
Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
“…ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…”(Συνοδικό της Ορθοδοξίας)
Με αφορμή τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ας θεωρηθεί αυτή η τοποθέτηση ως ελάχιστη συμβολή στην τιμή προς τους Αγίους θεοφόρους 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας που ορθοτόμησαν θεοπνεύστως και αλαθήτως.
Επιδίωξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τους αιώνες είναι η ομολογία αφοσίωσής της, “εν αδιαλείπτω συνεχεία και συνεπεία”, κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας σε όλους τους Ιερούς Ναούς : “Οι προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. Ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών… “.
Στοιχούμενος με την παραπάνω διαβεβαίωση του ορθοδόξου πληρώματος, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Π. Μπούμης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1973), παρουσία και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικολάου, κατά την εν Φαναρίω επίσκεψίν του, σε κοινό μήνυμά τους διακήρυξαν :
“Όθεν, βεβαιούμεν και ομολογούμεν το γεγονός, ότι η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο φορεύς της ευαγγελικής αληθείας, ως αύτη παρεδόθη εις ημάς υπό του Κυρίου διά των Αποστόλων, και διετυπώθη υπό των Αγίων Πατέρων και εθεμελιώθη διά των ομολογητών και μαρτύρων και αγίων, και επιστεύθη και εβιώθη πανταχού και πάντοτε και υπό πάντων των εις ευαρέστησιν του Κυρίου πιστευσάντων. Εν τη αδιακόπω φυλακή, εν συνεχεί ιερουργία και βιώσει του αρρήτου τούτου μυστηρίου και γεγονότος έγκειται η συντήρησις της Ορθοδοξίας και η ουσία της προσφοράς αυτής…
Οι Πατέρες ημών ώρισαν και ημείς πρεσβεύομεν και ευλαβούμεθα και τηρούμεν το όπερ παρελάβομεν πολίτευμα της Αγίας Εκκλησίας και την ιεράν αυτής ευταξίαν. Θεόσδοτον δεχόμενοι την κατά τόπον μεν αμερίστως μεριζομένην, εν δε τη ομοθύμω ομολογία της πίστεως και τη ευλαβεία της κανονικής τάξεως θαυμαστώς συγκροτουμένην ενότητα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, παραμένομεν πιστοί λειτουργοί και διάκονοι και θεματοφύλακες άγρυπνοι αυτής, αλλά και τηρηταί πιστοί του από των διπτύχων της Εκκλησίας ιερού πολιτεύματος”!
Αυτό σημαίνει, όπως σωστά υπογραμμίζει ο καθηγητής, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, ουδεμία παρέκκλιση θα πρέπει να ανεχθή μέχρι της Β’ Παρουσίας του Ιησού Χριστού. (Π. Μπούμη,” Δία μίαν κανονικήν πορείαν ενότητος”, Αθήναι 1994, σελ. 136 κ.εξ.)
Το αυτό με άλλα λόγια υποστήριζε ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός (“Περί της Εκκλησίας”, Αθήναι 1968, σελ. 34): “Είμεθα βέβαιοι, ότι ο Θεός δεν θέλει να αθετήσωμεν την πίστιν μας και ότι έχομεν άρα χρέος να παραφυλάξωμεν την Ορθοδοξίαν, η οποία μας εξέθρεψεν, εν τη οποία εστήκαμεν και διά της οποίας σωζόμεθα (Α’ Κορ. ιε’ 1, 2)”.
Αυτή είναι η πίστις μας και η αποστολή μας στον κόσμο. Αυτήν την πίστη ομολογούμε, διαφυλάσσουμε και μεταλαμπαδεύουμε μέσα στους αιώνες και μέχρι της συντελείας των. Μέχρι την ένδοξο Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δίχως παρερμηνείες και παρεκκλίσεις, δίχως θεολογικές “αστοχίες” και δυτικές επιδράσεις, δίχως στείρες αγαπολογίες και λανθασμένες ερμηνείες, δίχως παραθεωρήσεις της Πατερικής Παραδόσεως και αναγωγής των δογματικών διαφορών σε δήθεν εναλλακτικές διατυπώσεις. Δεχόμενοι την προτροπή του Κυρίου μας “έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου , το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν” (Ματθ. ε’ 37).
