ΟΙ ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΙ, ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ

 

   Στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ὁ Πατριάρχης ἀντικανονικά καί παράνομα ἔπαιζε τόν ρόλο τοῦ Μιλλέτ Μπασί, δηλαδή τοῦ κυρίαρχου ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπειδή ὅμως κατέλυε τίς ἁρμοδιότητες τῶν ἄλλων Πατριαρχίων καί Ἐκκλησιῶν, γιά αὐτό τό πλήρωνε βαρειά τόσο ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης ὅσο καί ὁ Ἑλληνισμός.
    Ὁ Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέας Νανάκης, ἀναφερόμενος στούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακείμ Γ΄ καί Βαρθολομαῖο γράφει ὅτι «ἔζησαν καί ζοῦν στό μεταίχμιο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν, πρός ἀντίθετη βέβαια κατεύθυνση. Μέσα σέ ἕνα διαρκῶς ἐξελισσόμενο κοινωνικό, πολιτικό, οἰκονομικό περιβάλλον, τονίζει, ὁ μέν Ἰωακείμ Γ΄ στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ μέ τήν μετάβαση ἀπό τήν πολυεθνική ὀθωμανική αὐτοκρατορία στά ἔθνη κράτη τῆς Βαλκανικῆς, ὁ δέ Βαρθολομαῖος ἀπό τά ἐθνικά σύνολα στήν ὑπερεθνική πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη ἀνοικτή κοινωνία, μέ σκοπό καί οἱ δύο νά προσδώσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως».

     Ὁ Πατριάρχης ἐλειτούργει ὡς μονοπρόσωπος αὐθεντία
     Ἡ ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτελεῖ γιά τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὁρόσημο γιά τήν μετέπειτα μετεξέλιξή του, ἕνα ὁρόσημο τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἀφετηρία του τήν δεύτερη Πατριαρχεία τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ (1901-1912). Ἐνῶ στήν πρώτη Πατριαρχεία, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τήν οἰκονομική ἀκμή τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα στά ὅρια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, καταδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμό καί πορεύθηκε σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ἐθναρχίας, ἡ δεύτερη Πατριαρχεία του θεωρεῖται γιά τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀρχή μιᾶς νέας πορείας στήν ἱστορία του. Ἕνα ξεκίνημα τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἀφετηρία του τίς ἰδέες τῆς ἐθνικῆς ἰδεολογίας ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Γαλλικῆς ἐπανάστασης καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ.
        Τό Πατριαρχεῖο ἀπό τό 1453 μέχρι τά τέλη τοῦ 16ου αἰώνα ἐντάχθηκε σταδιακά στό ὀθωμανικό διοικητικό μηχανισμό καί στήν ὀθωμανική ἔννομη τάξη, ἔχοντας ἕνα καθεστώς ἐναρμονισμένο μέ τούς ὀθωμανικούς θεσμούς, τό ὁποῖο, πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ἀπεῖχε σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν ἀντίληψη πού εἶχαν γιά τήν Ἐκκλησία τόσο τό βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο ὅσο καί οἱ Ἱεροί Κανόνες, καθώς καί ἡ ἀπό αἰῶνες θεμελιωμένη χριστιανική παράδοση. Τέλος, ὁ θεσμός τοῦ Πατριαρχείου καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας διακρίνεται ἀπό ὁρισμένα κύρια γνωρίσματα, τά ὁποῖα ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453 ἕως τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα διατηροῦνται ἀναλλοίωτα. Δηλαδή:
     • Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής παραχώρησε στόν Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση θρησκευτικά, δικαστικά καί πολιτικά προνόμια, μέ τά ὁποῖα ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου ἐπεκτεινόταν ὄχι μόνον στά ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά ζητήματα, ἀλλά καί ἐπί τῶν διοικητικῶν καί δικαστικῶν σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους λαούς πού ζοῦσαν στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, μία πράξη ὅμως ἀντικανονική, ἀφοῦ δέν ἦταν σύμφωνη μέ τούς Ἱερούς Κανόνες. Ὁ Σουλτάνος ὁρίζοντας τόν Πατριάρχη ὡς ἡγεμόνα (Μillet Βasi) ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, ἀνεξ­άρτητα φυλῆς καί γλώσσας, ἀποσκοποῦσε μέσῳ τοῦ Πατριάρχη νά ἐλέγχη ὅλους τούς χριστιανικούς λαούς.
