Ὁ αἱρετικοὶ ἔκαναν, ὅπως εἴπαμε, φιλοσοφικὴ διάκρισι
μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, διότι πῆραν τὴν Ἁγιογραφικὴ
διάκρισι, ποὺ δὲν εἶναι φιλοσοφικὴ καὶ τὴν ἐφιλοσοφοποίησαν. Αὐτοὶ εἶναι: Ὁ
Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανός, οἱ Συλλουκιανισταί, δηλαδὴ οἱ Ἀρειανοὶ καὶ
μετὰ οἱ Νεστοριανοί, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια παράδοσι τῶν προηγουμένων.
Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς δίδασκε ὅτι στὸν Χριστὸ δὲν ὑπάρχει φυσικὴ ἕνωσις τῶν δύο
φύσεων, ἀλλὰ ὑπάρχει κατὰ βούλησιν ἕνωσις ἢ κατ᾿ ἐνέργειαν ἕνωσις ἤ, ὅπως ὁ
ἴδιος ἀναφέρει σὲ ὡρισμένα σημεῖα, «ἕνωσις κατὰ ποιότητα». Δὲν ἔγινε δηλαδὴ
στὸν Χριστὸ ἕνωσις τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Λόγου, ἀλλὰ
ἕνωσις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Λόγου.
Ἔτσι ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς κατεδικάσθῃ ὡς αἱρετικός.
Ἦταν ὅμως αἱρετικὸς ὄχι μόνον στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔκανε διάκρισι μεταξὺ τῆς
οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας στὸν Θεό, ἀλλὰ ἦταν αἱρετικὸς καὶ στὴν
Τριαδολογία. Ἠρνεῖτο δηλαδὴ τὴν ὕπαρξι τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Δὲν πίστευε ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μόνιμες διακρίσεις
στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅτι εἶναι προσωρινὲς διακρίσεις καὶ ὅτι ὑπάρχει μόνο μία οὐσία
καὶ μία ὑπόστασις στὸν Θεό, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἐνέργεια. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ εἶναι
εἴτε ὁ Λόγος εἴτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ὁπότε ἔχομε τὴν ὑπόστασι τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Λόγου καὶ τὴν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο
γίνονται δύο ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα
ἔχομε Ἐνσάρκωσι τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁπότε ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ ἔνσαρκος Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἕνας θεόπνευστος
ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ
Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς καταδικάσθηκε ὡς αἱρετικὸς ὄχι μόνο στὴν Χριστολογία του,
ἀλλὰ καὶ στὴν Τριαδολογία του. Εἶναι δηλαδὴ διπλὰ αἱρετικός.
Μετὰ ὅμως ὁ μαθητής του ὁ Λουκιανὸς ἔκανε μία τροποποίησι τῆς διδασκαλίας τοῦ
Παύλου τοῦ Σαμοσατέως. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀναγνωρίσῃ, μόνο ὅταν λάβῃ
ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἦταν αἱρετικός. Ὁ Λουκιανὸς ἔκανε προσαρμογὴ
στὴν παραπάνω διδασκαλία, ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς
καταδικάσθηκε. Δηλαδὴ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως (ὁ Λουκιανὸς καὶ οἱ
μαθηταί του, ποὺ εἶναι οἱ Ἀρειανοὶ) πρόσθεσαν στὸν Θεὸ τίς δύο ὑποστάσεις,
δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δὲν δεχόταν ὁ Σαμοσατεὺς καὶ τοῦτο
γιὰ νὰ μὴν ἀκολουθήσουν καὶ ἐκεῖνοι τὴν μοῖρα ἐκείνου καὶ καταδικασθοῦν καὶ
αὐτοὶ ὡς αἱρετικοί.
