
...Ποιὰ ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰωάννου Καπποδίστρια; Ποιὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτική, ἑνὸς ἀνδρὸς αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου, αὐτῆς τῆς μόρφωσης καὶ αὐτῆς τῆς βιωματικῆς σχέσης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία; Ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πίστευε πὼς τὰ πάντα στὴ ζωὴ συμβαίνουν κατὰ βούληση ἢ ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή του: «Θεωρῶ συμβολὴ τῆς Θείας Πρόνοιας τοὺς μικροὺς πυρετούς». Ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ πόλη Voloagno τὸ Μάϊο τοῦ 1819: «Ἔκαμα χθὲς δύο τάματα: Ἕνα στὴ Θεοτόκο Παρθένον τὴν Πλατυτέραν καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν θαυματουργὸν προστάτην μας Ἅγιον Σπυρίδωνα». Ἀπὸ τὸ Μιλάνο ἔγραφε στὸν πατέρα του: «Ἂς εἶναι δοξασμένη ἡ Θεία Πρόνοια ἥτις μὲ προστατεύει. Εἶναι εὐλογία τὸ νὰ γνωρίζω ὅτι σεῖς εὑρίσκεσθε ἐν καλῇ ὑγείᾳ καὶ νὰ σᾶς βλέπω νὰ μᾶς ὑπόσχεσθε ἀκόμη μακρὰ ἔτη καλῆς ζωῆς … Τὸ νὰ βλέπω ἀντὶ τοῦ κακοῦ μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν τὴν πρόθεση οἱ μοχθηροὶ νὰ μὲ ἀπειλήσουν, νὰ προκύπτει καλόν, τὸ νὰ ἀναγνωρίσω ὅτι ὅλον τοῦτο εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων τοὺς ὁποίους ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης».
Ἡ θρησκευτικὴ πίστη τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια δὲν ἦταν ἕνα ἐπιφανειακὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς του ἀλλὰ ἦταν πίστη προσωπική, ἐσωτερική, βαθειὰ ριζωμένη στὴν ὕπαρξή του ποὺ τὸν ὁδήγησε πέρα ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς καὶ τὴ ματαιότητά της σ᾿ ἐκείνη τὴν περιοχὴ τῆς κατάνυξης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ ἄδολη καρδιὰ βρίσκει τὸ δρόμο γιὰ τὴν «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη ἔγραφε πὼς πρόθεσή του ἦταν νὰ χρησιμοποιήσουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν Σύνοψιν «ὥστε ἕκαστος παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ καταλαβαίνῃ καὶ τί λέγει».
Συνειδητοποιώντας τὴ θέση καὶ τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέσα στὸ γενικότερο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτικό του ἔργο, ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος σὲ ὁδηγίες του πρὸς τοὺς δασκάλους τῆς Ἐπικράτειας τόνιζε: «θέλετε καταβάλει θεμέλιον τῆς παιδείας εἰς τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν παίδων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, καὶ στοιχειοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀληθινὴ παιδεία, τὴν εὐσέβειαν, θέλετε τοὺς διδάσκει τὴν ἱερὰν κατήχησιν, ἐκ τῆς ὁποίας μυούμενοι τὰ ἀληθινά τοῦ χριστιανοῦ χρέη, θέλουν διδάσκεσθαι καὶ τὰ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου καθήκοντα διὰ τῆς ἠθικῆς προσαρμοζόμενης εἰς τὸν οὐράνιον νόμον τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ πρῶτος πολίτης τῆς χώρας ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀναφερόμενος εἰδικὰ στὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τὸν καιρὸ τῆς ἀνασύστασης τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ἔγραφε τὸ 1827: «Πρῶτον καὶ σπουδαιότερον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως θεωρῶ τὴν θρησκευτικὴν ἀγωγὴ τοῦ Ἔθνους».
