Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική ἀγωγή στό ἐκπαιδευτικό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια


 

...Ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου Κα­ππο­δί­στρι­α; Ποι­ὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κή, ἑ­νὸς ἀν­δρὸς αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­πέ­δου, αὐ­τῆς τῆς μόρ­φω­σης καὶ αὐ­τῆς τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς σχέ­σης μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α; Ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ποὺ πί­στευ­ε πὼς τὰ πάν­τα στὴ ζω­ὴ συμ­βαί­νουν κα­τὰ βού­λη­ση ἢ ἀ­νο­χὴ τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­γρα­φε σὲ μί­α ἐ­πι­στο­λή του: «Θε­ω­ρῶ συμ­βο­λὴ τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας τοὺς μι­κροὺς πυ­ρε­τούς». Ἀ­πὸ τὴν ἰ­τα­λι­κὴ πό­λη Voloagno τὸ Μά­ϊ­ο τοῦ 1819: «Ἔ­κα­μα χθὲς δύ­ο τά­μα­τα: Ἕ­να στὴ Θε­ο­τό­κο Παρ­θέ­νον τὴν Πλα­τυ­τέ­ραν καὶ τὸ ἄλ­λο εἰς τὸν θαυ­μα­τουρ­γὸν προ­στά­την μας Ἅ­γι­ον Σπυ­ρί­δω­να». Ἀ­πὸ τὸ Μι­λά­νο ἔ­γρα­φε στὸν πα­τέ­ρα του: «Ἂς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νη ἡ Θεί­α Πρό­νοι­α ἥτις μὲ προ­στα­τεύ­ει. Εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α τὸ νὰ γνω­ρί­ζω ὅ­τι σεῖς εὑρί­σκε­σθε ἐν κα­λῇ ὑ­γεί­ᾳ καὶ νὰ σᾶς βλέ­πω νὰ μᾶς ὑ­πό­σχε­σθε ἀ­κό­μη μα­κρὰ ἔ­τη κα­λῆς ζω­ῆς … Τὸ νὰ βλέ­πω ἀν­τὶ τοῦ κα­κοῦ μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­χαν τὴν πρό­θε­ση οἱ μο­χθη­ροὶ νὰ μὲ ἀ­πει­λή­σουν, νὰ προ­κύ­πτει κα­λόν, τὸ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω ὅ­τι ὅ­λον τοῦ­το εἶ­ναι ἔρ­γον μο­να­δι­κόν τῆς προ­στα­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῶν θαυ­μα­τουρ­γῶν Ἁ­γί­ων τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­να­ξί­ως ἐ­πε­κα­λέ­σθην μὲ δά­κρυ­α εἰ­λι­κρι­νοῦς καρ­δί­ας καὶ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νης».

Ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ πί­στη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρι­α δὲν ἦ­ταν ἕ­να ἐ­πι­φα­νει­α­κὸ φαι­νό­με­νο τῆς ζω­ῆς του ἀλ­λὰ ἦ­ταν πί­στη προ­σω­πι­κή, ἐ­σω­τε­ρι­κή, βα­θει­ὰ ρι­ζω­μέ­νη στὴν ὕ­παρ­ξή του ποὺ τὸν ὁ­δή­γη­σε πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ λάμ­ψη τῆς ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς ζω­ῆς καὶ τὴ μα­ται­ό­τη­τά της σ᾿ ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς κα­τά­νυ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­που ἡ ἄ­δο­λη καρ­δι­ὰ βρί­σκει τὸ δρό­μο γι­ὰ τὴν «Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν». Σὲ ἐ­πι­στο­λή του πρὸς τὸν Ἀν­δρέ­α Μου­στο­ξύ­δη ἔ­γρα­φε πὼς πρό­θε­σή του ἦ­ταν νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες τὴν Σύ­νο­ψιν «ὥ­στε ἕ­κα­στος πα­ρα­κα­λῶν τὸν Θε­ὸν νὰ κα­τα­λα­βαί­νῃ καὶ τί λέ­γει».

Συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας τὴ θέ­ση καὶ τὸ ρό­λο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γω­γῆς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ, μέ­σα στὸ γε­νι­κό­τε­ρο ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κό του ἔρ­γο, ὁ πρῶ­τος κυ­βερ­νή­της τῆς Ἑλ­λά­δος σὲ ὁ­δη­γί­ες του πρὸς τοὺς δα­σκά­λους τῆς Ἐ­πι­κρά­τει­ας τό­νι­ζε: «θέ­λε­τε κα­τα­βά­λει θε­μέ­λι­ον τῆς παι­δεί­ας εἰς τὰς ἁ­πλὰς ψυ­χὰς τῶν παί­δων τὸν φό­βον τοῦ Θε­οῦ, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ τῆς σο­φί­ας, καὶ στοι­χει­οῦν­τες αὐ­τοὺς εἰς τὴν ἀ­λη­θι­νὴ παι­δεί­α, τὴν εὐ­σέ­βει­αν, θέ­λε­τε τοὺς δι­δά­σκει τὴν ἱ­ε­ρὰν κα­τή­χη­σιν, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μυ­ού­με­νοι τὰ ἀ­λη­θι­νά τοῦ χρι­στι­α­νοῦ χρέ­η, θέ­λουν δι­δά­σκε­σθαι καὶ τὰ τοῦ ἀ­γα­θοῦ πο­λί­του κα­θή­κον­τα δι­ὰ τῆς ἠ­θι­κῆς προ­σαρ­μο­ζό­με­νης εἰς τὸν οὐ­ρά­νι­ον νό­μον τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου».

Ὁ πρῶ­τος πο­λί­της τῆς χώ­ρας ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χή, ἀ­να­φε­ρό­με­νος εἰ­δι­κὰ στὸ ρό­λο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γω­γῆς τὸν και­ρὸ τῆς ἀ­να­σύ­στα­σης τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ἔ­γρα­φε τὸ 1827: «Πρῶ­τον καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρον τῶν κα­θη­κόν­των τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως θε­ω­ρῶ τὴν θρη­σκευ­τι­κὴν ἀ­γω­γὴ τοῦ Ἔ­θνους».

Πρῶ­το λοι­πὸν σκο­πὸ τῆς ἀ­γω­γῆς τοῦ νε­ο­σύ­στα­του Ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους ἔ­θε­τε τὴ Χρι­στι­α­νι­κὴ μόρ­φω­ση τῆς νε­ό­τη­τας. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε οἱ νέ­οι τῆς Ἑλ­λά­δος νὰ μορ­φω­θοῦν μὲ τὴ «δι­δα­σκα­λί­αν τῆς πί­στε­ως» καὶ νὰ τε­λει­ω­θοῦν μὲ τὸν «ἱ­ε­ρὸν νό­μον τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου». Δὲν ἦ­ταν ἕ­νας ὑ­πο­στη­ρι­κτὴς μί­ας ἐν­δο­κο­σμι­κῆς ἀ­γω­γῆς, ποὺ θὰ ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε ἁ­πλῶς στὴ βελ­τί­ω­ση τῶν βι­ο­τι­κῶν συν­θη­κῶν τοῦ νέ­ου κρά­τους, οὔ­τε προ­σέ­βλε­πε ἁ­πλῶς στὴν ἠ­θι­κὴ ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς μι­κρῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ τε­λει­ό­τη­τα καὶ εὐ­δαι­μο­νί­α. Ἦ­ταν ἕ­νας δρα­στή­ρι­ος δι­ά­κο­νος τῆς πραγ­μά­τω­σης τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­χε συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἔ­βλε­πε πὼς τὸ πε­ρι­βάλ­λον του «νε­ω­τέ­ρι­ζε στὴν πί­στη» καὶ ἤ­θε­λε νὰ προ­φυ­λά­ξει τὴ νε­ό­τη­τα ἀ­πὸ κά­θε «πλά­νη». Πα­ρα­δο­σι­α­κὸς καὶ ἀ­να­νε­ω­τι­κός, βι­βλι­κὸς καὶ ρε­α­λι­στής, Ἕλ­λη­νας γνή­σι­ος καὶ Εὐ­ρω­παῖ­ος δι­α­φω­τι­στὴς ἀν­τε­λή­φθη πὼς ἡ ὑ­πό­θε­ση τῆς ἀ­γω­γῆς στὸν και­ρὸ του ἦ­ταν συ­νάρ­τη­ση τῆς κα­λῆς ἐμ­μο­νῆς στὴν ντό­πι­α παι­δευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ρι­ά, ἀλ­λὰ καὶ τῆς σύγ­χρο­νης προ­βλη­μα­τι­κῆς τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη. Γνώ­ρι­ζε πὼς μό­νο ἔτ­σι, μὲ αὐ­τοὺς τοὺς παι­δευ­τι­κοὺς στό­χους, θὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε κα­λύ­τε­ρα τὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ πο­λι­τι­στι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Ἡ δρά­ση του πε­ρὶ τὴν παι­δεί­α ἄρ­χι­σε ταυ­τό­χρο­να μὲ τὴν ἐμ­πλο­κή του στὴν πο­λι­τι­κή, ὅ­ταν ἀ­νά­με­σα στὰ ἄλ­λα του κα­θή­κον­τα καὶ ὡς ἐ­πι­θε­ω­ρη­τὴς τῆς Ἐκ­παι­δεύ­σε­ως στὰ Ἑ­πτά­νη­σα ἀ­να­λώ­θη­κε στὴ ὑ­πό­θε­ση τῆς ἀ­γω­γῆς τῶν ἑ­πτα­νη­σί­ων νέ­ων καὶ ἐρ­γά­στη­κε γι­ὰ τὴν «κα­λὴ ἀ­γω­γή τους». Στὰ Σχο­λεῖ­α ποὺ ἵ­δρυ­σε ἐ­κεῖ ἔ­θε­σε ὡς βά­ση τῆς ἀ­γω­γῆς τῶν μα­θη­τῶν τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γει­α μὲ τὴν ὑ­γι­ῆ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἔ­δει­ξε δὲ καὶ τὸ πρῶ­το ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ὰ τὴν μόρ­φω­ση τῶν ἱ­ε­ρέ­ων τῆς Ἑ­πτα­νή­σου.

Τὂν και­ρὸ τῆς πα­ρα­μο­νῆς του στὴν Εὐ­ρώ­πη ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας κα­τά­φε­ρε μὲ τὶς πρω­το­βου­λί­ες του καὶ τὶς ἐ­νέρ­γει­ές του νὰ δι­ε­θνο­ποι­ή­σει τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ ζή­τη­μα, ἀλ­λὰ καὶ νὰ στρέ­ψει συ­νά­μα τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­λων στὰ «ἀ­νὰ τὴν Εὐ­ρώ­πην σπου­δά­ζον­τα Ἑλ­λη­νό­που­λα» καὶ στὴν ἵ­δρυ­ση Ἑλ­λη­νι­κῶν Σχο­λεί­ων, χω­ρὶς τὰ ὁ­ποῖα ὑ­πῆρ­χε ἄ­με­σος κίν­δυ­νος νὰ ξε­χά­σουν τὶς ἐ­θνι­κές τους ρί­ζες καὶ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη τους. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης προ­σπα­θοῦ­σε μὲ κά­θε τρό­πο νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τοὺς «αἱ­ρε­τι­κοὺς με­θο­δι­στὲς» δα­σκά­λους, ὅ­πως τὸν δά­σκα­λο στὸ σχο­λεῖ­ο τῆς Βα­σι­λεί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος «πί­ε­ζε τοὺς νέ­ους νὰ πα­ραι­τή­σω­σι τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ των ἔ­θι­μα» και «πε­ρι­ΰβρι­ζε τὰ δόγ­μα­τά τους».

