Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Τὸ νόημα τῆς εὐχῆς τῶν Θεοφανείων
1. Χριστὸς ἐτέχθη, Χριστὸς ἐφάνη, Χριστὸς ἀνέστη.
Κάθε χρόνο κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ τῶν Φώτων συνηθίζουμε μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ νὰ εὐχόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «Καλὴ Φώτιση», ἀκόμη καὶ ὅσοι ἀγνοοῦν τὸ νόημα τῆς εὐχῆς. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ καλὴ φώτιση; Μήπως ὑπάρχει καὶ κακὴ φώτιση, ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν εὐχὴ γιὰ καλὴ φώτιση, καὶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ σκότιση; Μήπως τὸ ἴδιο δὲν συνέβη μὲ τὸν περίφημο εὐρωπαϊκὸ Διαφωτισμὸ ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε εὐρωπαϊκὸς Διασκοτισμός;
Σὲ ἄλλες ὁμιλίες καὶ ἄρθρα μας ἐξηγήσαμε γιατὶ ὀνομάζουμε τὴν ἑορτὴ Θεοφάνεια καὶ γιατὶ θὰ ἦταν καλὸ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (6 Ἰανουαρίου) μέχρι τὴν ἀπόδοσή της (14 Ἰανουαρίου), ἐπὶ ἐννέα ἡμέρες δηλαδή, τὴν ἑόρτια καὶ τὶς μεθέορτες, νὰ χρησιμοποιοῦμε ὡς χαιρετισμὸ καὶ ἀντιχαιρετισμὸ τὶς φράσεις «Χριστὸς ἐφάνη-Ἀληθῶς ἐφάνη», ἀντίστοιχες μὲ τοὺς ἄλλους χαιρετισμούς, τὸν παλαιὸ τοῦ Πάσχα «Χριστὸς ἀνέστη-Ἀληθῶς ἀνέστη» καὶ τὸν νεώτερο τῶν Χριστουγέννων «Χριστὸς ἐτέχθη-Ἀληθῶς ἐτέχθη»[1]. Ὅσο οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι, ἀρνοῦνται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας, ἦλθε, καὶ οἱ μὲν πρῶτοι περιμένουν ἀκόμη νὰ ἔλθει ὁ Χριστός, ποὺ θὰ εἶναι ὁ Ἀντίχριστος, οἱ δὲ δεύτεροι τὸν ἀντικατέστησαν μὲ τὸν Μωάμεθ, τόσο περισσότερο ἐμεῖς πρέπει νὰ διακηρύσσουμε συχνότερα καὶ ἐντονώτερα ὅτι «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ὅπως θριαμβευτικὰ καὶ μὲ χαρὰ ἀνήγγειλε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας στὸν ἀδελφό του Ἀπόστολο Πέτρο[2], καὶ κατὰ τὶς τρεῖς μεγάλες ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων καὶ τοῦ Πάσχα νὰ φωνάζουμε καυχώμενοι καὶ εὐχαριστημένοι Χριστὸς ἐτέχθη, Χριστὸς ἐφάνη, Χριστὸς ἀνέστη.
