«Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γάρ ἐπιτρέπεται αὐταῖς λαλεῖν […] αἰσχρόν γάρ ἐστι γυναιξίν ἐν ἐκκλησίαις λαλεῖν» (Α΄ Κορ. 14, 34–36).
Ἄς τό ἀκούουν αὐτό οἱ Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτρέπουν στούς ἱεροψάλτες νά ἀναβιβάζουν γυναῖκες στό ἀναλόγιο καί νά συμψάλλουν μετ᾽ αὐτῶν.
Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. ΠατρῶνΔρος Θεολογίας
Ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, ὁ Χριστιανισμός ἀνύψωσε τήν γυναῖκα καί ἐξίσωσε τά δύο φύλα. Ὀντολογικά, θεολογικά καί ὑπαρξιακά γκρεμίσθηκε ὁ μεσότοιχος πού χώριζε τά δύο φύλα: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (Γαλ. 3, 28), διατρανώνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Καί τοῦτο γιά τόν λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ὡς φύλο, ἀλλά ὡς πρόσωπο.
Μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία ὁ ἄνδρας κινεῖται ὡς κεφαλή, ὅπως χαρακτηρίζεται καί στήν Ἁγία Γραφή (Α΄ Κορ. 11, 3), ἐνῶ ἡ γυναῖκα λειτουργεῖ ὡς καρδία. Ὁ Ὅσιος Μάξιμος τό προσδιορίζει μέ σαφήνεια: «Ἀνήρ ἐστιν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας ἐπιμελούμενος νοῦς […] γυνή δέ τοῦ τοιούτου νοός ἐστιν ἡ σύνοικος αἴσθησις» (Πρός Θαλάσσιον, 25, PG 90, 332A). Ὁ ἐγκέφαλος διαθέτει τήν λογική, τήν κρίση, τήν σκέψη. Ἡ καρδία διαθέτει τό συναίσθημα, τήν ἀγάπη, τό μυστήριο. Ἄν ποτέ ἤθελε ὁ ἐγκέφαλος –στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό– νά γίνη κι αὐτός καρδία ἤ ἡ καρδία νά γίνη καί αὐτή ἐγκέφαλος, τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν νά μεταβληθῆ ὁ ὀργανισμός αὐτός σέ ἕνα τέρας.
Γιά τόν λόγο αὐτό πιστεύουμε ἀκραδάντως ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού ἡ γυναῖκα – καρδία ἠθέλησε παντοιοτρόπως νά γίνη κι αὐτή ἐγκέφαλος – ἄνδρας, ἄρχισε νά διαταράσσεται ὁ ὀργανισμός τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί νά μεταβάλλεται σέ τερατῶδες μόρφωμα μέ τά ἀλλοπρόσαλλα ἀποτελέσματα πού ὅλοι γευόμαστε.
Ἔφθασε στό σημεῖο ἡ γυναῖκα νά ἐπιζητῆ νά ἱερωθῆ, νά εἰσέρχεται στό Πανάγιο Θυσιαστήριο, νά ἀνέρχεται στό ἀναλόγιο τοῦ Ἱεροψάλτου, νά λαμβάνη τήν θέση τοῦ Ἐπιτρόπου στά Ἐνοριακά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια.
Στίς ἀρχές, βεβαίως, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ γυναῖκες ἐλάμβαναν μέρος σέ διακονήματα ἐκκλησιαστικά, ὅμως μετέπειτα ἐξέλιπε κι αὐτή ἡ διακονία τους.
Ἄλλωστε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔχει ἀποφανθῆ: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γάρ ἐπιτρέπεται αὐταῖς λαλεῖν […] αἰσχρόν γάρ ἐστι γυναιξίν ἐν ἐκκλησίαις λαλεῖν» (Α΄ Κορ. 14, 34–36).
Ἄς τό ἀκούουν αὐτό οἱ Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτρέπουν στούς ἱεροψάλτες νά ἀναβιβάζουν γυναῖκες στό ἀναλόγιο καί νά συμψάλλουν μετ᾽ αὐτῶν.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπεξηγεῖ ὅτι δέν ἐπιτρέπεται στήν γυναῖκα νά προκάθεται καί νά ἄρχη τῶν ἀνδρῶν. Ἄν θέλη νά παραινέση καί νά καθοδηγήση κάποιον –ὅπως ἔχομε πολλά τέτοια παραδείγματα στήν Ἁγία Γραφή– αὐτό νά γίνεται ἰδιωτικῶς, «ἐν τῇ οἰκίᾳ», καί ὄχι δημοσίᾳ «ἐν ἐκκλησίαις»: «Ἀνδράσι μέν γάρ ἐπιτέτραπται διδάσκειν ἄνωθεν καί ἄνδρας καί γυναίκας· γυναιξί δέ τόν μέν παραινετικόν ἐπιτρέπει λόγον ἐπ᾽ οἰκίας, οὐδαμοῦ δέ προκαθῆσθαι συγχωρεῖ, οὐδέ μακρόν ἀποτείνειν λόγον ἀφίησι» (PG 62, 683).