Στὸ δά­σκα­λο Ρα­δι­νό, ὑ­πεύ­θυ­νο τοῦ Σχο­λεί­ου τῆς Γε­νεύ­ης ἔ­γρα­φε: «θέ­λει σᾶς πέμ­ψει εἰς Ἑνε­τί­ας ὁ κ. Μου­στο­ξύ­δης ἕν ἀν­τι­τύ­πον τῶν ὁ­μι­λι­ῶν τοῦ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κος Μη­νι­ά­του. Ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ γνω­στο­ποι­ή­σε­τε στοὺς ἀ­πὸ Σᾶς δι­δα­σκό­με­νους τὸν πά­τρι­ον Ἕλ­λη­να λό­γον, ὅ­τι τοὺς κα­θυ­πο­χρε­ώ­νω πάν­τας νὰ συ­νέρ­χων­ται κα­τὰ τὴν ἀ­πὸ σᾶς τα­χθη­σο­μέ­νην ὥ­ραν εἰς τὸ κα­τά­λυ­μά σας τὰς Κυ­ρι­α­κὰς καὶ ὅλας τὰς ὑ­πὸ τῆς ἁ­γί­ας ἡμῶν ἐκ­κλη­σί­ας πα­νη­γυ­ρι­ζο­μέ­νας ἡ­μέ­ρας, δι­ὰ νὰ σὲ ἀ­κρο­ά­ζων­ται ἀ­να­γι­γνώ­σκον­τα τὴν κατ᾿ ἐ­κλο­γήν σου δι­δα­χὴν τῆς ἑ­ορ­τα­ζο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας. Ἤ­θε­λεν εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μον ὡσαύ­τως τὸ νὰ προ­σθέ­τε­τε εἰς αὐ­τὴν τὴν ἀ­νά­γνω­σιν σύν­το­μον τι­νὰ δι­δα­σκα­λί­αν, δι­ὰ τῆς ὁ­ποί­ας νὰ ἐ­ξη­γῆ­τε εἰς τοὺς νέ­ους σας μα­θη­τὰς τὰς ἀρ­χὰς τῆς ἀ­μω­μή­του ἡ­μῶν πί­στε­ως, στη­ρί­ζον­τες μά­λι­στα τὴν προ­σο­χὴν των ἐ­πὶ τὰς ἀ­φορ­μὰς καὶ τὸν σκο­πὸν των κα­τὰ τὰς Κυ­ρι­α­κὰς καὶ τῶν ἄλ­λων ἐν χρή­σει προ­σευ­χῶν …».

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας πί­στευ­ε πὼς ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι τὸ κέν­τρο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὁ «Κυ­ρί­ως να­ός», τὸ κέν­τρο τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς δι­α­παι­δα­γώ­γη­σης τῆς νε­ό­τη­τας τῆς δι­α­σπο­ρᾶς, ποὺ συν­τε­λεῖ στὴν κα­τ᾿ ἐξο­χὴν ἑλ­λη­νο­κεν­τρι­κὴ θε­ώ­ρη­ση τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ κό­σμου. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α τε­λε­σι­ουρ­γοῦ­σε γι᾿ αὐ­τὸν μυ­στι­κὰ καὶ ἀ­νε­παί­σθη­τα τὴν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους καὶ συν­τε­λοῦ­σε στὴ δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ἐ­θνι­κῆς καὶ θρη­σκευ­τι­κῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ ἀ­πό­δη­μου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἡ Λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν γι᾿ αὐ­τὸν ἡ ζω­ή του καὶ ἡ Λει­τουρ­γί­α τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τὸ κέν­τρο ὅ­λης του τῆς ζω­ῆς. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τὸ ὅ­τι ἡ χα­ρι­στι­κὴ βο­λὴ τοῦ δό­θη­κε, ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, στὸ δρό­μο γι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που με­τέ­βαι­νε τὴν Κυ­ρι­α­κὴ τὸ πρω­ΐ γι­ὰ τὴν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ὅ­ταν ἵ­δρυ­ε Σχο­λεῖ­α καὶ ὀρ­γά­νω­νε τὴν ἀ­γω­γὴ τῶν δι­α­σκορ­πι­σμέ­νων ἀ­πὸ τὶς συμ­φο­ρὲς καὶ ὀρ­φα­νῶν Ἑλ­λη­νο­παί­δων στὴ Γερ­μα­νί­α, τὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴν Ἑλ­βε­τί­α, κον­τὰ στὰ ἄλ­λα φρόν­τι­ζε καὶ γι­ὰ τὸ πα­ρεκ­κλή­σι καὶ τὸν ἱ­ε­ρέ­α τοῦ Σχο­λεί­ου.

