Οἱ 12 βαθμοὶ τῆς ἁμαρτίας




π. Κλέοπα Ίλιε

«Τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α’ Κοριν. 15,56).

«Μυρμηκολέων ὤλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βοράν» (Ἰὼβ 4,11).

Πρὶν ἀρχίσω, μὲ ὀλίγα λόγια σᾶς λέγω ἕνα παράδειγμα: Ἔχετε ἰδῆ, ὅταν κάποτε πάρη φωτιὰ ἕνα σπίτι ἤ μία θημωνιὰ ἀπὸ χόρτο ἤ ἄχυρο; Ἐὰν συμβῆ νὰ ἔχη κάποιος πρόχειρα ἐκεῖ ἕνα λέβητα νερό, μπορεῖ εὔκολα νὰ σβήση τὴν φωτιά, πρὶν αὐτὴ ἐξαπλωθῆ, ἐὰν ὅμως ἐπεκταθῆ, χρειάζεται πολὺς κόπος καὶ πολὺ νερὸ γιὰ νὰ κατασταλῆ. Μάλιστα, μερικὲς φορὲς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναχαιτισθῆ ἡ δύναμις καὶ ὁρμὴ τῆς φωτιᾶς. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία σὲ ἐμᾶς: Ὅταν μὲ προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνησι βλέπουμε τὶς πρῶτες κινήσεις τοῦ σατανᾶ γιὰ νὰ εἰσέλθη μέσα στὸν νοῦ μας ἡ πονηρὰ σκέψις καὶ ἐπιθυμία καὶ ἀντιδροῦμε νοερὰ μὲ τὴν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χρίστου, ἀμέσως θά σβήση ἡ φλόγα τῆς ἁμαρτωλῆς σκέψεως καὶ θά ἀπαλλαγῆ ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἐνῶ, ὅταν δὲν ἀγρυπνοῦμε στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ δὲν ἐπικαλούμεθα τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά μας, ἡ ἁμαρτία φυτρώνει στὸν νοῦ μας, αὐξάνεται, ὅπως τὸ δένδρο, καὶ μᾶς πολεμᾶ μὲ δύναμι γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν ἀπώλεια.

Ἡ συνέχεια τοῦ λόγου μας αὐτοῦ θά ἀναφέρεται στὴν ἁμαρτία καὶ τοὺς βαθμοὺς ἐκδηλώσεως αὐτῆς.

Ἀλλὰ τί εἶναι ἁμαρτία;

Ἡ ἁμαρτία, κατὰ τὶς μαρτυρίες τῶν Ἁγίων Γραφῶν, εἶναι: παράβασις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ (Ρώμ. 5,13 καὶ Ἰακώβ.2,9), ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ κέντρον τοῦ θανάτου κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Α’ Κόρ. 15,56), εἶναι ἔργο τοῦ σκότους (Ρώμ. 13,13) καὶ βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Εἶναι καρπὸς τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν (Ἰακώβ. 1,15) καὶ ἔργο τοῦ διαβόλου. Κατὰ τὸ Λευιτικὸ (15,31) εἶναι ἀκαθαρσία καὶ ἔργο τῆς σαρκὸς δήλ. μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια (Γάλ. 5,19). Ὁ Θεὸς βλέπει μὲ μεγάλο μίσος τὴν ἁμαρτία (Δευτερ. 17,225,16) καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἁμαρτίας (Λευϊτ. 26, 21-28). Ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ μας ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὰ τὰ ὀλίγα χωρία εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ μᾶς δείξουν, τί εἶναι ἡ ἁμαρτία.

