ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 22, 34-46] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.22, 34-46]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; (:Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν και εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, τον ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;’’)»[Ματθ.22,3-36].

Πάλι ο ευαγγελιστής προβάλλει την αιτία για την οποία έπρεπε να σιωπήσουν, και δείχνει με αυτό την θρασύτητα εκείνων. Πώς και με ποιον τρόπο; Με το ότι αν και αποστομώθηκαν εκείνοι[:οι Σαδδουκαίοι με την απάντηση με την οποία μόλις προηγουμένως τους είχε αποστομώσει ο Κύριος σχετικά με την ανάσταση των νεκρών, βλ. Ματθ.22,23-33], αυτοί [:οι Φαρισαίοι] πάλι επιτίθενται. Έπρεπε δε μετά από αυτό να ησυχάζουν, αλλά αυτοί συναγωνίζονται με τους προηγουμένους, και προβάλλουν τον νομικό, όχι με σκοπό να μάθουν, αλλά επιχειρούν να παγιδεύσουν τον Κύριο και Τον ερωτούν: «Ποια είναι η πρώτη εντολή;». Επειδή λοιπόν η πρώτη εντολή είναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου (:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου)» [Ματθ.22,37], καθώς περίμεναν να τους δώσει κάποια αφορμή, συμπληρώνοντας και διορθώνοντας αυτήν εξαιτίας του ότι παρουσίαζε τον εαυτό Του Θεό, του κάνουν αυτήν την ερώτηση.

Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Αφού φανέρωσε την αιτία που τους οδήγησε σε αυτό που πήγαζε από την έλλειψη κάθε ίχνους αγάπης, από το ότι λιώνουν από φθόνο και κατακυριεύονται από ζηλοτυπία, λέγει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν (:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε Αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σε Αυτόν, και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εντολή όμοια με αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Ματθ. 22, 37-39]. Γιατί όμως είναι όμοια με αυτήν; Διότι η πρώτη εντολή προετοιμάζει την δεύτερη και συγχρόνως συγκροτείται από αυτήν. Διότι «πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ (:καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)» [Ιω.3,20].

Και πάλι: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός (:Είπε στο βάθος του εσωτερικού του ο σκοτισμένος από την αμαρτία μέχρι αφροσύνης άνθρωπος: ‘’Δεν υπάρχει Θεός’’)» [Ψαλμ. 52,1]. Και τι προκύπτει από αυτό; Ότι «Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις(:Ο άφρων και οι όμοιοί του διεφθάρησαν και με την παράνομη και αδιόρθωτα αμαρτωλή διαγωγή τους έγιναν βδελυκτοί και μισητοί από τον Θεό και τους ευσεβείς ανθρώπους)» [Ψαλ. 52,3]· και πάλι: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως (:διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)» [Α΄Τιμ. 6,10]· και «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε(: Εάν με αγαπάτε, να τηρείτε τις εντολές μου)» [Ιω. 14,15]. Όλες μάλιστα οι εντολές Του με αποκορύφωμά τους είναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου˙ και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς με όλο το συναίσθημά σου˙ και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Λουκά 10,27].

Εάν λοιπόν η αγάπη προς τον Θεό σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον-διότι λέγει «Εάν με αγαπάς, Πέτρε, ποίμαινε τα πρόβατά μου»[Ιω.21,17]-, η δε αγάπη προς τον πλησίον συντελεί στην διαφύλαξη των εντολών, τότε κατά φυσικό λόγο έπειτα λέγει ότι «ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται(:σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών)»[: Ματθ.22,40]. Γι'αυτό λοιπόν ακριβώς που έκανε προηγουμένως, το ίδιο κάνει και τώρα εδώ. Καθόσον και εκεί, όταν ρωτήθηκε για τον τρόπο της αναστάσεως, τους δίδαξε τι είναι ανάσταση, διδάσκοντάς τους μάλιστα περισσότερα από όσα χρειάζονταν να πειστούν. Και εδώ απαντώντας στην πρώτη ερώτηση, απαντά και στην δεύτερη που δεν διαφέρει και πολύ από την πρώτη (διότι είναι μεν δεύτερη, αλλά είναι όμοια με την πρώτη), υπαινισσόμενος με τον τρόπο αυτόν το κίνητρο της ερωτήσεώς τους, διότι από μίσος τον ρώτησαν. Καθόσον «ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ (:η αγάπη δεν ζηλοφθονεί)» [Α΄Κορ.13,4]. Με αυτό παρουσιάζει τον εαυτό Του να πειθαρχεί και στον μωσαϊκό νόμο και στους προφήτες.