Ἐ­πί­σης ἡ γνω­ρι­μί­α του καὶ ἡ ἐ­κτε­νὴς ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του μὲ τοὺς δι­α­κε­κρι­μέ­νους τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη Ἑλ­βε­τοὺς παι­δα­γω­γούς Pestalozzi καὶ Fellemberg τὸν προ­βλη­μά­τι­σαν σο­βα­ρὰ πά­νω στὰ σύγ­χρο­να τό­τε παι­δα­γω­γι­κὰ προ­βλή­μα­τα καὶ τὸν ἐ­πη­ρέ­α­σαν ἀ­ναμ­φί­βο­λα στὸ με­τέ­πει­τα ἐκ­παι­δευ­τι­κό του ἔρ­γο στὴν Ἑλ­λά­δα.

Τό­ση ἦ­ταν ἡ ἔκ­πλη­ξη καὶ ὁ θαυ­μα­σμὸς ποὺ προ­ξέ­νη­σαν τὰ ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ συ­στή­μα­τα τῶ­ν Pestalozzi καὶ Fellembergστον Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρι­α, ὥ­στε ἀ­νέ­λα­βε μὲ δι­κές του δα­πά­νες τὴν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν φτω­χῶν Ἑλ­λη­νο­παί­δων τῆς δι­α­σπο­ρᾶς στὰ δι­ά­φο­ρα Σχο­λεῖ­α ποὺ ἵ­δρυ­ε, καὶ δι­α­τη­ροῦ­σε σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ὴ του σύν­δε­σμο μα­ζί τους.

Καὶ ἐρ­χό­μα­στε τώ­ρα στὴ τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του. Ὅ­ταν τὸν Ἰ­α­νου­ά­ρι­ο τοῦ 1828 ἔ­φθα­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα προ­βλή­μα­τα ἔ­πρε­πε νὰ με­ρι­μνή­σει καὶ γι­ὰ τὸ πρώ­τι­στο ἔρ­γο κά­θε πο­λι­τεί­ας, τὸ πρό­βλη­μα τῆς παι­δεί­ας καὶ τῆς ἀ­γω­γῆς τοῦ λα­οῦ· ἑνὸς λα­οῦ ποὺ ἔβ­γαι­νε στὴν πλει­ο­νό­τη­τά του ἀ­μα­θὴς καὶ ἀ­ναλ­φά­βη­τος μέ­σα ἀ­πὸ δου­λεί­α καὶ κα­τα­πί­ε­ση αἰ­ώ­νων. Ἡ ἀ­γραμ­μα­το­σύ­νη τῶν με­γά­λων μα­ζῶν τοῦ λα­οῦ ἦ­ταν γι­ὰ τὸν Κυ­βερ­νή­τη ἐμ­πό­δι­ο στὴν ἀ­να­συγ­κρό­τη­ση τῆς νέ­ας Ἑλ­λά­δος.