Ὠφέλεια σὲ ἐμᾶς δὲν εἶναι μόνο νὰ γνωρίζουμε, τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθουμε, πῶς μᾶς ἐξαπατᾶ καὶ μᾶς ὑποδουλώνει καὶ ποιὲς εἶναι οἱ μορφὲς ἀναπτύξεώς της, ὅταν εἰσέρχεται μέσα μας καὶ μέχρι ποῦ φθάνει, ὥστε τελείως νὰ κυρίαρχη μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν πρόσκαιρη καὶ αἰώνια καταδίκη. Γιὰ τὴν ἀνεύρεσι αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ἀνάγκη νὰ θέσουμε τὴν ἑπόμενη ἐρώτησι: Γιὰ ποὶα ἄραγε αἰτία ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία «Μυρμηκολέοντα» (Ἰὼβ 4:11). Τὴν ἀπορία μᾶς ἐπεξηγεῖ ὁ θεῖος πατὴρ Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος μᾶς φανερώνει, ὅτι ὁ διάβολος καὶ ὁποιοδήποτε πάθος ὀνομάζεται «μυρμηκολέων», ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρτία ἐμφανίζεται ὡς μυρμήγκι καὶ στὸ τέλος ὡς λέων, ἐὰν δὲν προλάβουμε νὰ τὸν φονεύσουμε ἐγκαίρως μὲ τὴν προσευχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνας πονηρὸς διάβολος, λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, ὁ ὅποιος μᾶς ὑποκλέπτει σταδιακῶς, ἕως ὅτου τελείως μᾶς αἰχμαλωτίση. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπαγρυπνεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸν φονεύει ἐν ὄσῳ εἶναι ἀκόμη μηρμήγκι καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀποκτήση τὴν δύναμι τοῦ λέοντος.

Συχνά σᾶς ὑπενθύμιζα, μὲ τὴν εὐκαιρία παρομοίων λόγων μου, ὅτι τὸ θεμελιῶδες ἔργο μας εἶναι νὰ διακόπτουμε τὴν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας διὰ τῶν ἀγαθῶν σκέψεων τοῦ νοῦ μας. Αὐτὸ τὸ θεῖο ἔργο, κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας, ὀνομάζεται νοερὰ νήψις ἤ φυλακὴ τοῦ νοῦ καὶ γεννᾶται σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, γεννᾶται μέσα μας ἀπὸ τὴν πίστι πρὸς τὸν Θεό: «Ὅποιος πιστεύει φοβεῖται, ἐνῶ ὅποιος φοβεῖται ἀγρυπνεῖ» (Α’ ἑκατοντὰς κέφ. περὶ Ἀγάπης).

Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, μακάριος καὶ τρισμακάριστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὸν θεῖο φόβο, διότι, κατὰ τὴν μαρτυρία τῶν Γραφῶν, λόγω τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, κάθε ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ κακὸ (Παροιμ. 8,13). Γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης Δαβὶδ, λόγω τοῦ θείου του φόβου, τὸν ὠνόμασε ἀρχὴ σοφίας «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν» (Ψάλμ. 110,10). Ἐνῶ ὁ Σολομῶν φιλοσόφησε περισσότερο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, λέγοντας ὅτι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι σχολὴ τῆς σοφίας, καὶ τὸ βιβλίο τῆς σοφίας Σειρὰχ λέγει ὅτι «φόβος Κυρίου δόξα καὶ καύχημα καὶ εὐφροσύνη καὶ στέφανος ἀγαλλιάματος… ἐπιστήμην καὶ γνῶσιν συνέσεως ἐξώμβρησεν καὶ δόξαν κρατούντων αὐτὴν ἀνύψωσε» (1, 11-19).

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς γραφικὲς μαρτυρίες ποὺ προανέφερα, γεννᾶ μέσα μας δυνατὴ πίστι σ’ Αὐτόν, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρὰ της γεννᾶ τὴν φυλακὴ τοῦ νοῦ ἤ νήψι, πού μᾶς εἶναι ἀναγκαιοτάτη στὸν ἀγῶνα μας ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν μας. Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος Ἱεροσολύμων μᾶς λέγει, ὅτι ἡ νήψις εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ κάθε ἀρετὴ καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐναντίον τῆς νήψεώς μας μάχεται τὸ πάθος τῆς λησμονιᾶς, ὅπως γι’ αὐτήν μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ἀββᾶς Ἠσύχιος, ὅτι καταραμένη νὰ εἶναι ἡ λήθη ποὺ καταστέλλει τὴν προσοχή, ὅπως τὸ νερὸ τὴν φωτιά.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει, νὰ μὴ δίνουμε τόπο στὸν διάβολο (Ἔφ. 4,27), ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχη μόνο ἐκεῖνος, ποὺ μισεῖ ἀπὸ καρδίας τὴν ἁμαρτία καὶ ἐναντιοῦται στὴν πρώτη κιόλας ἐμφάνισί της.