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όπως η ίδια η Εκκλησία μας διακηρύσσει, δεν νοείται αλάνθαστη ερμηνεία της θείας Αποκαλύψεως έξω από την θεία παρεμβολή των Αγίων Επισκόπων των συνελθόντων στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, με τον όρο ότι αυτοί είναι οι θεούμενοι απλανείς θεολόγοι οι οποίοι πριν φθάσουν στον θείο φωτισμό απέκτησαν εμπειρία της πρακτικής θεολογίας.
Καθάρισαν την καρδία τους και έλαβαν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ώστε να γνωρίσουν τα νοήματα κάτω από τα λεκτικά σχήματα. Και έτσι έφθασαν στο “κεκρυμμένο βάθος” ή “απόθετον κάλλος” του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ο αείμνηστος δογματολόγος Παν. Τρεμπέλας έγραφε πως “Οι Πατέρες…κατανοήσαντες όσον ουδείς άλλος τον εν τη Γραφή σωτήριον θησαυρόν της θείας Αποκαλύψεως αλλά και προσοικειωθέντες αυτόν, ανεδείχθησαν ου μόνον κατά θεωρίαν, αλλά και διά της οράξεως ερμηνευταί και υπομνηματισταί της Βίβλου αθάνατοι…στόματα τουτ αυτό του Λόγου…εις οικοδομήν της χριστιανικής ποίμνης…ανεδείχθησαν πρότυπα εν τη πρακτική χρησιμοποιήσει αυτής (της Γραφής), ως εκ τούτου δε και διδάσκαλοι ανυπέρβλητοι και απαράμιλλοι καθοδηγούντες ημάς ασφαλώς… “.
Αφού, λοιπόν, τα πάγχρυσα στόματα των Πατέρων μας καθοδηγούν ασφαλώς, γιατί τώρα, 1700 χρόνια μετά, μας μιλούν για την υπέρβαση των Πατέρων και την μεταπατερική εποχή;
Μήπως υπαινίσσονται την διαρκή εξέλιξη των θεολογικών διατυπώσεων από τους σημερινούς “φωστήρες-νεοπατέρες” οι οποίοι ως άλλοι Βασίλειοι, Χρυσόστομοι, Μάξιμοι και διαπνεόμενοι από άκρατη “αγάπη” θα επαναδιατυπώσουν τις δογματικές αλήθειες εις τρόπον ώστε να χωρέσουν σ αυτές και οι “διαφορετικές διατυπώσεις” της πανσπερμίας των κάθε λογής χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών;
Είναι κυρωμένο συνοδικά φρόνημα της Εκκλησίας μας ότι οι Πατέρες της είναι Θεόπνευστοι (ΣΤ’ Οικ. Σύνοδος) και γιά το λόγο αυτό προβλέπεται αναθεματισμός από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας : “τοις μη ορθώς των αγίων Διδασκάλων της του Θεού Εκκλησίας θείας φωνάς εκλαμβανομένοις και τα σαφώς και αριδήλως εν αυταίς δια της του αγίου Πνεύματος χάριτος ειρημένα παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν πειρωμένους, ανάθεμα” (Στυλ. Παπαδόπουλος ” Πατρολογία Α'”, Αθήναι 1994, σελ. 25).
Μάλιστα, η προσφορά και συμβολή των Πατέρων, χαρακτηρίζεται ως έλλαμψις, ως αποτέλεσμα δηλαδή του αγ. Πνεύματος” (Γρηγ. Θεολόγου PG 36, 172 AB).
Κατά τον Μ. Αθανάσιο ο Θεός απεκάλυψε σε ορισμένους πιστούς-θεολόγους ό, τι δεν μπορούν να κατανοήσουν άλλοι, γι αυτό και προτρέπει να καταφεύγουμε στους έχοντες περισσότερο απ όσο οι πολλοί την αποκάλυψη της αλήθειας (Στυλ. Παπαδόπουλου, σελ. 34).
