Προς αγιομάχους...

 

ΕΝΑΝΤΙΟΦΑΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΕΣ ΓΝΩΜΕΣ ΑΓΙΩΝ.

‒Η λανθασμένη διατύπωση σε θέματα Πίστεως ή Παραδόσεως αποτελεί αίρεση;

(Κείμενα τῶν π. Εἰρ. Δεληδήμου, π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ)


Τελευταῖα γίναμε ἀποδέκτες κάποιων ἐρωτημάτων, σχετικὰ μὲ τὶς ἐναντιοφάνειες στὰ κείμενα κάποιων Ἁγίων, μὲ τὸ ἂν οἱ Ἅγιοι κάνουν λάθη σὲ θέματα Πίστεως, ἂν αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ αἱρετικοὺς καί, ἐπίσης, ἂν κάποιους εὐσεβεῖς καὶ καταρτισμένους σύγχρονους θεολόγους, θὰ τοὺς βλέπουμε ὡς αἱρετικούς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι κάπου σφάλλουν.

Καταθέτουμε κείμενα, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ στοὺς παρακάτω συναφεῖς προβληματισμούς:

 

Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι;

 

        τοῦ ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου

 

Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι; Ἡ θεωρία περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν «θεουμένων» ποὺ ἀναπτύσσεται ...φαίνεται πειστικὴ καὶ εἶναι πραγματικὰ ὡραία. Θὰ θέλαμε εἰλικρινὰ ἔτσι νὰ εἶναι τὰ πράγματα. Ὅμως πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε ἂν εἶναι ὄντως ἔτσι. Ἡ θεωρία φαίνεται πολὺ λογική, ἀλλὰ σ’ αὐτὰ τὰ θέματα ὑπεισέρχεται τὸ μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπὲρ λόγον.

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δογματίσουμε γιὰ τὴ θέωσι ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτή. Οὔτε ὅμως θὰ στηριχτοῦμε σὲ συγχρόνους εἰδικοὺς τῆς δογματικῆς θεολογίας, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν δὲν γνωρίζουμε ἂν ἀνήκουν στοὺς «θεουμένους». Θὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν οἱ μόνοι εἰδικοί, οἱ ἴδιοι οἱ ἀναχθέντες στὸ στάδιο τῆς θεοπτίας, οἱ ἀνεγνωρισμένοι ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ἕνας ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», ἀναγνωρίζει ὅτι μποροῦν οἱ ἅγιοι νὰ διαπράξουν λάθη, ὄχι βεβαίως ἀπὸ «πονηρία γνώμης». Λέγει περι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Μεγάλου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+264, μνήμη 3η Ὀκτωβρίου), ὅτι στὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Σαβελλίου ἔφθασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ὑπεστήριξε αἱρετικὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα χρησιμοποίησαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Ἀνόμοιοι:

«Οὐ πάντα θαυμάζομεν τοῦ ἀνδρός· ἔστι δὲ ἃ καὶ παντελῶς διαγράφομεν. Σχεδὸν γὰρ ταυτησὶ τῆς νῦν περιθρυλουμένης ἀσεβείας, τῆς κατὰ τὸ Ἀνόμοιον λέγω, οὗτός ἐστιν, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἀνθρώποις τὰ σπέρματα παρασχών. Αἴτιον δέ, οἶμαι, οὐ πονηρία γνώμης, ἀλλὰ τὸ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ. Εἴωθα γοῦν ἀπεικάζειν ἐγὼ φυτοκόμῳ νεαροῦ φυτοῦ διαστροφὴν ἀπευθύνοντι, εἶτα τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἀνθολκῆς διαμαρτόντι τοῦ μέσου καὶ πρὸς τὸ ἐναντίον ἀπαγαγόντι τὸ βλάστημα. Τοιοῦτόν τι καὶ περὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον γεγενημένον εὕρομεν. Ἀντιβαίνων γὰρ σφοδρῶς τῇ ἀσεβείᾳ τοῦ Λίβυος, ἔλαθεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἐναντίον κακὸν ὑπὸ τῆς ἄγαν φιλοτιμίας ὑπενεχθείς»  (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 32, 268-269).

