Λόγος δέκατος πρώτος



γίου Συμεν το Νέου Θεολόγου

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

(παντα, κδ. Β. Ρηγόπουλου, σελ. 68-81)


α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινὰς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα.
β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ.
γ) Καὶ ἀφ' οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ.

Ὦ ἀγαπητέ μοι ἐν Κυρίῳ· ἐγὼ σὲ ἐδέχθηκα μέσα εἰς τοὺς κόλπους μου, ὅταν ἦλθες εἰς ἐμέ, καὶ μὲ ζέσιν πολλὴν σὲ ἔκαμα μαθητὴν διὰ τῆς διδασκαλίας, καὶ μὲ κόπους πολλοὺς σὲ ἀνεμόρφωσα μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σὲ ἀνεγέννησα τέκνον πνευματικὸν διὰ πολλῆς ὑπομονῆς, καὶ πόνων σφοδρῶν, καὶ καθημερινῶν δακρύων, ἀγκαλὰ καὶ σὺ δὲν ἐγνώρισες κανένα ἀπὸ τοῦτα ὁποῦ ἐδοκίμασα ἐγὼ διὰ σέ. Καὶ δὲν εἶναι θαυμαστόν. Ὅτι οὐδὲ τὰ βρέφη ὁποῦ εἶναι μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς τους, αἰσθάνονται παντάπασι τὰς λύπας τῆς μητρός τους, καὶ τοὺς πόνους ὁποῦ ὑπομένει εἰς τὸν καιρὸν τῆς γεννήσεως. Ὅμως ὑστέρα ἀφ' οὖ γεννηθοῦν, φυσικὰ πιάνουν σπουδακτικὰ τὸ βυζὶ τῆς μητρός τους, καὶ χορταίνουν ἀπὸ τὸ γάλα ὁποῦ εὐγαίνει ἐκεῖθεν καὶ τρεφόμενα κατ' ὀλίγον ὀλίγον αὐξάνουν, καὶ τότε γνωρίζουν τὴν μητέρα ὁποῦ τὰ ἐγέννησε, καὶ τιμοῦν καὶ ἀγαποῦν αὐτὴν ὑπέρμετρα. Καὶ κἂν δέρνωνται ἀπὸ αὐτήν, κἂν ὑβρίζωνται, εἰς αὐτὴν προσφεύγουν μὲ περισσοτέραν μάλιστα ἀγάπην, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ποτέ, πὼς τὰ μίσει, καὶ τὰ ἀποστρέφεται ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἀμὴ ὅ,τι καὶ ἂν κάμνῃ εἰς αὐτά, στοχάζονται πὼς τὸ κάμνει διὰ νὰ τὰ σωφρονίσῃ. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιον τους πατέρα τὸν μαθαίνουν ἀπὸ ἄλλους, καὶ τὸν γνωρίζουν, καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ τοῦ ὑποτάσσονται, ὄχι μοναχὰ κατὰ τὸν φυσικὸν νόμον, ἀμὴ ἀκόμη καὶ κατὰ τοὺς νόμους, ὁποῦ ἐδιώρισεν ὁ φιλάνθρωπος Θεός, καὶ ἔτζι πλέον, οἱ γονεῖς δείχνουν εἰς τὰ τέκνα τους τὴν χρεωστουμένην ἐπιμέλειαν, οἱ δὲ παῖδες πάλιν ἀποδίδουν εἰς τοὺς γονεῖς τὴν εὐπείθειαν, καὶ ὑποταγήν, ὁποῦ πρέπει, καὶ εὑρίσκονται μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους παιδευόμενοι μὲ παιδείαν καὶ νουθεσίαν Κυρίου. Ἀμὴ ἀνίσως οἱ γονεῖς ἀπὸ ἀμέλειαν τοὺς δὲν κάμνουν τὴν πρέπουσαν ἐπιμέλειαν, καὶ νουθεσίαν, καὶ παίδευσιν εἰς τὰ τέκνα τους, ἡ ψυχὴ τῶν παιδίων τους ἐξάπαντος θέλει ζητηθῇ ἀπὸ τὰς χεῖρας τους. Εἰδὲ πάλιν τὰ τέκνα ἀπὸ αὐθάδειάν τους, καὶ ἀνυποταξίαν καταφρονήσουν τοὺς γονεῖς τους, καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφανίαν τους δὲν καταδεχθοῦν νὰ ὑποτάσσωνται, καὶ νὰ κάμνουν τὴν προσταγὴν τῶν γονέων τους, δὲν θέλει θανατωθοῦν μὲ θάνατον πρόσκαιρον, καθὼς ὁρίζει ὁ παλαιὸς νόμος, ἀμὴ θέλει παραδοθοῦν εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ, καὶ τὸ σκότος τῆς κολάσεως. Καὶ αὐτὰ τὰ φωνάζει φανερὰ κάθε γραφὴ θεόπνευστος, ἀγκαλὰ καὶ ἡμεῖς γινόμεσθε κωφοὶ θεληματικῶς καὶ ἀκούοντές τα δὲν τὰ φυλάττομεν, ὡσὰν νὰ μὴ τὰ ἀκούαμεν. Διὰ τοῦτο εἰς τοὺς τοιούτους οὔτε ἤθελα τελείως, οὔτε εἶχα προθυμίαν νὰ εἴπω τίποτε, ἢ νὰ γράψω. Καὶ μάλιστα ὁποῦ ἀκούω τὸν Κύριον, καὶ Θέον ἡμῶν ὁποῦ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του. «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι». Καὶ πάλιν, «εἰ τὸν οἰκοδεσπότην βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ; ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ τοὺς ἔστειλεν εἰς ἡμᾶς τὰ ἔθνη, λέγων, πορευρεθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Καὶ ὕστερα τοὺς λέγει καὶ τοῦτο· «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθες (σελ. 69) σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται. Διὰ τοῦτο ἠθέλησα νὰ γράψω εἰς τὴν ἀγάπην σου διὰ ἐνθύμησιν ἐκεῖνα ὁποῦ συμφέρουν εἰς ἐσέ. Καὶ τὸ περισσότερον ἐπειδὴ ὡς πατὴρ φιλόστοργος εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπην σου, καὶ δὲν στέργω νὰ βλέπω ἐσένα τὸν πνευματικόν μου υἱὸν ἐν Κυρίῳ, νὰ ἀπερνᾷς τὴν ζωήν σου τοιουτοτρόπως, μὲ τὸ νὰ ἐβιάσθηκα ἀπὸ τὸν πόθον ὁποῦ ἔχω εἰς ἐσέ, ἀναγκάστικα νὰ ἔλθω εἰς τοῦτο θέλοντας νὰ σοῦ γράψω ἐκεῖνα ὁποῦ κάθε ἡμέραν διαβάζεις, καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ μᾶς παραγγέλουν νὰ φυλάττωμεν αἱ θεῖαι γραφαί. Μὰ ἴσως ἤθελέ μοι εἴπῃς· ὅτι ἐπειδὴ ὑπόσχεσαι νὰ μοῦ εἴπῃς ἐκεῖνα ὁποῦ ἠξεύρω, καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ μᾶς διδάσκουν αἱ θεῖαι γραφαὶ ἀρκεταὶ εἶναι εἰς ἐμένα ἐκεῖναι, καὶ διατί πάλιν καὶ σὺ θέλεις νὰ γράφῃς τὰ ἴδια; καὶ εἰς τοῦτο ἄκουσε, τέκνον μου, τὴν αἰτίαν, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα τὰς αἰτίας, διὰ τὰς ὁποίας ἐπαρακινήθηκα εἰς τὸ νὰ σοῦ γράψω. Ἴξευρε λοιπὸν ὅτι τὸ κάμνω αὐτό, πρῶτον διὰ νὰ μὴ κατακριθῶ, καθὼς ἐκατακρίθη ἐκεῖνος ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁποῦ ἔκρυψε τὸ τάλαντον τοῦ δεσπότου του, καὶ ἀκούσω καὶ ἐγὼ εἰς καιρὸν ὁποῦ ζητήσει λογαριασμὸν ἀπὸ ἐμένα ὁ Δεσπότης εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. «Δοῦλε πονηρέ, καὶ ὀκνηρέ, ἔδει σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, κἀγὼ ἐλθὼν ἀπῄτησα ἂν αὐτὸ σὺν τόκῳ. Δεύτερον διὰ νὰ ἀφήσω ὡσὰν πατὴρ εἰς ἐσένα τὸν γνήσιον, καὶ ποθητόν μου υἱόν, κληρονομίαν, αὐτὰ ὁποῦ ἔχω νὰ σοῦ εἴπω, διὰ νὰ μὴ τὰ στοχασθῇς πὼς εἶναι ἀπὸ ἄλλους προγόνους, ἢ πάππους, καὶ προπάππους, ἀμὴ νὰ στοχασθῇς, καὶ νὰ ἀποδεχθῇς τὰ λόγια ἐκείνων, ὡσὰν ἐδικά μου, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκείνους ἦλθαν κατὰ διαδοχὴν πρῶτον εἰς ἐμένα καὶ ἔτζι ὡς τέκνον εὐχάριστον, νὰ ἔχῃς περισσοτέραν ἀγάπην εἰς ἐμέ, ὡσὰν ὁποῦ ἔλαβες πατρικὴν κληρονομίαν. Τρίτον διὰ νὰ δείξω εἰς ἐσένα τὸν γνήσιόν μου υἱὸν τὸν πνευματικὸν πλοῦτον ὁποῦ μοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν πνευματικόν μου πατέρα, ὁποῦ μὲ ἐγέννησε μὲ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος διὰ μέσου τῆς μετανοίας, διὰ νὰ μὴ τύχῃ καὶ δὲν τὸ ἰξεύρεις, καὶ καταφρονεῖς ἐμὲ τὸν πνευματικόν σου πατέρα, ὡς εὐτελῆ, καὶ πτωχὸν καὶ καταφρονεμένον, καὶ νομίζεις πὼς δὲν ἐκληρονόμησες ἀπὸ ἐμένα καμμίαν μεγάλην κληρονομίαν. Τέταρτον αἴτιον τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ μεγαλήτερον ἀπὸ ὅλα, διὰ νὰ μὴ λογισθῇς ἀπὸ τὸν Θεόν, πὼς ἀθέτησες, καὶ ἐκαταφρόνησες τὸν Χριστόν, ἀθετῶντας, καὶ καταφρονῶντας ἐμένα, καὶ γένῃς ὑπόδικος εἰς ταύτην τὴν φοβερὰν κατάκρισιν τοῦ Κυρίου. Πέμπτον διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι τὸν λόγον, καὶ τώρα, καὶ ὑστερώτερα, καὶ νὰ τὸν δεχθοῦν, ἂν θέλουν, ὡσὰν σπόρον εἰς τὰς καρδίας τους, καὶ νὰ καρποφορήσουν εἰς τὸ ἕνα, ἄλλοι τριάκοντα, καὶ ἄλλοι ἑξήκοντα, καὶ ἄλλοι ἑκατόν. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὸν δεχθοῦν, νὰ εἶμαι κἂν ἐγὼ ἀθῷος ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ψυχῶν τους, καὶ αὐτοὶ ὄψονται. Διατὶ καθὼς εἶναι τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ἔτζι εἶναι καὶ εἰς τὰ πνευματικά. Ἐπειδὴ κάθε ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς ὁποῦ ἔχομεν πλοῦτον ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, ἀφίνομεν εἰς ἄλλους κληρονομίαν, καὶ εἰς ἄλλους χαρίσματα· ἤγουν εἰς σκλάβους, καὶ παιδία, καὶ φίλους· Ἀκόμη διαμοιράζομεν, καὶ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας εἰς τοὺς πτωχούς, ὅσον θέλομεν διὰ νὰ πληρώσωμεν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ τὰ λαμβάνουν, θέλει δώσει ἀπολογίαν πῶς τὰ οἰκονόμησεν ἐκεῖνα ὁποῦ ἔλαβε. Τοιουτοτρόπως καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔλαβαν χάρισμα πνευματικὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔχουν χρέος προτήτερα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους νὰ τὸ μεταδώσουν πλουσιοπάροχα εἰς τοὺς πνευματικούς του υἱούς, μετέπειτα καὶ εἰς τοὺς φίλους, καὶ εἰς πτωχούς. Κἂν λόγον σοφίας ἔλαβον, κἂν λόγον γνώσεως, κἂν χαρίσματα ἰαμάτων, κἂν προστασίαν ψυχῶν, κἂν δύναμιν βοηθείας, κἂν διάκρισιν κυβερνήσεως. Καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ διδάσκουν, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἀκούουν ἂς ἰξεύρῃ τοῦτο, ὅτι δὲν θέλει ἐπαινεθῇ καὶ λάβῃ τὴν πληρωμὴν διὰ ἐκεῖνα  ὁποῦ κάμῃ, ἀμὴ θέλει ἐξετασθῇ καὶ κατακριθῇ καὶ τιμωρηθῇ διὰ ἐκεῖνα  ὁποῦ ἀφήσει, ἢ παρακούσει. Λοιπὸν μὴ δεχθῇς τὸν διάβολον ὁποῦ ἔρχεται, καὶ σοῦ λέγει, ὅτι ἐγὼ τὰ γράφω αὐτὰ διὰ ἐπίδειξιν καὶ ἀνθρωπαρέσκειαν. Ἐπειδὴ ἰξεύρεις καλώτατα, ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ κάμνει τοιούτης λογῆς, ὄχι μόνον χάνει τὸν μισθόν του ἀμὴ καὶ ὡσὰν ὁποῦ πραγματεύεται τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ πωλεῖ, θέλει τιμωρηθῇ ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ πρὸς τούτοις ἀκόμη κατακρίνονται ὁμοῦ μὲ αὐτόν, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ τὸν κατακρίνουν. Διατὶ ἀκούεις τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει, «μὴ κρίνεται καὶ οὐ μὴ κριθῆτε. Ἐν ᾧ γὰρ κρίματι (σελ. 70) κρίνετε, κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν». Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι, ἀδελφέ, καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Ἀπόστολον ὁποῦ λέγει ἔτζι, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε, αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες, ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι, καὶ μὴ στενάζοντες, ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο». Καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι καὶ τὸν Κύριον μας, ὁποῦ φωνάζει κάθε ἡμέραν μὲ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει· καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ». Καὶ νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν σωτηρίαν σου μὲ φόβον, καὶ τρόμον, καὶ νὰ πείθεσαι εἰς ἐμένα, καὶ νὰ κάμνῃς ὑπακοήν. Καὶ ἂς μὴ σοῦ λέγῃ ὁ λογισμός, ὅτι αὐτὰ εἰπώθησαν διὰ μόνους τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἐκείνους μοναχὰ χρεωστοῦμεν νὰ ἀκούωμεν. Ἀμὴ ἄκουσε τί λέγει πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Χριστός· «ἃ δὲ λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω»· εἰς ποίους ὅλους; Εἰς ἐκείνους ὁποῦ μέλλουν νὰ πιστεύσουν εἰς ἐμένα μὲ τὸ μέσον τῆς διδασκαλίας σας, καὶ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολάς μου καθὼς καὶ ἐσεῖς.
