Κορναράκης 'Ιωάννης Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Βέβαια πολλοὶ ἄνθρωποι θρησκεύουν γνήσια, χωρὶς νὰ βιώνουν ἔντονες ἐμπειρίες. Ἡ θρησκευτικότης τους κυλᾶ ἤρεμα, σὰν τὸ ἁπλὸ καὶ εἰρηνικὸ ρυάκι, ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν ὁρμητικότητα ἀπειλητικῶν χειμάρρων. Χωρὶς ἐσωτερικὲς ἀντινομίες καὶ διασπάσεις, χωρὶς καταλυτικὲς ἀμφιβολίες, πορεύονται εἰρηνικὰ τὸ δρόμο ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ θρησκεύουν συνεχῶς προβληματιζόμενοι. Ἡ συνείδησή τους εἶναι μὲν καθ’ ὁλοκληρίαν θρησκευτικὴ ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή τους συγκλονίζεται ἀπό τοὺς ἰσχυροὺς κραδασμοὺς ἐσωτερικῶν συγκρούσεων καὶ τὸ πνεῦμα τους ριπίζεται ἀπὸ τὴν καταιγίδα κάποιου ὑπαρξιακοῦ διλήμματος ἡ κάποιας σεισμικῆς ἐμπειρίας.
Ἔτσι μποροῦμε νὰ εἰποῦμε, ὅτι ἢ αὐθεντικὴ κρίση οὔτε ἀδυναμία τῆς προσωπικότητος μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε βέβαια δείχνει τὴν ἀποτυχία τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάση στὴν ὁλοκλήρωση τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Βεβαιώνει ἁπλῶς ὅτι ἢ αὐθεντικὴ θρησκευτικότης, πολλὲς φορές, εἶναι μιὰ ἐξελικτικὴ πορεία ποὺ διέρχεται μέσα ἀπὸ σκληρὲς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες, μέσα ἀπὸ ἰσχυρὲς συγκρούσεις καὶ ἐμπειρίες ἀντινομιῶν καὶ καταλυτικῶν ἀδυναμιῶν. Κι’ ἴσως ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ κάνη κανεὶς τὴν παρατήρηση, ὅτι συνήθως εἴμαστε ἤ συναντοῦμε πολὺ λίγους αὐθεντικοὺς χριστιανοὺς γιατί πολλοὶ λίγοι ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ βαδίσουν μὲ συνέπεια τὸ δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ δρόμος αὐτός, ὁροθετημένος δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μὲ ἐξουθενωτικὲς συμπληγάδες, γίνεται στὴν αὐθεντικὴ θρησκευτικὴ ζωὴ ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός», τὸ μονοπάτι τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς κατάρας. Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀκολούθηση τίμια τὸ μονοπάτι αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπομείνη τὰ δεινὰ καὶ τὶς ἐμπειρίες τῶν ἐξουθενωτικῶν συμπληγάδων τῆς χριστιανικῆς πραγματικότητος. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς ὁ καθένας, τόσο εὔκολα, νὰ δεχθῆ νὰ βιώση τὸν ἀστερισμὸ τῶν συγκλονιστικῶν βιωμάτων μιᾶς ἀναγεννητικῆς ἔστω δοκιμασίας ἢ θρησκευτικῆς κρίσεως.
Ἔπειτα συνήθως κυριαρχεῖ μιὰ φευδαισθησία στὸ πνεῦμα πολλῶν «καλῶν χριστιανῶν», ὅτι δηλ. ἀρκεῖ νὰ ἀποδέχεσαι τὴν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ εἶναι πρωινὸς περίπατος σὲ ἀνοιξιάτικο περιβόλι. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ σκέψη αὐτὴ γίνεται μὲ ὑστεροβουλία ὑπὸ τὸ κράτος μιᾶς παραλυτικῆς ραθυμίας, ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ψευδαισθησία ἀλλὰ παραποίηση τῆς οὐσίας τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ φθάνουμε στὸν φευδοχριστιανὸ ποὺ βέβαια δὲν ἔχει καμμιὰ οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ πῦρ ποὺ ἔβαλε στὴ γῆ ὁ Χριστὸς καὶ τὸ πῦρ αὐτὸ καίει καὶ κατακαίει προκειμένου νὰ καθαρίση τὴν ἀνθρωπινὴ ψυχὴ «ὡς χρυσίον ἐν χονευτηρίῳ».
Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ ἀκολουθήση τὴν νόμιμη ὁδὸ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, εἶναι ἀποφασισμένος νὰ βίωση τὴν ἐμπειρία τοῦ πυρός τοῦ χονευτηρίου αὐτοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἕνας περίπατος «ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς» ἀλλὰ μιὰ πάλη, μιὰ πάλη μὲ τὸ θεό.