Στὴν συνέχεια, θά σᾶς δείξω ποιὲς εἶναι οἱ βαθμίδες τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν πρώτη:

Ἡ πρώτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι, ὅταν κάποιος κάνη τὸ καλὸ, ὄχι μὲ καλὸ σκοπὸ καὶ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς τὸ δηλώνη καὶ ὁ θεῖος πατὴρ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς, ὅταν λέγη: «ὅτι τὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, ὅταν δὲν γίνεται μὲ καλὸ τρόπο», ἐνῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ ἔργα μας ἐξετάζει τὸν σκοπὸ των, δήλ. τὰ ἐργαζόμεθα γι’ Αὐτὸν ἤ γιὰ κάποιον ἄλλον;» Πρέπει νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἀγαθὰ ἔργα ἔχει τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή. Ἀρετὲς τοῦ σώματος εἶναι τὰ διάφορα πνευματικὰ ἔργα του, εἴτε νηστεία, ἀγρυπνία, ἐλεημοσύνη καὶ ἄλλα, ἐνῶ ἀγαθὸ ἔργο τῆς ψυχῆς λογίζεται πρῶτα ὁ σκοπὸς μὲ τὸν ὁποῖον γίνονται τὰ ἔργα αὐτῆς. Ἐὰν ὁ σκοπὸς εἶναι καλὸς καὶ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ τὸ ἔργο εἶναι ὠφέλιμο, ἐνῶ, ἐὰν ὁ σκοπὸς εἶναι πονηρὸς καὶ τὸ καλὸ ἔργο πονηρὸ γίνεται καὶ χάνει κανεὶς τὸν μισθό του ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ (Ἀ’ Θέσ. 4,1). Ἐνῶ ὁ θεῖος Μάξιμος λέγει ὅτι, ὅταν ἀκούης τὴν Γραφὴ νὰ λέγη, ὅτι ὁ καθένας θὰ πληρωθῆ κατὰ τὰ ἔργα του, νὰ γνωρίζης, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ πληρώση μὲ δίκαιο μισθὸ τὰ ἔργα των, ποὺ δὲν ἔγιναν μὲ ἀγαθὸ σκοπό. Διότι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δὲν παρατηρεῖ τὰ γενόμενα ἔργα ἀλλὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὅποιο ἔγιναν.

Δεύτερη βαθμὶς ἁμαρτίας εἶναι, ὅταν κανεὶς δὲν ἐργάζεται τέλεια τὸ ἀγαθό. Ἕνα παράδειγμα: Κάποιος προσεύχεται στὸν Θεό, ὄχι μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ στόμα καὶ τὰ χείλη, διότι ἀφήνει νὰ διασκορπίζεται ὁ νοῦς του στὰ παρόντα καὶ φθαρτὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται ἐξωτερικά, ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ποὺ λέγει ὅτι, «πολὺ πλησίον εἶσαι Κύριε μὲ τὸ στόμα των ἀλλὰ πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν καρδιὰ των» (29,13).

Ἤ ὅταν κάποιος κάνη ἐλεημοσύνη, ὄχι μὲ ἰδικοὺς του κόπους ἀλλὰ ἀπὸ ἁρπαγὲς καὶ κλοπές. Ἐπίσης, ὅταν κάποιος νηστεύη ἀπὸ φαγητὰ καὶ ποτά ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν αἰσθήσεων, τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας. Ὁ ἅγιος  Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς διέταξε τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκευάση κατὰ τέλειο τρόπο τὴν Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ διδάξη καὶ ἐμᾶς μὲ τέλειο τρόπο νὰ μετανοοῦμε ἐνώπιόν Του. Καὶ ὅπως ὁ γιὰ τὴν θυσία προσφερόμενος ἀμνὸς θά ἔπρεπε νὰ εἶναι ἄμωμος, χωρὶς δηλ. σωματικὰ ἐλαττώματα καὶ ἀσθένειες, ἔτσι καὶ τὰ ἔργα μας νὰ τὰ ἐπιτελοῦμε μὲ τέλειο τρόπο.