Πρόσεχε παρακαλῶ. Ἐδιάλεξε τοὺς Ἀποστόλους, καὶ Μαθητάς του ὁ Δεσπότης καὶ Θεός, καὶ τοὺς ἐμπιστεύθη, καὶ ἐφανέρωσεν εἰς αὐτοὺς ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του, ὁποῦ ἦσαν κεκρυμμένα ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τοὺς ἔδωκε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ τοὺς ἔστειλε λέγωντας, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Λοιπὸν εὐγαίνοντες οἱ Ἀπόστολοι, ἐδίδασκαν, καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλὰ ἔθνη ἐπίστευαν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἐγίνοντο ἐκκλησίαι πιστῶν εἰς πολιτείας. Καὶ ὅταν κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔμελλε νὰ ἀφήσῃ ἐκείνους τοὺς πιστεύσαντας, καὶ νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς ἄλλους τόπους, καὶ πολιτείας, καὶ χωρία ἐχειροτονοῦσεν εἰς αὐτούς, ἀντὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του Ἐπισκόπους, καὶ Ἱερεῖς, καὶ τοὺς ἄφινεν εἰς αὐτοὺς διδασκάλους, καὶ πατέρας πνευματικούς, καὶ ὁδηγούς. Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν, ὅταν ἀπέθαιναν, ἐδιάλεγαν ἄλλους ἀξίους διὰ τέτοιαν ὑπηρεσίαν, καὶ τοὺς ἐχειροτονοῦσαν, καὶ τοὺς ἄφιναν ἀντὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους. Καὶ ἔτζι ἐγίνετο κατὰ διαδοχήν, ἕως ὁποῦ ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς ἡ τέτοια τάξις, καὶ νομοθεσία διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ διαφυλάττεται ἕως τῆς σήμερον. Ὁμοίως καὶ ὅλαις ᾑ παράδοσες, καὶ διδασκαλίαις ὁποῦ παρέλαβαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καὶ Θεὸν ἡμῶν, ἦλθαν εἰς ἡμᾶς διὰ μέσου αὐτῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἐπλήθυναν τὰ ποίμνια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ λαός του ἔγινεν ἀναρίθμητος, οἰκονόμησεν ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ προστεθοῦν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς ἀκόμη καὶ ἡγούμενοι, καὶ πνευματικοὶ πατέρες ἐκεῖνοι, ὁποῦ δείχνουν μὲ τὰ ἔργα βεβαίαν τὴν πίστιν εἰς Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἔχουν μέσα τους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ νὰ συμποιμαίνουν καὶ αὐτοί, καὶ νὰ συνεργοῦν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν σωτηρίαν ἐκείνων, ὁποῦ μέλλουν νὰ σωθοῦν. Ἀνίσως λοιπὸν ἕνα ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ἤγουν ἀπὸ τοὺς ποιμένας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διδασκάλους, ἡγουμένους, καὶ πνευματικοὺς πατέρας, ὁποῦ ἔχουν τὰς διδασκαλίας, καὶ παραδόσεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ τὰς διαδίδουν εἰς ἡμᾶς, ὡσὰν πατρικὴν κληρονομίαν, ἐκεῖνον λέγω ὁποῦ ἐδιώρισεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ μᾶς ἔχῃ εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του, ἀνίσως ἡμεῖς ἤθελε τολμήσωμεν νὰ τὸν καταφρονήσωμεν, ἢ νὰ τὸν παραβλέψωμεν, ἢ νὰ μὴ τὸν δεχθοῦμεν εἰς τὸ σπτι μας, ἢ νὰ ἐξασθενήσωμεν τὰ λόγια του, καὶ νὰ μὴ τὰ δεχθοῦμεν, μήτε ἐκεῖνον νὰ φιλοξενήσωμεν μὲ κάθε εὐλάβειαν, ἆρά γε δὲν ἐδιώξαμεν αὐτὸν τὸν ἴδιον Παῦλον, καὶ Πέτρον; καὶ καθολικὰ ὅλον τὸν χορὸν τῶν Ἀποστόλων; καὶ ὅποιος διώξῃ ἐκείνους ἆρά γε δὲν ἐκαταφρόνησεν αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ Θεόν, καὶ τὸν αὐτοῦ Πατέρα; διατὶ καὶ ἡμεῖς ἁπλῶς ἄνθρωποι, ἀμὴ διατὶ ἦλθαν, διατὶ εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωποι, ἀμὴ διατὶ ἤλθαν καὶ ἐκήρυξαν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ κατέβη εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ σώσῃ τὸ γένος μας, καὶ διατὶ ἐστάλθησαν ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ μᾶς κάμουν υἱοὺς Θεοῦ κατὰ χάριν καὶ κληρονόμους τῆς αἰωνίου ζωῆς, καὶ κοινωνοὺς ἀνεκδιηγήτων ἀγαθῶν, διὰ μέσου τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου, καὶ τοῦ βαπτίσματος. Διότι ἀνίσως δὲν ἤθελε τοὺς τὰ δώσῃ αὐτὰ ὁ Δεσπότης διὰ νὰ τὰ μεταδώσουν εἰς ὅλους, οὔτε ἐκεῖνοι βεβαιότατα ἠμποροῦσαν νὰ τὰ δώσουν εἰς ἄλλους, καὶ ἔτζι ἤθελεν εἶναι καὶ αὐτοί, καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι.
β. Διὰ τοῦτο λοιπὸν χρειαζόμεθα πολλὴν προθυμίαν, (σελ. 71) καὶ ἐπιμέλειαν, πολλὴν προσοχήν, πολλὴν ἀγρυπνίαν, πολλὰς προσευχὰς διὰ νὰ μὴ περιπέσωμεν εἰς κανένα πλάνον, ἢ ψεύστην, ἢ ψευδαπόστολον, ἢ ψευδόχριστον. Ἀμὴ νὰ ἐπιτύχωμεν ὁδηγὸν ἀληθινόν, καὶ φιλόθεον, καὶ ὁποῦ νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν μέσα του, καὶ νὰ ἰξεύρη καταλεπτῶς τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τοὺς κανόνας, καὶ τὰς παραγγελίας τους, καὶ τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ὁποῦ νὰ ἰξεύρη τὰ θελήματα, καὶ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Δεσπότου καὶ Διδασκάλου τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ. Τέτοιον διδάσκαλον πρέπει νὰ ζητοῦμεν, καὶ νὰ εὑρίσκωμεν, ὁποῦ πρῶτον μὲν νὰ τὰ ἤκουσεν αὐτὰ μὲ λόγον, καὶ νὰ τὰ ἐδιδάχθη, καὶ ὕστερον νὰ τὰ ἐδιδάχθη καὶ μυστικὰ ἐν ἀλήθειᾳ ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράκλητον Πνεῦμα μὲ πρᾶξιν, καὶ μὲ δοκιμήν. Ὥστε ὁποῦ νὰ καταξιώθῃ καὶ αὐτὸς νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν ἴδιον Χριστόν, ὁποῦ ἐδίδαξε τοὺς Ἀποστόλους, «τὸ μυστήριόν μου ἐμοί, καὶ τοῖς ἐμοῖς». καὶ τό, «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Διατὶ ἂν ζητήσωμεν χωρὶς ἄλλο θέλει εὕρομεν, ὅτι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, οὔτε χαίρεται εἰς τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀμὴ καθὼς εἶναι γεγραμμένον. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ δοῦναι· ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπώλλυται, ἀλλ' ἕξει ζωὴν αἰώνιον». Ἀνίσως λοιπὸν παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, διὰ νὰ σωθοῦμεν ἡμεῖς δι’ αὐτοῦ, ἆρά γε πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν ἡμεῖς τὸν παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς στείλῃ, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, νὰ μᾶς φανερώσῃ κανένα ἅγιον, καὶ ἀληθινὸν δοῦλον του, διὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς σωτηρίαν, καὶ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ θελήματά του; πῶς, λέγω, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρύψῃ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ μᾶς ὑστερήσῃ ἀπὸ ὁδηγόν; ὄχι, ὄχι. Δὲν εἶναι δυνατόν. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πιστεύσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον. Ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἦτον εὐσεβής, καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν ὅμοῦ μὲ ὅλον του τὸ σπῆτι, καὶ μὲ τὸ νὰ ἔκαμνε πολλὰς ἐλεημοσύνας εἰς τὸν λαόν, καὶ ἐπαρακαλοῦσε πάντοτε τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο τοῦ ἐφάνη φανερὰ τὴν ἐννάτην ὥραν τῆς ἡμέρας Ἄγγελος Θεοῦ ὁποῦ ἦλθεν εἰς αὐτόν, καὶ εἰπέ του, εἴξευρε πῶς αἱ προσευχαί σου, καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν διὰ ἐνθύμησίν σου. Καὶ τώρα στεῖλε εἰς Ἰόπην ἀνθρώπους, καὶ προσκάλεσε τὸν Σίμωνα, ὁποῦ ὀνομάζεται Πέτρος, αὐτὸς εἶναι κονευμένος (σ.σ. φιλοξενούμενος) εἰς κάποιον Σίμωνα Ταμπάκην, τοῦ ὁποίου τὸ σπῆτι εἶναι κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν». Βλέπεις, πὼς καλὰ ἔλεγα ἐγώ, ὅτι χρειαζόμεθα πολλὴν προθυμίαν, καὶ πολλὴν ἐπιμέλειαν, διὰ νὰ εὕρωμεν ἀληθινὸν μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ; καὶ στοχάσου τί λέγει ἡ Γραφή· «Κορνήλιος δὲ ἀνὴρ εὐσεβής, καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ». Ἐπειδὴ ὄχι μόνον τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς οἰκιακούς του ἐδίδασκε νὰ φοβοῦνται τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἶναι καλόν, καὶ ἐπαινετὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν, ὁποῦ νὰ φροντίζῃ τινάς, ὄχι μόνον διὰ τὸ ἐδικόν του συμφέρον, ἀμὴ καὶ διὰ ὅλων ἐκείνων ὁποῦ εἶναι μαζί του. Τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ὁ Ἑκατόνταρχος, καὶ πρὸ τοῦ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, τὸ ἔκαμνε κατὰ τὰς παραγγελίας τῶν Ἀποστόλων ὁποῦ ὁρίζουν, «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἄλλα τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος». Ἔκαμνε καὶ πολλαῖς ἐλεημοσύναις, καὶ ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν. Καὶ πρὸ τοῦτο νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Θεὸν ἐτελείωνε φανερὰ αὐτὴν τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου μας, καὶ Θεοῦ ὁποῦ ὁρίζει, «ἀγρυπνεῖτε, καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Καὶ τό, «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσετε ὑμῖν. Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε. Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Εἶδες τὸν ἄπιστον; τὸν ἐθνικόν; Ὁποῦ δὲν ἤκουσέ ποτε λόγον Θεοῦ, καὶ ἔκαμνε τὰς παραγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου μὲ προθυμίαν, πρὸ τοῦ νὰ τὰς διδαχθῇ ἀπὸ ἄλλον; ἐγύρευε μὲ τὸ μέσον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἔλαβεν. Ἐζήτησε μὲ τὸ μέσον τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ηὗρεν. Ἔκρουσε μὲ τὸ μέσον τῆς νηστείας, καὶ προσευχῆς καὶ ἀνοίχθη εἰς αὐτόν. Πέμψον (λέγει) εἰς Ἰόππην, καὶ μετάπεμψε Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον. Ὦ θαυμαστὸν δῶρον. Ὦ παράδοξος εὐεργεσία· ὃς ξενίζεται παρὰ τίνι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν. Βλέπεις ὅτι ὄχι μόνον τὸ ὄνομα τοῦ ὁδηγοῦ ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος, ἀμὴ καὶ τὸ ὄνομα ἐκείνου ὁποῦ τὸν ἐδέχθη, καὶ τὸν τόπον ὁποῦ ἦτον κονευμένος· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμεν  ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ μὴν ἀπατηθῇ ὁ Κορνήλιος, καὶ προσκαλέσῃ ἄλλον ἀντὶ διὰ τὸνΠέτρον, (σελ. 72) καὶ καταντήση εἰς λύκον, ἀντὶ διὰ ποιμένα. Ἀνίσως λοιπὸν θέλεις καὶ σὺ νὰ δείξῃς τὸν ἑαυτόν σου ἀληθινόν, καὶ πιστόν, καὶ διαλεκτὸν μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ, μεταχειρίσου τέτοιαν ζωήν, κάμε τέτοιας πράξεις, πρόσπεσε, καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν τοιουτοτρόπως, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ θέλει ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου, νὰ ἴδῃς τὸν τέτοιον ἄνθρωπον καὶ σύ, καθὼς εἶδε τὸν Ἄγγελον ὁ Κορνήλιος. Μιμήσου κἂν τὸν ἄπιστον ἐσὺ ὁποῦ λέγεις πὼς εἶσαι πιστός· τὸν ἐθνικόν, καὶ ἀδίδακτον, ἐσὺ ὁποῦ ὀνομάζεσαι ἀπὸ παιδὶ χριστιανός, καὶ εἶσαι ἀναθρεμμένος μὲ ταῖς διδασκαλίαις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ὑψηλοφρονεῖς ἀκούωντας τὰς φλυαρίας τῶν ἀμαθεστέρων. Μιμήσου τὸν Ἑκατόνταρχον ἐσὺ ὁποῦ ἐπιστάτεις μοναχὰ τὸ σπῆτι σου, καὶ μὲ κάθε τρόπον καὶ ἐπιμέλειαν διώρθωσαι κἂν τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἐκείνους ὁποῦ εἶναι ὑπὸ κάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν σου. Ἀμὴ ἀνίσως καταφρονῇς ἐκεῖνα τὰ πράγματα ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, καὶ εἰς τὴν προαίρεσίν σου, ἀκόμη καὶ ἐκείνας τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ὁποῦ ἰξεύρεις τὰς καταφρονῇς, καὶ δὲν τὰς κάμνεις, ἀλλὰ ταῖς ἀμελεῖς, καὶ δὲν διορθώνεις μήτε τὸν ἑαυτόν σου, μήτε ἐκείνους ὁποῦ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, εἶπέ μου, πῶς θέλει σοῦ δείξει ὁ Θεὸς διδάσκαλον, ὁποῦ νὰ σὲ διδάσκῃ τὰ τελειότερα, καὶ ὑψηλότερα; καὶ ὅταν δὲν σοῦ τὸν φανερώση ὁ Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν εὕρῃς ἐσύ, ἢ νὰ τὸν γνώρισες; ἢ πῶς θέλει τὸν ὑποδεχθῇς χωρὶς δισταγμόν, ὡς ἅγιον; ἢ πῶς θέλει λαβῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν μισθὸν ἁγίου, καὶ δικαίου; ὄχι, ὄχι. Δὲν γίνεται τοῦτο. Διὰ ταῦτα λοιπὸν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦσαν πρόθυμοι, καὶ ἐφρόντιζαν διὰ τὴν σωτηρίαν τους, καὶ ἄρχιζαν ἀφ' ἑαυτοῦ τους τὰ συντείνοντα πρὸς σωτηρίαν, ὅσον ἦτον δυνατὸν εἰς αὐτούς, καὶ ἐξεζήτουν τὸν Θεόν, καὶ εἰργάζοντο τὸ ἀγαθόν, εἰς αὐτοὺς ἐφανέρωνεν ὁ Θεὸς καὶ τότε, καὶ τώρα τοὺς Ἀποστόλους, καὶ Προφήτας, καὶ Δικαίους, καὶ Ἁγίους, καὶ τοὺς ἐγνώριζαν καὶ ἐκεῖνοι, τοὺς ἐδέχοντο, τοὺς ἐτιμοῦσαν ὡς κυρίους, ὡς διδασκάλους τῆς εὐσεβείας, ὡς μεσίτας τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ τὰ λόγια τους τὰ ἐφύλατταν, ὡσὰν θείους νόμους, καὶ ἐλάμβαναν καὶ αὐτοὶ τὸν μισθὸν ὁποῦ ἐδίδετο εἰς ἐκείνους. Καὶ τώρα ἀκόμη ἂν τύχῃ καὶ εὑρεθοῦν πουθενὰ τέτοιοι, θέλει λάβουν τὸν μισθόν, ὡσὰν καὶ ἐκείνους. Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ καταφρονοῦν τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν τὸν ἑαυτόν τους πὼς εἶναι σοφοί, καὶ εὑρίσκονται εἰς ἀμεριμνίαν, καὶ ἀμέλειαν, καὶ δὲν παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καθὼς ὁ Κορνήλιος, καὶ οἱ ὅμοιοί του, μὲ κάθε προθυμίαν, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν, καὶ μὲ προσευχήν· καὶ μάλιστα τώρα ὁποῦ ὅλοι μας σχεδὸν παιδιόθεν διδασκόμεθα ἀπὸ τοὺς Προφήτας, καὶ Ἀποστόλους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ μας συμφέρουν, τοὺς τοιούτους λέγω, τοὺς ἀφίνει καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκωνται μέσα εἰς ἐκείνην τὴν πλάνην, ὁποῦ ἔπεσαν μοναχοί τους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκότος τῶν ἐδικῶν τους παθῶν, καὶ ἐπιθυμιῶν, καὶ θελημάτων, καὶ περιπατοῦν μέσα εἰς αὐτό, ὡσὰν μέσα εἰς βαθεῖαν νύκτα, εὑρίσκουν καὶ τέτοιους διδασκάλους. Καὶ μὲ δίκαιον τρόπον. Ἐπειδὴ ὁ διαφεντευτὴς τοῦ σκότους ἔχει ἐξάπαντος καὶ ὑπηρέτας, καὶ μαθητάς του ἐκείνους, ὁποῦ περιπατοῦν μέσα εἰς τὸ σκότος. Τοὺς ὁποίους τοὺς εὑρίσκουν οἱ τέτοιοι, καὶ τοὺς δέχονται μετὰ χαρς, ὡσὰν ὁμόφρονας τους, καὶ διδάσκονται ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἴδια, ἐκεῖνα  ὁποῦ ἐδιάλεξαν προτήτερα μοναχοί τους, καὶ ἐπρόκριναν νὰ τὰ κάμουν διὰ τὴν ἀπώλειάν τους. Διατὶ ποῖος δὲν τὸ ἰξεύρει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ διάβολος ἀσύκωσεν ἐνάντιον εἰς τοὺς Προφήτας, τοὺς ψευδοπροφήτας; εἰς τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ψευδαποστόλους; εἰς τοὺς Ἁγίους Διδασκάλους, τοὺς ψευδαγίους, καὶ ψευδοδιδασκάλους; καὶ ἀγωνίζεται μὲ διαφόρους τρόπους, καὶ μὲ ψευδολογίας νὰ πλανᾷ τοὺς ἀμελεῖς, καὶ νὰ τοὺς ρίπτῃ μέσα εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀπωλείας τοὺς ὁποίους καὶ ὁ Ἀπόστολος τοὺς ἐφανερωσε λέγωντας. «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας, καὶ τὰ σκάνδαλα, παρὰ τὴν διδαχήν, ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε, ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ' αὐτῶν. Οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ὑμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας, καὶ εὐλογίας τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων ἐξαπατῶσιν». Ἐκεῖνοι λοιπὸν ὁποῦ θέλουν νὰ ἀποφύγουν τοὺς τέτοιους, καθὼς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χρέος ἔχουν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Ἐπειδὴ ἐν ὅσῳ θέλουν νὰ εἶναι δουλωμένοι εἰς αὐτά, καὶ νὰ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀποφύγουν ἀπὸ τοὺς τέτοιους διδασκάλους, μήτε δύνανται νὰ ἔλθουν εἰς (σελ. 73) τὸ φῶς τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων. Ἐσὺ λοιπόν, πνευματικόν μου τέκνον ἐν Κυρίῳ, ἀκούωντας τὴν θείαν Γραφῆς ὁποῦ λέγει, «οὐαὶ οἱ συνετοὶ παρ' ἑαυτοῖς, καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες», πρόσεχε μὲ φόβον, καὶ τρόμον εἰς τὰ λεγόμενα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος οὗτος εἶναι διὰ ψυχικὴν σωτηρίαν. Καὶ ἀνίσως θέλεις ν ἐπιτύχῃς πνευματικὸν καὶ ἅγιον ἄνδρα, καὶ ἀληθινὸν διδάσκαλον, μὴ λογιάσῃς ὅτι ἠμπορεῖς νὰ τὸν γνωρίσῃς ἀπὸ λόγου σου, καὶ ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου γνῶσιν, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον. Ἀμὴ προτήτερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, καθὼς προείπαμεν, ἀγωνίσου μὲ ἀγαθὰς πράξεις, καὶ μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ μὲ δέησιν ἀδιάκοπον, διὰ νὰ σοῦ γένῃ ὁ Θεὸς συνεργὸς εἰς τοῦτο, καὶ βοηθός.
