Κακέκτυπα


Οἱ νέοι Ἕλληνες ὡς (μπασταρδεμένα, λόγῳ ἐκδυτικισμοῦ) κακέκτυπα τῶν Βυζαντινῶν προγόνων τους, μποροῦν νὰ ἀναλυθοῦν σὲ πολλὰ ζητήματα βάσει τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας.

Ἡ ἄτυπη κατάρρευση τῶν συνόρων μετὰ τὸ 2015 δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν κατάρρευση τῶν μικρασιατικῶν βυζαντινῶν συνόρων μετὰ τὸ 1071: Οἱ Σελτζοῦκοι ἐγκαθιστοῦσαν τουρκικὲς φρουρὲς σὲ κάθε μικρασιατικὴ πόλη (ἐλλείψει βυζαντινοῦ στρατεύματος, ποὺ εἶχε διαλυθεῖ) παριστάνοντας ὅτι εἶναι ἁπλοὶ μισθοφόροι τοῦ νέου αὐτοκράτορα, μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ρωμανοῦ. Σὲ δέκα χρόνια ἔφτασαν στὸ Αἰγαῖο, ὅπως σήμερα σὲ 5 χρόνια ἀπὸ τὸ 2015 βλέπεις μαντῆλες καὶ Μουσουλμάνους σὲ κάθε μικρομεγάλη πόλη τῆς Ἑλλάδας. Πού, βέβαια, δὲν εἶναι ἔνοπλοι. Ἂν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τὴν ἔκπληξη τῶν Σελτζούκων, νὰ προχωρᾶν ὅλο καὶ δυτικότερα καὶ κανεὶς νὰ μὴν τοὺς ἀντιστρατεύεται, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τί γίνεται τώρα. Δέκα χρόνια δράνειας εἶναι τεράστιο διάστημα καὶ συνάμα περνᾶν σὰν μία στιγμή. Ἂς ποῦμε, ἀπὸ τὸ 2010 ὣς τὸ 2020.

Ἡ γοργὴ διάλυση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας ἐπὶ Ἀγγέλων (1182-1204), μὲ τὸν κάθε τοπάρχη νὰ ἀνακηρύσσεται, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 1204, αὐτοκράτορας καὶ ἡγεμόνας (Ἑλλάδα, Μ. Ἀσία), ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὴν νεοελληνικὴ περίπτωση: Δρόμοι κι ἐθνικὲς ὁδοὶ κλείνουν ἀπὸ συγγενεῖς παρανομούντων πολιτῶν, οἱ νόμοι παραβιάζονται μπροστὰ στὰ δικαστήρια. Συνοικίες ἢ περιοχὲς τῆς Ἀθήνας δὲν ὑπόκεινται στὶς ἀρχὲς τοῦ συντάγματος τῆς χώρας. Τοπικὲς μαφίες ἀναλαμβάνουν τμήματα τῆς ἐπικράτειας.

Ἡ ἐπιρροὴ τῶν ξένων ἐμπόρων στὸ ὕστερο Βυζάντιο ἔχει τὸ ἀνάλογό της μὲ τὴν ἀδυναμία ἐλέγχου τῶν ξένων πολιτῶν ἀπὸ τὸ νεο-ἑλληνικό. Ἡ ἀδυναμία μπροστὰ στοὺς ξένους ἐμπόρους καὶ ἡ ἀδυναμία μπροστὰ στὸ Μνημόνιο ἔχουν ἰδιαίτερες ὁμοιότητες. Οἱ ἰταλοὶ ἔμποροι καὶ οἱ ἰταλικὲς πόλεις ἀνάγκασαν τὸν αὐτοκράτορα νὰ τοὺς παραχωρήσει ὁλόκληρες περιοχὲς τῆς Πόλης σὲ ἀποζημίωση γιὰ τὶς ζημιὲς ποὺ προκλήθηκαν σὲ μία ἀντιλατινικὴ ἐξέγερση τοῦ ὄχλου τῆς πρωτεύουσας. Τὸ Μνημόνιο εἶναι κάτι ἀντίστοιχο -ἀλλὰ χωρὶς κἂν νεοελληνικὴ ἐξέγερση.

Ἀναπόφευκτα συνεισφέρω, ἔτσι, κι ἐγὼ στὴν εἰκόνα τῆς «βυζαντινῆς παρακμῆς». Ὡστόσο, ἡ βυζαντινὴ ἀκμή, ποὺ ὑπῆρξε καὶ ἦταν χρονικῶς «τεράστια», εἶναι ἀδύνατη καὶ ἀδιανόητη γιὰ τοὺς νεο-Ἕλληνες, γιατὶ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ἦταν βασισμένη στὴν πίστη, ποὺ ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν φόβο, ἐνῶ ἡ ὕστερη νεοελληνικὴ βασίζεται στὸ φόβο τοῦ ἀτομικοῦ θανάτου-Τέλους καί, ἀναπόφευκτα, στὸ σκορποχώρι ποὺ ὁ φόβος αὐτὸς προκαλεῖ. Ἔτσι, στοὺς νεο-Ἕλληνες ἀπομένει μόνο ἡ βυζαντινὴ παρακμή, τὴν ὁποία -κατὰ τραγικὴ εἰρωνεία- θέλησαν νὰ ἀποφύγουν ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.

Πηγή.