σσ. Και περίγελως των Οικουμενιστών ο αντιαιρετικός χαρτοπόλεμος!
Περίγελως τῶν οὐνιτῶν ἡ Ὀρθόδοξος συνοδικότης
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἀναμένεται εἰς τὴν Ρώμην ἡ πραγματοποίησις γενικῆς «συνόδου ἐπισκόπων» τῶν παπικῶν, ὅπου θὰ συσκεφθοῦν μὲ θέμα τὴν συνοδικότητα. Τὸ ἐνδιαφέρον ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι μεγάλον, ἀφ’ ἑνὸς διότι οἱ Οἰκουμενισταὶ προπαγανδίζουν ὅτι ἡ συνοδικὴ αὐτὴ στροφὴ τοῦ παπισμοῦ φέρει ἐγγύτερα τὴν «ἕνωσιν» (ἐνδεχομένως τὸ 2025;), ἀφ’ ἑτέρου διότι εἶναι ἀφορμή, διὰ νὰ διαπιστώση κανεὶς πόσον ἔχει ἀλλοιωθῆ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν ἡ συνείδησις περὶ συνοδικότητος. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀξίζει ἰδιαιτέρως νὰ προσεχθῆ ἄρθρον τοῦ οὐνίτου κ. Ἐμμανουὴλ Νὶν «Ἐπισκόπου Καρκαβίας καὶ Ἀποστολικοῦ Ἐξάρχου» τοῦ Πάπα ἐν Ἑλλάδι, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ὁποῖον παραθέτομεν ἀκολούθως ὡς ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν ἐφημερίδα «Καθολικὴ» τῆς 30ῆς Σεπτεμβρίου 2022:
«Ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία γίνεται πολὺς λόγος γιὰ συνοδικότητα. Αὐτή, παρουσιάζεται καὶ πρωτίστως βιώνεται (ἴσως ἐλλείψει ξεκάθαρης διευκρίνισης σχετικὰ μὲ τὸ νόημά της ἀλλὰ καὶ ἴσως ἐλλείψει πραγματικῆς κατήχησης) ὡς τόπος, χῶρος, ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ γιὰ τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ νὰ προτείνει θέματα καὶ ἀπόψεις, ποὺ συνήθως ἐπαφίενται στὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἐνδεχομένως καὶ αὐτοῦ ποὺ προΐσταται μίας οἰκουμενικῆς συνοδικῆς συνέλευσης…
…Κάποιος μάλιστα οἰκειοποιήθηκε τὴ φράση ποὺ ἀποδόθηκε, σὲ προγενέστερο χρόνο, σὲ ἕνα Καταλανὸ ἐπίσκοπο στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, καὶ ἐπινόησε τὴ νέα φράση: «Ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶναι συνοδικὴ ἢ δὲν θὰ εἶναι Ἐκκλησία».
Ὁ προβληματισμός μου, χωρὶς νὰ ἔχει μεγάλες ἀξιώσεις, ἐκκινεῖ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὲς φορές, τοὺς τελευταίους μῆνες, ἄκουσα νὰ λέγεται, ἀκόμη καὶ ἀπὸ πρόσωπα ἐγνωσμένης ἐγκυρότητας, τὸ ἑξῆς: «Ἐσεῖς στὴν Ἀνατολὴ εἴχατε πάντα συνοδικότητα. Ἐνῶ ἐμεῖς στὴ Δύση, ἴσως…». Ἀλλὰ γιὰ ποιὰ συνοδικότητα μιλᾶμε; Ὅταν διατυπώνεται ὅτι: «… ἐσεῖς στὴν Ἀνατολὴ εἴχατε πάντα συνοδικότητα…», δὲν ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος παρεξήγησης, ὅταν, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο πρὸς τὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, συγχέει κανεὶς τὴ συνοδικότητα μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ συλλογικότητα; Ἡ τελευταία, στὴν Ἀνατολή, συνδέεται μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, τῆς ὑπηρεσίας ἐντὸς τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ λαμβάνει χώρα στὴ σύναξη τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀνήκουν σὲ μία συγκεκριμένη Ἐκκλησία καὶ ἔχει ὡς ἐπικεφαλῆς της ἕνα πατριάρχη, ἕνα ἀρχιεπίσκοπο ἢ ἕνα μητροπολίτη. Οἱ ἀποφάσεις, ἐντὸς αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, λαμβάνονται ἀπὸ τὴ σύναξη τῶν ἐπισκόπων (σχεδὸν πάντα ἀποκαλούμενο «σύνοδος» ἢ μερικὲς φορές «συμβούλιο ἱεραρχῶν»), ποὺ ἀνήκουν σὲ μία Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ σύνοδος συγκαλεῖται ἀπὸ τὸν προεδρεύοντα σὲ αὐτήν, ἐνόψει ἐπισκοπικῶν ὀνομασιῶν καὶ ἄλλων σημαντικῶν ἀποφάσεων, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς χριστιανικῆς πορείας ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ ποιμένες γιὰ τὸ καλὸ τῶν πιστῶν τους, σὲ πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ἐπίπεδο.