Είναι άξια λόγου, όμως, ώστε να επαναλαμβάνεται η αλήθεια ότι αυτοί οι απλανείς και θεόπνευστοι θεολόγοι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πριν να αποκτήσουν θεία χάριτι την έλλαμψη αυτή, είχαν και την ανάλογη ζωή. Γι αυτό ο Άγιος επιμένει “μη πολυπραγμόνει τοίνυν αλλ έπου τοις πεποιραμένοις, μάλιστα μεν έργοις”!
Το αναφέρω αυτό διότι ακούγεται τελευταία ότι η Παράδοση γεννάται, εξελίσσεται και δεν είναι μιμητικό αποτέλεσμα.
Υποστηρίζεται δε η θέση αυτή ενίοτε με ένταση που ίσως δεν προσβάλλει μόνο τους “επομένους τοις θείοις πατράσι” αλλά και αυτούς τους ίδιους τους Αγίους.
Ας δούμε παρακάτω μερικά παραδείγματα γιά του λόγου το αληθές.
Περιοδικό “Σύναξη” , τεύχος 38, σελ. 56 άρθρο του Π. Βασιλειάδη
“…είναι καιρός να προχωρήσουμε σε μιάν υπέρβαση της” Πατερικής” Θεολογίας…με υπέρβαση του “πνεύματος” και του “ύφους” της πατερικής περιόδου”.
“Σύναξη” τεύχος 56, σελ. 74 υπό Γ. Μαντζαρίδη.
“Τα πατερικά κείμενα…οι καθιερωμένες αυθεντίες μετατρέπονται σε σύμβολα συσπειρώσεως και οπλοστάσια γιά την προάσπιση των υποκειμενικών επιλογών και την κατατρόπωση των αντιπάλων…αναδύεται ένας σκληρός φονταμενταλισμός που νεκρώνει την αλήθεια της πίστεως και αποθεώνει τους τύπους και τις αντιμειμενοποιήσεις της”.
” Σύναξη” τεύχος 73, σελ. 75 υπό Εύης Βουλγαράκη Πισίνα.
” Γινόμαστε διαχειριστές της Θεολογίας των Πατέρων…γινόμαστε δέκτες του θαυμασμού και εξουσιαστές ψυχών…δεν υπάρχει χρυσή εποχή των Πατέρων… Η τσιτατολογική χρήση των Πατέρων ως αυθεντιών προδίδει ασφαλώς την ημιμάθεια του χρήστη, αλλά πέρα απ αυτό υποκρύπτει τη διάθεση να φέρουμε τους Πατέρες στα μέτρα μας και να δικαιώσουμε τις αγκυλώσεις μας και όχι να πάμε εμείς σε αυτούς, μέσα από μιά προσέγγιση ιστορική”!
Περιοδικό “Εφημέριος”, Ιούνιος 2001, σελ. 8-10 υπό Αριστομένους Ματσάγγα.
“…η συνεχής προβολή του κριτηρίου της πατερικής παραδόσεως γιά την εξουδετέρωση των κατά καιρούς αιρετικών προκλήσεων, καλλιέργησε στην εκκλησιαστική πράξη μιά εξωτερική “χρηστική” σχέση προς αυτήν, η οποία εμπεριείχε και τις τάσεις μιάς” αντικειμενοποιήσεως” του κριτηρίου”.
Σε σεμινάριο ομιλητικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του έτους 1999-2000, δόθηκε “γραμμή” στους παρακολουθούντες να αποφεύγεται η στείρα παράθεσις πατερικών χωρίων στα κηρύγματα, και αντ αυτού να γίνεται αναγωγή στον τρόπο με τον οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν τα διάφορα θέματα, ώστε αναλόγως να μπορούμε να τοποθετηθούμε κι εμείς σήμερα απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα. Υπήρξα αυτήκοος μάρτυς ως συμμετέχων!