    •Ἐπειδή τό Πατριαρχεῖο βρισκόταν στό πολιτικό κέντρο τῆς Ὀθωμανικῆς αὐκρατορίας φυσικό ἦταν να ὑπερέχη τῶν ἄλλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ἔτσι, παρενέβαινε ἀντικανονικά πολλές φορές στήν διευθέτηση θεμάτων πού ἀνέκυπταν στά ἄλλα Πατριαρχεῖα ἀκόμα καί στίς διαδοχές τῶν Πατριαρχῶν, τούς ὁποίους πολλές φορές καί τούς ἐξέλεγε.
    •Ἡ ἀνάδειξη ἀλλά καί ἡ παύση τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος λειτουργοῦσε ὡς μονοπρόσωπη αὐθεντία, καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, εἰδικά ὅμως κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες, δηλαδή ἀπό τόν 15ο μέχρι τόν 17ο αἰώνα, πήγαζε ἀποκλειστικά ἀπό τόν Σουλτάνο, στόν ὁποῖον ὁ ἐκλεγμένος Πατριάρχης ὄφειλε νά πληρώση ἕνα μεγάλο ποσό, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες πού παρέχουν τά βεράτια πού περιγράφουν τήν διαδικασία ἀνάδειξης τοῦ Πατριάρχη.
Τό Πατριαρχεῖον διεφύλαττε τήν Ὀρθόδοξον ταυτότητα
     •Τό Πατριαρχεῖο μέχρι καί τόν 19ο αἰώνα ἀκολουθοῦσε πιστά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῶν Πατέρων καί διαφύλαττε καί συνέχιζε τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα καί συνείδηση. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅλες οἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι πού ἔγιναν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου εἶχαν ἀντιπαπικό καί ἀντιαιρετικό χαρακτήρα.
     •Οἱ σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀλλά καί μέ τόν Τσάρο κατά τό μεγαλύτερο διάστημα τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ὑπῆρξαν καλές καί στενές· γιά τόν λόγο αὐτό πολλές φορές κατηγορήθηκε ὁ Ἕλληνας Πατριάρχης ὡς ρωσόφιλος. Μάλιστα, σημαντικός παράγοντας γιά τίς σχέσεις τῆς Ρωσίας μέ τούς Ὀρθοδόξους λαούς τῶν Βαλκανίων ἦταν ἡ ἀποστολή βοηθείας ἀπό μέρος της, μέ σκοπό τήν στήριξη τῶν βαλκανικῶν λαῶν στήν χριστιανική πίστη, στήν προσπάθεια τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσης νά προσηλυτίσουν τούς Ὀρθοδόξους. Ἀλλά καί ἡ στήριξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πίστης ἐκ μέρους τῆς Ρωσίας, ὡς μέσο τῆς πολιτικῆς της ἐπιρροῆς καί παρουσίας στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία. Ἔτσι, οἱ παραδόσεις γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ καταπιεζόμενου Ὀρθοδόξου γένους ἀπό τό ὁμόδοξο ξανθό γένος τοῦ βορρᾶ ἔβρισκαν συχνά ἀπήχηση ὄχι μόνον στόν ἁπλό λαό καί στόν κατώτερο κλῆρο, ἀλλά καί σέ πολλούς ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς.
