Το γεγονός της Πεντηκοστής και η παρερμηνεία του από τα κινήματα των Πεντηκοστιανών
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ. (+)
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ
(Εἰσήγηση στὴν Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη στὴ Λαμία, 2011)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τὰ Κινήματα τῶν Πεντηκοστιανῶν δὲν διαθέτουν ἱστορικὴ συνέχεια σὲ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων. Καὶ τοῦτο διότι ἱστορικὰ ἀποτελοῦν ἁπλῆ μετάλλαξη τῶν Προτεσταντικῶν Κινημάτων Ἁγιότητος τοῦ 19ου αἰῶνος. Ἀναζητώντας ὅμως κάποιο σταθερὸ θεμέλιο γιὰ τὸ αἱρετικό τους οἰκοδόμημα, καταφεύγουν στὴν «μοναδικότητα» καὶ «ἀπολυτότητα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη γι αὐτὴν, τὴν ὁποία ἔχουν κληρονομήσει ἀπὸ τοὺς πνευματικούς τους προγόνους (sola Scriptura). Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπιλέγουν μερικὲς περικοπές, τὶς ὁποῖες ἰδιαίτερα τονίζουν καὶ συχνὰ ἀπολυτοποιοῦν. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς κυρίαρχη θέση κατέχει ἐκείνη τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 2), ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καὶ κάποιες ἄλλες ὲπιλεγμένες περικοπές, σχετικὲς μὲ τὰ χαρίσματα (Α’ Κορ. 12-14). Ἀναφέρονται οἱ Πεντηκοστιανοὶ συχνὰ καὶ μὲ ἔμφαση στὶς περικοπὲς αὐτὲς, ἐπειδὴ θεωροῦν ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς δικαιώνουν τὸν δικό τους τρόπο πίστεως, ζωῆς καὶ λατρείας, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς» εἶναι ἡ μόνη γνήσια καὶ αὐθεντικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, «ἡ μόνη ὁλοκληρωμένη ἀλήθεια». Στὴν πραγματικότητα ἐπιχειροῦν νὰ προσεγγίσουν τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὰ ἐπιλεγμένα καὶ ἀπολυτοποιημένα ἁγιογραφικὰ κείμενα μὲ τὴν δική τους ὑποκειμενικὴ ἑρμηνεία.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Ἔλλειψη προϋποθέσεων γιὰ τὴν ὀρθὴ ἁγιογραφικὴ ἑρμηνεία
Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τοῦ ἁγιογραφικοῦ κειμένου ἀπαιτεῖ μία σειρὰ ἀπὸ βασικὲς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες παραμένουν ἄγνωστες καὶ ἀναξιοποίητες ἀπὸ τοὺς Πεντηκοστιανούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀδυνατοῦν οἱ ἴδιοι νὰ γνωρίσουν αὐθεντικὰ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς στὶς πραγματικές του διαστάσεις. Θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια σὲ μερικὲς ἀπὸ αὐτές.
- Ἡ ἀληθινὴ ταυτότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Πρώτη βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν, ἑπομένως καὶ αὐτῆς γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἡ ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τὶ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή;
Οἱ Πεντηκοστιανοί, ὅπως γενικὰ καὶ ὅλοι οἱ Προτεστάντες, ταυτίζουν τὴν Ἁγία Γραφή μὲ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γραμμένο στὴν ἐφημερίδα τους: «ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ (τὸ Εὐαγγέλιο), δέχεται τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διότι καθὼς λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ‘Θεὸς ὁ Λόγος’» . Ὅμως μεταξύ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Γραφῶν ὑπάρχει σημαντικὴ διαφορά. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία σειρὰ γεγονότων, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ ὁποῖα λαμβάνουν χώρα μέσα στὴν ἱστορία, στὸν κτιστὸ τόπο καὶ χρόνο. Τῶν ἀποκαλυπτικῶν αὐτῶν γεγονότων λαμβάνουν πεῖρα κάποιοι συγκεκριμένοι κτιστοὶ ἄνθρωποι (προφῆτες, ἀπόστολοι, ἅγιοι), οἱ ὁποῖοι παραδίδουν στὴ συνέχεια τὴν ἐμπειρία τους αὐτὴ εἴτε προφορικά εἴτε γραπτά. Κλασικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «ἐντεῦθεν ἤδη τῶν ἐκεῖ γεγευμένος ἦν». Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, ἀλλὰ ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων, ποὺ εἶχαν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπειρία τοῦ προφήτου τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ ἁγίου «εἶναι ἡ πέρα ἀπὸ τὴ (φυσικὴ) θέα ὅραση τῆς ἄκτιστης δόξης τοῦ Θεοῦ». Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ὅραση αὐτὴ περιγράφεται μὲ κτιστές λέξεις, οἱ ὁποῖες δὲν διαθέτουν τόσο εὗρος, ὥστε νὰ καλύψουν μὲ πληρότητα ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς ἐμπειρίας τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ πολὺ περισσότερο αὐτῶν τῶν γεγονότων τῆς ἀποκαλύψεως. Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκε ὁ ἴδιος, ὅτι δηλαδή «ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Σαφέστατα ἐπισημαίνει αὐτὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Καὶ πανταχοῦ συγκατάβασις ἐστιν ἐν ταὶς ἁγίαις Γραφαῖς, καὶ ρήματα καὶ πράγματα» «Καὶ γὰρ αἱ λέξεις τοιαῦται ἀνθρώπινοι, ἀλλὰ τὰ νοήματα θεοπρεπῆ». Φαίνεται δὲ καθαρὰ ἡ ἀτέλεια αὐτὴ τῶν κτιστῶν λέξεων στὴν περικοπὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἀπὸ τὴ χρήση τῶν ἐπιρρημάτων «ὥσπερ» καὶ «ὡσεί», γιὰ νὰ δειχθῆ ὅτι οἱ λέξεις «βιαίας πνοῆς» καὶ «πυρὸς», ποὺ προσδιορίζονται ἀπὸ αὐτὰ, περικλείουν κάποιο ἄλλο βαθύτερο περιεχόμενο ἀπὸ αὐτὸ τὸ γνωστὸ φυσικὸ ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως ἀνθρωπίνως γίνεται ἀντιληπτό. Εἶναι πρόδηλο ὅτι οἱ Πεντηκοστιανοὶ διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους τοὺς ἀποστόλους, καθόσον ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἐκλαμβάνουν τὴν ταυτότητα τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Εὑρισκόμενοι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀποξενωμένοι καὶ τελείως ἄγευστοι τῶν πνευματικῶν πραγματικοτήτων, ποὺ ἀναφέρονται στὶς Ἅγιες Γραφές. Παραμένουν δὲ καὶ ἀβοήθητοι, ἐπειδὴ ἔχουν ἀρνηθῆ τοὺς ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει τὴν ἀνάλογη ἐμπειρία. Ἑπομένως ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιστοιχήσουν τὰ γλωσσικὰ σύμβολα, τὶς ἁγιογραφικὲς λέξεις, μὲ τὶς πραγματικότητες ποὺ αὐτὰ ἐκφράζουν, καὶ γι αὐτὸ ἀποτυγχάνουν νὰ φθάσουν στὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τὼν θείων Γραφῶν. Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «Οὐ μετέχεις τῶν πραγμάτων, διὰ τοῦτο καὶ τῶν ρημάτων ἐκπίπτεις».
- Ἡ ὀρθὴ κατανόηση τῆς θεοπνευστίας
Ἡ δεύτερη σημαντικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν εἶναι ἡ ὀρθὴ κατανόηση τῆς θεοπνευστίας, τὴν ὁποία καὶ πάλι λανθασμένα προσεγγίζουν οἱ Πεντηκοστιανοί. Αὐτοὶ δέχονται τὴν κατὰ γράμμα θεοπνευστία στὶς δύο γνωστὲς δυτικὲς ἐκδοχές της, αὐτὴν τῶν συντηρητικῶν καὶ ἐκείνην τῶν φιλελευθέρων. Πίστεύουν ὅτι ἡ θεοπνευστία περιορίζεται στὸ συγκεκριμένο ἁγιογραφικὸ κείμενο, στὶς γραπτές λέξεις, τὶς ὁποῖες ἄλλοτε μὲ αὐστηρὴ ἀκρίβεια καὶ ἄλλοτε πιὸ ἐλαστικά ὑπαγόρευσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τῶν ἀποκαλυπτικῶν γεγονότων.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ τῶν Πεντηκοστιανῶν περὶ θεοπνευστίας εἶναι τελείως ξένη πρὸς ἐκείνη τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει τὴν θεοπνευστία τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὄχι στὸ γράμμα, ἀλλὰ στὸ πνεῦμα. Καὶ τοῦτο διότι διακρίνει τὶς κτιστὲς ἀνθρώπινες λέξεις τοῦ ἁγιογραφικοῦ κειμένου ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν τὰ ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα. Θεόπνευστοι γιὰ τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν καθαρθῆ, εὑρίσκονται σὲ κατάσταση φωτισμοῦ καὶ θεώσεως καὶ ἀξιώνονται νὰ ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει: «Ἔδει μὲν ἡμᾶς μηδὲ δεῖσθαι τῆς ἀπὸ γραμμάτων βοηθείας, ἀλλ’ οὕτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ὡς τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν ἀντὶ βιβλίων γίνεσθαι ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, καὶ καθάπερ ταῦτα διὰ μέλανος, οὕτω τὰς καρδίας τὰς ἡμετέρας διὰ Πνεύματος ἐγγεγράφθαι». Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις οἱ θεούμενοι ὁμιλοῦν ἤ γράφουν θεόπνευστα. Ὅταν ὅμως ὁμιλοῦν ἤ γράφουν γιὰ νὰ μεταφέρουν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὴν ἐμπειρία τους, ποὺ εἶχαν μὲ τὰ γεγονότα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, χρησιμοποιοῦν τὸν κτιστὸ ἀνθρώπινο λόγο. Οἱ κτιστὲς λέξεις «ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος ‘μετάφρασης’ τῶν ἀνεκφράστων καὶ ἀλαλήτων ἀκτίστων λέξεων, τὶς ὁποῖες ὁ θεωμένος προφήτης, ἀπόστολος ἤ ἅγιος ἀκούει στὸ στάδιο τῆς θέωσης. Γι αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες, ὅταν ἑρμηνεύουν τὶς ἅγιες Γραφὲς ἀναζητοῦν πέρα ἀπὸ τὶς λέξεις τὴν «διάνοιαν» καὶ τὸν «σκοπόν» τῶν λεγομένων καὶ γραφομένων ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ἐνῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος προτρέπει: «πρὸς τὸ βάθος αὐτὸ τῶν γεγραμμένων ὁλοσχερῶς κατοπτεύσωμεν».