Τὸ ὅτι ἔγινε αὐτὴ ἡ προσαρμογή, τὸ πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν
Ἀρειανῶν, ποὺ εἶναι μαθηταὶ τοῦ Λουκιανοῦ, διότι δὲν ἔχομε συγγράμματα τοῦ
ἰδίου τοῦ Λουκιανοῦ. Τὸ πληροφορούμεθα δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Ἄρειο, τὸν Εὐσέβιο
Νικομηδείας κλπ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς καταδικάσθηκε, διότι δὲν
δεχόταν τὴν κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσι στὸν Χριστὸ μὲ τὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου, ὡς καί την
κατὰ φύσιν ἕνωσι τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, πρόσθεσαν ἐκεῖνοι ἐνσάρκωσι
κατὰ φύσιν καὶ καθ᾿ ὑπόστασιν.
Ὁπότε οἱ Συλλουκιανισταὶ διδάσκουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τρεῖς ὑποστάσεις, Πατήρ,
Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος καὶ ὅτι ἡ ἕνωσις τῶν
δύο φύσεων στὸν Χριστὸ εἶναι φυσικὴ καὶ μάλιστα κατ᾿ οὐσίαν. Ἄν ἀντιμετωπίσῃ
κανεὶς ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτὴν τὴν προσαρμογή, λέγει: Μπᾶ, αὐτοὶ διδάσκουν ὅπως
διδάσκουν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι! Τί παράπονο μποροῦμε νὰ ἔχωμε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπὸ
τὸν μαθητή τους τὸν Ἄρειο; Καὶ τοῦτο, διότι καὶ ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος
γεννᾷται ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ τῶν αἰώνων, πρᾶγμα ποὺ τὸ λένε ἐπίσης ὅλοι οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε γιατί οἱ Ἀρειανοὶ καὶ ὁ Ἄρειος νὰ εἶναι αἱρετικοί;
Ὅμως, ἐπειδὴ οἱ Ἀρειανοί, δηλαδὴ οἱ Συλλουκιανισταί, ἔκαναν φιλοσοφικὴ διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, ὡδηγήθηκαν στὸ νὰ διδάξουν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ κατ᾿ οὐσίαν σχέσις μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Διότι κατ᾿ οὐσίαν σχέσι σημαίνει κατ᾿ ἀνάγκην σχέσι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσῃ κατὰ φύσιν τὸν Λόγον, ἀλλὰ δημιουργεῖ τὸν Λόγον κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀναγκαστικὲς σχέσεις μὲ ἑτερούσια. Ἐφ᾿ ὅσον δηλαδὴ οἱ Ἀρειανοὶ δέχθηκαν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὑπόστασις καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ὑπόστασις, μεταξὺ τῶν δύο ὑποστάσεων, ὅταν εἶναι προδημιουργικὲς ὑποστάσεις, δηλαδὴ ὑποστάσεις ποὺ ὑπάρχουν πρὶν τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, μεταξὺ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις, ἀλλὰ οἱ σχέσεις πρέπει νὰ εἶναι κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν. Ὁ Θεὸς Πατήρ, ἔλεγαν αὐτοί, μὲ ὅλες τίς ὑποστάσεις, μὲ ὅλα τὰ ὄντα ἔχει κατὰ βούλησιν καὶ κατ᾿ ἐνέργειαν σχέσεις, ἀλλὰ ὄχι κατ᾿ οὐσίαν. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καὶ δὲν ὑπόκειται σὲ καμμίαν ἀνάγκη. Ἔτσι, ἐφ᾿ ὅσον τὸ κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει κατ᾿ ἀνάγκην γι᾿ αὐτὸ ὁ Πατὴρ δὲν γεννᾷ τὸν Λόγον κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου. Αὐτὴ ἡ θεωρία ὅμως προέρχεται ἀπὸ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα, ὁ ὁποῖος δὲν δεχόταν τὸ δόγμα περὶ Ἁγίας Τριάδος οὔτε τὴν πραγματικὴ Ἐνσάρκωσι. Διότι γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν δηλώνουν τρεῖς ὑποστάσεις. Τὸ ὄνομα Πατὴρ δηλώνει μία ὑπόσταση. Ἐκείνη τοῦ Πατρός. Ὁπότε στὸν Θεὸ ὑπάρχει μία ὑπόστασις καὶ μία οὐσία. Καὶ αὐτὴ ἡ μία ὑπόστασις, δηλαδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔχει μία ἐνέργεια, ποὺ λέγεται Λόγος