Ἐλεγχθεὶς τότε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπὸ τὸν σύγχρονό του ἐπίσκοπο Ρώμης Διονύσιο κατενόησε καὶ διόρθωσε τὰ λάθη του.

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (μνήμη τὴν 10η Ἰανουαρίου), τὸν ὁποῖον ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεκάλεσε «ἄνδρα μετὰ τὸν ἀδελφὸ δεύτερον ἔν τε λόγοις καὶ τρόποις» προειδοποιεῖ ὅτι ὅσα ὁ ἴδιος γράφει στὸν «Ἀπολογητικὸν περὶ τῆς Ἑξαημέρου» δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀλάθητα:

«Τὰ δὲ ἡμέτερα ὡς ἐν γυμνασίῳ τινὶ σχολαστικῶς ἐπιχειρούμενα τοῖς ἐντυγχάνουσι προκείσθω, μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο. Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ' ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι»  (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 44, 68).

Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἰδιαιτέρως ἀνέπτυξε τὸ θέμα αὐτὸ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Μέγας, ἀντικρούοντας τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν Φράγκων ὅτι ὁ κάθε ἅγιος εἶναι ἀλάθητος.

Ὅσο κι ἂν φανῆ παράξενο, τὴν ἄποψι περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν ἁγίων ὑπεστήριξαν πρῶτοι οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι. Ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου, Ἱερωνύμου καὶ Αὐγουστίνου βρῆκαν τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Filioque, καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς ἁγίους ἀλαθήτους ὑπεστήριξαν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Filioque εἶναι ἀλάθητη καὶ πρέπει τὸ Filioque νὰ προστεθῆ ὁπωσδήποτε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως!

Ὁ Ἅγιος Φώτιος ἀπάντησε στοὺς ἰσχυρισμοὺς αὐτοὺς μὲ δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν Ἐπιστολὴ «Τῷ Θεοφιλεστάτῳ, ἱερωτάτῳ ἀρχιερεῖ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ τῷ θαυμασιωτάτῳ καὶ περιωνύμῳ ἀρχιεπισκόπῳ καὶ μητροπολίτῃ Ἀκυλείας»  (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 793-821) καὶ τὸν «Λόγον περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»  (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 280-400).

Οἱ ἀρχὲς ποὺ διατύπωσε ὁ μέγας Πατὴρ καὶ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν στὰ ἑξῆς:

α) Πολλοὶ ἅγιοι συνέβη νὰ πέσουν σὲ δογματικὰ σφάλματα· γι’ αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται σὲ μεμονωμένες γνῶμες ὡρισμένων ἁγίων, ἀλλὰ πρῶτα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κατόπιν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδος καὶ τὴν ὁμοφωνία τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατέρων.

β) Οἱ ἅγιοι ποὺ ἔπεσαν σὲ σφάλματα διαφέρουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἔσφαλαν μὲν ὡς ἄνθρωποι, δὲν ἐφιλονείκησαν ὅμως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ὅταν συνέβη νὰ ἐλεγχθοῦν. Ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοὶ ἐμμένουν μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη τους.

Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Φωτίου:

«Ἡμεῖς δέ, ἐπεὶ καὶ ἄλλους τινὰς τῶν μακαρίων ἡμῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων ἐν πολλοῖς τε ἄλλοις τῆς ἀκριβείας τῶν ὀρθῶν δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, τὸ μὲν παρενεχθὲν οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τοὺς ἄνδρας δε ἀσπαζόμεθα...