Αλλά γιατί ο μεν Ματθαίος λέει ότι τον ρώτησε ο νομικός με σκοπό να τον πειράξει, ενώ ο Μάρκος λέγει το αντίθετο; Διότι λέγει: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ(:Κι ο Ιησούς, όταν είδε ότι συνετά και φρόνιμα αποκρίθηκε, του είπε: Δεν είσαι μακριά απ’ την Βασιλεία του Θεού, όπως είναι μακριά οι άλλοι γραμματείς και Φαρισαίοι, που με εξωτερικούς μόνο τύπους ζητούν να αρέσουν στον Θεό. Και κανείς πλέον δεν τολμούσε να τον ρωτήσει)» [Μάρκ.12,34]. Δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά αντιθέτως συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Διότι τον ρώτησε στην αρχή με σκοπό να τον πειράξει, επειδή όμως ωφελήθηκε ο νομικός από την απάντηση, επαινέθηκε. Ούτε βέβαια τον επαίνεσε από την αρχή, αλλά όταν είπε ότι η προς τον πλησίον αγάπη έχει μεγαλύτερη αξία από τις θυσίες ολοκαυτωμάτων, τότε λέγει: «Δεν βρίσκεσαι μακριά από την Βασιλεία του Θεού»· διότι παρέβλεψε τα δευτερεύοντα και ασχολήθηκε με την αρχή της αρετής. Καθόσον όλα εκείνα, και το Σάββατο και τα λοιπά, γι’ αυτόν τον σκοπό έγιναν. Και ούτε του έπλεξε πλήρη έπαινο, αλλά ακόμη μικρό. Διότι με τους λόγους του: «Δεν βρίσκεσαι μακριά», του δείχνει ότι ακόμη απέχει ώστε να ζητήσει το υπόλοιπο. Εάν δε με το να πει «εἷς ἐστι ὁ Θεὸς καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ(:Ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν)»[Μάρκ.12,32], τον επαίνεσε ο Κύριος, αυτό να μη σε κάνει να θαυμάζεις, αλλά και από αυτό μάθε καλά πως απαντά ο Κύριος ανάλογα με την διάθεση αυτών που Τον πλησιάζουν. Διότι και αν ακόμη λέγουν άπειρα λόγια αντάξια της δόξης του Χριστού, όμως δεν θα τολμήσουν να πουν αυτό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου Θεός.

Για ποιον λόγο λοιπόν επαινεί αυτόν που είπε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Πατέρα; Ο Κύριος δεν εξαιρούσε τον εαυτό Του από το να είναι Θεός· μακριά κάτι τέτοιο· αλλά επειδή δεν ήταν ακόμη ο κατάλληλος καιρός να αποκαλύψει την θεότητά του αφήνει εκείνον να μένει στην εκ προτέρου γνωστή πίστη και τον επαινεί που γνωρίζει καλά την παλαιά, ώστε να τον προετοιμάσει για την διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, εισάγοντας αυτήν τον κατάλληλο καιρό. Άλλωστε δε και το «Ένας είναι ο Θεός, και άλλος από Αυτόν δεν υπάρχει» και στην Παλαιά Διαθήκη και παντού δεν λέγεται προς αθέτηση του Υιού, αλλά έχει λεχθεί προς αντιδιαστολή από τα είδωλα. Ώστε, επαινώντας αυτόν που έδωσε αυτήν την απάντηση, τον επαινεί γι’ αυτήν ακριβώς την πίστη του.

Στη συνέχεια και μετά την απάντηση ερωτά: «Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; Τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ(: ‘’Ποια γνώμη έχετε σχετικά με τον Μεσσία, που θα αναδειχθεί και θα χρισθεί Μεσσίας από τον ίδιο τον Θεό; Τίνος απόγονος είναι;’’. Του απαντούν: ‘’Του Δαβίδ’’)»[Ματθ.22,42]. Πρόσεχε μετά από πόσα θαύματα ερωτά· μετά από πόσα σημεία, μετά από πόσες ερωτήσεις, μετά από πόσες αποδείξεις συμφωνίας του προς τον Πατέρα τόσο με τα λόγια όσο και με τα έργα, μετά από τον έπαινο αυτού που είπε ότι «Ένας είναι ο Θεός», ώστε να μην βρουν δικαιολογία και πουν ότι θαύματα μεν έκανε, αλλά όμως ήταν αντίθετος προς τον νόμο και πολέμιος προς τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν κάνει την ερώτηση αυτήν μετά από τόσα, οδηγώντας αυτούς με τρόπο λανθάνοντα στο να ομολογήσουν και Αυτόν Θεό. Και τους μεν μαθητές καταρχήν τους ρώτησε, τι λένε οι άλλοι γι’ Αυτόν, και στη συνέχεια ζήτησε την γνώμη τους, αυτούς όμως δεν τους ρωτά έτσι, αν και Τον ονόμασαν πλάνο και πονηρό, επειδή χωρίς φόβο έλεγαν τα πάντα. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν εξετάζει την γνώμη αυτών των ίδιων.