2. Γιατὶ ὀνομάσαμε «Θεοφάνεια» τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὴν Γέννηση;
Θὰ ὑπενθυμίσω γιατὶ ὀνομάζουμε Θεοφάνεια τὴν ἑορτὴ ποὺ βαπτίσθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι τὴν ἑορτὴ ποὺ γεννήθηκε, ὅπως πειστικώτατα μᾶς ἐξήγησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἀσφαλῶς θὰ μποροῦσαν καὶ τὰ Χριστούγεννα νὰ ὀνομάζονται Θεοφάνεια, ὅπως ὀνομάζονταν τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, διότι ὄντως κατὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ πρώτη φορὰ καὶ μοναδικὴ φανερώθηκε ὁ Θεὸς ὡς ἄνθρωπος, κατὰ τὴν ἀληθῆ καὶ ἀναμφίβολη διατύπωση τοῦ μεγάλου δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ[3]. Τότε οἱ ἁπλοϊκοὶ ποιμένες, καὶ ὄχι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ θεολόγοι, ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Ἄγγελο τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὃς ἐστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαβίδ»[4]. Ἐνωρίτερα ἡ πάνσεμνη Μαριάμ, ἡ Παναγία μας, κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, πληροφορήθηκε ξαφνιασμένη ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ὅτι θὰ συλλάβει κατὰ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ θὰ γεννήσει υἱὸν ποὺ θὰ τὸν ὀνομάσει Ἰησοῦν[5]. Καὶ ὅπως ἐξήγησε ὁ Ἄγγελος στὸν ἀνήσυχο Ἰωσήφ, ποὺ ἔβλεπε νὰ συμβαίνουν παράδοξα πράγματα, τὸ ὄνομα Ἰησοῦς ποὺ θὰ δώσει στὸ βρέφος σημαίνει Σωτήρας, καὶ Λυτρωτής: «Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»[6]. Ἔτσι ἐκπλη-ρωνόταν καὶ ἡ προφητεία ποὺ λέγει ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ὀνομασθεῖ Ἐμμανουήλ, ὄνομα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, «μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός»[7]. Καὶ λίγο μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ὅταν ἐπισκέφθηκε ἡ Παναγία τὴν ἔγγυο Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ Προδρόμου, ἔχοντας καὶ αὐτὴ στὴ κοιλιά της τὸ βρέφος Χριστό, ἐσκίρτησε τὸ ἄλλο βρέφος, ὁ Πρόδρομος, καὶ ἐνήργησε ὥστε νὰ γεμίσει μὲ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ Ἐλισάβετ καὶ νὰ ὀνομάσει τὴν Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, γιὰ πρώτη φορὰ Θεοτόκο: «Ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καὶ πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;»[8]. Καὶ πῶς μοῦ ἔγινε αὐτὴ ἡ τιμή, ὥστε νὰ ἔλθει νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου;
Θὰ μποροῦσαν, λοιπόν, καὶ τὰ Χριστούγεννα νὰ ὀνομάζονται Θεοφάνεια. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος τὸν θαυμάσιο λόγο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὰ Χριστούγεννα τὸν ἐπιγράφει «Εἰς τὰ Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος».Ἄλλωστε μέχρι τὸν 4ο αἰώνα Χριστούγεννα καὶ Θεοφάνεια, δηλαδὴ ἡ Γέννηση καὶ ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζονταν μαζὶ τὴν ἴδια ἡμέρα, στὶς 6 Ἰανουαρίου, ὁπότε ὁ ὅρος Θεοφάνεια ἐκάλυπτε καὶ τὶς δύο ἑορτές.
Ὅταν ὅμως τὸν 4ο αἰώνα χωρίσθηκαν οἱ ἑορτές, καὶ τὰ μὲν Χριστούγεννα γιορτάζονται ἔκτοτε στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἡ δὲ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε μόνη της στὶς 6 Ἰανουαρίου, προτιμήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ ὅρος Θεοφάνεια ἢἘπιφάνεια νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν Βάπτιση. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐξηγεῖ πολὺ πειστικὰ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος στὸν σχετικὸ λόγο του θέτει τὸ ἐρώτημα: «Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν οὐχὶ ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἣν ἐτέχθη, ἀλλ᾽ ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἣν ἐβαπτίσθη Ἐπιφάνεια λέγεται». Δηλαδὴ γιὰ ποιὸ λόγο ὀνομάσθηκε Ἐπιφάνεια ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία βαπτίσθηκε καὶ ὄχι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ πειστική. Αὐτὸ ἔγινε, διότι ὁ Χριστὸς φανερώθηκε σὲ ὅλους ὄχι ὅταν γεννήθηκε, ἀλλὰ ὅταν βαπτίσθηκε. Μέχρι τὴν Βάπτισή του οἱ περισσότεροι δὲν τὸν ἐγνώριζαν: «Ἐπειδὴ οὐχ ὅτε ἐτέχθη, τότε πᾶσιν ἐγένετο κατάδηλος, ἀλλ᾽ ὅτε ἐβαπτίσατο· μέχρι γὰρ ταύτης ἠγνοεῖτο τῆς ἡμέρας τοῖς πολλοῖς»[9].