Ἡ θεοπνευστία, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ μηχανικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν συγγραφέα γιὰ τὴν καταγραφὴ τοῦ λόγου, ἀλλὰ τὸ «πλαίσιο» καὶ ἡ «ἀτμόσφαιρα» ποὺ δημιουργεῖ ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸ ζωντανὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Θεοπνευστία εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωτικότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι αὐτὸ ἡ θεοπνευστία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ ἔξω ἀπὸ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλ’ οὔτε νὰ περιορισθῆ μόνον στὰ ἀνεξαρτητοποιμένα γραπτὰ κείμενα τῆς Βίβλου. Ἀντίθετα, ἀφορᾶ σὲ ὅλη τὴ ζωὴ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν γραπτὴ, τὴν προφορικὴ, τὴν βιωματικὴ καὶ τὴν μυστηριακή. Εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος», ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὑρίσκεται γραμμένο ὅτι «μόνη ἡ Γραφη θεόπνευστος».
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς θεοπνευστίας γιὰ τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὅτι αὐτὴ ἐνεργοποιεῖται καὶ καταφαίνεται πάντοτε σὲ συνάρτηση μὲ τὴν κατάσταση τῶν μελετητῶν καὶ ἑρμηνευτῶν τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ἔτσι «ἡ Ἁγία Γραφὴ γίνεται θεόπνευστο βιβλίο γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία μὲ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους, ἤ ἀκολουθοῦν ὅλους αὐτοὺς».
Οἱ Πεντηκοστιανοὶ παραμένουν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν διάκριση ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ποὺ προκαλοῦν τὰ ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα, ὅπως αὐτὸ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῶν κτιστῶν λέξεων, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ συγγραφεῖς τῶν Ἁγίων Γραφῶν καταγράφουν τὶς ἐμπειρίες τους. Θεωροῦν τὴ θεοπνευστία μία κατὰ μαγικὸ τρόπο ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καταγραφὴ τῶν βιβλικῶν λέξεων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ θεωμένα μέλη της. Περιορίζουν τὴν θεοπνευστία μόνον στὸν γραπτὸ ἁγιογραφικὸ λόγο καθ’ ἑαυτόν, καὶ πάλι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατάσταση καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως, τόσον τῶν συγγραφέων, ὅσο καὶ τῶν μελετητῶν τῆς Βίβλου. Οὔτε διδάσκονται ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς βιβλικὲς ἱστορίες, ὅπως ἐκείνη τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητές του στὸν δρόμο πρὸς Ἐμμαούς, στοὺς ὁποίους ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ τοὺς ἐξηγήση τὸ ἀληθινὸ νόημα ὅσων ἦταν ἐκεῖ γραμμένα γι Αὐτὸν. «Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως διερμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Ἐπίσης καὶ ἡ ἄλλη τοῦ αἰθίοπος εὐνούχου, ὁ ὁποῖος στὴν ἐρώτησή τοῦ διακόνου καὶ εὐαγγελιστοῦ Φιλίππου, «Ἆράγε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» ἀπάντησε ὀρθά: «Πῶς γὰρ ἄν δυναίμην, ἐὰν μη τις ὁδηγήση με;» Καὶ ἀμέσως παρέδωκε τὸν ἑαυτό του μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν θεωμένο εὐαγγελιστὴ Φίλιππο, τὸν ὁποῖο παρεκάλεσε νὰ ἀνέβη στὸ ἅρμα, νὰ καθίση κοντά του καὶ νὰ τοῦ ἑξηγήση τὴν περικοπή, ποὺ διάβαζε.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ παγιδεύονται οἱ Πεντηκοστιανοί, καὶ ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦν στὶς λέξεις «τὸν ἐγκεκρυμμένον θησαυρόν», αὐτοὶ ἀπολυτοποιοῦν τὶς δικές τους ὑποκειμενικὲς ἑρμηνεῖες καὶ ὁδηγοῦνται σὲ λανθασμένα συμπεράσματα γιὰ τὶς θεῖες ἀποκαλύψεις, καὶ συγκεκριμένα γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς.
Β. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΥΣ
Μὲ δεδομένες τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν βιβλικῶν περικοπῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ἀδιάκοπης καὶ ζώσης Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς ἀνήκει στὴ σειρὰ τῶν σωστικῶν καὶ ἀνεπαναλήπτων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταγράφηκαν στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅπως ἡ ἐνανθρώπηση, τὸ πάθος, ἡ ἀνάσταση, ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἰδιαίτερη σημασία τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὅτι οἱ Ἀπόστολοι μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁλοκληρωτικὰ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε εἶχαν μία ἀτελῆ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό καὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὴν τελικὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωση μαζί του. Αὐτὴ ἡ τελικὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωση (θέωση) ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως τὸ εἶχε προείπει ὁ Χριστὸς ὅτι «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ καὶ καὶ ἐγὼ ἐν ὑμῖν».
Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἐπίσης ἕνα γεγονὸς συναντήσεως κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁλοκληρώνεται στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ ὡς τριαδικοῦ, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Πατρός, συνεχίστηκε μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καὶ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἀπόστολοι ἔφθασαν στὸ τέλειο σημεῖο ἀνθρωπίνης θεογνωσίας. Ὡδηγήθηκαν ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅπως πάλι τοὺς εἶχεν ὑποσχεθῆ ὁ Χριστός. Εἶχαν τελεία τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Γνώρισαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄχι ὡς ἁπλῆ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀληθινὸ πρόσωπο, ὡς ἰδιαίτερη ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, «τὸν ἄλλον Παράκλητον…ἵνα μένῃ εἰς τὸν αἰῶνα» μαζί τους. Γιὰ τοὺς ἁγίους πατέρες ἡ Πεντηκοστὴ ἦταν, ἐπίσης, μία ὅραση τοῦ ἐνδόξου ἀναστημένου Χριστοῦ μὲ δεδομένη πλέον σ’ αὐτοὺς τὴν θέωση, καθόσον Αὐτὸς παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ δώση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ Πατὴρ πέμπει τὸ Ἅγιο Πνευμα «ἐν τῷ ὀνόματι» αὐτοῦ. Γι αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἶχαν σαφῆ τὴν πρόρρηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἐκεῖνος (ὁ Παράκλητος) μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ», ἀλλὰ καὶ «ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει». Γνωρίζοντας ὅμως οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι τὸν Υἱό ἀπὸ τὴν μαρτυρία πλέον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνωρίζουν ἀληθινὰ καὶ τὸν Πατέρα, καθόσον ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ». Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τῆς Ἁγίας Τριάδος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐκφράζεται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς ἑορτὴ τῆς ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ἐντυπωσιακὴ στὴν Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἡ ἐπίμονη ἀναφορὰ καὶ στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μὲ τὴν Πεντηκοστὴ ὁλοκληρώνεται ἡ διαδικασία τῆς θεώσεως. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστὴ ὑπῆρξε «ἡ ἀνώτατη κατάσταση μιᾶς ἀπορρήτου καὶ θείας ἑνώσεως ἤ θεώσεως» καὶ ὄχι μία ὑποδιέστερη ἐκστατικὴ ἐμπειρία, ὅπως τὴν ἐκλαμβάνουν οἱ Πεντηκοστιανοί.
Τότε οἱ ἀπόστολοι ἔφθανουν στὸ κορυφαῖο σημεῖο δοξασμοῦ καὶ θεώσεως ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «ἡ θέωση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχε προσωρινὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ δὲν εἶχε καταργηθῆ ὁ θάνατος, ἐνῶ ἡ θέωση στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει σταθερότητα λόγῳ τῆς τεθεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου… Οἱ προφῆτες ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ…οἱ μαθηταὶ στὴ Μεταμόρφωση ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ αὐτοὶ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα… Στὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἀπόστολοι εἶδαν τὸ ἄκτιστο φῶς μέσα ἀπὸ τοῦ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ καὶ οἱ ἴδιοι ἀποτελοῦσαν πλέον μέλη τοῦ δοξασμένου σώματός του». Ἔτσι ἡ Πεντηκοστὴ καθίσταται καὶ ἡ ὑψίστη μορφὴ θεοπνευστίας, καθόσον μὲ τὴν θέωση καθιστᾶ τοὺς ἀποστόλους στὸ τελειότερο σημεῖο δεκτικοὺς τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ.
Τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, τέλος, ἀποκαλύπτει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας γιὰ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Μὲ αὐτὸ δίνεται ἡ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ φθάση στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς καὶ ὕψιστος σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. «Μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ πάντα γίνονται στὸν ἄνθρωπο καινούργια. Τὰ δῶρα ποὺ ἔλαβε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ γίνονται δικά μας δῶρα. Ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται ὁλόκληρος». Ἡ ἀναγέννηση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐννοεῖται ὡς πορεία ἀπὸ τὴν κάθαρση πρὸς τὸν φωτισμὸ καὶ ἀπὸ τὸν φωτισμὸ πρὸς τὴν θέωση. Συνδέται δὲ ἀπαραίτητα μὲ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ συμπεράσματα αὐτὰ ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἐρμηνεία τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τόσον τῶν Πράξεων, ὅσον καὶ τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν, οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἀδυνατοῦν νὰ προσεγγίσουν τὸ πραγματικὸ βάθος τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔχουν χάσει ἀπὸ τὸ πνευματικό τους ὀπτικὸ πεδίο τὴν οὐσία τοῦ ἀποκαλυφθέντος γεγονότος. Παραμένουν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὶς μεγάλες σωτήριες ἀλήθειες, ποὺ ἀποκαλύπτονται μὲ αὐτὸ, καὶ περιορίζονται σὲ κάποιες ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις, τὶς ὁποῖες ἐκλαμβάνουν ἐντελῶς ὑποκειμενικά, μακρυὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό τους νόημα. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ Πεντηκοστὴ γι αὐτοὺς εἶναι μία ἀνθρώπινη παράδοξη ἐκστατικὴ ἐμπειρία.