Καὶ γὰρ καὶ Διοονύσιον τὸν Ἀλεξανδρείας τῷ χορῷ τῶν ἁγίων πατέρων συντάττοντες, τὰς ὑπ’ αὐτοῦ λεχθείσας πρὸς τὸν Λίβυν Σαβέλλιον Ἀρειανικὰς φωνὰς οὐμενοῦν οὐ συναποδεχόμεθα, ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἐκτρεπόμεθα. Καὶ τὸν ἐν μάρτυσι μέγαν Μεθόδιον, ὃς τοὺς ἀρχιερατικοὺς τοῦ Πατάρων θρόνου ἐπηδαλιούχησεν οἴακας· ἔτι μὲν καὶ Εἰρηναῖον τοῦ Λουγδούνων ἐπίσκοπον, καὶ Παπίαν τὸν τῆς Ἱεραπόλεως· τὸν μέν, τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον ἀναδησάμενον· τοὺς δέ, ἄνδρας ὄντας ἀποστολικούς, καὶ τοῖς τοῦ βίου τρόποις θαυμάσιον ἐξαστράπτοντας. Ἀλλ’ οὔν, εἴ τί γε τῆς ἀληθείας ὠλιγώρησαν, καὶ παρηνέχθησαν φθέγξασθαι ἀπεναντίας τοῦ κοινοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, ἐν τούτοις μὲν οὐχ ἑπόμεθα· τῆς πατρικῆς δὲ τιμῆς καὶ δόξης οὐμενοῦν οὐδὲν αὐτῶν περικόπτομεν.

Ἐπιλείψει με ἡ ἡμέρα τοὺς ἄνδρας ἀπαριθμούμενον, οὓς τῇ μὲν τῶν Πατέρων τιμῇ σεμνύνομεν· ἐν οἷς δὲ τῆς ἀληθείας παρηνέχθησαν, οὐ μιμούμεθα»  (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 813-816).

Ὁ Ἅγιος Φώτιος γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ συγγράμματα παμπόλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ εἶχε περιγράψει στὴν Μυριόβιβλό του. Γι’ αὐτό, ἀναφέροντας τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα καὶ πολλὰ ἄλλα, κατώρθωσε ἐπιτυχῶς νὰ ἀντικρούση τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι ἀλάθητοι.

Οἱ ὀρθολογιστὲς Φράγκοι προέβαλλαν τὸ σόφισμα: ἂν ἀναγνωρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο Πατέρα, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε σ’ ὅ,τι εἶπε: ἂν δεχθοῦμε ὅτι εἰσηγήθη «δυσσεβῆ δόγματα», πρέπει νὰ τὸν ἀποκηρύξουμε ὡς αἱρετικό.

«Καὶ δεῖ», ἔλεγαν, «τοὺς ἱεροὺς Πατέρας μὴ δυσσεβείας ὑπάγειν ἐγκλήματι. Ἢ γὰρ εὐσεβῶς ἐδογμάτισαν καὶ χρὴ τοὺς ὅσοι Πατέρας αὐτοὺς ἐπιγράφονται, συμφρονεῖν αὐτῶν τῷ φρονήματι, ἢ τῶν δυσσεβῶν εἰσηγητὰς δογμάτων γεγονότας κἀκείνους μετὰ τοῦ φρονήματος ὡς ἀσεβεῖς ἀποπέμπεσθαι» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 344).

Τὸ σόφισμα ἔλεγε ὅτι ἂν ἀποδοκιμάσουμε ὡρισμένες διδασκαλίες κάποιων ἁγίων, πρέπει νὰ ἀποδοκιμάσουμε καὶ τοὺς ἴδιους:

«Ἢ δεῖ τοὺς ἄνδρας τιμῶντας καὶ ἃ τούτοις γέγραπται μὴ παραγράφεσθαι, ἢ παραγραφομένους τῶν ρημάτων ἔνια καὶ αὐτοὺς ἐκείνους συμπαραγράφεσθαι»  (τόμ. 102, 357)...

Ἂν θέλεις νὰ βρῆς τὴν ἀλήθεια, «τὸν Δεσπότην αὐτὸν ἔχεις (δηλ. τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Ἁγία Γραφή)· τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τὰς ψήφους· χορὸν θεοφόρων Πατέρων ἀριθμοῦ κρείττονα» (102, 817).

Θὰ ἔπρεπε, λέγει, νὰ ἀποδοκιμάσουμε τοὺς Πατέρες αὐτοὺς ὡς αἱρετικούς, μόνον ἂν τοὺς ἔγινε ἔλεγχος γιὰ τὰ σφάλματα καὶ δὲν μετενόησαν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν: ἡ πείσμων ἐμμονὴ στὴν πλάνη.