Βέβαια, αὐτὴ ἡ ἄσκηση διακονίας / ὑπηρεσίας / ἐξουσίας στὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ἔχει σίγουρα μία συνοδικὴ διάσταση κατὰ τὸ ὅτι οἱ ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνονται σὲ πλήρως συλλογικὸ ἐπίπεδο, ἀνήκουν στὴ σύνοδο τῶν ἐπισκόπων, νοούμενη ὡς σύναξη ἐπισκόπων μαζὶ μὲ τὸν προϊστάμενό τους: Πατριάρχη, ἀρχιεπίσκοπο ἢ μητροπολίτη. Ἑπομένως, στὴν Ἀνατολή, καὶ γιὰ καθεμία ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες, γίνεται λόγος γιὰ μία πορεία τῆς συνόδου τῶν ἐπισκόπων μὲ τρόπο συλλογικό. Ὡστόσο, καὶ ξαναπιάνοντας τὸ νῆμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἂν ἡ Δύση ἀντιλαμβάνεται τὴ συνοδικότητα ὡς τόπο ἢ ὡς στιγμὴ ὅπου ὅλοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, δροῦν ἀπὸ κοινοῦ προκειμένου νὰ καταλήξουν σὲ κάποια ἐκκλησιαστική, δογματική, κανονική, πειθαρχικὴ ἀπόφαση, ὅποια καὶ νὰ εἶναι αὐτή, καθίσταται σαφὲς ὅτι τέτοια συνοδικότητα στὴν Ἀνατολὴ δὲν ὑπάρχει.
…ἐφόσον καλούμαστε νὰ θέσουμε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν χριστιανῶν (κληρικῶν καὶ λαϊκῶν) τὴ συνοδικότητα, μία συνοδικότητα ποὺ ἂν δὲ διασαφηνιστεῖ ἐπαρκῶς ἡ ἔννοιά της, διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ γίνει κατανοητὴ μόνο ὡς «χριστιανικὸς κοινοβουλευτισμὸς» ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἐκφράζουμε ἀπόψεις γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, κινδυνεύουμε νὰ προτείνουμε καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε, ἐπιτρέψτε μου τὴν ἔκφραση, μία «πυραμιδικὴ» ἐκκλησιολογία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ λησμονήσουμε, ἢ ἂν μὴ τί ἄλλο νὰ θέσουμε στὸ περιθώριο μίαν ἄλλη ὀπτικὴ ποὺ θεωρῶ θεμελιώδη. Αὐτὴ ἡ ὀπτικὴ ἦταν στὸ ἐπίκεντρο τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβληματισμῶν ἤδη κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα καὶ παραμένει ἀνοιχτὸ ζήτημα προβληματισμοῦ. Ἀποτελεῖ δὲ νευραλγικὸ σημεῖο (punctum dolens) ἀκόμα καὶ σήμερα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐπισκοπικὴ συλλογικότητα σὲ θέματα διοίκησης καὶ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχω ὡστόσο ἐπίγνωση ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ἄλλη ὑπόθεση ἐργασίας, ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, ἐξίσου σπουδαῖο ὅσο ἡ ἴδια ἡ συνοδικότητα, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται τόσος λόγος, εἶναι δηλαδὴ ἕνα θέμα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε σὲ ἕνα προβληματισμό, ποὺ θὰ ὑπερέβαινε ὄχι μόνο αὐτὲς τὶς λιγοστὲς σελίδες, ἀλλὰ καὶ τὴν τρέχουσα ἐκκλησιαστικὴ συγκυρία. Ἔθιξα αὐτὸ τὸ ζήτημα στὴν ἀρχὴ τοῦ στοχασμοῦ μου ἀναφορικὰ μὲ τὶς συνόδους τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ ἀφήνω ὅπως ἀκριβῶς διατυπώθηκε».