Ἡ τρίτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ λογισμοῦ, ποὺ πλησιάζει ἀθόρυβα μὲ ἐμπαθεῖς διαθέσεις. Ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα: Μία σκέψις γυναικείου προσώπου ἤ χρημάτων ἤ κενοδοξίας ἤ ὀργῆς, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν τὴν καθαρότητα τῆς μνήμης.

Τέταρτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ συνδιασμός, δηλ. ἡ ψυχή μας συνομιλεῖ εὐχαρίστως μὲ τὶς πονηρὲς σκέψεις.

Ἡ πέμπτη βαθμὶς εἶναι ἡ νοερὰ μάχη μὲ τοὺς κακοὺς λογισμούς, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτῶνται καὶ οἱ ἄλλοι βαθμοὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ψυχὴ, μετὰ τὴν συγκατάθεσί της, ἀρχίζει νὰ ἀνησυχῆ καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀγωνισθῆ μὲ τὴν παρουσία τῶν καλῶν λογισμῶν καὶ προπαντώς μὲ τὴν νοερὰ πρὸς τὸν Κύριο προσευχή.

Ἡ ἕκτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγκατάθεσις ποὺ δὲν ἀρκεῖται πλέον στὴν συνομιλία μὲ τὸν λογισμό ἀλλά, λόγω φιλαυτίας καὶ ἐμπάθειας, ἐνδίδει σ’ αὐτὸν καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν δέχεται πλέον στὸν νοῦ του, γιὰ νὰ τὸν πράξη.

Ἡ ἕβδομη βαθμὶς εἶναι ἡ μὲ τὸν νοῦ ἁμαρτία, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Θεῖος Μάξιμος: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατατεθῆ νοερὰ νὰ δεχθῆ τὴν κακὴ σκέψι, πιέζεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ νὰ ἐντυπώση αὐτὴν στὸν νοῦ του τόσο δυνατά, ὡσὰν νὰ τὴν εἶχε κάνει καὶ μὲ τὸ ἔργο». Ὅταν φθάση ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι, τότε ἡ ἁμαρτία μὲ τὶς φαντασίες καὶ κακὲς παραστάσεις, πατεῖ σχεδὸν στὸ ἔδαφος τῆς ἀναισθησίας καὶ βαδίζει γιὰ τὴν προσβολὴ τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ὅπως μᾶς φανερώνη ὁ ἴδιος θεῖος πατήρ, λέγοντας: «Ὅπως τὸ σῶμα ἔχει ὡς κόσμημα τὰ ἔργα, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει τὶς ἰδέες. Καὶ ὅπως τὸ σῶμα πορνεύη μὲ τὸ σῶμα τῆς γυναικός, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς πορνεύει μὲ τὴν ἰδέα τῆς γυναικός, δήλ. μὲ τὴν μορφὴ τοῦ προσώπου της». Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος ἅγιος Μάξιμος μᾶς συμβουλεύει τὰ ἕξης: «Μὴ δέχεσαι τὶς κακὲς ἰδέες γιὰ νὰ μὴν ἀναγκάζεσαι νὰ ὑποχωρῆς στὸ κακὸ καὶ στὰ ἔργα αὐτοῦ. Διότι, ὅταν κάποιος δὲν ἁμαρτάνη μὲ τὸν νοῦ, οὔτε μὲ τὸ ἔργο δὲν θὰ ἁμαρτήση».

Ἐπίσης, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ πόλεμος εἶναι δυσκολώτερος ἀπ’ αὐτὸν ποὺ γίνεται μὲ ὄπλα καὶ ἄλλα μέσα ἀνθρώπινα. Ὁ κίνδυνος τῆς πτώσεως μὲ τὸν νοῦ μᾶς προσβάλλει εὐκόλως καὶ σὲ ὁποιονδήποτε χῶρο καὶ χρόνο. Ἐάν κάποιος, ἐπὶ παραδείγματι, θελήση νὰ ἁμαρτήση μὲ τὰ ἔργα τῆς πορνείας, πρέπει νὰ τὸν διευκολύνουν τρεῖς παράγοντες, οἱ ἕξης: ὁ κατάλληλος τόπος, ὁ κατάλληλος χρόνος καὶ τὸ ὄργανο τῆς ἁμαρτίας, δήλ. τὸ σῶμα μὲ τὸ ὅποιο θέλει νὰ ἁμαρτήση.