Θὰ τοὺς θεωρούσαμε λοιπὸν αἱρετικούς,

«εἰ μὲν διδαχθέντες μὴ μετέθεντο, εἰ τοῖς δικαίοις ἐλέγχοις οὐ μετεβάλλοντο». «Εἰ δὲ οἷα τὰ ἀνθρώπινα καίτοι τὰ ἄλλα τοῖς ἀρίστοις ἐνευθυμοῦντες ἢ ἀγνοίᾳ τινὶ περιέπεσαν ἢ παροράμασι ὐπηνέχησαν, οὐκ ἀντεῖπον δὲ διδασκόμενοι οὐδὲ πρὸς τὸ νουθετοῦν ἀπηυθαδειάσαντο, τί τοῦτο πρὸς σέ;» (102, 348).

Καὶ ἀλλοῦ ὁ Μέγας Φώτιος: «Ἔτι δέ, εἰ μὲν ὐπομνησθέντες περὶ τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων Πατέρων ἀντεῖπε τὸ σύνταγμα, καὶ πρὸς ἔνστασίν τινα καὶ ἀπείθειαν ἀπεθρασύναντο διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης, καὶ ἐπ’ αὐτῆς τὸν βίον μετὰ τοὺς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».

Ἂν δὲ γιὰ κάποια αἰτία ποὺ ἀγνοοῦμε ξέφυγαν ἀπὸ τὴν αὐθύτητα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἤλεγξε κανείς, δὲν θὰ δεχθοῦμε τὰ σφάλματά τους, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρες.


 

Ἀπὸ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ

σὲ θέσεις τοῦ κ. Ἰ. Καρδάση

 

...Είναι ανάγκη προκειμένου να αποδείξωμε ότι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν σύγχυσι και αντίθεσις μεταξύ των αγίων, ούτε αμφισβήτησι των κειμένων της Αγ. Γραφής, αλλά σύγχυσις υπάρχει κατ’ ουσίαν μόνο μέσα μας, να αναφερθούμε σε δύο βασικές αρχές της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

 

1) Γνησία ιερά Παράδοσις είναι ο,τι επιστεύετο παντού, πάντοτε και υπό πάντων. Το παντού έχει τοπική έννοια και σημαίνει τη γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας, έστω δηλαδή αν σε κάποιο σημείο της γης υπάρχει αντίθετη άποψις επί του θέματος από κάποιους. Δηλαδή η γενικά επικρατούσα πίστις και αντίληψις υπερισχύει της μερικής. Το πάντοτε έχει διαχρονική έννοια και σημαίνει την γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας στο πέρασμα του χρόνου, έστω και αν σε κάποιες χρονικές περιόδους εισήλθε δια της πλάνης άλλη αντίληψις, η οποία εν συνεχεία καταπολεμήθηκε υπό των ομολογητών Ορθοδόξων, όπως π.χ. στο θέμα του Αρειανισμού, του Μονοθελητισμού, της Εικονομαχίας κλπ. Το υπό πάντων έχει ειδική έννοια και σημαίνει την πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας όπως διασώθηκε δια μέσου των αγίων εν τω συνόλω των, έστω και αν κάποιος μεμονωμένος άγιος έχει αντίθετη άποψι επί του θέματος.

2) Επί οιουδήποτε θέματος υπερισχύει η διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου από την εγκεκριμένη τοπική, και της εγκεκριμένης τοπικής Συνόδου από την διδασκαλία των μεμονωμένων αγίων, και των αγίων από την διδασκαλία οιωνδήποτε άλλων θεολόγων, κληρικών κλπ. και, τέλος, η διδασκαλία και η γνώμη των πλειόνων από τους μεμονωμένους, έστω και αν αυτοί οι μεμονωμένοι είναι θεολόγοι, κληρικοί κλπ. Αυτό το τονίζει στην εισαγωγή του Πηδαλίου ο αγ. Νικόδημος, προκειμένου να λύση εκ των προτέρων κάποιες εναντιοφάνειες.

Θα πρέπει επίσης να τονίσωμε ότι η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν εθεώρησε ποτέ τους αγίους ως αλανθάστους, αλλά μόνο τις εγκεκριμένες Οικουμενικές Συνόδους. Όταν λοιπόν υπάρχει διισταμένη γνώμη για κάποιο θέμα μεταξύ των αγίων, με βάσι τις δύο προαναφερθείσες αξιωματικές αρχές επιλύεται αυτομάτως, αν αναζητήσουμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του εν λόγω θέματος.