Ἄλλωστε αὐτὸς ἦταν ἕνας βασικὸς λόγος ποὺ ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντολὴ νὰ βαπτίσει τὸν Χριστὸ στὸν Ἰορδάνη, ἐκεῖ ποὺ συνέτρεχαν, συνωστίζονταν, τὰ πλήθη γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐντυπωσιακὸ ἐρημίτη τοῦ Ἰορδάνη καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους. Στὴν συνάφεια αὐτὴ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διακρίνει καὶ διαφοροποιεῖ τρία (3) Βαπτίσματα, τὸ Ἰουδαϊκὸ Βάπτισμα, τὸ Βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου καὶ τὸ Χριστιανικὸ Βάπτισμα, καὶ μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλαβε κανένα ἀπὸ τὰ τρία Βαπτίσματα, διότι ὡς Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη τὶς δωρεὲς ποὺ αὐτὰ προσφέρουν. Ὁπότε αὐτομάτως θέτει ὁ ἴδιος τὸ ἐρώτημα: Ἂν λοιπὸν δὲν ἔλαβε κανένα ἀπὸ τὰ τρία βαπτίσματα τότε γιατὶ βαπτίσθηκε; «Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐβαπτίσατο, εἰ μήτε ἐπὶ μετανοίᾳ, μήτε ἐπὶ ἁμαρτημάτων ἀφέσει μήτε ἐπὶ Πνεύματος χορηγίᾳ τοῦτο ἐποίει;». Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες αἰτίες ποὺ βαπτίσθηκε ὁ Χριστὸς ἡ πιὸ βασικὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Βαπτιστὴς ἐφανέρωσε, ὅτι ἐστάλη νὰ βαπτίσει, ὥστε νὰ φανερώσει ὁ Θεὸς κατὰ τὴν Βάπτιση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς, ὥστε νὰ τὸν γνωρίσουν τὰ πλήθη ποὺ ἔσπευδαν νὰ βαπτισθοῦν, «ἵνα γνωρισθῇ τοῖς πολλοῖς». Ἦταν ἡ καλύτερη ἐπιλογή, γιατὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ πηγαίνει ὁ Ἰωάννης ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ ἀπὸ συναγωγὴ σὲ συναγωγὴ καὶ νὰ λέγει ὅτι ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω τὸν Χριστό, πρᾶγμα ποὺ θὰ δημιουργοῦσε καὶ ὑποψίες εἰς βάρος του. Τὸ ὅτι ὅμως ἦλθε ὁ Χριστὸς νὰ βαπτισθεῖ τὸν καιρὸ ποὺ ὅλος ὁ λαὸς εἶχε ξεχυθεῖ στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ κάθε πόλη καὶ ἐκεῖ νὰ γίνει ἡ φανέρωσή Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Πατρὸς καὶ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸ καθιστοῦσε ἀξιόπιστη τὴν μαρτυρία τοῦ Προδρόμου[10].
Τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, λοιπόν, φανέρωσαν στὰ πλήθη στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ὡς Θεὸ (=Θεοφάνεια) ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός. Ἀπὸ τὴν γῆ ὁ Ἰωάννης μὲ τὶς πολλὲς μαρτυρίες του περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογώντας πὼς δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, ἀλλὰ Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται πίσω του, ὁ πολὺ ἰσχυρότερος, τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων του νὰ λύσει καὶ κανονικὰ αὐτὸς ἔπρεπε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ὄχι νὰ τὸν βαπτίσει[11]. Τὸν ἔδειξε στοὺς μαθητές του ὁλοφάνερα μετὰ τὴν Βάπτιση λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»[12]. Πρόσθεσε μάλιστα ὅτι καὶ ὁ ἴδιος δὲν Τὸν ἐγνώριζε προηγουμένως καὶ ὅτι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στάλθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βαπτίζει στὸν Ἰορδάνη ἦταν νὰ γνωρίσουν οἱ Ἰσραηλίτες τὸν Χριστὸ ὡς Μεσσία: «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων»[13]. Ἀπὸ τὴν γῆ λοιπὸν μαρτυρεῖ καὶ φανερώνει ὁ Ἰωάννης, ἐνῶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ εὐδόκησα»[14], καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐκάθησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Του, σὰν ἕνας δάκτυλος ποὺ τὸν ἔδειχνε[15]. Λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁρᾷς ὅτι διὰ τοῦτο ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον ἐπιφοιτῆσαν, ἀλλ᾽ ἵνα δείξῃ τὸν κηρυττόμενον, ὥσπερ δακτύλῳ τινὶ τῇ πτήσει πᾶσιν αὐτὸν γνώριμον ποιοῦν; Διὰ τοῦτο τοίνυν ἦλθεν ἐπὶ τὸ βάπτισμα»[16].
Ὁ ὅρος Θεοφάνεια γιὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ δικαιολογεῖται, ὄχι μόνον γιατὶ κατ᾽ αὐτὴν φανερώθηκε στοὺς πολλοὺς ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, μαρτυρούμενος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἀλλὰ ἐπίσης γιατὶ φανερώθηκε καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως ψάλλουμε στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις. Τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα. Καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι». Δηλαδή, ὅταν βαπτιζόσουν στὸν Ἰορδάνη Κύριε, φανερώθηκε ὅτι πρέπει νὰ προσκυνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα. Διότι ἡ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ποὺ σὲ ἐγέννησε μαρτυροῦσε γιὰ σένα, μὲ τὸ νὰ σὲ ὀνομάζει ἀγαπητὸ Υἱό. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ ἐπιβεβαίωνε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Πατρός. Ἐσένα Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ φανερώθηκες καὶ ἐφώτισες τὸν κόσμο, σὲ δοξάζουμε.
3. Γιατὶ ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὀνομάσθηκε «Φῶτα».
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὀνομασία Θεοφάνεια γιὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιοῦμε ὡς δεύτερη, κατάλληλη ἐπίσης, ὀνομασία τὴν λέξη «Φῶτα», ἑορτὴ τῶν Φώτων, τὰ κάλαντα τῶν Φώτων, ἡ λειτουργία τῶν Φώτων κ.ἄ. Μὲ αὐτὴν τὴν δεύτερη ὀνομασία συνδέεται ἐννοιολογικὰ καὶ ἡ εὐχὴ «Καλὴ φώτιση», ποὺ διατυπώνουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Γιατί, λοιπόν, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὀνομάσθηκε «Φῶτα»;
Μιὰ πρώτη θεμελιώδη ἀπάντηση μᾶς δίδει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βαπτίσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν παρουσιάσει ὡς φῶς. Δὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλὰ ἦλθε, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸ ἀληθινὸ φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾽ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾽ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον[17]. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διεκήρυξε ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, καὶ ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ δὲν θὰ βαδίζει μέσα στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς: «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[18].