Τὸ παρατεθὲν ἄρθρον εἶναι ἐνδεικτικὸν τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία τείνει νὰ ἐπικυριαρχήση καὶ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς. Ἡ φράσις «ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης» δὲν ἀκούγεται πλέον ξένη εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, καθὼς τὰ τελευταῖα ἔτη τὴν μηρυκάζουν συνεχῶς χείλη οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς ὑποτιθέμενον «ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ ἐπισκόπου Κων/λεως» νὰ συγκαλῆ Πανορθοδόξους Συνόδους, νὰ δέχεται «ἔκκλητον», νὰ παραχωρῆ αὐτοκεφαλίας, νὰ ἔρχεται εἰς κοινωνίαν μὲ σχισματικούς, νὰ προεδρεύη τῶν διαλόγων, νὰ φέρη μόνον αὐτὸς μίτραν καὶ ράβδον κατὰ τὰ συλλείτουργα κ.ἄ. Ἐσχάτως μάλιστα ἐγένετο λόγος καὶ διὰ «ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν» νὰ ἔλθη εἰς κοινωνίαν – ἀναγνώρισιν τῶν καθηρημένων καὶ αὐτοχειροτονήτων τῆς Οὐκρανίας!
Ὀφείλομεν δι’ εἰσέτι μίαν φορὰν νὰ ὑπογραμμίσωμεν ὅτι εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν δὲν ὑφίσταται «ἀποκλειστικὸ δικαίωμα»! Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι ἐξίσου διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔχουν ἀκριβῶς τὴν αὐτὴν ἱερωσύνην, τὰ ἴδια καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις, καθὼς ἑκάστη Τοπικὴ Ἐπισκοπή, εἰς τὴν ὁποίαν προΐστανται εἶναι Καθολικὴ Ἐκκλησία! Ἄν, ὡστόσον, ὁ ἑκασταχοῦ Προκαθήμενος ὀφείλει νὰ πράξη κάτι δι’ ἕν γενικὸν ζήτημα π.χ. διακοινωνία μὲ ἄλλην Ἐκκλησίαν, δὲν εἶναι ζήτημα διὰ τὸ ὁποῖον ἔχει ὁ ἴδιος «ἀποκλειστικὸν δικαίωμα» αὐτενεργείας, ἀλλὰ –τουναντίον- ἔχει «ἀποκλειστικὴν ὑποχρέωσιν» ὑπακοῆς εἰς ὁ,τιδήποτε ἀποφασίσει ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἐντὸς τῆς ἐπισκοπῆς, ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης δὲν λαμβάνει ἀποφάσεις μόνος του, ἀλλὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ συναποφασίζη μὲ τὸ «συνέδριον τῶν πρεσβυτέρων», ὅπως ὁρίζει ἡ Ἱ. Παράδοσις.
Ἡ φράσις ἑπομένως «Ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶναι συνοδικὴ ἢ δὲν θὰ εἶναι Ἐκκλησία» εἶναι -ἂν κανεὶς ἀποφύγη τὴν ἀπολυτοποίησιν- πλήρως ἀληθής. Ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἐπειδὴ ἀντικατέστησε τὴν συνοδικότητα μὲ τὸν Πάπαν (παπισμὸς) ἢ ἐκκοσμίκευσε τὴν συνοδικότητα (προτεσταντισμὸς) κατέληξεν εἰς τὸ νὰ μὴ εἶναι Ἐκκλησία, παραχαράσσων τὰ δόγματα. Δυστυχῶς ἀνάλογος πειρασμὸς ὑπάρχει καὶ σήμερα εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὅταν θεολογοῦντες κύκλοι ἐπιχειροῦν νὰ προβάλλουν εἰς τὴν ἄκτιστον σφαῖραν τῆς θεότητος τὴν ἐπίγειον πραγματικότητα περὶ συνοδικότητος (ἡ γνωστὴ κακόδοξος θεωρία ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι Σύνοδος τριῶν προσώπων!).
Εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Νὶν γίνεται διάκρισις μεταξὺ «συνοδικότητος» καὶ «ἐπισκοπικῆς συλλογικότητος», ἐκ τῶν ὁποίων ἡ δευτέρα «ἔχει σίγουρα μία συνοδικὴ διάσταση», ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν «συνοδικότητα». Ἐρχόμεθα εἰς τὴν δύσκολον πραγματικὰ θέσιν νὰ δώσωμεν συγχαρητήρια εἰς τὸν οὐνίτην, διότι ὄντως ἀντιλαμβάνεται αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ πλεῖστοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων δὲν ἔχουν τὴν παραμικρὰν ἰδέαν. Οἱ Ἐπίσκοποί μας θεωροῦν ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς συνοδικότητος εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τῆς ΔΙΣ (οὔτε κἄν τῆς Ἱεραρχίας) καὶ τὸ τέλος της συμπίπτει μὲ τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν ἐργασιῶν της, ἐνῶ μέχρι τὴν ἑπομένην συνεδρίασιν ἡ «συνοδικότης» ἀναστέλλεται, διδοῦσα τὴν θέσιν της εἰς τὴν ὑποταγὴν ὅλων εἰς τὸν «Μακαριώτατον» καὶ τὴν ΔΙΣ, δίκην πάπα καὶ κονκλαβίου! Ἐνεφανίσθη, βεβαίως, καὶ τὸ ἄλλον ἄκρον προσφάτως, ὅταν ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως ἐδήλωσεν ὅτι, ἂν οἱ πιστοὶ τοῦ ζητήσουν τὰ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον ἐκεῖνος θὰ ὑπακούση εἰς τὸ ποίμνιόν του…! Πρωτοφανὲς εἰς τὰ χρονικά, ἀλλὰ εὐτυχῶς ἦτο ἁπλῶς ἐπικοινωνιακὸν τέχνασμα.
Καθίσταται κατανοητὸν ὅτι πάσχει σφόδρα ἡ αὐτοσυνειδησία περὶ συνοδικότητος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας. Οἱαδήποτε φωνὴ ἐπιχειρεῖ νὰ ὑποδείξη τὴν λειτουργίαν τῆς ὀρθῆς συνοδικότητος κατηγορεῖται ὡς «προτεσταντική», ἁπλῶς καὶ μόνον διότι ἡμιμαθεῖς Ἱεράρχαι ἀρνοῦνται νὰ ἀποβάλλουν τὴν ἀλαζονικήν τους ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησαν μετὰ ἀπὸ πολλὰς θυσίας καὶ παρακλήσεις… Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως, κατανοοῦν καὶ τὸν «Ἀρχιεπίσκοπον» ἢ «Πατριάρχην» ὡς «προϊστάμενόν» τους, ὡς ἀναφέρει ὁ κ. Νίν, τῶν ἰδίων ἐχόντων τὴν νοοτροπίαν τῶν ὑφισταμένων! Διὰ τοῦτο καὶ τὸ συμπέρασμα τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι ἂν συνοδικότης εἶναι, ὅταν «ὅλοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, δροῦν ἀπὸ κοινοῦ… τέτοια συνοδικότητα στὴν Ἀνατολὴ δὲν ὑπάρχει» ἀποτελεῖ τὴν τραγικὴν πραγματικότητα!