Ἐνῶ στὴν νοερὰ ἁμαρτία, κανένας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς παράγοντες δὲν χρειάζεται προκειμένου νὰ ἁμαρτήση, διότι μὲ τὸν νοῦ μποροῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε σὲ ὁποιονδήποτε τόπο καὶ χρόνο καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχουμε μπροστά μας τὸ προκλητικό τῆς ἁμαρτίας ὄργανο, μὲ τὸ ὅποιο θέλουμε νὰ ἁμαρτήσουμε. Ἀλλά, ὅπως φαίνεται, εὐκολώτερη καὶ πλέον ἐπιρρεπὴς εἶναι ἡ ἁμαρτία μὲ τὸν νοῦ μας, διότι τὴν κάνουμε ὁπουδήποτε εὐρισκόμεθα.

Ἡ ὀγδόη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐπιτέλεσίς της μὲ τὸ ἔργο. Ὅταν κάποιος δὲν ἀγωνισθῆ, τὸ κατὰ δύναμι, στὶς προηγούμενες φάσεις τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐπιτρέψη σ’ αὐτὴν νὰ τὸν αἰχμαλώτιση νοερά, τότε ὁδηγεῖται σταθερὰ στὴν ἐκτέλεσι τῆς ἁμαρτίας καὶ τελειώνει τὸ ἔργο ψυχῇ τὲ καὶ σώματι. Αὐτὸ συμβαίνει, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς ὁποιαδήποτε ἀκολάστου πράξεως ἀλλὰ καὶ μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὅπως τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας, τοῦ φόνου, τῆς μέθης, τῆς κλοπῆς καὶ ἄλλων.

Ἡ ἐννάτη βαθμὶς εἶναι ἡ ἐξοικείωσις μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἕνας ἔμπειρος Πνευματικὸς μπορεῖ νὰ εὕρη εὔκολα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως ἀπὸ τὸ στόμα δήλ. τοῦ ἐξομολογουμένου, σὲ ποιὰ βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας ἐκεῖνος εὑρίσκεται. Διότι, ἐάν, ἐπὶ παραδείγματι, αὐτὸς τὸν ἐρωτήση: «Ἀδελφέ, γιατί κάνεις τὸ τάδε καὶ τὸ τάδε ἁμάρτημα; Ἐκεῖνος σίγουρα θὰ τοῦ ἀπαντήση: «Πάτερ, μοῦ ἔγινε συνήθεια καὶ αὐτό» (εἴτε γίνεται λόγος περὶ πορνείας, κλοπῆς, ψευδορκίας καὶ ἄλλης ἁμαρτίας). Στὴν περίπτωσι αὐτὴ, μόνος του δείχνει τὸ στάδιο τῆς ἁμαρτίας στὸ ὅποιο εὑρίσκεται.

Ἡ δεκάτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ πάθους λόγω τῆς μεγάλης συνήθειας. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν βαθμίδα μπορεῖ ὁ κάθε Πνευματικὸς νὰ γνωρίση ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι τοῦ χριστιανοῦ, σὲ ποιὰ ἁμαρτωλὴ κατάστασι εὑρίσκεται, διότι, ἐὰν τὸν ἐρωτήση: «Ἀδελφέ, γιατί δὲν ἐγκαταλείπης αὐτὴ τὴν ἁμαρτία; Γιατί π.χ. δὲν ἀφήνης τὴν μέθη, τὸ κάπνισμα ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Δὲν μπορῶ, πάτερ, διότι μὲ κυρίευσε αὐτὸ τὸ πάθος, δῶστε μου μία συμβουλὴ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ τάδε ἢ τάδε ἁμαρτωλὸ πάθος». Τότε ὁ Πνευματικός, μαθαίνοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι στὴν πλέον ἐπικίνδυνη καὶ δύσκολη βαθμίδα, πρέπει νὰ ἐπιστρατεύση ὅλη του τὴν πνευματικὴ τέχνη καὶ ἐπιμέλεια, γιὰ νὰ τὸν ἀπαγκιστρώση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, πράγμα ποὺ εἶναι βεβαίως δυσκολοκατόρθωτο, ἐπειδὴ ἡ συνήθεια γίνεται σ’ αὐτὸν δευτέρα φύσις καὶ ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτάνη, εἴτε τὸ θέλει εἴτε δὲν τὸ θέλει.