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν τοποθετήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε η προσπάθεια “ξεπεράσματος” των Πατέρων της Εκκλησίας. Προς επίρρωσιν τούτου ανακαλούμε τοποθέτηση του γνωστού διαπρεπούς Ρώσσου θεολόγου της διασποράς, π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, που τόνιζε πως :
“επιστροφή στους Πατέρας σημαίνει να ανακτήση κανείς την ικανότητα να φλέγεται μόλις έρχεται εις επαφήν με το πυρ της εμπνεύσεώς του. Όχι να γίνει ειδικός εις τον καταρτισμόν αρχαιολογικών συλλογών ή συλλογών απεξηραμμένων βοτάνων. Τέλος…ο θεολόγος ακολουθεί τους Πατέρας όταν δημιουργή, όχι όταν απλώς τους μιμήται ή τους επαναλαμβάνει…καμμία δημοσίευσις των πατερικών κειμένων εις λαϊκάς εκδόσεις δεν είναι δυνατόν να αποτελέση…την ζώσαν και δημιουργικήν απάντησιν εις τα προβλήματα της εποχής μας, εις τας πραγματικάς ανάγκας της Εκκλησίας”!!! (Σεμινάριο Θεολόγων Θεσσαλονίκης “Παράδοσις και Ανανέωσις στην Εκκλησία”. Παρά G. Florofsky, A. Schmemann, O. Clement “Πατερική Παράδοση και ανανέωση της αποστολής της Εκκλησίας” υπό Κ. Κ. Παπουλίδη, σελ. 91-93).
Σε όλα τα παραπάνω απαντούμε πως τίποτα το άτοπο δεν υπάρχει στην μίμηση των Πατερικών λόγων και της σκέψεώς τους. Αντίθετα, όταν την υποτιμούμε θέτουμε εαυτούς υπεράνω των γνησίων αυτών θεολόγων και προβαίνουμε σε πράξεις που ζημιώνουν όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και αυτήν την Εκκλησία αφού διολθσθαίνουμε προς μια αλαζονική διάθεση να αναδείξουμε εαυτούς ως νέους “Πατέρες της Εκκλησίας”.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος που ασχολήθηκε με τις προϋποθέσεις της ορθής θεολογίας, στον 27ο θεολογικό του λόγο, επισημαίνει εύστοχα πως “απαιτείται να έχει κανείς συναίσθηση της πνευματικής του καταστάσεως, να μην αυτοχειροτονείται σε άγιο και θεολόγο, να ακούει ευσεβώς όσους αξιώθηκαν με τη Χάρη του Θεού να ιδούν και να πάθουν τα θεία Πατέρες”.
Επικρίνει δε ο Άγιος όσους εισάγουν εύκολα εις τον χώρο της θεολογίας, γιά λόγους προσωπικής προβολής και αποκτήσεως οπαδών, νέους αμύητους και απαράσκευους, οι οποίοι μεταβάλλουν τη θεολογία σε συνήγορο των παθών και των δογμάτων τους!
“Τι και τους άλλους αυθημερόν πλάττεις αγίους και χειροτονείς θεολόγους και οίον εμπνείς την παίδευσιν και πεποίηκας λογίων αμαθών πολλά συνέδρια;” (Λόγος 27ος, Θεολογικός 1ος).
Στοιχούμενος με αυτή την παγίδα που υποδεικνύει ο άγιος Γρηγόριος, ο Μ. Βασίλειος διαπιστώνει πως :
“Καταπεφρόνηται τα των Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίαις εμπολιτεύεται, τεχνολογούσιν λοιπόν ου θεολογούσιν οι άνθρωποι, η του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται, παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού” (Επιστ. 90, PG 32, 473).
Έχουμε την πεποίθηση πως ανεξαρτητοποιούμενοι από την παραδοθείσα Πατερική Παράδοση και ανατρέχοντας στις πηγές (όταν αυτό συμβαίνει στις μέρες μας), δηλαδή στην Αγία Γραφή, και υποτιμώντας και αλλοιώνοντας τις Αποστολικές διδαχές με δικές μας νεοφανείς σοφίες, κινδυνεύουμε να πέσουμε σε πλάνες και αιρέσεις.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος επιμένει πως “εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς Πατέρας. Εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα”.