Ὁ Πατρ. Ἰωακείμ Γ΄ ἀπό τήν ἐθναρχικήν εἰς τήν ἐθνικήν συνείδησιν
    Ὅταν τόν 19ο αἰώνα ξεκινάει νά διαμορφώνεται στούς βαλκανικούς λαούς ἡ ἐθνική ἰδεολογία, μέ ἐπακόλουθο τήν ἵδρυση αὐτόνομων Ἐκκλησιῶν καί τήν δημιουργία ἀντίστοιχων ἐθνικῶν κρατῶν, τό Πατριαρχεῖο πιστό στήν ἰδέα τῆς ἐθναρχούσας Ἐκκλησίας καταδικάζει τόν ἐθνοφυλετισμό μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1872 στήν Κωνσταντινούπολη. Τό 1884 ὁ Ἰωακείμ Γ΄ παραιτεῖται, μή δεχόμενος νά ὑποκύψη στίς πιέσεις τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους Χαριλάου Τρικούπη, πού θέλησε νά εἶναι τό Πατριαρχεῖο ὄργανο τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς του. Στήν δεύτερη ὅμως Πατριαρχεία του ἔχουμε τήν μεταστροφή του, τήν μεταστροφή δηλαδή τῆς ἐθναρχούσης ἐκκλησιαστικῆς του πολιτικῆς σέ ἐθνικῆς, μέ σκοπό τήν ὑπεράσπιση τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων.
     Ὁ Μητροπολίτης καί πανεπιστημιακός καθηγητής Εὐλόγιος Κουρίλας σημειώνει στήν «Πατριαρχική Ἱστορία» τό 1951 ὅτι ὁ Βασίλειος Ἀγχιάλου γράφει ὅτι «Ἡ πολιτεία τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ καθ’ ἅπασαν τήν δευτέραν αὐτοῦ Πατριαρχείαν ἦτο μεστή σφαλμάτων καί παραβάσεων». Καί σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας σημειώνει ὅτι «καί ὁ Ἰωακείμ ἀνῆκεν εἰς τήν τεκτονικήν στοάν· ἤκουσά ποτε, ὅτι ἐμυήθη ὑπό τοῦ στενοῦ φίλου του, τοῦ διάσημου μαθηματικοῦ τῆς Μεγ. τοῦ Γένους σχολῆς, Ἀνδρέου Σπαθάρη». Μάλιστα, ὁ Ἰωακείμ τό 1902 μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐκλογῆς του ἀπηύθυνε ἐγκύκλιο γράμμα στούς Προκαθήμενους ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ὁποῖο τούς τονίζει ὅτι εἶναι ἀνάγκη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά κάνη διάλογο μέ τήν Παπική ἐκκλησία, τόν Προτεσταντισμό καί τίς Προχαλκηδόνιες ἐκκλησίες.
      Ἔτσι, τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μέ τήν δεύτερη Πατριαρχεία τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ ξεκινάει μία νέα ἀρχή στήν ἱστορία του, ὅπου ἀποποιεῖται τήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση καί υἱοθετεῖ τήν αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί ταυτόχρονα δίνει ἔμφαση στίς σχέσεις του μέ τήν Δύση. Ὅταν τό 1904 ὁ Πατριάρχης ἔκανε αἴτηση γιά οἰκονομική βοήθεια ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας γιά 9000 ρούβλια, ὁ τότε Ρῶσος πρέσβης στήν Κωνσταντινούπολη Ἰ. Α. Ζινόβιεφ εἶχε ἀπορρίψει τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχη. Μέ τήν δικαιολογία ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχείου διακατέχονται ἀπό ἔντονα ἀντιρρωσικά αἰσθήματα καί ἑλληνικό ἐθνικισμό καί μάλιστα χαρακτήριζε ὡς ἀρνητικό στοιχεῖο γιά τήν ἐνδυνάμωση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τήν προτίμηση πολλῶν ἀποφοίτων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης νά συνεχίσουν τίς σπουδές τους σέ Πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης καί ὄχι πλέον στήν Ρωσία.