Ἡ ὑμνογραφία τῶν Θεοφανείων εἶναι γεμάτη ἀσφυκτικὰ ἀπὸ ἐκφράσεις ποὺ δηλώνουν ὅτι κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε τὸ ἀληθικὸ φῶς, ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖο ὅταν ἀκολουθοῦμε φωτιζόμαστε καὶ ἐμεῖς καὶ ἀποφεύγουμε τὸ σκοτάδι τῆς κακίας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Χρειάζεται πολὺς χῶρος καὶ χρόνος γιὰ νὰ παρουσιάσουμε ὅσα λέγουν οἱ ὕμνοι τῶν Θεοφανείων γιὰ τὸν Χριστὸ ὡς φῶς καὶ γιὰ τὸν δικό μας φωτισμό. Ἐνδεικτικὰ θὰ μνημονεύσω κάποιους: «Τὸ ἀληθινὸν φῶς ἐπεφάνη, καὶ πᾶσι τὸν φωτισμὸν δωρεῖται». «Φῶς ἐκ φωτὸς ἔλαμψε τῷ κόσμῳ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν». «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις, ἡ ἀλήθεια, ἐν ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθεύδοντας ἐφώτισε· καὶ γὰρ ἦλθεν, ἐφάνη, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον»[19].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος σὲ ἕνα θαυμάσιο ἐπίσης λόγο γιὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἐπιγράφει «Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα», μᾶς δίδει στὸ προοίμιο συμπυκνωμένη ἀπάντηση στὸ γιατὶ ὀνομάσαμε τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ Φῶς καὶ Φῶτα. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι ἡ ἑορτὴ ἔχει ὡς ἀρχὴ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο, ἐνεργεῖ ὅμως καὶ τὸν δικό μας καθαρισμὸ καὶ βοηθεῖ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ φῶς, τὸ ὁποῖο πήραμε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες μας τὸ ἐζοφώσαμε, τὸ σκοτεινιάσαμε, καὶ τὸ ἀναμείξαμε, τὸ συγχύσαμε, μὲ ἄλλα φῶτα. Γι᾽ αὐτὸ ἂς ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ μεγάλου μύστη καὶ μυσταγωγοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέγει «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ ἂς τρέξουμε πρὸς Αὐτὸν γιὰ νὰ φωτισθοῦμε· νὰ ἀπομακρύνουμε τὸ σκοτάδι καὶ νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὸ φῶς, γιὰ νὰ γίνουμε τέλειο φῶς, γεννήματα τοῦ τελείου φωτός. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς ἡμέρας, τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς[20].
Τὴν ὀνομασία «Φῶτα», «Ἅγια Φῶτα» ἐνίσχυσε καὶ ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποία μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ συνδέθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα τῶν Κατηχουμένων, ποὺ ὀνομάσθηκε «Φώτισμα» καὶ οἱ Κατηχούμενοι «Φωτιζόμενοι». Κατ᾽ αὐτὸ προσέρχονταν ὅλοι μὲ λαμπάδες ἀναμμένες, ὁπότε ὑπῆρχαν πολλὰ φῶτα, ποὺ καθιστοῦσαν ἔτσι τὴν τελετὴ ἑορτὴ τῶν «Φώτων». Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πράξη, ποὺ ἐλάμβανε χώραν κατὰ τὴν παννυχίδα, τὴν ἀγρυπνία, τῆς ἑορτῆς προέρχεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ποὺ γινόταν πρὸς τιμὴν τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς ἁγιασμὸν τοῦ ὕδατος γιὰ τὸ Βάπτισμα τῶν Κατηχουμένων. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερὸ ἔπαιρναν οἱ Χριστιανοί, γιὰ νὰ ἁγιασθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ ἁγιάσουν καὶ τὰ σπίτια τους. Ἀργότερα ἡ τελετὴ διπλασιάσθηκε καὶ γίνεται δύο φορές, τὴν παραμονὴ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, χωρὶς νὰ ὑπάρχει διαφορὰ στὴν ἁγιαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς παραμονῆς καὶ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς κύριας ἡμέρας. Καὶ οἱ δύο Ἁγιασμοὶ εἶναι τὸ ἴδιο.
