμήσου με στον ουρανό. Θυμήσου με, όταν θα ψάλλονται τα’ άσματα των ασμάτων.
Θυμήσου με, ο καθισμένος σε Χερουβείμ και Σεραφείμ, ο δοξασμένος και ο μέγας, το φώτισμα και ο φωτιστής, το θείο του Πατέρα απαύγασμα και τ΄ αποτύπωμα το τέλειο, το μέγα πέλαγος της άπειρης κι αθάνατης φιλανθρωπίας.
Δείχνε μου έλεος, Χριστέ μου, Κύριε Ιησού, όσο θα έχω μέσα μου πνοή. Μη φύγεις από δίπλα μου. Προστάτευέ με και το δρόμο δείχνε μου που φέρνει στην αιώνια ζωή.
Μόλις ο άγιος τέλειωσε τον δοξολογικό του ύμνο, ο Κύριος τον κοίταξε στοργικά, του χαμογέλασε γλυκά, και του είπε:
–Ειρήνη σ’ εσένα, Νήφων, παιδί μου!
Και μ’ αυτόν τον ιερό χαιρετισμό αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Όταν ο δίκαιος ήρθε πάλι να με βρει, στο πρόσωπό του, που λες κι άστραφτε, ήταν απλωμένη μια απέραντη γλυκύτητα. Από το σώμα του ξεχυνόταν τέτοια ουράνια, αγιοπνευματική ευωδία, που νόμιζα ότι βρισκόμουν μέσα στον παράδεισο…
Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία στα μέρη εκείνα. Τα ζώα ψοφούσαν, η γη έσκαζε, τα φυτά ξεραίνονταν. Κλήρος και λαός, με τον επίσκοπο επικεφαλής, έκαναν πολλές δεήσεις και αγρυπνίες για να σταματήσει το κακό, αλλά μάταια.
Μία νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του λέει: “Να τι προστάζει ο Θεός: Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί-πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα, σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει βροχή”.
Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα.
Ο επίσκοπος τον σταμάτησε και τον βοήθησε να κατεβάσει τα ξύλα στη γη.
– Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει βροχή σ’ εμάς και σ’ αυτή τη γη!
Παρευθύς, χωρίς καμιάν αντίρρηση, το μαύρο γεροντάκι ύψωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του σε προσευχή.
Μέσα σε λίγα λεπτά –τι θαυμαστό!– άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά! Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μα τι βροχή ήταν αυτή! Κατακλυσμός! τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί να γίνονται θάλασσα!
Ο επίσκοπος τώρα αναγκάστηκε να ικετέψει το γέροντα για το σταμάτημα της βροχής. Εκείνος, ταπεινά και υπάκουα, σήκωσε πάλι τα χέρια του στον ουρανό. Και στη στιγμή η μπόρα έπαψε!
Κατάπληκτος ο επίσκοπος με το διπλό θαύμα, παρακαλούσε επίμονα το άγνωστο εκείνο γεροντάκι, να του φανερώσει ποια ήταν η πολιτεία του, ποια η πνευματική εργασία που του χάριζε τόση παρρησία στο Θεό.
Ο γέροντας όμως αρνιόταν με συστολή ν’ απαντήσει στον επίσκοπο.
– Βλέπεις, δέσποτα, πώς είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τι αρετή ζητάς σ’ εμένα; έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι.
– Για το Θεό του ουρανού και της γης! φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος. Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια, για να δοξαστεί έτσι το όνομα του Κυρίου μας!
– Συγχώρεσέ με, δέσποτά μου! Να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που, αφ’ όταν βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος σε κανένα. Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα δύο οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου.
Χωρίς άλλη λέξη ο γέρος χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει.
Μ’ αυτά τα παραδείγματα, που μου διηγήθηκε ο εξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα πραγματικά ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή και για τους μαύρους, αφού κι αυτοί είναι παιδιά του Κυρίου.
-Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί και η γη είναι πολύμορφη.
Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού, και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί….
Μόλις τέλειωσε ο μακάριος την προσευχή του, έλαμψε ξάφνου ένα φώς εξαίσιο μπροστά του.
Και να! Μεσ’ απ’ το φως εκείνο παρουσιάστηκε ο Κύριος Ιησούς!