Επειδή, λοιπόν, στη συνέχεια επρόκειτο να βαδίσει προς το Πάθος αναφέρει την προφητεία που διακηρύττει αυτόν σαφώς Κύριο, αλλά όμως αυτό δεν γίνεται απλώς και ως έτυχε, ούτε θέτει αυτό εκ των προτέρων ως σκοπό Του, αλλά κατόπιν ευλόγου αιτίας. Διότι, αφού ρώτησε αυτούς προηγουμένως, επειδή η απάντησή τους δεν περιλάμβανε την πραγματική τους γνώμη γι’ Αυτόν(διότι τον ονόμαζαν απλό άνθρωπο), ανατρέποντας την εσφαλμένη τους γνώμη, αναφέρει τον Δαβίδ, ο οποίος ανακηρύττει την θεότητά Του. Διότι εκείνοι μεν νόμιζαν ότι ήταν απλός άνθρωπος, για τον λόγο αυτόν και έλεγαν ότι ήταν υιός του Δαβίδ, Αυτός όμως, διορθώνοντας αυτήν την γνώμη τους, αναφέρει τον Δαβίδ, ο οποίος διαβεβαιώνει και την κυριότητά Του και ότι είναι γνήσιος Υιός του Θεού και ομότιμος προς τον Πατέρα Του. Και δεν σταματά μέχρις εδώ, αλλά με σκοπό να τους προκαλέσει φόβο, προσθέτει και τους επόμενους λόγους, «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου», ώστε να τους προσελκύσει έστω και με αυτόν τον τρόπο. Και για να μη λένε ότι έδωσε την απάντηση με σκοπό να κολακεύσει εκείνον τον νομικό και ότι αυτή η γνώμη ήταν ανθρώπινη, πρόσεχε τι λέγει: «Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;(: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ, εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει: «Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: ‘’Κάθισε στον θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου’’; Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους, κυρίους. Εάν λοιπόν ο Δαβίδ Τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και Υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και Κύριος του Δαβίδ)»[Ματθ.22, 43-45· πρβ. Ψαλμ.109,1: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου(: Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Μεσσία: Κάθισε στα δεξιά μου δοξαζόμενος και απολαμβάνοντας ίση τιμή με εμένα, έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο στήριγμα, που θα πατούν επάνω τα πόδια σου)»].

Πρόσεχε πώς με τρόπο μαλακό εισάγει την περί του εαυτού Του γνώμη και δόξα. Καταρχήν είπε «Ποια γνώμη έχετε για τον Χριστό; Τίνος Υιός είναι;», ώστε με την ερώτηση να τους οδηγήσει στην απάντηση. Στη συνέχεια, επειδή είπαν ότι είναι Υιός του Δαβίδ, δεν είπε: «Να και ο Δαβίδ λέγει το εξής», αλλά και πάλι με τρόπο ερωτήσεως λέγει: «Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστι;(: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει: ‘’Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στον θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου’’. Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους κυρίους. Εάν λοιπόν ο Δαβίδ τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και κύριος του Δαβίδ)» [Ματθ.22,43-45], ώστε να μην παρουσιαστεί ως αντιτιθέμενος προς τους λόγους τους. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «Ποια γνώμη έχετε για εμένα;», αλλά «περί του Χριστού». Για τον λόγο αυτόν και οι απόστολοι με πλάγιο τρόπο ομιλούσαν για τον Δαβίδ λέγοντας: «Μπορούμε με παρρησία να σας πούμε για τον Πατριάρχη Δαβίδ, ότι πέθανε και ενταφιάστηκε» [Ιω.3,13].

Κατά όμοιο τρόπο και ο Κύριος για τον λόγο αυτόν υπό μορφήν ερωτήσεως και συλλογισμού εισάγει την αλήθεια αυτήν, λέγοντας: «Πώς λοιπόν ο Δαβίδ, εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, ονομάζει Αυτόν Κύριο με τα λόγια : Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου». Και πάλι: «Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;». Με τα λόγια αυτά δεν αναιρεί το ότι είναι υιός του, μη γένοιτο, διότι δεν θα επιτιμούσε τον Πέτρο γι'αυτό, αλλά διορθώνει την εσφαλμένη γνώμη εκείνων. Ώστε όταν λέει «Πώς είναι υιός του;» εννοεί αυτό, ότι δηλαδή «δεν είναι το πράγμα όπως το εννοείτε εσείς». Διότι εκείνοι έλεγαν ότι είναι μόνο υιός του Δαβίδ και όχι και Κύριος. Και αυτό το έκανε μετά την μαρτυρία, και πάλι όμως με τρόπο πλάγιο: «Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;».