4. Καλὴ φώτιση εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, κακὴ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Ἐκκοσμίκευση.
Τὸ ἀπογοητευτικὸ καὶ στενόχωρο εἶναι ὅτι πολλοί, καὶ μάλιστα βαπτισμένοι Χριστιανοί, καὶ τὸ χειρότερο, ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχες, διαψεύδουν μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τους ὅτι τὸ Φῶς ἦλθε στὸν κόσμο. Ἐπαναφέρουν τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ τοῦ Συγκριτισμοῦ, τῆς εἰδωλολατρίας, τοῦ πολυπολιτισμοῦ, τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ξαναβυθίζουν τὴν ἀνθρωπότητα στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἀντὶ νὰ βοηθήσουν οἱ ἐπίσκοποι τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες νὰ φωτισθοῦν μὲ τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ κυβερνήσουν μὲ τήν «Θεία Κυβερνητική», ἀκολουθοῦντες τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγ-γελίου καὶ ἀξιοποιοῦντες τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, συμπορεύονται μαζί τους μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀντίχριστης πίστης καὶ ζωῆς. Καὶ ὄχι ἁπλῶς συμπορεύονται, ἀλλὰ καλοκάθονται μέσα στὸ σκοτάδι, χωρὶς ἐλπίδα ἐξόδου καὶ λύτρωσης, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ Κατὰ Ματαθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζεται κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα.
Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὁ Εὐαγγελιστής, στηριζόμενος σὲ προφητεία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Βάπτισή του ἔκανε κέντρο τῆς δράσης του τὴν Καπερναούμ, «ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ»[21]. Τὴν περιοχὴ αὐτὴ χαρακτηρίζει ὡς «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», διότι ὑπῆρχε ἐκεῖ μία ἀνάμειξη ἐθνῶν, θρησκειῶν καὶ πολιτισμῶν, σὰν τὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο καὶ τὴν πολυθρησκεία ποὺ μᾶς ἐπιβάλλουν καὶ σήμερα πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες τοῦ Συγκρητισμοῦ, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Παγκοσμιοποίησης. Τὸ Εὐαγγέλιο, λοιπόν, διακηρύσσει ὅτι αὐτὸ τὸ μοντέλο, αὐτὴ ἡ ἀνάμειξη, αὐτὸς ὁ ἀχταρμάς, αὐτὸς ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς «Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν», εἶναι σκότος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγαίνει κανεὶς μόνον ὅταν προσέλθει στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ: «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[22]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περικοπὴ μᾶς λέγει ὅτι τὴν πρωτοβουλία νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ τὴν εἶχε ὁ Θεός, διότι πρὸ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε φθάσει στὸ ἔσχατο σημεῖο πνευματικῆς παρακμῆς. Εἶχαν συνηθίσει οἱ ἄνθρωποι τὸ σκοτάδι καὶ δὲν προσπαθοῦσαν νὰ βγοῦν, κάθονταν στὸ σκοτάδι, δὲν βάδιζαν μέσα στὸ σκοτάδι, διότι ἄλλο νὰ κάθεσαι καὶ ἄλλο νὰ βαδίζεις· ὅταν βαδίζεις, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγεῖς[23]. Καὶ τώρα, δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότης, χωρὶς Χριστό, ξανακάθεται μέσα στὸ σκοτάδι καὶ δὲν φαίνεται ἱκανὴ καὶ διατεθειμένη νὰ βαδίσει, ὥστε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδή, λοιπόν, μέσα στὴν ἀποχριστιανισμένη καὶ ἀφώτιση πλέον Δύση, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅπου γῆς, νὰ κρατήσουμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζει ὅλους, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων, «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», καὶ ὅπως βεβαιώνει στὸ τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας λέγοντας «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον», ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπισημάνω κάποια βήματα, κάποιες πρω-τοβουλίες ποὺ πρέπει νὰ ἀναλάβουν πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ὥστε νὰ φανεῖ ὅτι κααλαβαίνουν τὸ νόημα τῆς εὐχῆς «Καλὴ φώτιση». Διαφορετικὰ ἢ ὑποκρίνονται ἢ ἐννοοῦν ὄχι τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὸ σκότος τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα νὰ μετασχηματίζεται σὲ φῶς.