Η καρδιά του Νήφωνα πλημμύρισε χαρά. Ο Χριστός έσκυψε και τον ασπάστηκε τρεις φορές. Σε κάθε ασπασμό ο όσιος έκραζε με θείο πόθο:
-Αμήν! Αμήν! Αμήν!
Ύστερα ο Κύριος του είπε:
–«Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ»! Άκουσα τη δέησή σου και πρόθυμα θα δώσω αυτά που ζήτησες για τη σωτηρία του γένους των χριστιανών. Και σ’ όποιον μνημονεύει τ΄ όνομά σου, είτε στην εκκλησία είτε στην ατομική του προσευχή, θα παραστέκω βοηθός στους πειρασμούς και τους κινδύνους και τις θλίψεις του, προπαντός όμως στο ψυχομαχητό και την αποδημία του για την άλλη ζωή. Πλούσια θ’ απολαύσουν το έλεός μου, όσοι στ’ όνομά σου θα με δοξάζουν. Κι εκείνους που θα μ’ επικαλούνται με τις πρεσβείες σου, θα τους στερεώσω και θα τους δυναμώσω και θ’ αφανίσω από μπροστά τους, για χάρη σου, κάθε δαιμονική παράταξη. Όταν πάλι θα φτάσει η ώρα να φύγεις κι εσύ απ’ τη ζωή αυτή, θα έρθω με τα τάγματα των αγίων αγγέλων μου, θα παραλάβω την ψυχή σου στα ίδια μου τα χέρια και θα σ’ αναπαύσω ειρηνικά στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Τελειώνοντας τα λόγια Του ο Κύριος, τον ευλόγησε, αγιάζοντας όλα του τα αισθητήρια με τη χάρη Του και τη αλήθεια Του. Και ο όσιος, πλημμυρισμένος θεία ηδονή και αγαλλίαση, άρχισε να δοξολογεί τον Κύριό του:
-Ήρθες στο ελάχιστο πλάσμα Σου, Δέσποτα, ο γλυκός και ωραίος! Ήρθες να ευφράνεις τον αχρείο δούλο Σου, η ζωή, η χαρά, η ευωδία των αχράντων και τιμίων αγγέλων! Καλώς ήρθες, «ο τα πάντα πληρών», ο πιο ευφρόσυνος από την κάθε ευφροσύνη!
Ευλογημένος εισ’ Εσύ, που έρχεσαι σ’ εμένα, και δοξασμένος, Δέσποτα, που, σαν Θεός, μένεις ακίνητος παντού!
Θυμήσου με στη δόξα Σου. Θυμήσου με στην ομορφιά του παραδείσου. Θυμήσου με στον ουρανό. Θυμήσου με, όταν θα ψάλλονται τα’ άσματα των ασμάτων.
Θυμήσου με, ο καθισμένος σε Χερουβείμ και Σεραφείμ, ο δοξασμένος και ο μέγας, το φώτισμα και ο φωτιστής, το θείο του Πατέρα απαύγασμα και τ΄ αποτύπωμα το τέλειο, το μέγα πέλαγος της άπειρης κι αθάνατης φιλανθρωπίας.
Δείχνε μου έλεος, Χριστέ μου, Κύριε Ιησού, όσο θα έχω μέσα μου πνοή. Μη φύγεις από δίπλα μου. Προστάτευέ με και το δρόμο δείχνε μου που φέρνει στην αιώνια ζωή.
Μόλις ο άγιος τέλειωσε τον δοξολογικό του ύμνο, ο Κύριος τον κοίταξε στοργικά, του χαμογέλασε γλυκά, και του είπε:
–Ειρήνη σ’ εσένα, Νήφων, παιδί μου!
Και μ’ αυτόν τον ιερό χαιρετισμό αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Όταν ο δίκαιος ήρθε πάλι να με βρει, στο πρόσωπό του, που λες κι άστραφτε, ήταν απλωμένη μια απέραντη γλυκύτητα. Από το σώμα του ξεχυνόταν τέτοια ουράνια, αγιοπνευματική ευωδία, που νόμιζα ότι βρισκόμουν μέσα στον παράδεισο…
Από το βιβλίο : «Ένας Ασκητής επίσκοπος, Άγιος Νήφων ο Κωνσταντιανής (4ος αι.)» – Ιερά Μονή Παρακλήτου
Πηγή: Εδώ.