γ'. Καὶ ἀφ' οὗ μὲ τὴν βοήθειαν, καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ καταξιωθῇς νὰ τὸν εὕρῃς, τότε δεῖξε εἰς αὐτὸν περισσοτέραν τὴν ἐπιμέλειαν, μεγαλητέραν τὴν προθυμίαν, πολλὴν τὴν ταπείνωσιν, πολλὴν τὴν εὐλάβειαν, ὑπερβολικὴν τὴν τιμήν, τὴν πίστιν καθαράν, καὶ ἀδίστακτον. Διατί; διὰ να μὴ προξενήσῃς εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ἀντὶ διὰ μισθόν, κόλασιν, καὶ τιμωρίαν. Ἐπειδὴ διὰ τοὺς τέτοιους εἶπεν ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, καὶ Θεός. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται. Καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ». Πρέπει λοιπὸν ἀδελφοὶ νὰ δεχόμεθα τοὺς τέτοιους, ὡσὰν αὐτὸν τὸν ἴδιον Χριστόν, ὅτι ἐκεῖνα  ὁποῦ γίνονται εἰς αὐτούς, ἀναφέρονται εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον Δεσπότην Χριστὸν καὶ Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐκεῖνος τὰ οἰκειοποιεῖται καὶ τὰ λογίζεται, ὡσὰν νὰ τὰ παθαίνη αὐτὸς ὁ ἴδιος· καθὼς πάλιν καὶ ἐκεῖνα  ὁποῦ γίνονται εἰς τοὺς ψευδοδιδασκάλους ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀντίχριστον, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δέχονται ἐκείνους, δέχονται αὐτὸν τὸν διάβολον. Καὶ ἂς μὴ προφασίζεταί τινας πὼς δὲν τοὺς ἰξεύρει λέγωντας, ἀπὸ ποῦ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ γνωρίσω τοὺς τοιούτους; καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι, καὶ κανένας δὲν ἰξεύρει τὰ διανοήματα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, πάρεξ τὸ πνεῦμα ὁποῦ κατοικεῖ εἰς αὐτόν· κἀνένας ἂς μὴ πάρῃ αὐτὸ τὸ ρητὸν διὰ εὔλογον πρόφασιν. Διατὶ ἀνίσως ἦτον ἀδύνατον νὰ γνωρίζωνται, δὲν ἤθελεν ὁρίζῃ ὁ Κύριος, «βλέπετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν. Ἤγουν φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶ λύκοι ἅρπαγες». Καὶ κατόπιν ἀπὸ αὐτὰ λέγει· «ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν, ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἀνίσως λοιπὸν ὁ Δεσπότης Χριστὸς εἶναι ἀληθινός, καθὼς εἶναι ἀληθινός, δυνατὸν εἶναι εἰς ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ  κάμνουν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ  ὁμιλοῦν. Ἂς εἰποῦμεν λοιπὸν πρῶτον τοὺς καρποὺς τοῦ ἀληθινοῦ, καὶ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὕστερον θέλει φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ ἐναντίου, καὶ πονηροῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θέλει γνωρίσετε καλώτατα, πὼς εἶναι φανεροὶ οἱ ἀληθινοί, καὶ δίκαιοι, καὶ ἅγιοι, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ  δὲν εἶναι τέτοιοι, καὶ ὑποκρίνονται, καὶ ἐγὼ ἀπὸ λόγον μου δὲν λέγω τίποτε, ἀμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων του. Μὲ τὰ ὁποῖα θέλει δοκιμάσω νὰ πληροφορήσω τὴν ἀγάπην σου. Ἄκουε λοιπὸν τί λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ Πνεύματι. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες. Μακάριοι οἱ πραεῖς». Καὶ πάλιν «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν. Καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς. Προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. Λόγος ἀργὸς μὴ ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὑπὲρ ἀργοῦ λόγου λόγον δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως». Καὶ πάλιν, «ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Καὶ εἰς ἄλλο μέρος πάλιν λέγει, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἀλλήλοις». Καὶ πάλιν, «ὑμεῖς δὲ πῶς δύνασθε πιστεύειν, δόξαν τὴν παρ' ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε; πᾶς γὰρ ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Καὶ δὲν λέγει πὼς θέλει ὑψωθῇ εἰς κοσμικὴν δόξαν, ἀλλὰ ὑπόσχεται, πὼς θέλει ὑψωθῇ μυστικῶς εἰς πνευματικὴν ἀλλοίωσιν. Καὶ αὐτὰ μὲν ὁ Κύριος μας, καὶ Δεσπότης Χριστὸς τὰ φωνάζει φανερὰ εἰς ὅλους κάθε ἡμέραν. Ἄκουε δὲ καὶ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον ὁποῦ  λέγει. «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστίν, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια». Καὶ πάλιν «ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς. Πάντα στέργει, πάντα ὑπομένει, ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Ἄκουε καὶ τὸν Θεολόγον Ἰωάννην ὁποῦ  λέγει. «Τεκνία, μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον, μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ· (σελ. 74) Ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ κόσμου, ἐχθρὰ εἰς Θεόν ἐστιν. Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὁ ἀγαπῶν τὸν κόσμον, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. Καὶ ὅτι ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἀνθρωποκτόνος ἐστί. Καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος, οὐκ ἔχει μέρος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, καὶ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἐν τούτῳ γνωρίζονται τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, ἐκ τοῦ μίσους, καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, ἀγαπᾷ καὶ τοὺς γεγεννημένους ἐξ αὐτοῦ, ἤγουν τοὺς ἀδελφούς του. Ὁ δὲ μισῶν τινα τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, οὗτος ἐκ τοῦ διαβόλου γεγέννηται, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ». Λοιπὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ  ἔχουν διάκρισιν, μὲ τοῦτον τὸν τρόπον γνωρίζουν ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ διαβόλου. Καὶ οἱ καρποὶ τοῦ Παναγίου, καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτοὶ ὁποῦ  εἴπαμεν ἀνωτέρω. Πρέπει λοιπὸν νὰ φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ πονηροῦ πνεύματος, διὰ νὰ τοὺς γνωρίζετε, καὶ νὰ διακρίνετε, καθὼς εἴπαμεν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος. καὶ τὸ γλυκὺ ἀπὸ τὸ πικρόν, καὶ τὸ ἀγαθὸν ἀπὸ τὸ κακόν. Προσέχετε λοιπόν, καὶ πάλιν ὁ Δεσπότης καὶ Θεὸς ἡμῶν λέγει· «οὐ δύναται δένδρον καλόν, καρπὸν σαπρὸν ποιεῖν. Καὶ πάλιν οὐδὲ δένδρον σαπρόν, καρπὸν καλὸν ποιεῖν. Καὶ πάλιν ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας προφέρει τὰ ἀγαθά· ὁ δὲ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας προφέρει τὰ πονηρά. Καὶ πάλιν ὁ λύσας μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξας οὕτω τοὺς ἀνθρώπους ποιεῖν, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Καὶ τί λέγει πάλιν διὰ τοὺς γραμματεῖς, καὶ φαρισαίους; «δεσμεύουσι φορτία βαρέα, καὶ δυσβάστακτα, καὶ προτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. Πάντα δὲ τὰ ἔργα ποιοῦσι, πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Πλατύνουσι δὲ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν, καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν. Φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις, καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς, καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββί, ραββί». Ὅταν λοιπὸν ἴδῃς τινά, ὁποῦ  νὰ κάμνῃ κανένα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ ζητῇ ἐπιμόνως τὴν ἀνθρωπίνην δόξαν, καὶ νὰ παραβαίνῃ τὰς  ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀρέσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἴξευρε ὅτι εἶναι πλάνος, καὶ ὄχι ἀληθινός. Διατὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Ὅπου δὲ ὑμῖν  ἔρις, καὶ φθόνος, καὶ ζῆλος, καὶ διαβολαί, καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; Ὁ δὲ σαρκικός, καὶ ψυχικὸς ἄνθρωπος, οὔτε χωρεῖ, οὔτε δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ  δὲν χωρεῖ τὰ τοῦ Πνεύματος, εἶναι φανερόν, ὅτι οὐδὲ τὸ Πνεῦμα ἔχει μέσα του. Καὶ ὁποῖος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, αὐτὸς δὲν εἶναι τοῦ  Χριστοῦ, καθὼς τὸ βεβαιώνει ὁ Παῦλος, λέγοντας. «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἐστιν αὐτοῦ».  