Τὴν πάλη αὐτὴ μὲ τὸ θεὸ τὴν ἐκφράζει παραστατικὰ ἡ διήγηση τῆς Γενέσεως ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν νυκτερινὴ πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸ θεό. Ὁ Ἰακώβ, κυνηγημένος ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἠσαῦ, φεύγει μακρυὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ νὰ ζητήση καταφύγιο καὶ προστασία σὲ συγγενεῖς τῆς μητέρας του. Πρὶν ὅμως φθάση στὸ σπίτι τοῦ θείου του Λάβαν, τὸν συναντᾶ ἡ νύκτα καὶ ὑποχρεώνεται σὲ ὑπαίθρια διανυκτέρευση. Ἀλλὰ ἡ νύκτα ἐκείνη κάθε ἄλλο παρὰ νύκτα ἀναπαύσεως καὶ ὕπνου ἦταν γιὰ τὸν Ἰακώβ. Γιατί μόλις ἔκλεισε τὰ μάτια του νὰ κοιμηθῆ εὑρίσκεται ἤδη μπλεγμένος σὲ μιὰ φοβερὴ πάλη. Παλεύει μὲ ἕνα ἀντίπαλο πανίσχυρο καὶ ἀκατάβλητο. Οἱ νυκτερινὲς ὧρες τοῦ Ἰακὼβ περνοῦν μὲ τὴν ἀγωνία ἑνὸς κινδύνου καὶ μιᾶς καταστροφῆς ὁλοκληρωτικῆς.
Ὁ Ἰακὼβ ἀγωνίζεται μέσα στὸ σκοτάδι μὲ δύναμη καὶ μὲ πεῖσμα. Ἀντιστέκεται μὲ θάρρος καὶ μὲ σιδερένια θέληση νὰ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς ἀναπάντεχης ἀπειλῆς. Νὰ κράτηση τουλάχιστον μέχρι τὴν αὐγή. Καὶ τὸ καταφέρνει. Ὅταν πλησιάζη ἡ αὐγὴ καὶ ὁ φοβερὸς ἀντίπαλος τοῦ Ἰακὼβ βλέπει, ὅτι δὲν κερδίζει τὴν πάλη, πλήττει τὸν Ἰακὼβ στὸν μηρό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ὁ Ἰακὼβ θὰ χωλαίνη, φέρνοντας ἐπάνω του διὰ βίου τὸ σημάδι τῆς νυκτερινῆς πάλης μὲ τὸ φοβερὸ ἀντίπαλο, ποὺ ζητεῖ τώρα ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, τὸ γενναῖο ἀντίπαλό του, νὰ τὸν ἄφηση νὰ φύγη. Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ποὺ διαισθάνεται ὅτι ἐπάλαιψε μὲ ἄγγελο ἢ κάποιο ἄλλο ὄργανο τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑποχωρεῖ. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, τοῦ λέγει, νὰ φύγης, ἐὰν δὲν μὲ εὐλόγησης. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου, ἐρωτᾶ τὸν Ἰακὼβ ὁ ἀντίπαλός του. Ἰακώβ, μὲ λένε, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Στὸ ἑξῆς λοιπὸν δὲν θὰ σὲ λένε Ἰακὼβ ἀλλὰ Ἰσράηλ ποὺ σημαίνει δυνατός. Γιατί ἀφοῦ φάνηκες δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τὸν Θεό, θὰ εἶσαι δυνατὸς καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κι’ ὁ Ἰακώβ, ποὺ δὲν εἶχε μάθει τὸ ὄνομα τοῦ ἀντιπάλου, εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ἀκούση. Γι\’ αὐτὸ ἔκπληκτος ἐρωτᾶ, ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ ὄνομά σου; Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀντιπάλου ἦταν μιὰ εὐλογία ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώση. Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἰακὼβ ὅτι ὅλη τὴν νύκτα ἐπάλευε μὲ τὸ Θεό.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πάλης τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸ Θεὸ «σῶμα πρὸς σῶμα» παρουσιάζει παραστατικὰ τὴν βασικὴ πορεία τῆς θρησκευτικῆς κρίσεως στὴν περίπτωση πολλῶν ἀνθρώπων. Σ’ αὐτὴ δηλαδὴ τὴν περίπτωση ποὺ ἡ θρησκευτικότης ἐκφράζεται σὰν σειρὰ ψυχοπνευματικῶν κρίσεων δὲν πρόκειται περὶ νοσηροῦ ψυχικοῦ γεγονότος, ἀλλὰ περὶ φυσιολογικῆς ἐξελίξεως τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος. Ὁ Θεός, πρὶν χρησιμοποίηση μάλιστα ἕνα πνευματικὸ ἄνθρωπο στὸ ἔργο του, τὸν ἐξουθενώνει μὲ ἐμπειρίες ταραχώδους θρησκευτικῆς ζωῆς. Παλεύει μαζί του. Τὸν ἀποδυναμώνει. Τὸν κάνει νὰ φαίνεται σὰν νεκρός.