Οἱ πολιτικοὶ νὰ διατηρήσουν τὴν Ἑλλάδα συνταγματικὰ ὡς χριστιανικὸ κράτος μὲ ἐπίσημη θρησκεία τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ μὴν ἐπιχειροῦν νὰ τὴν καταστήσουν οὐδετερόθρησκο κράτος. Τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας νὰ ἐπαναφέρει τὸν Ὀρθόδοξο χριστιανικὸ χαρακτήρα στὸ ταλαιπωρούμενο καὶ κακοποιούμενο ἀπὸ τὸν διαθρησκειακὸ Οἰκουμενισμὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Νὰ ἐπανέλθει ἡ ὑποχρεωτικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου. Νὰ μὴν ψηφίζονται νόμοι ἀντίθετοι πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως τὸ σύμφωνο συμβίωσης, νὰ σταματήσει ἡ προβολὴ καὶ ἡ ἀποενοχοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Νὰ ἐνισχυθεῖ ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογενείας καὶ νὰ στηριχθεῖ οἰκονομικὰ ἡ ἀπόκτηση τέκνων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ δημογραφικοῦ προβλήματος· ἡ καλύτερη ἀμυντικὴ δαπάνη, ἀπέναντι στὴν πλημμυρίδα τῶν Μουσουλμάνων, εἶναι ἡ ἀφειδώλευτη οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν πολυτέκνων. Νὰ μὴν ἐπαναληφθοῦν τὰ βλάσφημα ὑγειονομικὰ μέτρα μὲ τὴν ὑποχρεωτικότητα τῶν ἐμβολίων, τῆς μάσκας μέσα στοὺς ναούς, τῆς δυσφήμησης τῆς Θείας Κοινωνίας, τοῦ κλεισίματος τῶν ναῶν κ.τ.λ. Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα δὲν εἶναι καλὴ ἀλλὰ κακὴ φώτιση.
Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες νὰ ἀκυρώσουν μὲ νέα σύνοδο τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Νὰ σταματήσουν οἱ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς. Νὰ παύσουν οἱ Ἕλληνες προκαθήμενοι νὰ ἐνισχύουν τὸν Ἕλληνα Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα μὲ ἐθνοφυλετικὰ αἱρετικὰ κριτήρια, διότι δημιουργοῦν νέα σχίσματα. Νὰ λυθεῖ ἐπὶ τέλους συνοδικὰ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ὥστε νὰ παύσει τὸ τραῦμα τῆς διαίρεσης τῶν Ὀρθοδόξων. Νὰ ἀποχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), ὅπως ἀποχώρησαν παραδειγματικὰ καὶ ἀξιέπαινα οἱ Ἐκκλησίες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Νὰ ἐπαναληφθεῖ ἢ νὰ ἀνανεωθεῖ ἡ καταδίκη τῆς Μασονίας, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ Συγκρητισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Νὰ ἀλλάξει ὁ τρόπος ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων, ὥστε νὰ ἐκλέγονται οἱ πιὸ ἄξιοι καὶ ὄχι οἱ πλούσιοι καὶ δυνατοί, γιὰ νὰ δίνεται ἡ δυνατότητα παρέμβασης καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ κατήχηση τῶν ἀκατήχητων πιστῶν καὶ τὸ ἀντιαιρετικὸ κήρυγμα, καὶ πολλὰ ἄλλα «ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός». Ἔτσι μόνον θὰ ἀποκτήσει νόημα, τὸ ἐξαποστειλάριο: «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ Χάρις, ἡ Ἀλήθεια ἐν ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθεύδοντας ἐφώτισε· καὶ γὰρ ἦλθεν ἐφάνη τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Πιστεύουμε ἀληθινὰ ὅτι τὸ μοναδικὸ Φῶς ποὺ φωτίζει, ἁγιάζει, καὶ ὑψώνει εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν φωτίζουν οἱ ἄλλες θρησκεῖες καὶ οἱ αἱρέσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Συγκρητισμοῦ, ἀλλὰ προετοιμάζουν τὴν ἔλευση τοῦ σκοτεινοῦ Ἀντιχρίστου.