Η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας ως γνωστόν ετίθετο ως βάσις και ωμολογείτο πίστις εις αυτήν, προκειμένου, όχι να εκφέρη γνώμη κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά να αρχίση τις εργασίες της. Έτσι λοιπόν προκειμένου να λύσουμε οιοδήποτε πρόβλημα, το οποίο έχει σχέσι είτε με την πίστι και την διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε με τους αγίους, είτε με την Αγ. Γραφή κλπ., είναι αρμόδιο να γνωρίζωμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του θέματος και με αυτή να συνταυτιστούμε έστω και αν διαφωνούν κάποιοι άγιοι η θεολόγοι, κληρικοί κλπ.

Αυτή η διδασκαλία είναι κατά τον απόστολο ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας και βάσει αυτής γνωρίζουμε ακριβώς τι πιστεύει η Εκκλησία για τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Αγ. Κύριλλο κλπ.

Αν τώρα κάποιος άγιος η πολύ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνή και έχει αντίθετο γνώμη, εμείς θεωρούμε τη γνώμη του λανθασμένη και προσωπική, όχι εκκλησιαστική και ουδόλως δύναται να αντιπαρατεθή στην διαχρονική πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας, πολύ δε περισσότερο να την υποσκελίση.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξωμε είναι το ότι οι άγιοι ερμηνεύουν τους αγίους και προσπαθούν να ερμηνεύσουν ορθόδοξα τα δυσνόητα κείμενά τους, ώστε να μην υπάρξη εις αυτά εναντιοφάνεια με την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και εμείς πρέπει να προσπαθούμε να κάνωμε το ίδιο και όχι να τους παρουσιάζωμε ως διαφωνούντας και έχοντας διαφορετικές απόψεις και διδασκαλίες, διότι τότε δεν οικοδομούμε τους πιστούς αλλά τους γκρεμίζουμε και δεν ορθοτομούμε, αλλά διχοτομούμε, τον λόγο της αληθείας. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής τον Αγ. Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον οποίο οι σύγχρονοι θεολόγοι μας χαρακτηρίζουν ως αρειανίζοντα. Έτσι ερμηνεύουν οι πατέρες το χωρίον του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Χριστού σεσαρκωμένη», το οποίο οι Μονοφυσίτες ερμηνεύουν με αιρετικό τρόπο. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης τον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης εις τον οποίο οι σημερινοί θεολόγοι προσάπτουν πλήθος αιρέσεων.

Άκουσε αδελφέ, και θαύμασε πώς ο όσιος ερμηνεύει τον Αγ. Γρηγόριο φέροντας μάλιστα ως συνήγορο και τον Αγ. Μάρκο τον ομολογητή, εις την κατηγορία που οι σημερινοί θεολόγοι του προσάπτουν, ότι δηλαδή ήτο υπέρμαχος της θεωρίας των Παπικών «περί της των πάντων αποκαταστάσεως» με την διεστραμμένη έννοια του τέλους της κολάσεως του καθαρτηρίου πυρός, των αξιομισθιών των αγίων κλπ.(2)

Κατά τον ίδιο επίσης τρόπο ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος ο αγιορείτης εις το Πηδάλιο πλήθος ιερών κανόνων, οι οποίοι φαίνονται να είναι ενάντιοι σε άλλους και με θαυμάσιο τρόπο αποδεικνύει την μεταξύ των συμφωνία παρά την εξωτερική εναντιοφάνεια. Η βάσις δηλαδή σε όλα αυτά είναι να στηριχθούμε στην διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί οιουδήποτε θέματος και προς αυτήν να κατευθύνουμε τις ερμηνείες των αγίων.