Πρωτίστως οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἀδυνατοῦν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Πεντηκοστὴ ὡς τελικὴ συσσωμάτωση τῶν Ἀποστόλων στὸ ἔνδοξο ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθόσον οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν καμμία πραγματικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ, παραμένουν ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ Σῶμα τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντας δὲ υἱοθετήσει τὴν κλασικὴ προτεσταντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅτι εἶναι «τὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀφιερωμένων στὸν Χριστό» καὶ ὄχι τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐκλαμβάνουν καὶ τοὺς ἀποστόλους ὄχι ὡς «τὰ καιριώτερα ἀγγεῖα» αὐτοῦ τοῦ Σώματος, ὀργανικὰ ἐνταγμένα σ’ αὐτό, ὅπως ἑρμηνεύει καὶ μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἀλλ’ ὡς ἔνα εἶδος ὑπαλλήλων τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διεκπαιρεώσουν τὸ ἔργο του. Τὴν δὲ «δύναμιν ἐξ ὕψους», τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ λάβουν οἱ ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Πεντηκοστιανοὶ τὴν ἐκλαμβάνουν ὡς μία φυσικὴ δύναμη, προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τοὺς καθιστᾶ ἀπλῶς ἱκανοὺς «νὰ κηρύξουν ἀποτελεσματικὰ τὸ Εὐαγγέλιο μέσα σὲ τόσες δυσκολίες καὶ διωγμούς», καὶ ὄχι ὡς τὴν ἄκτιστη θεία χάρη, μὲ τὴν ὁποία γίνονται τὸ πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
Οἱ Πεντηκοστιανοὶ δὲν μποροῦν νὰ παραδεχθοῦν τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς ὡς πραγματικὴ θεογνωσία μὲ τὴν ὁλοκληρωμένη ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος στοὺς ἀποστόλους, διότι δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψη τους τὴν συνέργια τῶν θείων Προσώπων σὲ ὅλα τὰ ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα. Δὲν βλέπουν πουθενὰ σ’ αὐτὸ παρόντα τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν ἔνδοξο ἀναστημένο Χριστό. Ἀρκοῦνται νὰ ὁμιλοῦν μόνον γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ θεωροῦν ὡς τὸ μόνο παρὸν στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Τὴν δὲ «πᾶσαν ἀλήθειαν», τὴν ὁποία, κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Χριστοῦ, θὰ γνώριζαν οἱ ἀπόστολοι μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἐκλαμβάνουν γενικὰ καὶ ἀόριστα, ταυτίζοντάς την μὲ τὴ δική τους πεντηκοστιανὴ πίστη, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς τελειωτικὴ ἀποκάλυψη τῶν τριῶν θείων Προσώπων. Ὁμολογοῦν ὅτι «ἡ ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἡ μόνη ὁλοκληρωμένη ἀλήθεια, ποὺ βασίζεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ δὲν ἔχει καμμία αἵρεση».
Οἱ Πεντηκοστιανοὶ δὲν ἔχουν καμμία συναίσθηση τῆς Πεντηκοστῆς ὡς γεγονὸτος ὑψίστης θεώσεως καὶ θεοπνευστίας. Τὴν θέωση ὡς κατάσταση πνευματικῆς τελειώσεως τὴν ἀγνοοῦν τελείως. Ὁμιλοῦν μόνον γιὰ μία σειρὰ ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων, ὅπως γιὰ βροντές, τριγμούς, θορύβους, ἀναταραχὴ στὸ περιβάλλον καὶ μία αἴσθηση ὅτι ὁ πιστὸς «λαβαίνει δύναμη ἐξ ὕψους σὲ ὅλο του τὸ σῶμα καὶ ἀρχίζει νὰ λαλεῖ ξένες γλῶσσες», καθὼς καὶ γιὰ «ἀλλαγμένη ζωή», τὴν ὁποία μάλιστα ἀντιλαμβάνονται μόνον ἠθικά καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς πρόσληψης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
Τὴν θεοπνευστία οἱ Πεντηκοστιανοὶ τὴν περιορίζουν μόνον στὸν γραπτὸ λόγο καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀντιληφθοῦν ὡς ἐνεργοποίηση ὁλοκλήρου τοῦ ζῶντος Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων ὡς μελῶν τοῦ Σώματος αὐτοῦ. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρῶτα «ἐπλήρωσε τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» καὶ στὴ συνέχεια «ἐκάθισε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου». Ἐκεῖνοι ὅμως ὅλα αὐτὰ οὔτε κἄν τὰ παρατηροῦν. Ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στοὺς αἱρετικοὺς τὼν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων παρατηρεῖ: «Ὁ Μαρκίων καὶ ὁ Βασιλείδης καὶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοὶ δὲν κατέχουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, καθόσον στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄνευ τοῦ ὁποίου τὸ διδασκόμενον εὐαγγέλιον καθίσταται ἀνθρώπινο». Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ Πεντηκοστιανοὶ δὲν ἔχουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ γι αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ ἰδοῦν τὴν θεοπνευστία ὡς κατάσταση πνευματικῆς ἱκανώσεως μελῶν τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας νὰ δεχθοῦν τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ ἤ νὰ ἑρμηνεύσουν αὐθεντικὰ τὶς καταγεγραμμένες ἀποκαλυπτικὲς ἐμπειρίες ἐκείνων ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δεχθοῦν τὶς ἀποκαλύψεις.