καὶ ἄλλη μία ἐνέργεια ποὺ λέγεται Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Λόγος γι᾿ αὐτὸν εἶναι ἡ λογικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε στὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ἔχομε μία ὑπόστασι, μία οὐσία, μὲ μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι λογική, δημιουργική, συντηρητική, ἀγαπητικὴ κλπ. Αὐτὲς ὅμως εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ βασίζονται στὴν φιλοσοφικὴ διάκριση ποὺ κάνει ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Κάνει βέβαια τὴν διάκρισι αὐτή, ἀλλὰ τί κάνει ἐπίσης; Ταυτίζει τὸν Πατέρα μὲ τὴν οὐσία, μὲ τὴν ὑπόστασι, καὶ διαχωρίζει τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέσεις κατ᾿ οὐσίαν μὲ τίποτε, δὲν δημιουργεῖται πρόβλημα γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Λόγου καὶ γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτὲς εἶναι ἄκτιστες ἐνέργειες γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα. Ἀλλὰ δημιουργεῖται πρόβλημα στὴν Ἐνσάρκωσι. Πῶς ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται; Διότι ἐδῶ ἔχουμε ἐνσάρκωσι τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ποὺ λέγεται Λόγος καὶ γεννᾷται ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τὴν Παρθένο, ποὺ ὀνομάζεται Χριστὸς καὶ ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κατοικεῖ αὐτὸς ὁ Λόγος. Ποιός Λόγος; Ὁ ἄκτιστος Λόγος. Καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἄκτιστος Λόγος; Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα.
Ὁπότε κατ᾿ αὐτὸν ὁ Χριστὸς ἔχει ἰδική Του ἀνθρωπίνη φύσι καὶ ὑπόστασι καὶ μέσα Του κατοικεῖ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται Λόγος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος. Ὅμως, δὲν εἶναι ἡ Ἐνσάρκωσις τῆς ὑποστάσεως καὶ τῆς φύσεως, ἀλλὰ ἡ Ἐνσάρκωσις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ζοῦσε βέβαια ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, οὐσία καὶ ὑπόστασις σήμαιναν τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Διότι αὐτὴ ἡ διάκρισις εἶναι μεταγενέστερη, μεταξὺ δηλαδὴ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑποστάσεως, καθὼς καὶ μεταξὺ τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεως. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς λοιπὸν καταδικάσθηκε σὲ δύο Συνόδους τῆς Ἀντιοχείας περίπου τὸ 277. Καὶ καταδικάσθηκε, διότι δὲν δεχόταν τὴν ἀλήθεια τῶν τριῶν Προσώπων της Ἁγίας Τριάδος. Ἐπειδὴ ὑποβίβαζε τὰ δύο Πρόσωπα σὲ ἐνέργειες καὶ δὲν παραδεχόταν ἐν Χριστῷ κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσι τῶν δύο φύσεων.
Τότε, στὶς Συνόδους ἐκεῖνες, χρησιμοποιήθηκε ἡ ἔκφρασις «κατ᾿ οὐσίαν». Μετὰ βέβαια, ποὺ ἔγινε ἡ διαφοροποίησις μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, χρησιμοποιήθηκε ὁ πιὸ σωστὸς ὅρος ὑπόστασις. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιὰ καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσι, ὡς καὶ γιὰ κατὰ φύσιν ἕνωσι, ἐνῶ τὸ κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσις δὲν χρησιμοποιεῖται πολύ. Μπορεῖ βέβαια κανεὶς νὰ τὸ χρησιμοποιήσῃ, δὲν εἶναι λάθος, διότι ὑπάρχει κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσις στὸν Χριστό, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει κατὰ φύσιν ἕνωσις στὸν Χριστὸ τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ ὅμως ἡ ἕνωσις εἶναι κυρίως καθ᾿ ὑπόστασιν, ἐφ᾿ ὅσον μόνο ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε.