Διότι, ἐφ’ ὅσον εἶναι αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνήθειας στὸ κακό, συγχρόνως εἶναι καὶ δοῦλος τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει» (Α’ Ἰωάν. 3,8) καὶ ἄραγε δείχνει μὲ τὴν ὑποταγή του στὴν ἁμαρτία, ὅτι εἶναι τοῦ διαβόλου. Γιὰ τὴν δικαία κατάστασι τῆς θλίψεως καὶ τιμωρίας ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, ἡ Ἁγία Γραφή, ἀναφερομένη σ’ αὐτὴ τὴν φάσι λέγει: «Ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8,34).

Ἡ ἑνδεκάτη βαθμὶς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀπελπισία, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες, διότι ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν παρόντα καὶ αἰώνιο θάνατο. Ὅταν ὁ διάβολος ὑποδουλώση τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἁμαρτία μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς συνήθειας, τότε τοῦ λέγει στὸ αὐτί: «Βλέπεις, ὅτι συνήθισες πλέον αὐτὴ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ λυτρωθῆς, διότι θέλοντας καὶ μὴ τὴν ἐπιτελεῖς; Ὅποτε, μὴ σκέπτεσαι νὰ μετανοήσης καὶ ἐπιστρέψης στὸν Θεό, διότι ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτήν, τὴν ὁποία ἀγάπησες ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἤ νεανική σου ἡλικία ἤ ἐπὶ τόσα χρόνια». Συνεπῶς, συμβουλεύει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτάνη πάντοτε, λέγοντάς του: «Ἔτσι καὶ ἀλλιῶς, μέχρι τώρα ὅλα τὰ ἔχασες, γι’ αὐτὸ ὅσο εὑρίσκεσαι στὴν ζωὴ αὐτή, κύτταξε νὰ ἀπολαύσης τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἐσυνήθισες καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως βλέπης, δὲν μπορεῖς νὰ σωθῆς». Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὴν ρομφαία τῆς ἀπελπισίας τὸν ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἐὰν εἶναι ὁ ἄνθρωπος μορφωμένος, τὸν διδάσκει ὁ πονηρὸς νὰ ἀναβάλλη τὴν ἐπιστροφή του στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐγκατάλειψι τῆς ἁμαρτίας, λέγοντάς του: «Μὴν ἀφήνης τὴν ἁμαρτία τώρα, διότι ἔχεις ἀκόμη καιρό». Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου ἀποσκοπεῖ γιὰ νὰ στερεώση τὸν ἄνθρωπο, ὅσο γίνεται περισσότερο, στὴν θανατηφόρο συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ γνωρίζει ὁ πονηρὸς ἐχθρός μας, ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐγκαταλείπουν σήμερα τὴν ἁμαρτία, ἀργότερα εἶναι ἀκόμη δυσκολώτερο νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν. Ὅπως λέγουν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ ἁμαρτία ὁμοιάζει μὲ ἕνα καρφὶ, ποὺ τὸ καρφώνει κάποιος σὲ ἕνα σκληρὸ ξύλο. Ἐὰν τὸ ἐκτύπησε ἐλαφρά, μπορεῖ εὔκολα νὰ τὸ βγάλη, ἐνῶ ἐὰν τὸ ἐκτύπησε δυνατά, μὲ πολλὴ δυσκολία θά μπορέση νὰ τὸ βγάλη. Συνεπῶς, κανεὶς ἂς μὴν ἐξαπατᾶται διότι, ἐὰν δὲν ἐγκαταλείψη σήμερα τὴν ἁμαρτία στὴν ὁποία αἰχμαλωτίζεται, ἀργότερα δὲν θὰ μπορέση νὰ τὴν ἀποβάλη. Ὅσο παλαιώνει ἡ ἁμαρτία μέσα μας, τόσο δυσκολώτερα στὸ μέλλον μποροῦμε νὰ τὴν ἐκριζώσουμε. Καὶ ὅσο περισσότερες φορὲς κάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία, τόσο καὶ ὁ διάβολος τὸν πολεμᾶ μὲ αὐτὴν γιὰ νὰ τὸν ρίξη στὴν ἀπελπισία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπιστρέψη στὸν Θεό.