Συνεπώς, για τον Απ. Παύλο, Παράδοσις σημαίνει “γεννάσθαι” από τους Πατέρες εν Χριστώ διά του Ευαγγελίου και “παραλαμβάνειν τον Χριστόν και μορφούν Αυτόν εν ημίν”.
Άλλωστε, η μη μίμησις των Αγίων Πατέρων και το ξεπέρασμα των διδασκαλιών τους διά της αναγωγής στο πνεύμα των διδασκαλιών τους από το γράμμα, ενέχει τον κίνδυνο της ακαταληψίας, όπως εξηγεί ο Στυλιανός Παπαδόπουλος και θα αναφερθεί παρακάτω.
Παραπάνω αναφέρθηκε θέση του π. Γ. Φλωρόφσκι ο οποίος – ατυχώς κατ’ εμέ – υποστήριξε πως “ο θεολόγος ακολουθεί τους Πατέρες όταν δημιουργεί, όχι όταν απλά τους μιμήται ή τους επαναλαμβάνει”.
Ενώ σε άλλη περίσταση ο ίδιος έφτασε στις εσχατιές του παραλόγου υποστηρίζοντας πως “μιά καλή παραπομπή εις τους Πατέρες δεν σημαίνει τίποτε, αλλά μάλλον χαρακτηρίζεται και ως επικίνδυνος ακόμη συνήθεια” (Από πρακτικά Συνεδρίου γιά ” Το Άγιον Πνεύμα”, Εκδ. Παπουλίδη, σελ. 91-93) ενώ προτείνει ως μέθοδο την λογικοκρατούμενη “νεοπατριστική σύνθεση” ως προϋπόθεση γιά την θεολογική αναγέννηση! (πρότεινε με άλλα λόγια την ανάκτηση του πατερικού τρόπου του σκέπτεσθαι)!!!
Αυτό το “ξεχείλωσαν” τρόπον τινά οι μεταγενέστεροι ακαδημαϊκοί θεολόγοι φθάνοντας στον νεοφανή όρο “αναγωγή στο πνεύμα των Πατέρων” ή αλλιώς “δυναμική αντιστοιχία” γιά να καταλήξουν τελικά στην “Μεταπατερική” θεολογία.
Ευθύς εξ αρχής δηλώνουμε την αντίθεσή μας προς μία μέθοδο που επιχειρεί να απομακρύνει τον άνθρωπο από την θεόπνευστη δυναμικότητα των Πατέρων και να την υποκαταστήσει με τεχνάσματα και πειραματισμούς γύρω από την θεοφώτιστη μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος σημείωνε πως ” η μικρή ή μεγάλη απομάκρυνση του ερευνητή από τον κόσμο του Πατρός αποτελεί τον πρώτιστο λόγο ακαταληψίας…και ως προς το πνεύμα του Πατρός και ως προς την έκφρασή του, δηλαδή προς τη μέθοδο, τη μορφή και τις δομές που υπόκεινται στη θεολογία του”.
Αυτό είναι κατανοητό αφού άλλο το πνεύμα του στοχαστή – θεολόγου και άλλο αυτό του Πατρός. Ο αείμνηστος καθηγητής εξηγεί πως το πνεύμα του Πατρός δεν υπόκειται σε καμμία μεθοδολογία ή επθστημονική έρευνα. Και διευκρινίζει πως” είναι διαπιστωμένο ότι η αναγωγή στο βίωμα του συγγραφέα με τη διαίσθηση και την ενόραση (Schleiermacher), η υπαρξιακή ταύτιση της συνειδήσεως του ερευνητή με τη συνείδηση του ιερού συγγραφέα (R. Bultmann), η συνάντηση του πνευματικού ορίζοντα του ερμηνευτή με τον ορίζοντα του συγγραφέα ( W. Pannenberg) και η φιλοσοφία της γλώσσας αποτελούν θαυμάσια συστήματα που δεν υποπτεύονται την αδυναμία του ανθρώπου να εισέλθη στο χώρο της εκφραζομένης αληθείας χωρίς τη θεία επέμβαση…το πρόβλημα είναι ότι η διεύρυνση του ορίζοντά μας δεν επιτυγχάνεται με μόνες τις δυνάμεις μας… ” (Στυλ. Παπαδόπουλου” Πατρολογία Α’, σελ. 71-73).