[1]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, «Χριστὸς ἐφάνη Ἀληθῶς ἐφάνη. Κατάλληλος χαιρετισμὸς γιὰ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια», Θεοδρομία 23 (2021) 48-60 καὶ Διαδίκτυο.
[2]. Ἰω. 1, 42.
[3]. Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Γ´ (1) 45, ΕΠΕ 1, 282: «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».
[4]. Λουκᾶ 2, 11.
[5]. Λουκᾶ 1, 31.
[6]. Ματθ. 1, 21.
[7]. Αὐτόθι 23.
[8]. Λουκᾶ 1, 41-43.
[9]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Πρὸς τοὺς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων καὶ εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.., 2, PG 49, 365-366.
[10]. Αὐτόθι καὶ PG 49, 367-368. Ἂς σημειώσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος αὐξάνει τὸν ἀριθμὸ τῶν Βαπτισμάτων σὲ πέντε (5) καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς σὲ ὀκτώ (8). Βλ. σχετικῶς Γρηγοριου Θεολογου, Λόγος 39, Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα 17, ΕΠΕ 5, 104. Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Δ´ (9) 82, ΕΠΕ 1, 444-446.
[11]. Ματθ. 3, Μάρκ. 1, 7. Λουκᾶ 3, 16.
[12]. Ἰω. 1, 29 καὶ 36.
[13]. Ἰω. 1, 31.
[14]. Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκᾶ 3, 22.
[15]. Ματθ. 3, 16. Μάρκ. 1, 10. Λουκᾶ 3, 22.
[16]. Ἔνθ᾽ ἀνωτ. PG 49, 368.
[17]. Ἰω. 1, 6-9.
[18]. Ἰω. 8, 12.
[19] . Στιχηρὰ τῶν Αἴνων καὶ ἐξαποστειλάριο.
[20]. Γρηγοριου Θεολογου, Ἔνθ᾽ ἀνωτ. 1-2, ΕΠΕ 5, 72-74: «Ἡ γὰρ ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα, εἰς ἣν ἀφίγμεθα καὶ ἣν ἑορτάζειν ἠξιώμεθα σήμερον, ἀρχὴν μὲν τὸ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον· ἐνεργεῖ δὲ τὴν ἐμὴν κάθαρσιν καὶ βοηθεῖ τῷ φωτί, ὃ παρ᾽ αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν».
[21]. Ἡ περικοπὴ εἰς Ματθ. 4, 12-17.
[22]. Ματθ. 4, 15-16.
[23]. Εἰς Ματθ. Ὁμιλία 14, 1, PG 57, 217: «Καὶ γὰρ ἐν ἐσχάτοις τὰ ἀνθρώπινα ἦν πρὸ τῆς Χριστοῦ παρουσίας. Οὐδὲ γὰρ ἐβάδιζον ἐν σκότει, ἀλλ᾽ ἐκάθηντο ἐν σκότει· ὅπερ σημεῖον ἦν τοῦ μὴ ἐλπίζειν αὐτοὺς ἀπαλλάττεσθαι· ὥσπερ γὰρ οὐδὲ εἰδότες, ποῦ δεῖ προβῆναι, οὕτω καταληφθέντες ὑπὸ τοῦ σκότους ἐκάθηντο, μὴ δυνάμενοι μηδὲ στῆναι λοιπόν».