Ὑπετάχθησαν εἰς τόν τεκτονισμόν καί εἰς τήν αἵρεσιν
     Ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική, ἡ ὁποία ἀκολουθήθηκε καί ἀπό τούς μετέπειτα Πατριάρχες ἦταν ἡ ἴδια. Ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης (1921-1923), γιά τόν ὁποῖο ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Χρῆστος Ἀνδροῦτσος σέ σημείωμα ἀπευθυνόμενο στόν τότε πρόεδρο τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Ράλλη ἔγραφε ὅτι «ἡ Κωνσταντινούπολις πάσχει ἐκ Βενιζελίτιδος», ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας γράφει ὅτι «ὁ μοιραῖος Πατριάρχης Μεταξάκης ἀνῆκεν εἰς τάς ‟μυστικάς ἑταιρείας”, εἰς τάς ὁποίας ὁ φιλοδοξίᾳ τυφλούμενος καί εἰς τήν διαφήμισιν τοῦ ἐγώ θυσιάζων τά πάντα ὤφειλε τήν διαδοχικήν εἰς τά ὕπατα τῶν ἐπί μέρους ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν ἀξιώματα ἄνοδον αὐτοῦ». Τοῦ ὁποίου ἡ παραίτηση τό 1923 συμπίπτει μέ τήν δημιουργία τοῦ ἐθνικοῦ κράτους τῆς Τουρκίας καί τό τέλος τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς συνεχόμενης πρωτεύουσας δύο αὐτοκρατοριῶν, τῆς Βυζαντινῆς καί τῆς Ὀθωμανικῆς.
      Στό πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχη τοῦ 20οῦ αἰώνα, τοῦ τέκτονος Ἀθηναγόρα, ἐπιβεβαιώνεται ὅτι, στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης καί μετέπειτα, ἡ ἀνάδειξη καί ἡ παύση τοῦ Πατριάρχη ὀφείλεται ἀποκλειστικά σέ κάποιον Σουλτάνο. Καί ὁ Σουλτάνος ἀπό τό 1948 μέχρι σήμερα ταυτίζεται μέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, ἀφοῦ ἡ ἐκλογή του ὑπῆρξε καθαρά ἐπιλογή τοῦ τότε μασώνου Προέδρου τῆς Ἀμερικῆς Τρούμαν. Ὁ Ἀθηναγόρας κατά τήν διάρκεια τῆς Πατριαρχείας του ἐργάσθηκε ὅσο κανείς ἄλλος γιά τόν ἰδεολογικό προσανατολισμό τοῦ Πατριαρχείου πρός τήν Δύση καί τήν ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες.

Σχισματικαί Ἐκκλησίαι καί προτεκτορᾶτα
      Πρός τόν ἴδιο προσανατολισμό ἐργάζεται καί σήμερα ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, μέ σκοπό τήν ὁλοκλήρωση τῆς παρακαταθήκης πού τοῦ παρέδωσε ὁ Ἀθηναγόρας. Καί ἡ ὁλοκλήρωση ἔγκειται στήν ὑπόδειξη τοῦ Μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου κ. Ἀνδρέα Νανάκη, δηλαδή στήν μετάβαση «ἀπό τά ἐθνικά σύνολα στήν ὑπερεθνική πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη ἀνοικτή κοινωνία», χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τήν δημιουργία παράνομων σχισματικῶν αὐτοκεφαλιῶν, τύπου Οὐκρανίας. Τό ἴδιο μοντέλο πού χρησιμοποιεῖ καί ἡ πολιτική παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας κράτη προτεκτορᾶτα μέ σκοπό τήν κατάλυση τῶν ἐθνικῶν κρατῶν.

Ξεριζωμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλεως καί ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία»

     Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος θά τιμωρηθῆ μέ βάσει τόν πνευματικό νόμο, ὅπως φοβερά τιμωρήθηκε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Πόλης μέ τόν ξεριζωμό τοῦ 1955, ἀναγνωρίζοντας νωρίτερα τό Πατριαρχεῖο τήν Ἐκκλησία τῶν 400 ψευδοεπισκόπων, πού εἶχε συγκροτήσει ὁ κομμουνισμός μέ τόν ἐγκληματία Στάλιν, τήν λεγόμενη «Ζῶσα Ἐκκλησία». Τόν ἴδιο πνευματικό νόμο πλήρωσε καί τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἴδια πράξη, ἀναγνωρίζοντας τήν «Ζῶσα Ἐκκλησία».

Τώρα ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίζει τήν ψευδοεκκλησία τοῦ ναζιστικοῦ μορφώματος τοῦ Ποροσένκο.
    Ἡ ἐπί 400 χρόνια παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, πού μέ τό σπαθί τοῦ Σουλτάνου κατήργησε τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί Ἐκκλησιῶν, μέ τό Μιλλέτ Μπασί, ἔφερε τραγικά ἀποτελέσματα, σιμωνίες γιά τήν ἐκλογή ἐπισκόπων, πληρωμές στόν Σουλτάνο καί σφαγές ἀπό τόν Σουλτάνο. Ὁ Πατριάρχης ἦταν ὑπεύθυνος, ἐπειδή δέχθηκε ἀντικανονικά νά καταργήση τήν ἐλευθερία καί τήν ὑπόσταση τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί Ἐκκλησιῶν. Κάθε φορά πού ὁ Ἑλληνισμός ἔκανε ἐπανάσταση ὁ Σουλτάνος ἐσφαγίαζε ἤ ἐξόριζε τόν Πατριάρχη, ἀφοῦ εἶχε πάρει ἐξουσία πού δέν τοῦ ἀνῆκε οὔτε ἀπό τόν Θεό οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό τούς σφαγεῖς του τούς ἴδιους.
Οἱ πνευματικοί νόμοι λειτουργοῦν
      Ὁ ὑπερφίαλος τοῦ Φαναρίου νομίζει ὅτι ἡ προσωρινή πανίσχυρη Ἀμερική εἶναι πιό ἰσχυρή ἀπό τούς ἀκατάλυτους Ἱερούς Κανόνες. Νομίζει ἀφελῶς, σάν νά μή πιστεύη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὅτι μία μεγάλη δύναμη μπορεῖ νά νικήση τούς Νόμους τοῦ Θεοῦ.
     Ὁ ἴδιος θά πάθη χειρότερα ἀπό τόν μασόνο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού ἔκλεγε μέ ἀναφιλητά τό 1955 μέ τόν ξεριζωμό τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλεως. Ὁ μασόνος αὐτός, φέρων ράσα, τοῦ ἄρεσε, ἔχοντας φιλικές σχέσεις μέ τόν μασόνο Πρόεδρο τῆς Ἀμερικῆς Τρούμαν, νά καταλαμβάνη ξένους θρόνους, πού ἀνῆκαν σέ ἄλλο Πατριάρχη, τόν Μάξιμο, τόν ὁποῖο κατηγόρησαν γιά κομμουνιστή, φιλορῶσο καί ψυχοπαθῆ καί τοῦ ἅρπαξαν τόν θρόνο. Ἀλλά οἱ 300.000 Ἕλληνες τῆς Πόλης ἁρπάχθηκαν καί ξεριζώθηκαν ἐν μιᾷ νυκτί ἀπό τούς φίλους τοῦ Ἀθηναγόρα, τούς Τούρκους, τούς Ἀμερικανούς καί τούς μασόνους.
      Ἐμεῖς εἰλικρινά προσευχόμεθα νά μή πάθη τίς ἴδιες συμφορές ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Ἑλληνισμός ἀπό τά προκλητικά, ἀντικανονικά καί ἀντιευαγγελικά ἔργα τοῦ Φαναρίου καί τῶν συνεργατῶν του.
                                                                                                       Πηγή