Οἱ ἐκ­παι­δευ­τι­κές του προ­σπά­θει­ες ἀρ­χι­κὰ ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­καν στὴν πρό­νοι­α ὑ­πὲρ τῶν ὀρ­φα­νῶν, ποὺ ὅ­πως κα­τα­λα­βαί­νε­τε ἦ­ταν τό­τε πολ­λά, καὶ στὴν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή τους ἀ­πο­κα­τά­στα­ση, κα­θὼς καὶ στὴ φρον­τί­δα του γι­ὰ τὴν πρω­το­βάθ­μι­α ἐκ­παί­δευ­ση, τὴν παι­δεί­α γι­ὰ ὅ­λο τὸ λα­ό. Εἶ­ναι εὐ­ε­ξή­γη­το, γι­α­τί ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ καὶ ἡ πρω­το­βάθ­μι­α ἐκ­παί­δευ­ση ἦ­ταν ὁ θε­μέ­λι­ος λί­θος γι­ὰ τὸν Κυ­βερ­νή­τη στὸ νε­ο­σύ­στα­το κρά­τος τῆς Ἑλ­λά­δος. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ἡ ἐκ­παί­δευ­ση ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ἄ­ρι­στα στὶς τό­τε δύ­σκο­λες πε­ρι­στά­σεις τῆς χώ­ρας. Ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ λα­οῦ μὲ ἕ­να ἐ­πάγ­γελ­μα καὶ ἡ στοι­χει­ώ­δης μόρ­φω­σή του ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς βα­σι­κοὺς στό­χους του. Ὡ­στό­σο σὲ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν ὑ­πο­βάθ­μι­σε τὸ ρό­λο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης κοι­νω­νι­κῆς ἀ­γω­γῆς. Θε­ώ­ρη­σε τὴν παι­δεί­α–ἀ­γω­γὴ ὡς ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πὸ τὴ Θρη­σκεί­α καὶ θέ­σπι­σε ὥ­στε τὰ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ καὶ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεύ­σε­ως θέ­μα­τα νὰ ὑ­πά­γον­ται στὴν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τοῦ ἴ­δι­ου Ὑ­πουρ­γεί­ου. Ἔ­δω­σε στὴ στρα­τη­γι­κή τῆς ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς του πο­λι­τι­κῆς καὶ στὴ σχο­λι­κὴ ζω­ὴ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ χρῶ­μα καὶ θρη­σκευ­τι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα. Ἐκ­κλη­σί­α καὶ Πο­λι­τεί­α κα­τὰ τὴν Καπ­πο­δι­στρι­α­κὴ πε­ρί­ο­δο συ­νερ­γά­στη­καν ἄ­ρι­στα, γι­ὰ νὰ μορ­φω­θεῖ ὁ λα­ὸς καὶ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τό­σο τὶς βι­ο­λο­γι­κὲς ὅ­σο καὶ τὶς πνευ­μα­τι­κές του ἀ­νάγ­κες.