Την ίδια θέση, με άλλα λόγια, υποστηρίζει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος όταν υπογραμμίζει πως “το έργο αυτό της δυναμικής αντιστοιχίας δεν είναι έργο επιστημόνων θεολόγων που εργάζονται εγκεφαλικά, αλλά αγίων που έχουν την ίδια εμπειρία των αγίων Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.
Άλλωστε, συνεχίζει, οι Πατέρες ήταν εκείνοι που κάθε φορά, όταν χρειαζόταν, δημιουργούσαν και έπλαθαν νέους όρους, γιά να μεταφέρουν το πνεύμα (την ζωή) της Εκκλησίας και να γίνει κατανοητή η Αγία Γραφή στην εποχή τους. ( Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου – νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου – “Αποκάλυψις”, σελ. 89)
Συνεπώς, οι όποιες αλλαγές και νέες διατυπώσεις πρέπει να γίνονται μόνο από Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι πρωτίστως κατέχουν την εμπειρία της ασκήσεως, της νήψης και του θείου φωτισμού αφού αυτοί είναι και οι γνήσιοι ερμηνευτές της Αγ. Γραφής.
Πολύ κατατοπιστικά ήυαν τα όσα έγραφε ο καθηγητής Ιωάννης Παναγόπουλος παρουσιάζοντας τη μέθοδο της δυναμικής αντιστοιχίας (Περιοδικό “Εκκλησία” 15/2/1986, Αριθμ. 4, σελ. 125) από τα οποία θα κρατήσουμε τα παρακάτω :
“Είναι αυστηρά γλωσσολογική μέθοδος που κύριο στόχο της έχει την εννοιολογική και νοηματική απόδοση του βιβλικού κειμένου, ώστε να εξασφαλίζεται” φυσιολογική” αντιστοιχία με τη σύγχρονη νοοτροπία. Βασίζεται κυρίως στην ανάλυση κάθε μιάς προτάσεως ή περιόδου και στο διαχωρισμό της σε επί μέρους πυρήνες… Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ… Οι Άγιοι είναι εκείνοι που άλλαξαν ακόμη και τη σημασία λέξεων όπως “υπόσταση” και “πρόσωπο”, επειδή είχαν τη ζωή, κατείχαν την Αποκάλυψη και αυτό γιά να εκφράσουν την αλήθεια.
Γι αυτό ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιμένει τονίζοντας πως “ο της αγίας Γραφής λόγος, καν ει δέχεται περιγραφήν κατά το γράμμα, τοις χρόνοις των ιστορουμένων πραγμάτων συναπολήγων. Αλλά κατά πνεύμα ταις των νοουμένων θεωρίαις μένει διαπαντός απερίγραπτος” (Αγ. Μάξιμος, Φιλοκαλία, Εκδ. Παπαδημητρίου τομ. Β’, σελ. 124,92).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από νέας “εσοδείας” θεολόγους, κυρίως του ακαδημαϊκού χώρου αλλά και κληρικούς – που δεν χρησιμοποιούν στα κηρύγματά τους την Πατερική Παράδοση παρά μόνο αγιογραφικά χωρία, λες και κατέχουν το πλήρωμα της εν Χριστώ αποκαλύψεως.