Αλλά όμως, αν και άκουσαν αυτά, δεν έδωσαν καμία απάντηση· διότι βέβαια ήθελαν να μάθουν κάτι από τα πρέποντα. Για τον λόγο αυτόν ο Ίδιος προσθέτει τους λόγους ότι είναι Κύριος του Δαβίδ. Μάλλον δε ούτε και αυτό λέγει κατά τρόπο ευθύ, αλλά αφού έλαβε μαζί του τον προφήτη, για τον λόγο ότι έδειχναν μεγάλη απιστία προς αυτόν, και διαβαλλόταν από αυτούς. Αυτό λοιπόν που κατεξοχήν πρέπει να σκεπτόμαστε, είναι ότι δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε και όταν ακόμη λέγεται από Αυτόν κάτι το ταπεινό και μη ευθές. Διότι η αιτία του, μαζί με πολλές άλλες, ήταν η συγκατάβασή Του να συνομιλεί με αυτούς. Για τον λόγο αυτόν και τώρα διδάσκει τις αλήθειες με μορφή ερωτήσεως και απαντήσεως, υπαινίσσεται δε και με τον τρόπο αυτόν την αξία Αυτού. Διότι δεν ήταν το ίδιο να ακούσουν να ονομάζεται Κύριος των Ιουδαίων και Κύριος του Δαβίδ.

Εσύ πάλι πρόσεξε, σε παρακαλώ, και το επίκαιρο του πράγματος. Διότι όταν είπε ότι «Ένας είναι ο Κύριος», τότε και για τον εαυτό Του είπε ότι είναι Κύριος, αποδεικνύοντας αυτό όχι μόνο με τα έργα Του, αλλά και με την προφητεία. Και αποδεικνύει ότι χάριν Αυτού και ο Πατήρ αμύνεται εναντίον τους, διότι λέγει: «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου»· και από τους λόγους αυτούς γίνεται φανερή πολλή ομόνοια του Πατρός προς Αυτόν, καθώς και τιμή. Και θέτει αυτό ως το τέλος των συζητήσεών Του με αυτούς, το οποίο ήταν υψηλό και μέγα και ικανό να κλείσει τα στόματά τους. Καθόσον οι λόγοι αυτοί τους έκαναν να σιωπήσουν, όχι με την θέλησή τους, αλλά επειδή δεν είχαν τίποτε να πουν, και έτσι δέχτηκαν καίριο πλήγμα, ώστε να μην τολμήσουν ποτέ πλέον στο εξής να επιχειρήσουν το ίδιο πράγμα. Διότι λέγει: «Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι(:Και κανείς δεν μπόρεσε να του αποκριθεί ούτε λέξη, ούτε τόλμησε κανείς από την ημέρα εκείνη να του υποβάλλει πλέον άλλα ερωτήματα)»[Ματθ. 22, 46]. Δεν ήταν δε μικρή η ωφέλεια που ελάμβανε το πλήθος από αυτό. Για τον λόγο αυτόν και προς αυτούς πλέον στρέφει τον λόγο, αφού απομάκρυνε τους λύκους και απέκρουσε τις επιβουλές τους. Διότι εκείνοι δεν κέρδιζαν τίποτε, επειδή κυριεύτηκαν από την κενοδοξία και ενέπεσαν στο φοβερό αυτό πάθος. Πράγματι αυτό το πάθος είναι φοβερό και πολυκέφαλο· διότι κυριευμένοι από αυτήν άλλοι μεν ποθούν σφόδρα την εξουσία, άλλοι δε τα χρήματα και άλλοι την δύναμη. Καθώς μάλιστα προχωρεί η κενοδοξία, χρησιμοποιεί και την ελεημοσύνη και την νηστεία και τις προσευχές και την διδασκαλία και γενικώς είναι πολλές οι κεφαλές αυτού του θηρίου. Αλλά το να κενοδοξούν μεν ως προς όλα τα άλλα δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστο, το να χρησιμοποιούν όμως την νηστεία και να προσεύχονται από φιλοδοξία, αυτό είναι το παράξενο και αξιοδάκρυτο[…].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:





Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΟΑ΄(επιλεγμένο απόσπασμα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 460-473.

Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.



Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.



http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm





ΟΜΙΛΙΑ ΟΑ΄, τόμος ΙΑ΄, σελίδες 460- 473

«Πᾶνος»