Μέ­σα σὲ ἕ­να συγ­χρο­νι­σμέ­νο καὶ εὐ­νο­μού­με­νο κρά­τος ἄρ­χι­σαν νὰ δί­νον­ται ἴ­σες δυ­να­τό­τη­τες καὶ εὐ­και­ρί­ες μόρ­φω­σης σὲ ὅ­λα τὰ Ἑλ­λη­νό­που­λα. Ἔτ­σι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐκ­συγ­χρο­νι­στι­κὸς καὶ ἀ­να­νε­ω­τι­κὸς στὴν ὀρ­γά­νω­ση τῆς ἐκ­παί­δευ­σης καὶ συ­νά­μα πα­ρα­δο­σι­α­κὸς στοὺς στό­χους του. Δυ­τι­κό­τρο­πος καὶ ρι­ζο­σπα­στι­κὸς στὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ σχή­μα­τα καὶ τὴν ὀρ­γά­νω­ση τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος, μιᾶς καὶ εἶ­χε με­λε­τή­σει ἀ­πὸ κον­τὰ τὰ Δυ­τι­κὰ καὶ Ρω­σσι­κὰ ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ πρό­τυ­πα, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να πι­στὸς στὶς Ρω­μαί­ϊκες ρί­ζες του καὶ στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ δι­άρ­κει­α, δὲν ἄ­φη­σε στὸ πε­ρι­θώ­ρι­ο τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο μορ­φω­τι­κὸ πρό­τυ­πο ἀ­γω­γῆς, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐμ­πνέ­ει καὶ ρι­ζώ­νει στὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χὲς τῶν παι­δι­ῶν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ τὶς ἀ­ξί­ες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Ὥ­ρι­μος, ὅ­πως ἦ­ταν, δὲν ἀ­πέρ­ρι­πτε τὴν πο­λι­τι­στι­κὴ πα­ρά­δο­ση τοῦ τό­που του, κα­θὼς δι­έ­βλε­πε ὅ­τι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἦ­ταν ἄ­ξι­α νὰ ἐμ­πνεύ­σει καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γή­σει τὰ παι­δι­ὰ τοῦ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νου Ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ, ἀ­φοῦ τό­σα εἶ­χε προ­σφέ­ρει στὸν προ­ε­πα­να­στα­τι­κὸ ἀ­γῶ­να καὶ στὴ δι­άρ­κει­α τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης.

Ὁ ἴ­δι­ος ἄλ­λω­στε ἦ­ταν γέν­νη­μα τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γω­γῆς καὶ ζοῦ­σε τὸ θε­ο­λο­γι­κὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς Χρι­­στι­α­νι­κῆς πί­στης καὶ ζω­ῆς. Σὲ μί­α ἐ­πι­στο­λὴ του ση­μεί­ω­νε: «Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι προ­στά­της μου καὶ ἄ­νευ ταύ­της τῆς πί­στε­ως οὔ­τε ἐ­μαυ­τὸν θὰ ἠ­δυ­νά­μην νὰ κα­τα­νο­ή­σω, οὔ­τε νὰ ἐλ­πί­σω τί. Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ θρη­σκεί­α ἐ­συν­τή­ρη­σε εἰς τοὺς Ἕλ­λη­νας καὶ γλῶσ­σαν καὶ πα­τρί­δα καὶ ἀρ­χαί­ους ἐν­δό­ξους ἀ­να­μνή­σεις καὶ ἐξα­να­χά­ρι­σεν εἰς αὐ­τοὺς τὴν πο­λι­τι­κὴν ὕ­παρ­ξιν, τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι στύ­λος καὶ ἑ­δραί­ω­μα».

Εἰ­δι­κό­τε­ρα τώ­ρα στὴ «Σχο­λει­ού­πο­λη» τῆς Αἴ­γι­νας καὶ στὰ ἄλ­λα Ἀλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κὰ καὶ Ἑλ­λη­νι­κὰ Σχο­λεῖ­α τῆς ἐ­πι­κρά­τει­ας προ­έ­βη ὁ Κυ­βερ­νή­της σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες ἐ­νέρ­γει­ες καὶ νο­μο­θε­τι­κὲς ρυθ­μί­σεις, γι­ὰ νὰ μυ­η­θοῦν οἱ πρῶ­τοι μα­θη­τὲς στὴν Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη προ­γο­νι­κὴ παι­δευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση. Γι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἐ­λεύ­θε­ρη Ἑλ­λά­δα μὲ τὶς ἐγ­κυ­κλί­ους τῆς Κυ­βέρ­νη­σης κα­το­χυ­ρώ­νε­ται ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τῶν νέ­ων στὰ Σχο­λεῖ­α τοῦ Κρά­τους καὶ εἰ­σά­γε­ται τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ μά­θη­μα στὴν Πρω­το­βάθ­μι­α καὶ Δευ­τε­ρο­βάθ­μι­α Ἐκ­παί­δευ­ση. Τὸ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Πό­ρου ὀρ­γα­νώ­θη­κε σὲ αὐ­το­τε­λὲς ἐκ­παι­δευ­τή­ρι­ο ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α τῆς «Σε­βα­στῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως». Ὁ κύ­κλος τῶν μα­θη­μά­των ἦ­ταν εὑ­ρύ­τα­τος καὶ πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε ὅ­λους τοὺς κλά­δους τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς ἐ­πι­στή­μης.