Ἤκουσες ποῖοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποῖοι τοῦ ἀντιχρίστου; ἀπὸ ἐδῶ ἐγνώρισες βεβαιότατα, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ προσέχουν, εὔκολα γνωρίζουν, καὶ τοὺς ἀγαθούς, καὶ τοὺς πονηρούς. Διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ  δὲν προσέχουν, ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν γνωρίζουν, ἀμὴ οὐδὲ τὸν ἑαυτόν τους. Διατὶ ὅταν τινὰς ἔχει φροντίδας, καὶ περισπασμούς, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀθάνατος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ καταγίνεται νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα μοναχά, καὶ τεχνεύεται τρόπους, πῶς νὰ κερδίση καὶ κτίζει σπήτια καλά, καὶ πολυέξοδα, καὶ συναθροίζει πλῆθος ἀλόγων καὶ μουλαριῶν, καὶ σκλάβων, καὶ ἀποκτᾷ ἀγγεα ἀσημένια, καὶ φορέματα, καὶ στρώματα πολύτιμα, καὶ κάμνει εἰς τὸν ἑαυτόν του κάθε ἄλλην σωματικὴν περιποίησιν, καὶ σαρκικὴν ἀπόλαυσιν, ὁ τοιοῦτος (εἰπέ μου) γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; ὄχι, τέκνον πνευματικόν, ὄχι. Δὲν γνωρίζει βεβαιότατα, οὔτε τὸν ἑαυτόν του, οὔτε τὰ καμώματά του. Γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του τόσον μόνον, πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅμως μὲ ἐκεῖνα ὁποῦ  κάμνει φανερώνει πὼς δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν κατάστασίν του, οὔτε ἠξεύρει τί κάμνει. Διατὶ πολιτεύεται τοιουτοτρόπως, ὡσὰν  νὰ ἦτον ἀθάνατος, καὶ λέγει μὲ τὸ στόμα, ὅτι σημερινοὶ εἴμεσθε, καὶ αὐριανοὶ δὲν εἴμεσθε, ἔπειτα μὲ τὰ ἔργα προετοιμάζει ἐκεῖνα ὁποῦ  εἶναι ἀρκετὰ νὰ ἐξοδεύ εἰς χρόνους πολλούς. Ὁμολογεῖ πὼς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι τὸ οὐδέν, καὶ διὰ παραμικρὸν καὶ εὐτελὲς πρᾶγμα, φιλονεικεῖ, καὶ μάχεται μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Φιλοσοφεῖ πὼς εἶναι στάκτη, καὶ κονιορτός, καὶ στολίζεται πάντοτε μὲ στολίδια, καὶ τοῦ φαίνεται μὲ τοῦτο πῶς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους. Ἀκούει τὰς  θείας (σελ. 75) γραφὰς ὁποῦ  λέγουν, «οὐαὶ οἱ τρυφῶντες, καὶ οἱ ἐπὶ στρωμνῶν ἁπαλῶν κατασπαταλῶντες», καὶ αὐτὸς κοιτάζει μὲ κάθε προθυμίαν νὰ κάμνῃ τὸ κρεββάτι ὁποῦ ἔχει εἰς τὸ σπῆτι του πλέον λαμπρότερον, καὶ τὰ στρώματά του πλέον ἁπαλώτερα, καὶ τὴν τράπεζάν του πλέον πολυέξοδον, καὶ πλουσιοπάροχον. καὶ αὐτὸ ὄχι μόνον εἰς τοὺς ὁμοίους του κοσμικοὺς τὸ δείχνει, ἀμὴ καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς ὅπου πηγαίνουν εἰς αὐτὸν οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν θαυμάζουν αὐτά, ἀμὴ καὶ λυποῦνται ἐκείνους ὁποῦ  τὰ ἔχουν, καὶ τοὺς κλαίουν διὰ τὴν ἀγνωσίαν τους. Ὅτι διὰ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπρεπε μάλιστα νὰ ἐντρέπωνται, ὁποῦ τόσοι ἀδελφοὶ πεινοῦν, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα ὁ Χριστός, αὐτοὶ καυχῶνται, καὶ ὑψηλοφρονοῦν δι' αὐτὰ νομίζοντές τα καλλωπισμόν, καὶ δὲν αἰσθάνονται, πῶς μὲ αὐτὰ ὁποῦ κάμνουν, μαρτυροῦν τὸν ἑαυτόν τους, πὼς εἶναι πλεονέκται, καὶ ἀδικηταὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ἄσπλαγχνοι. Λοιπὸν εἰπέ μου, ὁ τέτοιος τί λογῆς γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; καὶ εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται, καὶ εἰς ποία πάθη εἶναι δουλωμένος; καὶ ἀληθινὰ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀγκαλὰ καὶ τοῦ φαίνεται πὼς τὸν γνωρίζει. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ  δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτὸν του, καὶ τὴν κατάστασίν του, πῶς θέλει δυνηθῇ νὰ γνωρίσῃ ἄλλον, ἢ τὰ πάθη τοῦ ἄλλου; πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ τυφλὸς νὰ διακρίνῃ ἄλλον, καὶ νὰ τὸν γνωρίση, ἢ τυφλὸς εἶναι, ἢ βλέπει; ὄχι, ὄχι, δὲν εἶναι δυνατόν. Λοιπὸν καθὼς εἴπαμεν, τέκνον, καὶ ἀδελφέ μου, ἀνίσως δὲν πασχίσῃ τινὰς νὰ γνωρίσῃ πρῶτον τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὴν ἀσθένειάν του, μὲ ἐλεημοσύνην, καθὼς προείπαμεν, μὲ νηστείαν, καὶ ἀγρυπνίαν, καὶ προσευχὴν συχνήν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς πνευματικὸν πατέρα, καὶ ὁδηγόν, καὶ διδάσκαλον εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ φυλάξῃ τὰς  ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ζήση ἐνάρετα, καὶ νὰ μὴ πιασθῇ ἀπὸ τὰς  παγίδας τοῦ διαβόλου. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ  δὲν τὸ γνωρίσει αὐτό, αὐτὸς ἔχει ὑπόληψιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, πὼς δὲν χρειάζεται διδασκαλίαν, ἢ συμβουλήν, ἢ νουθεσίαν, ἢ βοήθειαν ἀπὸ ἄλλους, καὶ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφανίαν, χωρὶς κἂν νὰ αἰσθάνεται πὼς δὲν ἰξεύρει τίποτε. Καὶ εὑρισκεται εἰς βάθος ἀγνωσίας, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἀπωλείας, καὶ μήτε αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ, ὅτι εἶναι μὲ τοὺς ἀπωλεσμένους. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀγνωσία ἔχει ἰδίωμα νὰ γίνεται, ὡσὰν μία τζίμπλα εἰς τοὺς νοητοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ βλέπωμεν καθαρά, μὲ τὸ νὰ ἀγαποῦμεν τὸν κόσμον, καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα· διατὶ ὅσον ἀπομακρύνει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ θανάτου, καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως, καὶ δὲν συλλογίζεται τὰ ἀγαθὰ ὁποῦ φυλάττονται διὰ τοὺς δικαίους, μήτε τὰ βασανιστήρια τοῦ αἰωνίου πυρός, καὶ τοῦ σκότους, καὶ τοῦ βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων, ὁποῦ μέλλουν νὰ δεχθοῦν τοὺς ἁμαρτωλούς· ἀμὴ καταγίνεται πολλὰ ὅλος διόλου εἰς τὰς  φροντίδας, καὶ φαντασίας τοῦ κόσμου, ἤγουν εἰς τὸν πλοῦτον καὶ δόξαν, καὶ τρυφήν, καὶ εἰς ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κοσμικὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα τὰ νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ἔνδοξα καὶ λαμπρά. Ὅσον (λέγω) δίδεται ὁ νοῦς μας εἰς αὐτά, τόσον χοντραίνει περισσότερον, καὶ κατ' ὀλίγον ὀλίγον θολώνει, καὶ σκοτίζεται περισσότερον, καὶ τρόπον τινὰ σκεπάζεται ὅλος ὁ νοῦς, καὶ τότε προξενεῖται τελεία ἀγνωσία, καὶ ἀλησμονησία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Δαβὶδ ὅταν ἥμαρτε, καὶ ἔπαθεν αὐτὸ τὸ ἴδιον, ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεόν, καὶ ἔλεγεν. «Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου». Εἶδες πὼς ἦσαν τὰ μάτια του σκεπασμένα; εἶδες πὼς ἐφώναζεν εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὰ ξεσκεπάσῃ; Αὐτὸ τὸ ἴδιον κάμε καὶ σύ, τέκνον μου, καὶ δὲν θέλει παραβλέψει ὁ Κύριος τὴν παρακάλεσιν ὁποῦ τοῦ κάμνῃς ἐξ ὅλης σου ψυχῆς. Ἀμὴ θέλει σοῦ ἀκούσει, καὶ θέλει ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου· καὶ τότε ἀφ' οὗ ἀναβλέψῃς, πρῶτα καὶ ἀρχὴ θέλει γνωρίσεις τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τὴν κατάστασίν σου, ἔπειτα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ὁποῦ  σοῦ προεῖπα, καὶ τότε θέλει λογισθῇς ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας, ὡσὰν ἁγίους, καὶ ἀνωτέρους σου, ὄχι μόνον τοὺς εὐλαβεῖς, καὶ ἐναρέτους, ἀμὴ καὶ κάθε ἄνθρωπον μικρὸν καὶ μεγάλον, δίκαιον, καὶ ἁμαρτωλόν, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη, ὁποῦ  ἁμαρτάνουν φανερά. Καὶ τοῦτο ἂς εἶναι σημεῖον φανερὸν εἰς ἐσένα, καὶ εἰς κάθε ἄλλον, ὅτι ἔλαβες τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν σου, ὅταν ἔλθῃς εἰς αὐτὰ τὰ μέτρα, καὶ φθάσῃς εἰς αὐτὴν τὴν καλὴν κατάστασιν· ἐπειδὴ ἡ ἁγία ταπείνωσις εἰς αὐτὰ τὰ μέτρα εὑρίσκεται, καὶ εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ ἔρχεται εἰς αὐτά, αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ χαρίζει πρῶτον, τὸ νὰ στοχάζεται, πὼς δὲν εἶναι κανένας ἀπὸ (σελ. 76) ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἁμαρτωλότερος, ἢ εὐτελέστερος ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, καὶ μὲ ὅλην τὴν αἴσθησιν τῆς ψυχῆς του, καὶ κάθε πληροφορίαν νὰ ἔχῃ τὸν ἑαυτόν του μόνον ἁμαρτωλόν, καὶ πὼς μόνος αὐτὸς μέλλει νὰ ἀπολεσθῇ, καὶ νὰ παραδοθῇ εἰς τὴν κόλασιν. Λοιπόν, τέκνον μου περιπόθητον, καὶ ἀδελφέ, ἀγωνίσου νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴν τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὴν εἴπῃς, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον εἰς ἐμένα. Μήτε πάλιν, ὅτι τοῦτο ἁρμόζει εἰς τοὺς μοναχούς, καὶ ὄχι εἰς ἐκείνους ὅπου εὑρίσκονται μέσα εἰς τὸν κόσμον. Διατὶ ὁ Χριστὸς τὰς  ἐντολάς του τὰς ἐδιώρισε κοινὰς εἰς ὅλους, καὶ δν ἐπαράγγειλε χωριστὰ εἰς τοὺς μοναχούς, καὶ χωριστὰ εἰς τοὺς κοσμικούς. Ἀλλὰ καὶ οἱ προπάτορες ὅπου ἦσαν προτήτερα ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, καὶ ἐκεῖνοι ὅπου ἦσαν ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμον, τὰ ἐκατόρθωσαν αὐτά. Καὶ ἄκουε τὸν Ἰὼβ ὅπου λέγει, ἐγ εἰμ γῆ, καὶ σποδός. Καὶ τὸν Δαβίδ, ἐγὼ εἰμὶ σκώληξ, καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Εἶδες λόγια ταπεινώσεως; εἶδες ψυχὴν ὁποῦ λογίζεται τὸν ἑαυτόν της πλέον καταφρονεμένον ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον μικρόν, καὶ μεγάλον; μιμήσου λοιπὸν καὶ ἐσὺ τοῦ Δαβὶδ τὴν μετάνοιαν, καὶ τότε θέλει ἀποκτήσεις τὴν ταπείνωσίν του. Ἐπειδὴ μὲ τὴν μετάνοιαν ἀφανίζεται τὸ σύνεφον τῆς ἀγνωστίας, ὅπου ἔχει σκεπασμένον τὸν νοῦν, καὶ ἀσυκώνεται τὸ σκέπασμα. καὶ ἀφ' οὗ ξεσκοτισθῇ ὁ νοῦς, τότε γνωρίζομεν καὶ τὸν ἑαυτόν μας, καὶ βλέπομεν καὶ τὴν κατάστασίν μας, τί λογῆς εἶναι, ἀκόμη βλέπομεν, καὶ τὰς  πληγάς, καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς μας. Καὶ τότε ὄχι μόνον φρονοῦμεν, καὶ ὁμιλοῦμεν ταπεινά, ἀμὴ ἐντρεπόμεθα, καὶ τὸν ἥλιον, καὶ τοὺς ἀστέρας, καὶ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἔγιναν διὰ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ἐπαρωργίσαμεν τὸν Θεὸν ὅπου ἔκαμεν αὐτά, καθὼς εἶπα, διὰ ἡμᾶς καὶ ἐπταίσαμεν εἰς αὐτόν, καὶ ἐπαρεβήκαμεν, ὄχι μίαν του ἐντολήν, ἀμὴ ὅλας. Καὶ δὲν τολμοῦμεν οὐδὲ κἂν νὰ ἀσυκώσωμεν τὰ μάτια μας καὶ νὰ ἰδοῦμεν, μήτε λογιάζομεν τελείως τὸν ἑαυτὸν μας, πὼς εἴμεσθεν ἄξιοι νὰ φάγωμεν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀμὴ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζομεν ἐναντίον μας, ὅτι εἶναι δίκαιον νὰ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν, καὶ τὴν δίψαν. καὶ δεν δυνάμεθα, μήτε ἀποκοτοῦμεν νὰ κοιτάξωμεν, καὶ νὰ ἰδοῦμεν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων του, ὡσὰν ὁποῦ εἴμεσθε μιαροὶ καὶ βρωμεροί, καὶ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ μᾶς φαίνεται, πῶς καὶ αἱ ἅγιαι εἰκόνες συγχαίνονται καὶ ἡμᾶς καὶ τὰ ἔργα μας. Διὰ τοῦτο μηδὲ τολμοῦμεν νὰ πλησιάσωμεν εἰς αὐτάς, καὶ νὰ τὰς  ἀσπασθοῦμεν, καὶ τὸ ἔχομεν διὰ μεγάλην μας ἐντροπήν, νὰ ἐγγίσωμεν τὰ καθαρά, καὶ ἅγια μὲ τὰ ἀκάθαρτα, καὶ μεμολυσμένα χείλη μας. Καὶ ὅταν μέλλωμεν νὰ ἐμβοῦμεν μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, μᾶς πιάνει φόβος, καὶ τρόμος, ὡσὰν  ὁποῦ  ἐμβαίνομεν ἀνάξια, νὰ μὴ σχισθῇ εἰς δύω τὸ ἔδαφος τῆς ἐκκλησίας, καὶ μᾶς κατεβάσῃ ζωντανοὺς εἰς τὸν ᾅδην. Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα μᾶς διδάσκει πάντοτε ἡ ἁγία ταπείνωσις, καὶ μᾶς μεταπλάττει, καὶ μᾶς ἀλλοιώνει, καὶ τρόπον τινὰ μᾶς δημιουργεῖ, καὶ μᾶς κάμνει ταπεινούς, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ θελήσωμεν, νὰ μὴν ἠμποροῦμεν πλέον νὰ συλλογισθοῦμεν, ἢ νὰ εἰποῦμεν διὰ τὸν ἑαυτὸν μας κανένα μέγα, καὶ ὑψηλόν, ἀλλὰ νὰ μένωμεν ὡσὰν ἀνδριάντες ἐστηλωμένοι καὶ ἐπεγεγραμμένοι. Αὐτὴ ἡ ἁγία ταπείνωσις μᾶς διδάσκει, πὼς δὲν δυνάμεθα νὰ μάθωμεν κανένα καλόν, χωρὶς διδάσκαλον. Καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ  μᾶς ἐρωτοῦν, καὶ μᾶς λέγουν, ἆρά γε γινώσκεις, ἃ ἀναγινώσκεις; αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ ἀποκρινώμεθα εἰς αὐτούς, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβωμεν ἐκεῖνα ὁποῦ  διαβάζομεν, ἂν δὲν μᾶς ὁδηγήσῃ τινάς; Αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ μὴ περιπατοῦμεν τὴν στράταν, ὁποῦ δὲν ἠξεύρομεν χωρὶς ὁδηγόν. Αὐτὴ μᾶς παραγγέλλει, ὅταν θέλωμεν νὰ μετανοήσωμεν, νὰ μὴ πλησιάζωμεν εἰς τὸν Θεὸν χωρὶς μεσίτην, καὶ ὁδηγόν. Διότι ἀνίσως μᾶς παρακινεῖ νὰ ἐντρεπώμεθα τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν, καὶ τὰ μεταξὺ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ εὐλαβούμεθα μὲ φόβον τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν Ἁγίων αὐτοῦ, καὶ νὰ μὴ τολμῶμεν νὰ κοιτάξωμεν, ἢ νὰ πλησιάσωμεν, καὶ νὰ ἀσπασθοῦμεν αὐτάς, πόσῳ περισσότερον ἤθελε μᾶς κάμῃ νὰ μὴ πλησιάσωμεν χωρὶς μεσίτην εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον Ποιητήν, καὶ Δεσπότην τῶν ἁπάντων Θεόν; ὅτι ἀγκαλὰ καὶ εἶναι πολλὰ φιλάνθρωπος, ὅμως πολλὰ εὐφραίνεται εἰς τὴν ταπείνωσιν, καὶ εἰς τὴν σκυθρωπότητα μας, καὶ πολλὰ τὸ ἐπαινεῖ αὐτό, τὸ νὰ λογιάζ τινὰς τὸν ἑαυτόν του, πὼς εἶναι ἀνάξιος νὰ πλησιάσῃ εἰς αὐτὸν μόνος του χωρὶς μεσίτην. Κατὰ ἄλλον τρόπον. Θέλωντας ὁ Δεσπότης μας, καὶ Θεὸς νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι πρέπει νὰ πλησιάζωμεν εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τινὸς  (σελ. 77) μεσίτου, καὶ ἐγγυητοῦ, αὐτὸς ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ εἰς ὅλα τὰ λοιπὰ ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τύπος, καὶ παράδειγμα, ἔτζι καὶ εἰς τοῦτο, αὐτὸς πρῶτος ἔγινε μεσίτης, καὶ ἐγγυητὴς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὴν ἐπρόσφερεν εἰς τὸν ἴδιόν του Πατέρα, καὶ Θεόν. Καὶ ὕστερα ἐχειροτόνησεν ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας ταύτης, καὶ τῆς ἐγγυήσεως, τοὺς ἁγίους του Ἀποστόλους. Καὶ αὐτοὶ ἐπρόσφεραν πάλιν εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν ὅλους ἐκείνους ὁποῦ  ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ἐδιάλεξαν, καὶ ἐχειροτόνησαν, καὶ διαδόχους τους, ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας ταύτης, καὶ αὐτοὶ πάλιν ἄλλους, καὶ ἄλλους πάλιν ἐκεῖνοι. Καὶ τοιούτης λογῆς ἕως τώρα φυλάττεται τοῦτο κατὰ διαδοχήν. Καὶ δὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ παραβαίνωμεν, καὶ νὰ καταπατοῦμεν τὴν ἐδικήν του προσταγήν, καὶ παράδοσιν. Ἀμὴ νὰ μένωμεν εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ μας ἐδιώρισεν. Ὅθεν λέγει, «οὐδείς ἔρχεται πρὸς μέ, ἐὰν μὴ ὁ Πατήρ μου ἑλκύσῃ αὐτόν»· καὶ πάλιν, «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι' ἐμοῦ». Ἔτζι πάλιν καὶ κανένας δὲν ἔρχεται εἰς τὴν πίστιν τῆς ἁγίας, καὶ ὁμοουσίου Τριάδος, ἂν δὲν διδαχθῇ ἀπὸ κανένα διδάσκαλον τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Καὶ κανένας δὲν βαπτίζεται χωρὶς Ἱερέα, μηδὲ κοινωνεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ του τὰ θεῖα Μυστήρια. Καὶ ὁποῖος δὲν βαπτισθῇ, καὶ δὲν κοινωνήσῃ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, δὲν θέλει ἐπιτύχῃ ποτὲ τὴν αἰώνιον ζωήν, καθὼς τὸ ὁρίζει ὁ ἴδιος. «Ὁ πιστεύσας, καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Καὶ πάλιν, «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Ἐπειδὴ λοιπὸν χωρὶς τὸ Βάπτισμα, καὶ χωρὶς τὴν κοινωνίαν τῶν θείων Μυστηρίων κανένας χριστιανὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταξιωθῇ τὴν αἰώνιον ζωήν· καὶ αὐτὰ τὰ Μυστήρια δὲν δίδονται εἰς ἡμᾶς διὰ μέσου τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οὔτε διὰ μέσου τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ὁποῦ  ἦσαν ὕστερον ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀμὴ δίδονται διὰ μέσου ἐκείνων ὁποῦ εἶναι τώρα, καὶ ζοῦν, καὶ συναναστρέφονται μαζὶ μὲ ἡμᾶς· φανερὸν εἶναι, ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ  ἐμετάδιδαν εἰς τοὺς πιστοὺς ἐκεῖνοι ὁποῦ  ἦσαν τότε εἰς τὸν κόσμον, τὰ ἴδια δίδουν, καὶ αὐτοὶ (σ.σ. οἱ σημερινοὶ ἱερεῖς) εἰς ἡμᾶς. καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἐβάπτιζαν μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ἔτζι κάμνουν καὶ αὐτοὶ τώρα. Ἐκεῖνοι ἐμετάδιδαν τὸ σῶμα, καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἴδια καὶ αὐτοὶ μᾶς μεταδίδουν. Καὶ δὲν ἦτον τίποτε περισσότερον εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἐβαπτιζοντο, ἢ ἐμεταλάμβαναν τότε, οὐδὲ τώρα εἶναι καμμία ἔλλειψις εἰς ἡμᾶς ὁποῦ βαπτιζόμεθα καὶ μεταλαμβάνομεν. Ἐδίδασκαν ἐκεῖνοι τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα, τὴν ἀχώριστον, καὶ ὁμότιμον, ἤγουν εἰς τὸν Πατέρα, καὶ Υἱόν, καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ἴδια διδάσκουν καὶ ἡμᾶς τώρα οἱ Πατέρες μας. Λοιπὸν ἔγινε φανερὸν ἀπὸ αὐτὰ μὲ συντομίαν (ἐπειδὴ δὲν τὰ γράφω ὅλα, διὰ νὰ μὴν ἐξαπλωθῇ εἰς πολὺ μάκρος ὁ λόγος) ὅτι εἴ τι ἔκαμναν εἰς τοὺς πιστοὺς τότε οἱ Ἀπόστολοι, καὶ ὅ,τι ἐδίδασκαν, τὰ ἴδια κάμνουν καὶ εἰς ἡμᾶς τώρα οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες μας, οἱ Ἀρχιερεῖς, λέγω, καὶ Ἱερεῖς, ἀπαράλλακτα, καὶ χωρὶς νὰ λείψῃ τίποτε. Καὶ μᾶς διδάσκουν, καὶ μᾶς νουθετοῦν, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαφέρουν τίποτε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἐξάπαντος εἶναι καὶ υἱοὶ  τῶν Ἀποστόλων, καὶ Ἀπόστολοι. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ  δὲν τοὺς δέχονται, μηδὲ ἀκούουν τοὺς λόγους τους, θέλει ἀκούσουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁποῦ νὰ τοὺς λέγῃ, «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον τοῖς τὴν γῆν τῶν Σοδόμων, καὶ Γομόρων οἰκήσασιν, ἢ ὑμῖν». Ὅτι ἐπειδὴ εἶπεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει. καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ. Ὁ δὲ ἀθέτων ἐμέ, ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Εἶναι φανερόν, ὅτι τὰ ἴδια λέγει καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ  εἶναι τώρα, καὶ ἀκόμη, καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ  μέλλουν νὰ γένουν ὑστερώτερα ὅμοιοι μὲ ἐκείνους. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν δέχονται, μήτε ἀκούουν αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς ἀθετοῦν, δὲν δέχονται αὐτὸν τὸν ἴδιον Χριστόν, οὔτε τὸν ἀκούουν, ἀμὴ τὸν ἀθετοῦν, καὶ μὲ τὴν ἀθέτησιν αὐτοῦ, ἀθετοῦν καὶ τὸν Θεόν, καὶ Πατέρα ὁποῦ τὸν ἔπεμψεν. Ἰξεύρεις λοιπόν, τέκνον μου περιπόθητον, ὅτι εἰς τούτους τοὺς καιροὺς κανένας ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἢ ἀρχιερεῖς τινα ἢ ἀγαπᾷ, ἢ φοβεῖται, ἢ περιποιεῖται, ἢ δέχεται κανένα ὡσὰν ἀπόστολον Θεοῦ, καὶ μαθητὴν Χριστοῦ διὰ ἀγάπην μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἢ διὰ τὴν ἐντολήν του, ἢ διὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ὁποῦ  δίδονται ἀπὸ αὐτὸν εἰς ἡμᾶς. Ἀμὴ ὅλοι μας ἕνας τὸν ἄλλον καταφρονοῦμεν· ἕνας τὸν ἄλλον διαβάλλομεν· οἱ μοναχοὶ κατηγοροῦμεν, τοὺς μοναχούς· οἱ ἱερεῖς τοὺς ἀρχιερεῖς· οἱ λαϊκοὶ (σελ. 78) ὅλους, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ τελείως δὲν ἐνθυμεῖταί τινας, ὅτι, καθὼς ἦτον παλαιὰ ἡ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, καὶ καθὼς τότε ἐδιώρισεν ὁ Θεός· πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους, καὶ τοὺς λοιποὺς ὁποῦ ἐπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος, ἔτζι παρόμοια εἶναι καὶ τώρα ἡ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ προεστεύουν εἰς αὐτήν, διὰ νὰ δεχθῇ τινάς, ἄλλους μὲν ὡσὰν  Ἀποστόλους, καὶ ἄλλους ὡσὰν  Προφήτας, καὶ ἄλλους ὡσὰν  Διδασκάλους. Ἀμὴ ἡμεῖς ὅλα αὐτὰ τελείως τὰ ἀλησμονήσαμεν, καὶ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου ὑπερηφανευόμεθα. Καὶ ἐκεῖνον ὅπου μὲ ἐβάπτισε σήμερον, καὶ μὲ ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ τὴν φθορὰν τῆς ψυχῆς, καὶ μὲ ἐγέμισεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μὲ ἔλυσεν ἀπὸ τὰς  ἁμαρτίας, καὶ μὲ ἐκοινώνησε τὸ ἄχραντον Σῶμα, καὶ τὸ σωτήριον Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ ἔκαμαν υἱὸν Θεοῦ· (τί ἄλλο περισσότερον ἔκαμναν τότε εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ;) αὐτὸν ἐγὼ αὔριον δὲν καταδέχομαι, μηδὲ κἂν νὰ τὸν χαιρετήσω, ἐπειδὴ τὸ λογιάζω διὰ ἐντροπήν μου, μήτε θέλω νὰ εὔγω εἰς προϋπάντησίν του, ὅταν ἔρχεται εἰς ἐμένα καὶ νὰ τὸν τιμήσω, καὶ νὰ τὸν δεχθῶ μὲ κάθε περιποίησιν. Ἀμὴ λέγω τοῦ ὑπηρετοῦ μου μὲ ἀγανάκτησιν, τὶ θέλει; δός του ἀπόκρισιν, ὅτι ὁ αὐθέντης ἔχει ὑπηρεσίαν, καὶ δὲν ἀδειάζει νὰ τὸν ἀνταμώσῃς. Καὶ δὲν λέγω τὰ χειρότερα ἀπὸ αὐτά, καὶ ἀτιμώτερα ὁποῦ κάνουν, ὄχι μόνον εἰς τοὺς μοναχούς, ἀμὴ καὶ εἰς τοὺς Ἱερεῖς, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὁποῦ  ἐξομολογοῦνται, καὶ ἀφιερώνουν τὰς  ψυχάς τους εἰς αὐτούς. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ  σήμερον ἐδιάλεξε νὰ τὸν ἔχῃ πνευματικὸν πατέρα του καὶ διδάσκαλον διὰ μέσου τῆς ἐξομολογήσεως, ὄχι ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον καιρόν, ἀλλὰ εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον καιρόν, ὁποῦ λέγει, πὼς εἶναι πνευματικόν του τέκνον, εὐθὺς ὑπερηφανεύεται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα, καὶ μάλιστα ἀντὶ διὰ τέκνον πνευματικόν, καὶ μαθητής του, γίνεται πνευματικός του πατὴρ καὶ διδάσκαλος, καὶ νομοθετεῖ ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ, καὶ τοῦ ἀντιλέγει, καὶ τὸν ἐξουθενεῖ, ἂν τύχῃ καὶ τοῦ εἴπῃ τίποτε, ὁποῦ  νὰ μὴν εἶναι κατὰ τὴν γνώμην τοῦ. Καὶ ἀπερνῶντας ὁ καιρός, μήτε ἰξεύρει παντελῶς ὁ τοιοῦτος πὼς ἔχει πνευματικὸν πατέρα, ἢ διδάσκαλον. Καὶ ἀνίσως ὁ πνευματικὸς δὲν πηγαίνη εἰς ἐκεῖνον, καὶ δὲν κάμνῃ τὰ θελήματά του, μήτε συγκαταβαίνη εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ θέλει, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἂν δὲν πίπτῃ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἐκεῖνον νὰ ἀπολεσθῇ, τὸν ἀφίνει ἐκεῖνον, καὶ ζητεῖ ἄλλον, ὁποῦ νὰ τοῦ ἀκολουθῇ εἰς τὰ σαρκικά του θελήματα. Ἔτζι λοιπὸν ὅλα τὰ πνευματικά, (καθὼς καὶ ἐσὺ τὰ βλέπεις, καὶ τὰ ἰξεύρεις) εἶναι συγχυσμένα, καὶ τεταραγμένα τὴν σήμερον, καὶ ἀφανίσθη κάθε τάξις, καὶ θεία παράδοσις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἀθετήθησαν ὅλαι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο ὅλον τὸ κακόν, καὶ ὀλέθριον γίνεται εἰς τὴν τωρινὴν γενεάν, μὲ τὸ νὰ φαντάζωνται ὅλοι, πὼς εἶναι διδαγμένοι τὰ θεῖα, καὶ ἰξεύρουν τὰς  ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἠμποροῦν νὰ διακρίνουν ἐκεῖνα ὁποῦ τοὺς συμφέρει. Καὶ πρὸς τούτοις ἀκόμη μὲ τὸ νὰ λογιάζουν, πῶς ὅλον τὸ ἱερατεῖον εἶναι ἁμαρτωλοί, καὶ ἀνάξιοι, εἶναι ὅμως πληροφορημένοι, ὅπως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ, καὶ διὰ μέσου τῶν ἀναξίων. Καὶ νομίζουν μὲν ὅτι λαμβάνουν τὰ χαρίσματα ὁποῦ ἐνεργοῦνται εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοὺς ἀρραβῶνας τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ὁποῦ  μας δίδονται· τὸν δὲ ἱερέα, ὁποῦ μὲ τὸ μέσον του τοὺς δίδονται αὐτά, τὸν ἀποστρέφονται, καὶ τὸν μισοῦν, ὡσὰν ἁμαρτωλόν, καὶ ἀνάξιον τῆς Ἱερωσύνης. Ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς πνευματικοὺς τὰ ἴδια φαντάζονται. Πῶς αὐτοὶ διὰ μέσου τῆς ἐξομολογήσεως ὁποῦ  κάμνουν πρὸς ἐκείνους, λαμβάνουν τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων των, ἔπειτα ἐκείνους τοὺς πνευματικούς, τοὺς λογιάζουν, πὼς δὲν ἔχουν καμμίαν ἀρετήν, ἢ παρρησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ τοὺς ἔχουν ἴσια, καθὼς ἔχουν καὶ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ  εὑρίσκονται εἰς τοιαύτην κατάστασιν, νομίζουν, πὼς λαμβάνουν καὶ αὐτοὶ ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἁρπάζουν ὅλα τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ὁποῦ  ἐχάρισεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἀποστόλους, καὶ οἱ Ἀπόστολοι πάλιν τὰ ἐμετάδωσαν εἰς ἐκείνους ὁποῦ  ἐπίστευσαν μὲ τὸ μέσον τους εἰς τὸν Χριστόν, χωρὶς νὰ δώσουν τὴν πρέπουσαν τιμήν, καὶ πίστιν εἰς ἐκείνους ὁποῦ τοὺς δίδουν αὐτὰ τὰ χαρίσματα· τὴν ὁποίαν τιμὴν τὴν ἐπρόσφεραν πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, καὶ εἰς τοὺς Ἀποστόλους πάλιν οἱ μαθηταί τους, καὶ εἰς αὐτοὺς πάλιν ἐκεῖνοι, ὁποῦ  ἦσαν ὑποκείμενοι εἰς αὐτούς. καὶ αὐτοὶ θαρροῦν, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει ζητήσει ἀπὸ αὐτοὺς νὰ προσφέρουν αὐτὴν τὴν τιμὴν καὶ τώρα, εἰς τοὺς (σελ. 79) ἀρχιερεῖς, καὶ ἱερεῖς, καὶ ἡγουμένους, καὶ πνευματικοὺς πατέρας μας. Ἀμὴ ἐπειδὴ ἐβαπτίσθησαν ἀνήλικοι, νομίζουν μὲ τοῦτο, πὼς εἶναι ἀθῷοι, ὅπου δὲν ἐτίμησαν ὕστερον ἐκεῖνον ὅπου τοὺς ἐβάπτισεν, οὐδὲ τὸν εὐλαβήθησαν ὡς πατέρα τους. Καὶ φαντάζονται, πὼς ἐπειδὴ μανθάνουν τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ παιδία ὁποῦ  εἶναι ἀκόμη, αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ τους εἰς εὐσέβειαν, καὶ δὲν θέλει ἐξετασθοῦν πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸν πὼς ἐκαταφρόνησαν τοὺς διδασκάλους τῆς εὐσεβείας, καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ αὐτούς. Ἀμὴ ἐπειδὴ τοὺς φαίνεται, πὼς εἶναι εὐσεβεῖς, καὶ πὼς πολιτεύονται πλέον εὐσεβέστερα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐλπίζουν πὼς θέλει δικαιωθοῦν, μοναχὰ μὲ αὐτό. Ἀκόμη καὶ τὸ νὰ εἴπουν μόνον τὰς  ἁμαρτίας τους, καὶ νὰ τὰς ἐξομολογηθοῦν, καὶ νὰ λάβουν συγχώρησιν ἀπὸ τοὺς πνευματικούς τους πατέρας, τοῦτο τοὺς φαίνεται, πῶς εἶναι ἀρκετὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τους, καὶ δὲν τοὺς χρειάζεται πλέον νὰ ἔχουν εἰς αὐτοὺς πίστιν, μήτε νὰ προσφέρουν τὴν τιμήν, καὶ εὐλάβειαν, ὁποῦ  πρέπει εἰς αὐτοὺς τοὺς πνευματικούς, ὡσὰν ὁποῦ  εἶναι ἀπόστολοι Θεοῦ, καὶ μεσίται, καὶ παρακαλεσταὶ εἰς αὐτὸν διὰ αὐτούς. Ἔτζι ὅλη ἡ οἰκουμένη ἐγέμισε τώρα ἀπὸ τέτοιαν πλάνην, καὶ ἀπὸ τέτοιον κακόν. Καὶ ἡ παράβασις καὶ ἡ καταφρόνησις μιᾶς ἐντολῆς, ἐγύρισεν ἄνω κάτω ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν  τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐγκρέμισεν ἕως εἰς τὸ ἔδαφος. Διατὶ ἐκατήντησεν εἰς τόσην ἀταξίαν, καὶ ταραχὴν ἡ ἐκκλησία, ὁποῦ  σχεδὸν δὲν φαίνεται πουθενὰ παντάπασιν ἡ οἰκοδομή της, μήτε γνωρίζεται εἰς ἡμᾶς τελείως κατασκευὴ τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος. Ἀμὴ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχωμεν κεφαλήν μας τὸν Χριστόν, μηδὲ νὰ εἴμεσθε ἕνας μὲ τὸν ἄλλον συνδεδεμένοι, καὶ συγκολλημένοι ἀπὸ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, καὶ ἀδελφοὶ κατὰ Πνεῦμα, μήτε καταδεχόμεθα νὰ οἰκοδομούμεθα ὁ κάθε ἕνας εἰς τὴν ἐδικήν του τάξιν ἀπὸ τοὺς πρωτομαϊστόρους τῆς ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο εἴμεσθε διασκορπισμένοι, ὡσὰν μία ἄψυχος ὕλη. Τόσον πολλὰ ἐδουλώθημεν εἰς τὰ θελήματά μας, καὶ ἐκυριεύθημεν ἀπὸ τὰς  ἐπιθυμίας τῶν ἡδονῶν, καὶ ὑπατήθημεν ἀπὸ αὐτάς, καὶ ἐδιασκορπισθήκαμεν. Καὶ ἀπὸ τὸ μῖσος, καὶ τὴν ὑπερηφανίαν ὁποῦ  ἔχομεν, ἐχωρίσθηκαμεν, καὶ ἐσχισθήκαμεν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἐχάσαμεν τὸ γνώρισμα, καὶ τὸ σημεῖον τῆς πίστεως μας, ἤγουν τὴν