Τὸ βασικὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν ἐναντίον τῶν Ἀριστοτελικῶν, ποὺ ἔχομε ἤδη ἀναφέρει, εἶχε τόση πολλὴ πέρασι (χρησιμοποιούμενο ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν), ὥστε, παρ᾿ ὅλον ὅτι ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς καταδικάσθηκε, ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσε αὐτὴν τὴν φιλοσοφικὴ διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, αὐτὴ ἡ φιλοσοφικὴ διάκρισις ξεφυτρώνει πάλι σὲ νέες μορφὲς αἱρέσεων. Ἔτσι διαπιστώνομε τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ φιλοσοφικὰ θεμέλια τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου Σαμοσατέως, τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τοῦ Νεστοριανισμοῦ εἶναι τὰ ἴδια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιχειρηματολογία τους ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν ἦταν τόσο πολὺ δυνατή, ὥστε ριζώθηκε πολὺ βαθειὰ στὴν Χριστιανικὴ παράδοσι. Ἐπειδὴ ἔγινε αἰτία πολλοὶ εἰδωλολάτρες νὰ γίνουν Χριστιανοί.
Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς γιὰ δύο πράγματα καταδικάσθηκε: α) Γιὰ τὸ ὅτι δὲν δέχθηκε ὑποστατικὸ Λόγο καὶ β) Γιά τὸ ὅτι δὲν δέχθηκε πραγματικὴ Ἐνσάρκωσι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσι τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Αὐτὰ εἶναι τὰ θεμέλια τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν καταδικάσθηκε ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, τὰ ἐγγόνια του, οἱ Ἀρειανοὶ ἔκαναν μία προσαρμογή, ὅπως εἴπαμε, ἴσως γιὰ νὰ μὴ χάσουν τίς θέσεις τους καὶ τὰ ἀντίστοιχα ὀφέλη ἀπὸ τίς θέσεις αὐτὲς ποὺ ἀπελάμβαναν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τί κάνει ὅμως ὁ Ἄρειος γιὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ πέραν τῆς προσαρμογῆς, ποὺ ἔκανε ὁ Λουκιανὸς καὶ τὴν ὁποία προαναφέραμε;
Προσθέτει ὑποστατικὸ Λόγο, ἀλλὰ διατηρεῖ παράλληλα καὶ τὸν ἀνυπόστατο Λόγο. Ὁπότε στὸν Ἄρειο ἔχομε ἄκτιστο ἀνυπόστατο Λόγο, δηλαδὴ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται Λόγος, χαρακτηριστικὸ τῆς παλαιοτέρας διδασκαλίας ἡ ὁποία διατηρεῖται, ἀλλὰ προστίθεται καὶ ἕνας ὑποστατικὸς Λόγος, ὁ ὁποῖος εἶναι κτίσμα καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐνσαρκώνεται καὶ ὁ ὁποῖος, ὅμως ἔχει κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ κατ᾿ ἀνάγκην σχέσεις μὲ τὸν Θεό, διότι ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἔχει κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις μὲ αὐτὴν τὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου, ἀλλὰ μόνον κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν. Ὁπότε ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος ἔναντι τοῦ ὑποστατικοῦ Λόγου. Ὁ ὑποστατικὸς Λόγος ὅμως αὐτὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι ὑποδεέστερος, εἶναι δοῦλος, γίνεται ὄργανο τῆς δημιουργίας, εἶναι κτίσμα κλπ.