Πρῶτο λοιπὸν σκοπὸ τῆς ἀγωγῆς τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ κράτους ἔθετε τὴ Χριστιανικὴ μόρφωση τῆς νεότητας. Ἐπιθυμοῦσε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ μορφωθοῦν μὲ τὴ «διδασκαλίαν τῆς πίστεως» καὶ νὰ τελειωθοῦν μὲ τὸν «ἱερὸν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου». Δὲν ἦταν ἕνας ὑποστηρικτὴς μίας ἐνδοκοσμικῆς ἀγωγῆς, ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσε ἁπλῶς στὴ βελτίωση τῶν βιοτικῶν συνθηκῶν τοῦ νέου κράτους, οὔτε προσέβλεπε ἁπλῶς στὴν ἠθικὴ ἀναγέννηση τῆς μικρῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ στὴν ἀτομικὴ τελειότητα καὶ εὐδαιμονία. Ἦταν ἕνας δραστήριος διάκονος τῆς πραγμάτωσης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ἀνῆκε στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἔβλεπε πὼς τὸ περιβάλλον του «νεωτέριζε στὴν πίστη» καὶ ἤθελε νὰ προφυλάξει τὴ νεότητα ἀπὸ κάθε «πλάνη». Παραδοσιακὸς καὶ ἀνανεωτικός, βιβλικὸς καὶ ρεαλιστής, Ἕλληνας γνήσιος καὶ Εὐρωπαῖος διαφωτιστὴς ἀντελήφθη πὼς ἡ ὑπόθεση τῆς ἀγωγῆς στὸν καιρὸ του ἦταν συνάρτηση τῆς καλῆς ἐμμονῆς στὴν ντόπια παιδευτικὴ παράδοση ἀπὸ τὴ μία μεριά, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης προβληματικῆς τῆς ἐποχῆς του ἀπὸ τὴν ἄλλη. Γνώριζε πὼς μόνο ἔτσι, μὲ αὐτοὺς τοὺς παιδευτικοὺς στόχους, θὰ ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα τὶς ἀνάγκες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς πραγματικότητας.
Ἡ δράση του περὶ τὴν παιδεία ἄρχισε ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐμπλοκή του στὴν πολιτική, ὅταν ἀνάμεσα στὰ ἄλλα του καθήκοντα καὶ ὡς ἐπιθεωρητὴς τῆς Ἐκπαιδεύσεως στὰ Ἑπτάνησα ἀναλώθηκε στὴ ὑπόθεση τῆς ἀγωγῆς τῶν ἑπτανησίων νέων καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν «καλὴ ἀγωγή τους». Στὰ Σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε ἐκεῖ ἔθεσε ὡς βάση τῆς ἀγωγῆς τῶν μαθητῶν τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια μὲ τὴν ὑγιῆ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔδειξε δὲ καὶ τὸ πρῶτο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν μόρφωση τῶν ἱερέων τῆς Ἑπτανήσου.
Τὂν καιρὸ τῆς παραμονῆς του στὴν Εὐρώπη ὁ Καπποδίστριας κατάφερε μὲ τὶς πρωτοβουλίες του καὶ τὶς ἐνέργειές του νὰ διεθνοποιήσει τὸ Ἑλληνικὸ ζήτημα, ἀλλὰ καὶ νὰ στρέψει συνάμα τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων στὰ «ἀνὰ τὴν Εὐρώπην σπουδάζοντα Ἑλληνόπουλα» καὶ στὴν ἵδρυση Ἑλληνικῶν Σχολείων, χωρὶς τὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ἄμεσος κίνδυνος νὰ ξεχάσουν τὶς ἐθνικές τους ρίζες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους. Ὁ Ἰωάννης προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς «αἱρετικοὺς μεθοδιστὲς» δασκάλους, ὅπως τὸν δάσκαλο στὸ σχολεῖο τῆς Βασιλείας, ὁ ὁποῖος «πίεζε τοὺς νέους νὰ παραιτήσωσι τὰ θρησκευτικὰ των ἔθιμα» και «περιΰβριζε τὰ δόγματά τους».