Είναι απορίας άξια αυτή η συνήθεια, για την οποία ο καθηγητής Γ. Πατρώνος έγραφε προ ετών πως “…οι πρώτοι κήρυκες της Εκκλησίας εδραίωναν την σωτηριολογική πίστη όχι σε αποδεικτικά ή λογικά σχήματα ανθρώπινης γνώσεως και σοφίας, αλλά στη χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος και στη λυτρωτική επενέργεια του ίδιου του Θεού στον κόσμο μας. Οι πρώτοι Χριστιανοί κήρυκες έδιναν στην προσωπική τους μαρτυρία ότο μόνο στην πίστη τους στο Ευαγγέλιο του Σταυρού και της Ανάστασης βρήκαν τη σωτηρία. Αυτήν την πίστη προσπαθούν να προσφέρουν με το κήρυγμά τους σε αντίθεση προς οποιοδήποτε ιδεολογικό ή δογματικό σύστημα ζωής” (“Θέματα Θεολογίας της Καινής Διαθήκης”, Γ. Π. Πατρώνου, τεύχος Α’ -” Το αποστολικό κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία”, Αθήναι 1992, σελ. 20).
Απορίας άξιο το γεγονός ότι οι θεολόγοι και οι κήρυκες του θείου λόγου δεν παραδειγματίζονται με την περίπτωση του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου που “συνεχίζει την Πατερική Παράδοση…με την συσσωρευτική παράθεση πατερικών χρήσεων, παράλληλα με τις αγιογραφικές, αλλά και με την ένταξη των πατερικών θέσεων στο φυσικό τους ησυχαστικοφιλοκαλικό πλαίσιο, που είναι το ίδιον τος Ορθοδοξίας…”
Για να κλείσει αυτό το κείμενο θα παραθέσουμε την εμπνευσμένη γνώμη ενός διακεκριμμένου καθηγητού θεολόγου με σεμνότητα και θεολογική αρτιότητα, του μακαριστού π. Ιωάνννη Ρωμανίδη.
Ο π. Ιωάννης διακήρυξε σε θεολογικό συνέδριο (Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας, Αθήνα 1980, σελ. 419) πως “η άποψη ότι η Αγία Γραφή είναι η Αποκάλυψη που οδηγεί στη μονομερή προσπάθεια ερμηνείας της Γραφής, χωρίς να γίνεται και άλλη προσπάθεια ερμηνείας των πατερικών διδασκαλιών και όλων των συμβόλων, είναι όχι μόνο γελοία από πατερικής απόψεως αλλά και καθαρά αίρεσις-προτεσταντική“!
Το αυτό φρονεί και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος όταν διευκρινίζει ότι “η άποψη ότι μπορεί η Αγία Γραφή να ερμηνευθεί αποκεκομμένα από την Παράδοση της Εκκλησίας είναι καθαρά πλάνη, διότι όταν η Γραφή απομονώνεται από την Παράδοση της Εκκλησίας δεν μπορεί να κατανοηθεί”.
Και συνεχίζει με την προειδοποίηση του Αποστόλου Πέτρου (Β’ Πέτρ. γ’ 16) γιά τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ότι δηλαδή ” υπάρχουν δυσνόητα τινά, ά οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλούσιν ως και τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν”.
Ώστε υπάρχουν πολλοί που απορρίπτουν την Πατερική ερμηνεία των Γραφών, η οποία (παράδοση) είναι θεόπνευστη και αντ αυτού σκαρφίζονται πολλές ανθρωποπαθείς θεωρίες και επιστημονικές μεθόδους ώστε να ερμηνεύουν τις Άγιες Γραφές.
Γι’ αυτούς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας προειδοποιεί.
“Φύγωμεν ουν τους τας Πατερικάς εξηγήσεις μη παραδεχομένους, αλλά παρ εαυτών πειρωμένους εισάγειν τα εναντία…και φύγωμεν μάλλον ως φεύγει τις από όφεως” (PG 151, 421).