Οἱ Πεντηκοστιανοὶ, τέλος, μένουν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πνευματικῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀναφέρονται βέβαια συχνὰ στὴν ἀναγέννηση, ἀλλὰ τὴν θεωροῦν ὡς μεταβολὴ ποὺ γίνεται κατὰ κάποιον μαγικὸ τρόπο καὶ ποὺ ἑστιάζεται σὲ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις, κυρίως ἀπαρνήσεως κάποιων κακῶν συνηθειῶν. Ἐπίσης, τὴν ἐκλαμβάνουν ὡς μεταβολὴ κτιστὴ καὶ ἀκαριαία, καὶ ὄχι ὡς πορεία ἀπὸ τὴν κάθαρση πρὸς τὸν φωτισμὸ καὶ ἀπὸ τὸν φωτισμὸ πρὸς τὴν θέωση. Αὐτὸ τὸ σχῆμα, κάθαρση-φωτισμός-θέωση, τὸ τόσο γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, μένει ἄγνωστο γιὰ τοὺς Πεντηκοστιανούς. Ἀγνοοῦν τὴν πραγματικὴ θεραπεία, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τῆς ἑνώσεως τοῦ κτιστοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν τελικὴ ἐνσωμάτωσή του στὸ ἔνδοξο ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἀρκοῦνται στὴ δημιουργία ἑνὸς ἁπλῶς καλοῦ καὶ ἠθικοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅλα αὐτὰ διότι δὲν ἔχουν καμμία ὑποψία γιὰ τὶς διακρίσειςμεταξὺ θείας οὐσίας καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἤ μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καὶ τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ τὴν δυνατότητα ἑνώσεως τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ μόνον διὰ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἕνα ἀπὸ τὰ καίρια θεολογικὰ προβλήματα τῶν αἱρετικῶν Πεντηκοστιανῶν Κινημάτων, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν κατανόηση τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχει τὴν ρίζα του στὴν ἀδυναμία τους νὰ ὁριοθετήσουν σωστὰ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὰ θεῖα ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα καὶ στὴν καταγραφή τους στὴν Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ στὴν ἑρμηνεία τους. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ εικόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἕνας Ρῶσος θεολόγος στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ δανείζεται στὴ συνέχεια ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, γιὰ νὰ δείξη παραστατικὰ τὴ σχέση τῶν μυστηρίων τῆς Πίστεως, τῶν γεγονότων τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τῶν δογματικῶν ὅρων, ποὺ τὰ περιγράφουν, παραλληλίζοντας τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πολιτεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ὅρους μὲ ἕνα χάρτη. «Ἄνευ χάρτου κινδυνεύομεν πάντοτε νὰ χάσωμεν τὸν δρόμον μας. Ἐντούτοις εὑρισκόμεθα ἤδη ἐντὸς τῆς πολιτείας αὐτῆς καὶ πᾶν ὅ,τι βλέπομεν ἐκεῖ εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ πραγματικότης. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει μόνον τὸν χάρτην κινδυνεύει νὰ μείνη διὰ παντὸς ἐξω καὶ νὰ μὴν μάθη τίποτε κατ’ ἄμεσον τρόπον». Τὸ παράδειγμα εἶναι ἄκρως βοηθητικὸ γιὰ τὸ θέμα μας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ ἀκριβὴς χάρτης μιᾶς πραγματικῆς χώρας, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ χάρτης σχεδιάστηκε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἐμπειρικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα χώρα. Μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθῆ ὁ χάρτης μὲ τὴν πραγματικὴ χώρα. Ὁ χάρτης μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ φθάσουμε στὴ χώρα καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἐμπειρία της, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σχεδίασαν τὸν χάρτη. Βασικὴ ὅμως προϋπόθεση εἶναι ἡ σωστὴ ἑρμηνεία τῶν συμβολισμῶν τοῦ χάρτη, τὴν ὁποία ἑρμηνεία μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε μὲ τὴν παράδοση ἀπὸ τοὺς σχεδιαστὲς τοῦ χάρτη.
Οἱ Πεντηκοστιανοὶ κρατοῦν στὰ χέρια τους τὴν Ἁγία Γραφὴ, ὅπως τὸν χάρτη μιᾶς ἄγνωστης χώρας. Χωρὶς νὰ ἔχουν καμμία παραδοσιακὴ ἐπαφὴ μὲ αὐτοὺς ποὺ σχεδίασαν τὸν χάρτη, καὶ καμμία πραγματικὴ ἐμπειρία μὲ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα μακρυνὴ χώρα, προσπαθοῦν μόνοι τους νὰ φτιάξουν μία χώρα δική τους, ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ χάρτη, ἀλλὰ ἑρμηνεύοντας ὑποκειμενικὰ καὶ αὐθαίρετα τοὺς συμβολισμοὺς τοῦ χάρτη. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ δημιουργήσουν ἕνα κακέκτυπο τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ζοῦν φανατικὰ μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι οἱ μόνοι ποὺ ἔχουν τὴν ἀληθινὴ ἀποστολικὴ ἐκκλησία. Ἔκλεψαν ἀντίγραφο τοῦ χάρτη τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, τῆς Νέας Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς κανονικοὺς κληρονόμους της, ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν νὰ τὸν διαβάσουν σωστά οἱ ἴδιοι περιπλανῶνται σὲ τόπους ἄνυδρους καὶ ἐρημικούς.
Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ αἱρετικὴ ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Γραφῶν δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἄλλη ἑρμηνεία, ἤ μία ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας. Αὐτὸ μᾶς τὸ ἐξηγεῖ πολὺ καλὰ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ποὺ ἔζησε τὸν τρίτο μ. Χ. αἰώνα. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς αὐτὸς πατήρ χρησιμοποιεῖ μία παραστατικὴ παρομοίωση. Ἕνας ἐπιδέξιος καλλιτέχνης, λέγει, ἐζωγράφισε μία ὑπέροχη εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορος χρησιμοποιώντας ὡς ψηφῖδες πολύτιμους λίθους. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἕνας ἄλλος τεχνίτης διέλυσε τὸ μωσαϊκὸ αὐτὸ καὶ μὲ τὶς ἴδιες ψηφῖδες συνέθεσε διαφορετικὸ σχέδιο, ποὺ παρίστανε τὴ μορφὴ ἑνὸς σκύλλου ἤ μιᾶς ἀλεποῦς. Στὴ συνέχεια ἰσχυρίστηκε ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχικὴ εἰκόνα τοῦ πρώτου καλλιτέχνη μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι οἱ ψηφῖδες ἦταν οἱ ἴδιες.
Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ Πεντηκοστιανοί, ὅταν ἑρμηνεύουν τὶς Ἅγιες Γραφές. Χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες λέξεις καὶ φράσεις ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ θεῖοι συγγραφεῖς τῶν ἱερῶν βιβλίων, ἀλλ’ ἐπειδὴ στεροῦνται τῆς ἀδιάκοπης ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, οἱ εἰκόνες τὶς ὁποῖες κατασκευάζουν εἶναι αὐθαίρετες καὶ ἄσχετες μὲ ἐκεῖνες ποὺ κατέγραψαν οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς. Ἀκόμη δὲ χειρότερα, εἶναι κακοποιημένες καὶ φρικτὰ διαστρεβλωμένες. Μὲ τὶς ἴδιες λέξεις, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς μεταφέρουν τὴν ἐμπειρία τους γιὰ γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τὴν βασιλικὴ εἰκόνα τοῦ Ἅγίου Πνεύματος, ἐκεῖνοι συνθέτουν τὴν ἐκτρωματικὴ εἰκόνα τῆς δικῆς τους Πεντηκοστῆς μὲ τὶς ἐκβιαστικὲς προτροπὲς γιὰ ἀναγέννηση, μὲ τοὺς ἄτακτους ἀλλαλαγμούς, μὲ τὰ νευρωτικὰ γέλια, μὲ τὶς θεατρινίστικες κινήσεις, ἀλλὰ καὶ τὴν παραποιημένη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἀρκετὸ νὰ δείξη τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς βλάβης ποὺ προκαλεῖ ἡ αἵρεση, κάθε φορά ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύση τὶς Ἅγιες Γραφὲς αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὸν ζωτικό τους χῶρο, ποὺ εἶναι ἡ μία ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Γιὰ τὸ συγκεκριμένο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς ἐμπεριέχεται στὴν ἁγιογραφικὴ περικοπή, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὴν ὑπερβαίνει». Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν προσεκτικὴ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἐπισκόπου Καισαρείας, «οἱ παραχαράκτες τῆς ἀληθείας (καὶ ἐν προκειμένω οἱ Πεντηκοστιανοί) δὲν ὁδηγοῦν τὸν νοῦν τους νὰ ἀκολουθῆ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ τὴν διαστρέφουν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους θέληση».
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰανουάριος 1995, σ. 4
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰούλιος 2001, σ. 1. Ὡς «Λόγον» οἱ Πεντηκοστιανοὶ κατανοοῦν ὄχι τὴν Ὑπόσταση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ τὸν γραπτὸ λόγο τῶν Ἁγίων Γραφῶν!
Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἐφεσίους 2,2. PG 62,19
Ἱερ. π. Ἀλεξίου Καρακαλλινοῦ, Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, σ. 39
Εἰς Ματθαῖον, 1,1. PG 57,14. Βλ. ἐπίσης καὶ τὰ ἐπίλοιπα: «Οὐδὲ γὰρ τοῖς ἀποστόλοις ἔδωκέ τι γραπτὸν ὁ Θεός, ἀλλ’ ἀντὶ γραμμάτων τὴν του Πνεύματος ἐπηγγείλατο δώσειν χάριν… Καὶ ἵνα μάθῃς ὅτι τοῦτο πολὺ ἄμεινον ἦν, ἄκουσον διὰ τοῦ προφήτου τί φησί. ‘Διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην καινήν, διδοὺς νόμους μου εἰς διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας γράψω αὐτοὺς καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ…Ἐπειδὴ δὲ τοῦ χρόνου προϊόντος ἐξώκειλαν, οἱ μὲν δογμάτων ἕνεκεν, οἱ δὲ βίου καὶ τρόπων, ἐδέησε πάλιν τῆς ἀπὸ τῶν γραμμάτων ὑπομνήσεως» (αὐτόθι)
Ἱερ. π. Ἀλεξίου Καρακαλλινοῦ, Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, σ. 40
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τοὺς ὅρους αὐτοὺς τοὺς συναντοῦμε στὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἄλλων πατέρων. Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀντιμετωπίζη τοὺς ἀρειανοὺς μὲ βάση τὶς Ἅγιες Γραφές, στὶς προσωπικές γνῶμες τῶν αἱρετικῶν ἀντιπαραθέτει τὴν «διάνοιαν… ἐκκλησιαστικήν οὖσαν» (Κατὰ ἀρειανῶν, 1,44. PG 26,101).
Εἰς τὴν Γένεσιν, 32,1. PG 53,293
Κι ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἅπερ οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου αὐτῷ (τῷ Λουκᾷ) παρέδωσαν, τοῦ Πνεύματος ἦσαν» (PG 60,16). Καὶ ἐκεῖνοι ὅσα παρέδωκαν δὲν ἦσαν μόνον γραπτά, ἀλλὰ κυρίως προφορικὰ καὶ βιωματικά.