Ἂς μὴ μείνωμεν εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰς διαπιστώσεις αὐτὰς προβαίνει ἕνας οὐνίτης, ὅταν μάλιστα ὄχι μόνον ὁ παπισμὸς σημαίνει κατάργησιν τῆς συνοδικότητος, ἀλλὰ ἔχει συμβάλει καὶ εἰς τὴν βατικανοποίησιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι γνωστὰ αὐτά. Εἶναι προτιμώτερον νὰ ἀξιοποιήσωμεν τὸ συμπέρασμα ὡς ἰδικήν μας αὐτοκριτικὴν καὶ ὡς ἀφορμὴν ἀναστοχασμοῦ ἐπὶ τῆς συνοδικότητος. Πῶς θὰ ἀντιληφθοῦν οἱ Ἐπίσκοποι ὅτι δὲν εἶναι μονοκράτορες; Πῶς θὰ ἀφυπνισθοῦν οἱ παθητικοὶ πιστοί;
Πάντοτε εἰς τὰς συζητήσεις περὶ συνοδικότητος ἀνακύπτει τὸ δίπολον «χριστιανικὸς κοινοβουλευτισμὸς» καὶ «πυραμιδικὴ ἐκκλησιολογία». Καθὼς ὁ ἐπισκοποκεντρισμὸς εἶναι ἔκδηλος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μᾶλλον ὁ κίνδυνος εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴν εὑρίσκεται εἰς τὴν δημιουργίαν ἑνὸς καθεστῶτος «πυραμιδικῆς ἐκκλησιολογίας». Ἴσως αὐτὴ ἐλλοχεύει εἰς τὴν προβαλλομένην θεωρίαν τοῦ «συνοδικοῦ – ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος», ἡ ὁποία «συγγενεύει» μὲ τὴν περὶ «πρωτείου» καὶ «πρώτου» κακοδοξίαν. Ἂν οἱ Ἱεράρχαι δὲν ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ ὑπάρχον συνοδικὸν σύστημα πάσχει, ἡ «πυραμιδικὴ ἐκκλησιολογία» θὰ κατακλύση τὰ πάντα.
Παραδόξως, λοιπόν, καταλήγομεν εἰς τὸ ἴδιον πρόβλημα μὲ τὸν κ. Νίν, δηλ. τὴν λειτουργίαν τῆς «ἐπισκοπικῆς συλλογικότητας». Ὡστόσον ὁ παρανομαστὴς εἶναι διαφορετικός. Διὰ μὲν τὸν κ. Νὶν τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ ἀναζητοῦν τὸ 2023 εἰς τὸν παπισμὸν πῶς ἡ συνοδικότης θὰ συμπεριλάβη τὸν λαόν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν τὸ ἔχουν λύσει εἰς τὸ ἐπίπεδον τῶν Ἐπισκόπων (ἀφοῦ ὡς γνωστὸν αἱ Σύνοδοι τῶν παπικῶν οὐδεμίαν ἰσχὺν ἔχουν, ἐὰν δὲν ἐγκριθοῦν ἀπὸ τὸν Πάπαν). Διὰ δὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ ἡ συνοδικότης ὑπάρχει –παρὰ τὰ χίλια μύρια βαθύτατα προβλήματά της- ἔστω τύποις εἰς τὸ ἐπίπεδον τῶν Ἐπισκόπων, τὸ πρόβλημα περιορίζεται εἰς τὴν ἀνάταξιν τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Διὰ τοῦτο ἡ ἐπανασύνδεσις μὲ τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν εἶναι ἀδήριτος ἀνάγκη, διὰ νὰ ἐξισορροπήση τὸ ὅλον σύστημα, τὸ ὁποῖον ἔχει διολισθήσει εἰς τὸν παπισμόν, καθὼς ἡ συμμετοχή τους ὡς ἀντίβαρον θὰ συγκρατήση τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸν ἐπισκοπομονισμόν.