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό ψάλλειν, ὡς γνωστόν, ἐπέχει τήν θέση τοῦ ἐκπροσωπεῖν τόν λαό. Ὁ ἱεροψάλτης ἀπαντᾶ στόν Λειτουργό–Ἱερέα ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, τά δέ ψαλλόμενα, συνιστοῦν, σύμφωνα μέ ἔγκριτους μελετητές, διδασκαλία καί ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Ὁ καθηγητής Ἀθ. Βουρλῆς γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἱερά ψαλμωδία οὖσα θεῖος λόγος ἐξ Ἀποκαλύψεως Πνεύματος Ἁγίου […] εἶναι οὐ μόνον Πνευματοδώρητος ἀλλά καί Πνευματοκίνητος ‘διδαχή’ καί ‘γλῶσσα’ τῆς θεολογίας, ‘ἑρμηνεία’ καί ‘κήρυγμα’ τῆς ἀληθοῦς πίστεως, δοξαστική καί εὐχαριστιακή κραυγή τῆς λατρευτικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Δογματοηθικαί ὄψεις τῆς Ὀρθοδόξου ψαλμωδίας, 1994, σ. 265).
Ἄρα, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξαγγέλει ὅτι ἡ γυναῖκα «ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· διδάσκειν δέ γυναικί οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδέ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾽ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (Α΄ Τιμ. 2, 11), πῶς ἐπιζητεῖ ἡ γυναῖκα νά λάβη τέτοια θέση μέσα στόν Ἱερό Ναό, παρακούοντας τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί φέροντας θανάσιμη ἀταξία τήν ὑψίστη ὥρα τῆς θείας Λατρείας;
Ὁ 70ός κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἑρμηνεύοντας τά σχετικά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, διαλαμβάνει τά ἑξῆς: «Μή ἐξέστω ταῖς γυναιξίν ἐν τῷ καιρῷ τῆς θείας λειτουργίας λαλεῖν· ἀλλά κατά τήν φωνήν Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, σιγάτωσαν· οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ᾽ ὑποτάττεσθαι, καθώς καί ὁ νόμος λέγει· εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τούς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων 2, σσ. 467–468). Πόσο μᾶλλον νά κηρύττουν ἤ νά ψάλλουν στόν ναό. Ὁ Νικόδημος Μίλας ὑπογραμμίζει: «Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τό δικαίωμα ταῖς γυναιξίν, ἵνα αὗται φροντίζωσιν περί τῶν ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον ὀφείλουσιν αὗται κατά τά παραγγέλματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά σιγῶσιν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί νά ὑποτάσσωνται, οὐδαμῶς δικαιούμεναι ἐκτελεῖν ἐσωτερικάς ἐκκλησιαστικάς διακονίας (Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, 1906, σ. 363).
Ὁ Ζωναράς στήν ἑρμηνεία τοῦ ἀνωτέρω κανόνα, ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν προφανῶς τόν Σοφοκλή, ὁ ὁποῖος λέγει πώς «γυναιξί κόσμον ἡ σιγή φέρει» (Aἴας, 293) ἐπισημειώνει ὅτι «καί τοῖς θύραθεν ἁρμόδιον ἔδοξε» ἡ σιωπή τῆς γυναίκας. Τήν ἴδια ἄποψη βρίσκομε καί στόν Λιβάνιο: «ὦ γύναι, πρέπει σιγᾶν, ὥς γε καί τῶν τεττίγων ὁ μέν ἄρρην ᾄδει» (Ὁμ. 26, Foerster, Leipzig: Teubner 1997, 26, 1, 41, 3). Στήν προκειμένη περίπτωση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν ἡ παντός εἴδους παρέμβαση, «οὐ μόνον κατά τόν καιρόν τῆς λειτουργίας, ἀλλ᾽ ἐπί πάσης συνελεύσεως τῶν πιστῶν», ἀπαγορεύεται ὡς ἀνοίκειος.