Ἐμπειρικὴ Δογματική, τ. Α’, σ. 300
Εἰς Γένεσιν 20,2. PG 53,168, «Ἀλλ’ ὅσον ἡμῖν οἷόν τε πρὸς τὸ βάθος αὐτὸ καθιέντες..θηρᾶσαι δυνηθῶμεν τὸν ἐγκεκρυμμένον θησαυρὸν τοῖς βραχέσι τούτοις ρήμασι».
Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Μ. Βασιλείου: «Ἀλλ’ οἱ παραχαράκται τῆς ἀλθείας, οὐχὶ τῇ Γραφῇ τὸν ἑαυτῶν νοῦν ἀκολουθεῖν διδάσκοντες, ἀλλὰ πρὸς τὸ οἰκεῖον βούλημα τὴν διάνοιαν τῶν Γραφῶν διαστρέφοντες, τὴν ὕλην φασὶ διὰ τῶν λέξεων τούτων παραδηλοῦσθαι» (Εἰς τὴν Ἑξαήμερον 2,2,3).
Ἰω. 14,16. Βλ. καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τὴν κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν τελεσθεῖσαν φανέρωσιν…, 6-7, ΕΠΕ 10,106, «ἄρχεται δὲ τελεῖσθαι καὶ τὰ φανεροῦντα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν ὑπάρχον, ἵν’ ἡμεῖς ἐπιγνῶμέν τε καὶ σκεφθῶμεν τὸ μέγα καὶ προσκυνητὸν τῆς ἁγίας Τριάδος μυστήριον. ἐνήργει μὲν καὶ πρότερον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ διὰ τῶν προφητῶν λαλῆσαν…ἐνήργει δὲ καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ἔπειτα δαίμονας ἐλαύνων καὶ νόσους ἰώμενον, ἐφανερώθη δὲ καὶ νῦν ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει τοῖς πᾶσι διὰ τῶν πυρίνων γλωσσῶν…οὐ μόνον διὰ τὸ τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον…ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ διττὸν τῆς ἐνεργείας τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος»
Ἰω. 14,7. Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεών τὸν νέο θεολόγο, «ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ θύρα, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ κλειδὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἀνοίγουμε τὴν θύρα καὶ φθάνουμε στὴν οἰκία τοῦ Πατρός» (Βλ., εἰς Ἱεροθέου Βλάχου, Οἱ δεσποτικὲς ἑορτές, σ. 357).
Βλ., Πεντηκοστάριον. Ὡς δεῖγμα παραθέτω ἕνα μόνον τροπάριον ἀπὸ τὴν θ’ ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς: «Ἐπιπαφλάζοντος πάλαι πυρίνου ἅρματος, ὁ ζηλωτὴς καὶ πυρίπνους χαίρων ὀχούμενος τὴν νῦν ἐκλάμψασαν ἐπίπνοιαν ἐδήλου, ἐξ ὕψους ἀποστόλοις, ὑφ’ ἧς καταλαμφθέντες, τὴν Τριάδα πᾶσιν ἐγνώρισαν» καὶ τὸ Ἐξαποστειλάριον αὐτῆς: «Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ ἐν γλώσσαις πυρίναις, τοῖς Ἀποστόλοις ἐπέμφθη. Καὶ δι’ αὐτοῦ πᾶς ὁ κόσμος φωταγωγεῖται, Τριάδα σέβειν ἀγίαν».
Γρηγορίου τοῦ παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,36
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρικὴ Δογματική, τ. Α, σσ. 324 καὶ 327
π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Ὀρθοδοξία μας, σ. 237
Κατὰ τὸν ἄγιο Χρυσόστομο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπισή του «ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» (Πρὸ τῆς ἐξορίας, 2. PG 52,429). Σχετικὲς εἶναι οἱ μαρτυρίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ὥστε εἴ τις ὲν Χριστῷ καινὴ κτίσις» (Β’Κορ. 5,17). «καὶ ὄντας ὑμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ. Χάριτι ἐστε σεσωσμένοι. Καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ.2,5-6).
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Αὐγουστος 1998, σ. 4
Εἰς Ἐφεσίους 11,4. PG 62,85, «οἷον ἀπόστολος ἀγγεῖον τοῦ σώματός ἐστι τὸ καιριώτερον, δεχόμενος παρ’ αὐτοῦ τὰ πάντα»
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰούνιος 1999, σ. 1
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰανουάριος 1995, σ. 4
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰούνιος 1992, σ. 1
Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἰανουάριος 2009, σ. 1
Ὅπως φαίνεται στὰ σχετικὰ κείμενα, ποὺ δημοσιεύονται στὰ ἔντυπά τους, τὴν ἀλλαγὴ στὴ ζωὴ καὶ τὴν τελείωση τῶν μελῶν τους οἱ Πεντηκοστιανοὶ τὴν ἐντοπίζουν μόνον σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, χωρὶς καμμία ἀπολύτως ἀναφορὰ στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Βλ. Ἐφημερίδα «Χριστιανισμός», Ἀπρίλιος 1992, σ. 8. Ἰούλιος 1998, σ. 1. Ἰανουάριος 2009, σ. 1
Commentariorum epistulan ad Galatas, Libri tres, 1,11- 12. PL 26,322
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, σ. 75.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρικὴ Δογματική, τ. Α, σ. 292