Μετά την παράθεση όλων των παραπάνω επιχειρημάτων, το συμπέρασμα είναι ότι ενώ η Συνοδική Εγκύκλιος γιά την επέτειο των 1700 χρόνων από τη σύγκληση της, Α’ Οικουμενικής Συνόδου τοποθετείται ορθώς στο θέμα της ισοκύρου αξίας Αγ. Γραφής και Ιεράς Παραδόσεως γιά την Εκκλησία μας, όμως δεν δικαιώνεται στην πράξη εφόσον και γιά όσον καλλιεργούνται από θεολογικούς κύκλους νεοφανείς θεωρίες όπως η “μεταπατερική” θεολογία. Το ξεπέρασμα των Πατέρων. Λες και η Πατερική Παράδοση συνιστά αγκύλωση και οπισθοδρόμηση γιά τους “νεοφωστήρες” της σημερινής θεολογικής διανόησης.
Ξέχασαν, φαίνεται, πως αν θέλουν να γίνουν σύγχρονοι πατέρες και να θεολογήσουν απλανώς, θα πρέπει να πάθουν τα των Πατέρων. Να πονέσουν, να ασκηθούν, να γίνουν μέτοχοι της ησυχαστικής παραδόσεως και της άσκησης των αρετών, να βιώσουν τα στάδια του ησυχασμού και της νήψης τα οποία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζει στα τρία αυτά : ” την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την θέωση την οποία οι άνθρωποι του Θεού προγεύονται απ αυτήν ακόμα τη ζωή.
Χρειάζεται να διαθέτουν και το χάρισμα της θεολογίας, δηλαδή να κατέχουν τον τρόπο με τον οποίο θα μεταφέρουν τις παραπάνω εμπειρίες τους προς δόξαν Θεού.
Αν νομίζουν πως έφθασαν κι αυτοί στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, τότε ας θεολογήσουν ως απλανείς και θεόπνευστοι.
Είναι όμως; Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός συμβουλεύει “να ζητούμε εμπόνως τα κείμενα των Αγ. Γραφών μετά ταπεινώσεως και συμβουλής των εμπείρων, έργω μάλλον ή λόγω μαθείν” (Φιλοκαλία, Εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ’, σελ. 97).
Κι αν κάποιοι διατείνονται πως η Παράδοση της Εκκλησίας διαρκώς εξελίσσεται κατά την διατύπωση της αληθείας έστω, απαντά ο Παύλος Ευδοκίμωφ, “Η αλήθεια δεν εξελίσσεται, αλλά διαρκώς εκφράζεται σαφέστερον και όταν μίαν φοράν εκφρασθή σαφώς, θέτει τον τόνον της αιωνιότητος επί της μορφής της” (Περιοδ. “Σύναξη” τευχ. 15, σελ. 16).
Ένας κολοσσός της Θεολογίας πάντως, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, επισημαίνει πως “εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς. Ό δε παρά πάντων των Πατέρων εδιδάχθην, φημί” ενώ και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συμπληρώνει ” πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες… “.
Κι εμείς, στοιχούμενοι με το φρόνημα της Εκκλησίας μας, τιμούμε διά της μελέτης και της αναφοράς μας στα συγγράμματά τους, τους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, και παρακαλούμε όλους και ειδικά τους προμνημονευθέντες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, να πρεσβεύουν γιά να αποκτήσουμε κι εμείς κατά το μέτρο της δικής μας ασκήσεως την δική τους μαρτυρία, το σθένος, την ομολογία και τον φωτισμό τους για να μην πλανηθούμε αλλά να δίνουμε πάντα και παντού την μαρτυρία της πίστεως της Εκκλησίας μας.
Γι’ αυτό, επαναλαμβάνουμε κι εμείς με παρρησία το δοξαστικό του εσπερινού της Κυριακής των Πατέρων:
“Την ετήσιον μνήμην σήμερον, των θεοφόρων Πατέρων, των εκ πάσης της οικουμένης συναθροισθέντων, εν τη λαμπρά πόλη Νικαέων, των Ορθοδόξων τα συστήματα, ευσεβούντες πιστώς εορτάσωμεν… Όθεν και ημείς, τοθς θείοις αυτών δόγμασιν επόμενοι, βεβαίως πιστεύοντες λατρεύομεν, συν Πατρί τον Υιόν, και το Πνεύμα το πανάγιον, εν μιά Θεότητι, Τριάδα ομοούσιον”.