Ἂς θυμηθοῦμε, ἀλήθεια, τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο στὴν πορεία πρὸς τὴν Δαμασκό. Κεραυνοβολημένος ὁ Παῦλος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν φοβερὴ φωνὴ· «Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις;», πίπτει στὴ γῆ καὶ ὅταν σηκώνεται οὔτε βλέπει οὔτε ἔχει τὴν δύναμη νὰ βαδίση ἢ νὰ ὁμιλήση· «καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν» (Πραξ. 9, 1-9). Ὁ φοβερὸς καὶ δυναμικὸς Σαοὺλ χειραγωγεῖται ἀπὸ ἄλλους καὶ περιθάλπεται. Γίνεται πράγματι μηδέν. Εἶναι σὰν νὰ μὴ ὑπάρχη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς αὐθεντικῆς θρησκευτικῆς κρίσεως. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα μὲ τὶς νέες δυνάμεις ποὺ θὰ τοῦ δώση ὁ Θεὸς θὰ γίνη Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ Πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα.
Ἡ θρησκευτικὴ κρίση λοιπὸν ἀδελφώνει μιὰ καταστροφὴ καὶ μιὰ νέα δημιουργία. Καταλύει ἕνα ὁλόκληρο κόσμο καὶ δημιουργεῖ συγχρόνως ἕνα καινούργιο. Ἡ πίκρα, ἡ ἀγωνία, ὁ φόβος, ἡ καταστροφή, τὰ συντρίμια, τὰ ἐρείπια καὶ κάθε ἄλλο ἀρνητικὸ στοιχεῖο ἀποτελεῖ καὶ περιεχόμενο τῆς ὑγιοῦς θρησκευτικῆς κρίσεως. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ βασικὴ ἀλήθεια τῆς αὐθεντικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς εἶναι μιὰ χρήσιμη ὑπόμνηση σ\’ αὐτοὺς ποὺ πτοοῦνται καὶ ταλαντεύονται μπροστὰ σὲ μιὰ θρησκευτικὴ ἀγωνία, σ\’ ἕνα θρησκευτικὸ προβληματισμό.
Ἀλλ’ ἐπίσης εἶναι μιὰ πληροφορία χρήσιμη σ’ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι κάθε θρησκευτικὴ κρίση εἶναι κι’ ἕνα νοσηρὸ ψυχοπνευματικὸ γεγονός. Τὸ αὐθεντικὸ θρησκευτικὸ βίωμα ζευγαρώνει δημιουργικὰ τὸ καταλυτικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς καὶ τὸ ἀνανεωτικό, μὲ δυὸ λόγια: τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο! Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μιὰ αὐθεντικὴ θρησκευτικὴ κρίση εἶναι ἕνα γόνιμο πνευματικὸ γεγονός. Μιὰ παρουσία «καινῆς κτίσεως»!
Ἡ ψυχοθεραπεία δὲν πρέπει νὰ θέτη τὸ χέρι της σὲ θρησκευτικὲς κρίσεις ποὺ ἀνανεώνουν τὴν προσωπικότητα. Γιατί κάθε θρησκευτικὴ κρίση δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα νοσηρὸ γεγονός. Ἡ ἀπορία τοῦ Caruso εἶναι εὔλογη, ὅταν τὴν διατυπώνη μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Δὲν τρομάζει ἄρα γε κανείς, ἀναλογιζόμενος τὸ τί θὰ εἶχε συμβῆ, ἐὰν ἡ ἀνησυχία τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ ἀγωνία τοῦ Πασκὰλ ἢ ἡ κατάθλιψη τοῦ Κιργκεγκὼρ εἶχε ἀποβληθῆ διὰ τῆς ψυχοθεραπείας»;
Μὲ τὴν ἀπορία αὐτὴ ὁ Caruso θέτει τὸ πρόβλημα τοῦ νοήματος τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Ποιὸ εἶναι ἄρα γε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Τὸ αἴσθημα μιᾶς βιολογικῆς πληρότητος καὶ μιᾶς συναισθηματικῆς ἰσορροπίας ἢ τὸ φρόνημα μιᾶς μαχητικῆς ὑπαρξιακῆς προσηλώσεως στὶς ἀξίες τῆς ζωῆς; Ἡ αὐθεντικὴ θρησκευτικὴ κρίση, ἀκόμη καὶ στὴν ἀποκορύφωση τοῦ συγκλονισμοῦ ποὺ προκαλεῖ, εἶναι ἔκφραση τῆς ἀληθινῆς ψυχικῆς ὑγείας. Γιατί αὐτὸ σημαίνει τρανὴ ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ πνεύματος, δηλ. τῆς αὐθεντικῆς ὑγείας τοῦ πνεύματος. Κάθε δοκιμαζόμενος θρησκευτικὸς ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαναλαμβάνη τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι» (Β\’ Κορ. 12,10)!