Στὸ δάσκαλο Ραδινό, ὑπεύθυνο τοῦ Σχολείου τῆς Γενεύης ἔγραφε: «θέλει σᾶς πέμψει εἰς Ἑνετίας ὁ κ. Μουστοξύδης ἕν ἀντιτύπον τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἱεροκήρυκος Μηνιάτου. Ἐπιθυμῶ νὰ γνωστοποιήσετε στοὺς ἀπὸ Σᾶς διδασκόμενους τὸν πάτριον Ἕλληνα λόγον, ὅτι τοὺς καθυποχρεώνω πάντας νὰ συνέρχωνται κατὰ τὴν ἀπὸ σᾶς ταχθησομένην ὥραν εἰς τὸ κατάλυμά σας τὰς Κυριακὰς καὶ ὅλας τὰς ὑπὸ τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας πανηγυριζομένας ἡμέρας, διὰ νὰ σὲ ἀκροάζωνται ἀναγιγνώσκοντα τὴν κατ᾿ ἐκλογήν σου διδαχὴν τῆς ἑορταζομένης ἡμέρας. Ἤθελεν εἶναι ὠφέλιμον ὡσαύτως τὸ νὰ προσθέτετε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν σύντομον τινὰ διδασκαλίαν, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἐξηγῆτε εἰς τοὺς νέους σας μαθητὰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, στηρίζοντες μάλιστα τὴν προσοχὴν των ἐπὶ τὰς ἀφορμὰς καὶ τὸν σκοπὸν των κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τῶν ἄλλων ἐν χρήσει προσευχῶν …».
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας πίστευε πὼς ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἡ Ἐκκλησία ὁ «Κυρίως ναός», τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς διαπαιδαγώγησης τῆς νεότητας τῆς διασπορᾶς, ποὺ συντελεῖ στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἑλληνοκεντρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τελεσιουργοῦσε γι᾿ αὐτὸν μυστικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους καὶ συντελοῦσε στὴ διατήρηση τῆς Ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ ζωή του καὶ ἡ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸ κέντρο ὅλης του τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ χαριστικὴ βολὴ τοῦ δόθηκε, ὅπως προαναφέραμε, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου μετέβαινε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωΐ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Ὅταν ἵδρυε Σχολεῖα καὶ ὀργάνωνε τὴν ἀγωγὴ τῶν διασκορπισμένων ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ ὀρφανῶν Ἑλληνοπαίδων στὴ Γερμανία, τὴ Γαλλία καὶ τὴν Ἑλβετία, κοντὰ στὰ ἄλλα φρόντιζε καὶ γιὰ τὸ παρεκκλήσι καὶ τὸν ἱερέα τοῦ Σχολείου.
Ἐπίσης ἡ γνωριμία του καὶ ἡ ἐκτενὴς ἀλληλογραφία του μὲ τοὺς διακεκριμένους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἑλβετοὺς παιδαγωγούς Pestalozzi καὶ Fellemberg τὸν προβλημάτισαν σοβαρὰ πάνω στὰ σύγχρονα τότε παιδαγωγικὰ προβλήματα καὶ τὸν ἐπηρέασαν ἀναμφίβολα στὸ μετέπειτα ἐκπαιδευτικό του ἔργο στὴν Ἑλλάδα.
Τόση ἦταν ἡ ἔκπληξη καὶ ὁ θαυμασμὸς ποὺ προξένησαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ συστήματα τῶν Pestalozzi καὶ Fellembergστον Ἰωάννη Καπποδίστρια, ὥστε ἀνέλαβε μὲ δικές του δαπάνες τὴν ἐκπαίδευση τῶν φτωχῶν Ἑλληνοπαίδων τῆς διασπορᾶς στὰ διάφορα Σχολεῖα ποὺ ἵδρυε, καὶ διατηροῦσε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του σύνδεσμο μαζί τους.
Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὴ τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του. Ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, γνώριζε ὅτι μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα προβλήματα ἔπρεπε νὰ μεριμνήσει καὶ γιὰ τὸ πρώτιστο ἔργο κάθε πολιτείας, τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀγωγῆς τοῦ λαοῦ· ἑνὸς λαοῦ ποὺ ἔβγαινε στὴν πλειονότητά του ἀμαθὴς καὶ ἀναλφάβητος μέσα ἀπὸ δουλεία καὶ καταπίεση αἰώνων. Ἡ ἀγραμματοσύνη τῶν μεγάλων μαζῶν τοῦ λαοῦ ἦταν γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἐμπόδιο στὴν ἀνασυγκρότηση τῆς νέας Ἑλλάδος.
Οἱ ἐκπαιδευτικές του προσπάθειες ἀρχικὰ ἐπικεντρώθηκαν στὴν πρόνοια ὑπὲρ τῶν ὀρφανῶν, ποὺ ὅπως καταλαβαίνετε ἦταν τότε πολλά, καὶ στὴν ἐπαγγελματική τους ἀποκατάσταση, καθὼς καὶ στὴ φροντίδα του γιὰ τὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, τὴν παιδεία γιὰ ὅλο τὸ λαό. Εἶναι εὐεξήγητο, γιατί ἡ ἐπαγγελματικὴ καὶ ἡ πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος γιὰ τὸν Κυβερνήτη στὸ νεοσύστατο κράτος τῆς Ἑλλάδος. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἐκπαίδευση ἀνταποκρινόταν ἄριστα στὶς τότε δύσκολες περιστάσεις τῆς χώρας. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ μὲ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ ἡ στοιχειώδης μόρφωσή του ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς στόχους του. Ὡστόσο σὲ καμμία περίπτωση δὲν ὑποβάθμισε τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης κοινωνικῆς ἀγωγῆς. Θεώρησε τὴν παιδεία–ἀγωγὴ ὡς ἀχώριστη ἀπὸ τὴ Θρησκεία καὶ θέσπισε ὥστε τὰ Ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς Δημοσίου Παιδεύσεως θέματα νὰ ὑπάγονται στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ ἴδιου Ὑπουργείου. Ἔδωσε στὴ στρατηγική τῆς ἐκπαιδευτικῆς του πολιτικῆς καὶ στὴ σχολικὴ ζωὴ ἐκκλησιαστικὸ χρῶμα καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία κατὰ τὴν Καπποδιστριακὴ περίοδο συνεργάστηκαν ἄριστα, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ λαὸς καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τόσο τὶς βιολογικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές του ἀνάγκες.
Μέσα σὲ ἕνα συγχρονισμένο καὶ εὐνομούμενο κράτος ἄρχισαν νὰ δίνονται ἴσες δυνατότητες καὶ εὐκαιρίες μόρφωσης σὲ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας παρουσιάζεται ἐκσυγχρονιστικὸς καὶ ἀνανεωτικὸς στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης καὶ συνάμα παραδοσιακὸς στοὺς στόχους του. Δυτικότροπος καὶ ριζοσπαστικὸς στὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, μιᾶς καὶ εἶχε μελετήσει ἀπὸ κοντὰ τὰ Δυτικὰ καὶ Ρωσσικὰ ἐκπαιδευτικὰ πρότυπα, ἀλλὰ ταυτόχρονα πιστὸς στὶς Ρωμαίϊκες ρίζες του καὶ στὴν Ἑλληνικὴ διάρκεια, δὲν ἄφησε στὸ περιθώριο τὸ Ὀρθόδοξο μορφωτικὸ πρότυπο ἀγωγῆς, τὸ ὁποῖο ἐμπνέει καὶ ριζώνει στὶς εὐαίσθητες ψυχὲς τῶν παιδιῶν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ὥριμος, ὅπως ἦταν, δὲν ἀπέρριπτε τὴν πολιτιστικὴ παράδοση τοῦ τόπου του, καθὼς διέβλεπε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἄξια νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ καλλιεργήσει τὰ παιδιὰ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀφοῦ τόσα εἶχε προσφέρει στὸν προεπαναστατικὸ ἀγῶνα καὶ στὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης.
Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἦταν γέννημα τῆς Χριστιανικῆς ἀγωγῆς καὶ ζοῦσε τὸ θεολογικὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς. Σὲ μία ἐπιστολὴ του σημείωνε: «Ὁ Θεὸς εἶναι προστάτης μου καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ κατανοήσω, οὔτε νὰ ἐλπίσω τί. Ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία ἐσυντήρησε εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσαν καὶ πατρίδα καὶ ἀρχαίους ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα».
Εἰδικότερα τώρα στὴ «Σχολειούπολη» τῆς Αἴγινας καὶ στὰ ἄλλα Ἀλληλοδιδακτικὰ καὶ Ἑλληνικὰ Σχολεῖα τῆς ἐπικράτειας προέβη ὁ Κυβερνήτης σὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες καὶ νομοθετικὲς ρυθμίσεις, γιὰ νὰ μυηθοῦν οἱ πρῶτοι μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη προγονικὴ παιδευτικὴ παράδοση. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μὲ τὶς ἐγκυκλίους τῆς Κυβέρνησης κατοχυρώνεται ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων στὰ Σχολεῖα τοῦ Κράτους καὶ εἰσάγεται τὸ θρησκευτικὸ μάθημα στὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση. Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σχολεῖο Πόρου ὀργανώθηκε σὲ αὐτοτελὲς ἐκπαιδευτήριο ὑπὸ τὴν προστασία τῆς «Σεβαστῆς Κυβερνήσεως». Ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων ἦταν εὑρύτατος καὶ περιελάμβανε ὅλους τοὺς κλάδους τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Παρὰ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ δέχτηκε τὸ Κυβερνητικὸ ἔργο τοῦ Ἑπτανήσιου πολιτικοῦ καὶ εἰδικότερα τὸ ἐκπαιδευτικό, τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι κατάφερε νὰ ὀργανώσει τὴν Ἐκπαίδευση τοῦ λαοῦ μέσα στὸ κλίμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης καὶ νὰ τὴ στηρίξει στὰ στέρεα θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας σὲ ὅλη τὴ ζωὴ του ἦταν ζωντανὸ μέλος. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἔκοψαν τὸ νῆμα τῆς συνέχειας τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης τοῦ λαοῦ καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σωρευτοῦν μεγάλα καὶ σοβαρὰ προβλήματα στὴ Δημόσια Ἐκπαίδευση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, λίγες μέρες πρὶν τὸ αἷμα του βάψει τὰ σκαλοπάτια καὶ τὴν παραστάδα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ναύπλιο, ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας ἔγραφε στὸν ἐπιστήθιο φίλο του καὶ μεγάλο εὐεργέτη τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη–Γαβριήλ Εynard, τὴν ἀκόλουθη προφητικὴ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του φράση: «Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθει ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπαν ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεὼν των, ἀλλὰ κατ᾿ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεὼν των. Ὓπ᾿ αὐτῆς τῆς πίστεως, ὡς ἀξιώματος, δυναμούμενος ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνη ὅ,τι γίνη».
Καὶ ἦλθε πράγματι ὁ καιρός, ποὺ ἡ ἱστορία ἔκρινε, κρίνει καὶ θὰ κρίνει τὸν Καπποδίστρια ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν πράξεών του, ἀπὸ τὸ τεράστιο Ἐθνικό του ἔργο, ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορά του πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες.
Κυριάκου Η. Γεωργιάδη, Φιλολόγου
Ολόκληρο το άρθρο εδώ