Ἐὰν δὲν προλάβη νὰ ἐξομολογηθῆ στὸν Πνευματικό, ὁδηγεῖται κατ’ εὐθείαν, χωρὶς χρονοτριβῆ, στὴν δωδεκάτη βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας ποὺ εἶναι ἡ αὐτοκτονία, ὁ φοβερώτερος σωματικὸς καὶ πνευματικὸς θάνατος, ὅπως τοῦ προδότου Ἰούδα. Ἀφοῦ ἔκανε τὴν προδοσία τοῦ Σωτῆρος μας ὁ Ἰούδας, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψη μὲ βαθειὰ μετάνοια καὶ νὰ κλαύση μὲ στεναγμούς, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀπελπίσθηκε τελείως, ἔριξε τὰ ἀργύρια στὸν ναὸ καὶ κρεμάσθηκε.

Λοιπόν, πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἐμνημονεύσαμε σ’ αὐτὸ τὸν λόγο μας ἐν συντομίᾳ γιὰ τὶς 12 βαθμίδες τῆς ἁμαρτίας. Πρὶν ὁμιλήσουμε γι’ αὐτές, παρουσιάσαμε μερικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρας γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν νοερὰ νήψι, διότι ὅποιος ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγρυπνεῖ στὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, ὁπλίζεται μὲ τὴν ἁγία προσευχὴ καὶ λυτρώνεται μὲ μεγάλη εὐκολία ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅποιος δὲν θέλει νὰ γρηγορῆ καὶ ἐξουδενώνη ἐνωρὶς τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἀκόμη εἶναι σὰν τὸ μυρμήγκι, θά φθάση, ὅπως εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, νὰ πολεμᾶ μὲ λέοντα, ἀπὸ τὸν ὅποιο εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ λυτρωθῆ κανείς.

Ἐν κατακλείδι αὐτοῦ τοῦ λόγου μου, σᾶς λέγω ἀκόμη: Μακαρία εἶναι ἐκείνη ἡ ψυχὴ, ἡ ὁποία φοβεῖται τὸν Θεὸ καὶ σὲ κάθε καιρὸ καὶ τόπο φυλάγει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ μίσους κατὰ τῆς ἁμαρτίας.

Καὶ πάλι, μακάριος νὰ εἶναι ὁ Πνευματικὸς ἐκεῖνος πατήρ, ποὺ ἐργάζεται τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ κατορθώνει νὰ ἀντιλαμβάνεται στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως σὲ ποιὸ στάδιο τῆς ἁμαρτίας εὑρίσκεται ὁ ἐξομολογούμενος, ὥστε κατόπιν μὲ ὅλη τὴν πεῖρα καὶ πνευματικὴ τέχνη του, νὰ τὸν ἐπαναφέρη στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἂς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ χειρότερες μορφὲς τῆς ἁμαρτίας ποὺ θέλουν μεγάλη προσοχὴ εἶναι τρεῖς: Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἡ αἰχμαλωσία καὶ ἡ ἀπελπισία, ἡ ὁποία πλησιάζει τὰ ὅρια τῆς τελείας ἐγκαταλείψεως καὶ ἀπὸ ὅπου ὁ ἄνθρωπος πίπτει στὰ βάθη τῆς κολάσεως μὲ τὴν αὐτοκτονία, πέραν ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Εἴθε ὅλοι μας νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Μητρὸς Αὐτοῦ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Του. Ἀμήν.