Συνακολούθως, ὁ 44ος κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου διακελεύει: «Ὅτι οὐ δεῖ γυναίκας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ εἰσέρχεσθαι» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα κανόνων 3, σ. 212). Ὁ κανονολόγος Ἀριστηνός ἀποφαίνεται: «Γυναιξί τό ἱλαστήριον ἄβατον» (ὅπ.π., σ. 212). Ἴσως κάποιος ἀντείπει ὅτι στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρονται πολλές περιπτώσεις προφητίδων γυναικῶν (βλ. Δεββώρα, Ὀλδά, Ἄννα μητέρα Σαμουήλ, θυγατέρες Ἀπ. Φιλίππου κ.ἄ.) καί ἄρα ἡ διδασκαλία συναποτελοῦσε καί χάρισμα τῶν γυναικῶν. Στό ἐπιχείρημα αὐτό ἀπαντοῦμε μέσα ἀπό τήν γλῶσσα τῶν Πατέρων: «Προεφήτευον αἱ θυγατέρες Φιλίππου, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἔλεγον… οὐκ ἄν εὕροις ὅτι Δεββώρα ἐδημηγόρησεν εἰς τόν λαόν, ὥσπερ Ἱερεμίας καί Ἡσαΐας· οὐκ ἄν εὕροις ὅτι Ὀλδά προφήτις οὖσα ἐλάλησε τῷ λαῷ […] ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀναγέγραπται Ἄννα προφήτις […] ἀλλ᾽ οὐκ ἐν ἐκκλησίᾳ ἐλάλησεν […] μή γυναῖκα ἡγεμόνα γίνεσθαι τῷ λόγῳ τοῦ ἀνδρός […] οὐχ ἵνα ἄνδρες καθήμενοι ἀκούωσι γυναικῶν, ὡς ἐκλειπόντων ἀνδρῶν τῶν δυναμένων πρεσβεύειν τόν τοῦ Θεοῦ λόγον» (Catenae in Sancti Pauli epistolas ad Corinthios, Cramer 1967, σ. 279, PG 60, 315).
Ἐπιπροσθέτως, ὀφείλουμε νά τονίσουμε καί τοῦτο: Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στόν Μυστικό Δεῖπνο, ἐκεῖ ὅπου παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δέν κάλεσε τίς Μαθήτριες, οἱ ὁποῖες Τόν ἀκολουθοῦσαν καί Τόν διακονοῦσαν, ἀλλ᾽ οὔτε καί αὐτή τήν Μητέρα Του (Πρβλ. Μάρκ. 14, 17. Λουκ. 22, 14). Μετά δε τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, τήν θέση τοῦ πεπτωκότος μαθητοῦ δέν τήν κάλυψε ἡ Παναγία μας ἤ κάποια ἀπό τίς μαθήτριες, ἀλλά ὁ Ματθίας. (Πράξ. 1, 23–26). Ἀκόμη, ὅταν ἐπέστη ἡ ἀνάγκη ἐκλογῆς διακόνων γιά τήν ὑπηρεσία τῆς ἑτοιμασίας τῶν τραπεζῶν, ἐπελέγησαν καί γιά τήν διακονία αὐτή ἄνδρες –οἱ ἑπτά Διάκονοι– καί ὄχι γυναῖκες (Πράξ. 6, 2–7).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταδεικνύεται ὅτι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δέν ἔδωσε ποτέ τό εἰδικό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καί τῆς διακονίας τοῦ λόγου, μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι καί ἡ ψαλμωδία ἐν ὥρᾳ Λατρείας, στήν γυναῖκα. Καί αὐτό συμβαίνει ὄχι γιατί ἡ Ἐκκλησία μας ὑποτιμᾶ τό γυναικεῖο φύλο ἤ γιατί εἶναι ὑπέρ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητος, ἀλλά γιά τόν λόγο ὅτι σέβεται τήν πιστότητα στήν ἀλήθεια τήν Ἁγιοπατερική καί τήν ὀντολογική φύση.
Πρέπει νά κατανοήσουμε ὅλοι καί ἐν προκειμένῳ ἡ γυναῖκα ὅτι τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ταυτισμένο μέ τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Γιά νά ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος στόν χῶρο τῆς ἀληθείας, εἶναι ἀνάγκη νά πορεύεται σύμφωνα μέ τό Πανάγιο θέλημά Του.
Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου» (Λουκ. 1, 38) εἶναι ἡ ὁδός πορεύσεως τῆς γυναίκας καί γενικότερα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν σωτηρία του. *Δημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» στίς 17/11/2017.