Αν όμως ερμηνεύσωμε αυτόνομα τους αγίους ανεξάρτητα από την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα κατά το δοκούν εις ημάς, τότε και τους αγίους θα παρουσιάσωμε ως διαφωνούντας μεταξύ των και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν θα προξενήσωμε και ανάπαυσι ψυχική δεν θα έχωμε, διότι η ερμηνευτική μας μέθοδος θα στηρίζεται εις τον εγωϊσμό. Βλέπεις αδελφέ, ότι εις την Εκκλησία δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διδάσκη τίποτε δικό του, ούτε και οι άγιοι, αλλά όλοι οφείλουν να ακολουθούν την άπαξ παραδοθείσα πίστι της Εκκλησίας.

Αυτή η πίστις της Εκκλησίας υπαρχει και για τους αγίους, και για τα πατερικά κείμενα και για τα υμνολογικά κείμενα και για την Ορθόδοξο λατρεία κλπ. Αν τώρα κάποιος άγιος με κάτι από αυτά διαφωνή εμείς απλούστατα θεωρούμε ότι ως άνθρωπος έκανε λάθος και ακολουθούμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν όλοι οι άλλοι άγιοι. Εδώ δηλαδή ευρίσκει αρίστη εφαρμογή το «η γνώμη των πλειόνων κρατείτω», που έχει ειπωθή στις Οικουμενικές Συνόδους και σε διαφόρους ιερούς κανόνες την στιγμή μάλιστα που είναι σύμφωνος με όλη την ιερά Παράδοσι.

Πηγή εδώ.

----------------------------

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι δυνατόν να σφάλουν, όταν δεν καλούνται εκ των επειγόντων εκκλησιαστικών καταστάσεων να εκφράσουν τον λόγο της Εκκλησίας

Όπως είδαμε λοιπόν, σύμφωνα με τον Μέγα Φώτιο οι Πατέρες είναι δυνατόν να σφάλουν. Σύμφωνα με τον Στυλ. Παπαδόπουλο, οι θέσεις του εξέχοντα ιεράρχη επάνω στο ζήτημα του Πατερικού σφάλματος αποτελούν μια απόλυτα ρεαλιστική θεώρηση[113].

Καταρχάς, για τον Μέγα Φώτιο, «το ανθρώπινο ολίσθημα δεν μπορεί να το αποφεύγει πάντοτε αυτός που αποτελείται από πηλό και ρευστή ύλη· κάποτε μάλιστα και στους άριστους εκδηλώνονται κάποια ίχνη κηλίδας» (ΑΠΜ)[114]  (πρβλ. Α' Ιωάν. 1,8: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν»).

Στην περίπτωση αυτή, «την παρέκκλιση βέβαια από τον λόγο του Κυρίου δεν την δεχόμαστε, εκείνους όμως δεν τους αποχωρίζομε από τον χορό των Πατέρων» (Επ.ΚΔ΄)[115].

Υπάρχει όμως μία σπουδαία παράμετρος, την οποία αναλύει εξαιρετικά ο Στυλ. Παπαδόπουλος και γι’ αυτό παραθέτουμε το κείμενο του:

«Το σφάλμα οφείλεται κατ’ αυτόν [δηλ. τον Μέγα Φώτιο] στους εξής λόγους: Στην "άγνοια", στο ότι "ανθρώπινον" η πλάνη. Προσθέτει όμως ο Φώτιος ότι πλανήθηκαν οι Πατέρες για θέματα που δεν υπήρχε "ζήτησις", που δε ζητήθηκε η γνώμη τους [Στο πρωτότυπο: «ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται»]. Η παρατήρηση του Φωτίου έχει τεράστια σημασία. Οι Πατέρες σε κάποιες περιπτώσεις πλανήθηκαν, μα δε θα συνέβαινε τούτο, αν επρόκειτο για πρόβλημα καίριο της εποχής, αν το θέμα ήταν εκείνο που προκαλούσε την κρίση της εποχής, αν οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν την απάντηση στο θέμα με τη σωτηρία τους, αν "παρακαλούσαν" για την απάντηση [Στο πρωτότυπο: «ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε»[116]]. Κάτω από τις τελευταίες προϋποθέσεις δηλαδή, το άγιο Πνεύμα, διακονία του οποίου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, θα φώτιζε το Διδάσκαλο της Εκκλησίας να φανερώση γνήσια την αλήθεια κι όχι εσφαλμένα»[117] (βλ. Επ.ΚΔ΄)[118].

Πηγή εδώ.