Ἐπαναφέρεται συχνὰ ἡ δικαιολογία ὅτι ἡ συνοδικότης τῶν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ὑπάρχει εἰς τὴν ἐνορίαν καὶ τὴν Θ. Λειτουργίαν. Ὅμως δὲν ὑπάρχει σήμερα γνωστοτέρα φράσις ἀπὸ τὸ «ὁ δεσπότης εἶναι εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ», ἡ ὁποία ἔχει καταστήσει τὴν Θ. Λειτουργίαν ἔργον (θεατρικόν;) τοῦ ἑκάστοτε δεσπότου, ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τοῦ ὁποίου «δεσπότης» καθίσταται ὁ προϊστάμενος τοῦ ἱ. ναοῦ! Τὸ χειρότερον εἰς αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ «δεσποτοκρατουμένη» Θ. Λειτουργία, ἀλλὰ ὁ ἐξοβελισμὸς τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ οἱ συμμετέχοντες λαϊκοὶ ἔχουν καταντήσει νὰ μὴ εἶναι «τόπος καὶ τύπος» κανενός! Εἶναι παθητικοὶ παρακολουθηταί! Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τί συμβαίνει εἰς τὰς ἐνορίας, ἂν αὐτὸ συμβαίνη εἰς τὴν λατρείαν…
Ὡστόσον, ἡ Θ. Λειτουργία δὲν εἶναι Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος εἶναι προέκτασις τῆς Θ. Λειτουργίας ἢ καλύτερα ἀπόρροια αὐτῆς καὶ ὄχι προϋπόθεσις τῆς Θ. Λειτουργίας (ὡς ἀντιστοίχως ἠκούσθη πρὸ ἐτῶν διὰ τὸ ἄκυρον τῆς Θ. Λειτουργίας ἐὰν δὲν ἔχη ὑπογραφὴν τοῦ νῦν Ποιμενάρχου…). Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος συμμετέχει εἰς τὴν Σύνοδον (πρέπει νὰ) παρίσταται ἡ ἐπισκοπή, ὡς τὸ σύνολον τοῦ ποιμνίου, καὶ δὲν ἀντικαθίσταται ἀπὸ αὐτόν, ὅπως δὲν ἀντικαθίσταται ἡ κατ’ ἐνορίας Θ. Λειτουργία ἀπὸ αὐτήν, τὴν ὁποίαν τελεῖ ὁ Ἐπίσκοπος εἰς τὸν Καθεδρικόν. Διὰ τοῦτο οἱ ἐφημέριοι ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαὸς εἶναι ἀναντικατάστατοι, ὄχι διὰ πρακτικοὺς ἀλλὰ δογματικοὺς λόγους. Ἡ σχέσις ποιμένος καὶ ποιμαινομένων πάντοτε ὑφίσταται καὶ θὰ συνεχίση νὰ ὑφίσταται, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξις τῶν ποιμαινομένων δὲν εἶναι ἀπαραίτητος ἁπλῶς, διὰ νὰ ἔχη ποίμνιον ὁ Ἐπίσκοπος, ἀλλὰ διὰ νὰ λειτουργῆ αὐτὸς ὡς στόμα τοῦ ποιμνίου. Ἂν προκύψη στασίασις τοῦ ποιμνίου, τότε ἀπονομιμοποιεῖται ὁ Ἐπίσκοπος π.χ. ἂς σκεφθῆ κανεὶς τί θὰ συνέβαινε ἂν ὅλαι ἢ αἱ περισσότεραι ἐνορίαι μιᾶς Μητροπόλεως ἀπεφάσιζαν νὰ μὴ τελέσουν τὴν Θ. Εὐχαριστίαν μίαν Κυριακὴν διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου. Διὰ νὰ μὴ συμβῆ αὐτό, ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ «ἀφουγκράζεται» τοὺς πιστούς, νὰ συνδιοικῆ μὲ τὸ «πρεσβυτέριον», τὸ ὁποῖον θὰ μεταφέρη εἰς αὐτὸν τὰ αἰτήματα καὶ τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ ποιμνίου, νὰ προσάγη εἰς τὴν Σύνοδον τὴν μαρτυρίαν τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καὶ ὄχι τὴν γνώμην του καὶ νὰ ἀναδεικνύεται ὡς ποιμὴν ἀπὸ τὸ ἴδιον τὸ ποίμνιον καὶ ἰδιαιτέρως τὸ πρεσβυτέριον.
Ἂς μὴ ἐνθυμοῦνται οἱ Μητροπολῖται τὰς ἱερατικὰς ἢ κληρικολαϊκὰς συνάξεις, ὅταν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀντιπαραταχθοῦν εἰς τὸ κράτος καὶ συγκεντρώνουν ὅλους ἁπλῶς, διὰ νὰ ὑπογράψουν ὡς ψήφισμα ὅ,τι θὰ ὑπαγορεύσουν οἱ ἴδιοι. Ἡ Ἱ. Παράδοσις ἐπιτάσσει τὴν συνεργασίαν μὲ τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαόν, εἰδάλλως καταλήγομεν εἰς μίαν de facto οὐνίαν, ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος κατέστη Πάπας.
Ορθόδοξος Τύπος