Πα­ρὰ τὴν ἀρ­νη­τι­κὴ κρι­τι­κὴ ποὺ δέχ­τη­κε τὸ Κυ­βερ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἑ­πτα­νή­σι­ου πο­λι­τι­κοῦ καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τὸ ἐκ­παι­δευ­τι­κό, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν ὅ­τι κα­τά­φε­ρε νὰ ὀρ­γα­νώ­σει τὴν Ἐκ­παί­δευ­ση τοῦ λα­οῦ μέ­σα στὸ κλί­μα τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης παι­δευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης καὶ νὰ τὴ στη­ρί­ξει στὰ στέ­ρε­α θε­μέ­λι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας σὲ ὅ­λη τὴ ζω­ὴ του ἦ­ταν ζων­τα­νὸ μέ­λος. Οἱ δι­ά­δο­χοι τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρι­α ἔ­κο­ψαν τὸ νῆ­μα τῆς συ­νέ­χει­ας τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης παι­δευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ λα­οῦ καὶ αὐ­τὸ εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ σω­ρευ­τοῦν με­γά­λα καὶ σο­βα­ρὰ προ­βλή­μα­τα στὴ Δη­μό­σι­α Ἐκ­παί­δευ­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ.

Στὶς 14 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1831, λί­γες μέ­ρες πρὶν τὸ αἷ­μα του βά­ψει τὰ σκα­λο­πά­τι­α καὶ τὴν πα­ρα­στά­δα τοῦ να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος στὸ Ναύ­πλι­ο, ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­γρα­φε στὸν ἐ­πι­στή­θι­ο φί­λο του καὶ με­γά­λο εὐ­ερ­γέ­τη τῆς Ἑλ­λά­δος Ἰ­ω­άν­νη–Γα­βρι­ή­λ Εynard, τὴν ἀ­κό­λου­θη προ­φη­τι­κὴ γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του φρά­ση: «Ἂς λέ­γουν καὶ ἂς γρά­φουν ὅ,τι θέ­λουν. Θὰ ἔλ­θει ὅ­μως κά­πο­τε και­ρός, ὅτε οἱ ἄν­θρω­ποι κρί­νον­ται ὄ­χι σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα εἶ­παν ἢ ἔ­γρα­ψαν πε­ρὶ τῶν πρά­ξε­ὼν των, ἀλ­λὰ κατ᾿ αὐ­τὴν τὴν μαρ­τυ­ρί­αν τῶν πρά­ξε­ὼν των. Ὓπ᾿ αὐ­τῆς τῆς πί­στε­ως, ὡς ἀ­ξι­ώ­μα­τος, δυ­να­μού­με­νος ἔ­ζη­σα μέ­σα εἰς τὸν κό­σμον μέ­χρι τώ­ρα, ὁπότε εὑ­ρί­σκο­μαι εἰς τὴν δύ­σιν τῆς ζω­ῆς μου, καὶ ὑ­πῆρ­ξα πάν­το­τε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνη ὅ,τι γίνη».

Καὶ ἦλθε πράγματι ὁ καιρός, ποὺ ἡ ἱστορία ἔκρινε, κρίνει καὶ θὰ κρίνει τὸν Καπποδίστρια ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν πράξεών του, ἀπὸ τὸ τεράστιο Ἐθνικό του ἔργο, ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορά του πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες. 

 Κυριάκου Η. Γεωργιάδη, Φιλολόγου

Ολόκληρο το άρθρο εδώ