ἀγάπην, διὰ τὴν ὁποίαν εἶπεν ὁ Κύριος, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἔστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Διατὶ ὅταν χάσωμεν αὐτήν, ματαίως ὀνομαζόμεθα χριστιανοί. Ὅθεν, εἰπέ μου, σὲ παρακαλῶ, ὅταν ἡμεῖς δὲν ἀγαποῦμεν τοὺς πνευματικούς μας πατέρας, ὁποῦ μᾶς ἐπροξένησαν τόσα μεγάλα, ἀγαθὰ διὰ μέσου τῶν ὁποίων μας κάμνει ὁ Θεὸς κατὰ χάριν υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς δόξης του, καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, καὶ συμμετόχους ὅλων τῶν ἄλλων ὁποῦ εἴπαμεν. Ὅταν λέγω, δὲν τοὺς ἀγαποῦμεν, μηδὲ τοὺς τιμοῦμεν, μηδὲ τοὺς δοξάζομεν καθὼς πρέπει, καὶ καθὼς εἶναι χρεία νὰ τιμᾶται ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπεσταλμένος ἀπὸ αὐτὸν εἰς ἡμᾶς, ποῖος θέλει μᾶς πιστεύσει διὰ τοὺς πλησίον, καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς μας, πὼς ἔχομεν τελείως εἰς κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ἀγάπην; καὶ ξεχωριστὰ ἀπὸ τοῦτο, ἀνίσως ἐκείνους ἔχομεν μεσίτας, καὶ παρακαλεστὰς εἰς τὸν Θεόν, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, νὰ δώσουν εἰς ἡμᾶς τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ νὰ μς φιλιώσουν μὲ αὐτὸν τούτους, λέγω, ἀνίσως δὲν τοὺς δεχώμεθα μὲ κάθε πληροφορίαν, καὶ πίστιν, ὡσὰν ἁγίους, ἀμὴ τοὺς ἔχωμεν ὡς ἁμαρτωλούς, πῶς ἐλπίζομεν ὅτι θέλει μας δοθῇ ἡ τελεία συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν μας; διατὶ λέγει ὁ Κύριος, «κατὰ τὴν πίστιν σου γεννηθήτω σοι». Καὶ βέβαια κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεώς σου, καὶ καθὼς πιστεύεις εἰς αὐτούς, ἔτζι θέλει λάβῃς, καὶ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Καὶ ἀνίσως εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁποῦ  λέγει, «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται. καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ», θαυμάζω, καθὼς προεῖπα, τί λογῆς ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν βάλλουν ποτὲ εἰς τὸν νοῦν τους, ὅτι καὶ ἡμεῖς, ὄχι μόνον πρέπει νὰ ἀγαποῦμεν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα τοὺς ἀδελφούς μας κατὰ πνεῦμα ἀμὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς τωρινοὺς πνευματικοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ τὸν δεχθοῦμεν, ὡσὰν ἀπόστολον Χριστοῦ, διὰ νὰ δεχθοῦμεν τὸν Χριστὸν διὰ μέσου ἐκείνου, καὶ πρέπει νὰ κάμνωμεν ὅλα του τὰ λόγια, ὡσὰν νὰ εὔγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ; ἢ μὲ ποῖον ἄλλον τρόπον ἤθελε δυνηθοῦν νὰ ἴδουν τὸν Χριστόν; ἢ νὰ τὸν ἀποκτήσουν μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν τους; Διατὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἡμᾶς, δὲν ἰξεύρουν τὸν ἱερέα ὁποῦ τοὺς ἐβάπτισε. Καὶ ἡμεῖς ὁποῦ  τὸν ἰξεύρομεν, τὸν (σελ. 80) ἐπαραβλέψαμεν, καθὼς προεῖπα, καὶ τὸν ἐκαταφρονήσαμεν. Καὶ μερικοὶ μήτε ἂν ἐβαπτισθήκαμεν τὸ ἰξεύρομεν. Καὶ ἂν δὲν τὸ ἰξεύρομεν, πῶς, ἢ διὰ ποίαν αἰτίαν ἠμποροῦμεν νὰ ἔχωμεν πίστιν; ἢ πῶς νὰ λογιστοῦμεν πὼς ἤμεσθε βαπτισμένοι; ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ καταλάβω. Πατέρα πνευματικὸν δὲν ἐγνωρίσαμεν, ἢ καὶ ἂν τὸν ἐγνωρίσαμεν, δὲν τὸν ἐτιμήσαμεν παντελῶς ὡς πατέρα. Διδάσκαλον νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν εὐσέβειαν δὲν ἀποκτήσαμεν, εἰδὲ καὶ ἠθελήσαμεν νὰ ἀποκτήσωμεν, ἀλλὰ δὲν ἐκάμαμεν, καθὼς ἐκεῖνος μς ἐδίδαξεν, ἀμὴ ἐπορευθήκαμεν, καθὼς ἡμεῖς ἠθελήσαμεν. Τί νὰ εἴπω πλέον, δὲν ἠξεύρω. Διὰ τὶ δὲν εὑρίσκω ἀπὸ ποῦ, ἢ ἀπὸ ποῖον κατόρθωμα ἀρετῆς, νὰ σᾶς ὀνομάσω Χριστιανούς. Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε ἄνθρωπε! διατί δὲν τιμᾷς τὸν πνευματικόν σου πατέρα, ὡσὰν  ἀπόστολον τοῦ Χριστοῦ; Διατὶ (λέγει) δὲν τὸν βλέπω νὰ φυλάττει τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸν τιμῶ. Αὐτὰ εἶναι ματαία πρόφασις. Διότι, (εἰπέ μου),σὺ καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὰς  φυλάττεις, καὶ διὰ τοῦτο τὸν καταφρονεῖς ἐκεῖνον, καὶ τὸν κατακρίνεις; καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ, ἂν καὶ ἐσὺ ἐφύλαττες ὅλας τὰς ἐντολάς, μηδὲ ἔτζι πάλιν σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸν κατακρίνῃς. Μήτε νὰ τὸν ἀποστρέφεσαι ἢ νὰ τὸν διαβάλλῃς, καὶ νὰ τὸν κατηγορῇς διὰ τὴν ἀμέλειάν του, ἀμὴ ἔπρεπε μάλιστα νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸν ὑπομένῃς, καὶ νὰ τὸν τιμᾷς διὰ τὰ ἀγαθὰ ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεὸς μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, καὶ νὰ τὸν κάμῃς συγκοινωνὸν εἰς τὰ σωματικά, διὰ τὰ καλὰ ὁποῦ σοῦ ἐπροξένησεν, ὅσον ἠμπορεῖς, διὰ νὰ φυλάξῃς, ὄχι μοναχὰ ἐκεῖνα ὅπου σοῦ ἐχαρίσθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσης μὲ τὰ τοιαῦτα ἔργα. Ὅμως τώρα, καθὼς βλέπεις, μὲ τὴν ἀπιστίαν καὶ ἀχαριστίαν, καὶ ἀθέτησιν ὅπου κάμνεις εἰς τὸν πνευματικὸν πατέρα σου, καὶ διδάσκαλον, ὄχι μόνον ἔχασες ἐκεῖνα ὅπου ἔλαβες, ἀμὴ ἐξάλειψες ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ αὐτὸ τὸ νὰ εἶσαι χριστιανός, καὶ ἐζημιώθης τὸν Χριστόν. Διατί, ὑπόθεσαι μὲ τὸν νοῦν σου, πῶς ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλεν εἰς ἐσένα ἕνα ἀπὸ τοὺς παραμικρούς του δούλους, ὁ ὁποῖος φορεῖ πτωχικά, καὶ παλαιὰ φορέματα, καὶ δὲν εἶναι καββαλάρης εἰς ἄλογον, μήτε εἰς μουλάρι, ἀμὴ βαστᾶ μοναχὰ ἕνα γράμμα, καὶ ἔχει βοῦλλαν βασιλικήν, καὶ εἶναι ὑπογεγραμμένον μὲ τὸ ἰδιόχειρον τοῦ βασιλέως, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ γράμμα σὲ ἀνακηρύττει ὁ βασιλεὺς γνήσιόν του ἀδελφόν, καὶ φίλον, καὶ ὑπόσχεται ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον καιρόν, νὰ σὲ κάμῃ σύντροφον τῆς βασιλείας του, καὶ νὰ σοῦ στεφανώσῃ τὴν κεφαλὴν μὲ βασιλικὸν στέφανον, καὶ νὰ σὲ ἐνδύσῃ φόρεμα βασιλικόν. Εἰπέ μου, τί ἤθελε κάμῃς εἰς αὐτόν; ἆρα γε ἤθελε τὸν δεχθῇς καὶ τὸν τιμήσῃς, ὡσὰν  δοῦλον τοῦ βασιλέως, διὰ τὰς  μεγάλας καὶ βασιλικὰς ὑποσχέσεις, καὶ διὰ τὴν λαμπρότητα τῆς δόξης ὅπου μέλλει νὰ λάβῃς, καὶ ἤθελε χαρῇς μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ τὸν εὐεργετήσῃς ὅσον τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ πάλιν νὰ τοῦ ὑποσχεθῇς νὰ τὸν εὐεργετήσῃς καὶ ὑστερώτερα; ἢ ἤθελε τὸν καταφρόνεσης, καὶ τὸν στείλῃς ὀπίσω εὔκαιρον, καὶ ἀτιμασμένον, διατὶ εἶναι ἐνδυμένος πτωχικὰ φορέματα, καὶ ἦλθε πεζός; Εἰδὲ ὑποθέσωμεν, πὼς τὸν ἐκαταφρόνεσες ἐσὺ τοιουτοτρόπως, καὶ τὸ ἔμαθεν καὶ ὁ βασιλεύς, ἆρά γε ἤθελε σὲ ἐπαινέσῆ εἰς τοῦτο, ἢ ἤθελε σὲ μεμφθῇ, καὶ σὲ κατακρίνῃ; ἂν ἤσουν ἐσὺ ὁ ἴδιος βασιλεύς, τάχα δὲν ἤθελε λογιάσῃς διὰ ἐδικήν σου ὕβριν, καὶ ἀτιμίαν, ἐκείνην τὴν καταφρόνεσιν ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὸν δοῦλον σου; τάχα δὲν ἤθελε στοχασθῇς, ὡσὰν  ἐδικόν σου ὄνειδος, τὸν ὀνειδισμὸν ἐκείνου; καὶ ἀληθινὰ ἔτζι εἶναι. Διατὶ τόσον πολλὰ ἤθελε θυμωθῇς κατεπάνω του, ὡσὰν νὰ ἐκαταφρόνεσεν ἐσένα τὸν ἴδιον, καὶ νὰ σὲ ἐμέμφθη, πὼς ἔχεις τοιούτους δούλους. Καὶ ἤθελε εἴπῃς ἔτζι. Ποῖος τὸν ἐκατάστησεν ἐκεῖνον κριτὴν ἐπάνω εἰς τοὺς ἐδικούς μου δούλους; Διατὶ αὐτὸς δὲν ἐκατηγόρησε τὸν δοῦλον τὸν ἐδικόν μου, πὼς ἀπὸ τὴν ἐδικήν του ἀμέλειαν φορεῖ τὰ τοιαῦτα πτωχικά, καὶ λαιρωμένα φορέματα, ἀλλὰ κατηγορεῖ ἐμένα τὸν ἴδιον, πὼς εἶμαι ἄσπλαγχνος, καὶ ὑποφέρω νὰ βλέπω τοὺς δούλους μου ἐνδεδυμένους μὲ τέτοια παλαιοφορέματα, καὶ ἔτζι ἤθελε μετανοήσῃς εἰς ἐκεῖνα ὅπου ὑποσχέθης νὰ τοῦ κάμῃς διὰ αὐτὴν τὴν ἀτιμίαν ὅπου ἔκαμεν εἰς τὸν δοῦλόν σου. Καὶ βεβαιότατα δὲν ἤθελε τὸν ἀποδεχθῇς τελείως, ὅταν ἤθελε ἔλθῃ εἰς ἐσένα. Διατὶ αὐτὸς ὡς ἀδιάντροπος ἅρπασε τὴν κρίσιν τὴν ἐδικήν σου, καὶ ἔκρινε τοὺς δούλους σου, ὅπου δὲν εἶχεν ἄδειαν νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός. Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα στοχαζόμενος εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὡς πνευματικόν, καὶ ἠγαπημένον μου τέκνον, καὶ μανθάνοντας τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν τελείαν, καὶ καθαράν, ἀγωνίσου ὅσον δύνασαι, νὰ γένῃς χριστιανός, (σελ. 81) ὄχι μὲ λόγον μοναχά, ἀλλὰ μάλιστα μὲ τὸ ἔργον. Ἀπόκτησαι πατέρα πνευματικόν, ἀπόκτησαι διδάσκαλον, μεσίτην, καὶ ἐγγυητὴν πρὸς τὸν Θεόν. Συγκολλήσου μαζί του μὲ ἀγάπην, καὶ πίστιν, καὶ μὲ φόβον, καὶ πόθον, ὡσὰν νὰ ἤσουν μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον Χριστόν, διὰ νὰ ἀξιωθῇς μὲ τὸ μέσον αὐτοῦ, νὰ ἑνωθῇς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν Χριστόν, καὶ νὰ γένης συμμέτοχος, καὶ συγκληρονόμος τῆς αἰωνίου δόξης, καὶ βασιλείας του, καὶ νὰ ἀνυμνῇς, καὶ δοξάζῃς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του, καὶ τὸ πανάγιόν του Πνεῦμα, εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.