Αὐτὴ ἡ ὑπόστασις τοῦ Λόγου, αὐτὸ τὸ κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ ἐνσαρκώνεται κατὰ τὸν Ἄρειο. Καὶ βέβαια ἐνσαρκώνεται κατ᾿ ἀνάγκην καὶ ὄχι κατὰ βούλησιν καὶ ἑνώνεται ὁ ὑποστατικὸς Λόγος αὐτὸς κατ᾿ οὐσίαν μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἄρειο ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν θέσιν τοῦ νοός τοῦ Χριστοῦ τὴν καταλαμβάνει ὁ ὑποστατικὸς Λόγος. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς ἔχει κτιστὰ νοῦν καὶ διάνοια καὶ ψυχή, ἀλλὰ ὁ κτιστός Του ἀνθρώπινος λόγος δὲν εἶναι κανονικὸς λόγος ποὺ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὴν θέσι τοῦ κτιστοῦ ἀνθρωπίνου λόγου στὸν Χριστὸ τὴν καταλαμβάνει ὁ κτιστὸς ὑποστατικὸς Λόγος, ὁ κτιστὸς πρὸ τῶν αἰώνων ὑποστατικὸς Λόγος131 .
Ὁπότε ἔτσι οἱ Ἀρειανοὶ ξεφεύγουν προσωρινὰ τὴν καταδίκη τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως, διότι φαινομενικὰ δέχονται τρεῖς ὑποστάσεις καὶ δέχονται καὶ κατὰ φύσιν, κατ᾿ οὐσίαν ἕνωσι στὸ Χριστολογικὸ δόγμα. Ἀλλά, γιὰ νὰ τὸ κάνουν αὐτό, παρεμβάλλουν μεταξὺ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ὑποστατικοῦ Λόγου μία ἐνέργεια ποὺ λέγεται ἄκτιστος Λόγος. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖ τὸν ὑποστατικὸ Λόγο. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς κτίζει τὸν ὑποστατικὸ Λόγο Του μέσῳ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας Του, μέσῳ δηλαδὴ τοῦ ἀκτίστου Λόγου Του. Ὁπότε ὁ Θεὸς κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν κτίζει τὸν ὑποστατικὸ Λόγο. Δηλαδὴ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ κτιστὸς δηλαδὴ ὑποστατικὸς Λόγος εἶναι Υἱὸς βουλήσεως ἢ Υἱὸς ἐνεργείας. Αὐτὸ εἶναι ἕνα βασικὸ δόγμα τῶν Ἀρειανῶν. Ὅτι, δηλαδή, ὅπως ὅλος ὁ κτιστὸς κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ὁ ὑποστατικὸς Λόγος εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ αὐτὸς τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀρειανῶν εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπορρίπτουν τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Λόγος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μίας ἐνέργειας τοῦ Πατρός, διότι ὁ Λόγος κατέχει ὅλες τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Πατρός. Δὲν ὑπάρχει γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καμμία ἐνέργεια τοῦ Πατρός, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἐνέργεια τοῦ Λόγου. Ὁπότε καὶ οἱ δύο κατέχουν κατὰ ταυτότητα τίς ἐνέργειές Τους καὶ δὲν εἶναι ὁ ἕνας ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας τοῦ ἄλλου. Γιὰ τοὺς Ἀρειανοὺς ὅμως ὁ ὑποστατικὸς Λόγος εἶναι προϊὸν τῆς ἐνεργείας τοῦ Πατρὸς καὶ ἀποτέλεσμά της.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία πάντως ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἀνακαλύψῃ
τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Ὑπῆρχαν πολλοὶ Ὀρθόδοξοι ποὺ δὲν κατάλαβαν στὴν ἀρχὴ τὴν
αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ἡ αἵρεσις αὐτὴ φανερώθηκε κυρίως ἀπὸ δύο αἰτίες:
α) Ἔλεγε ὁ Ἄρειος ὅτι ὁ Πατὴρ κτίζει καὶ
γεννᾷ τὸν ὑποστατικὸ Λόγο πρὸ τῶν αἰώνων, ἀλλὰ ἐκ τοῦ μηδενὸς (ὄχι δηλαδὴ ἐκ
τοῦ Πατρός). Ἀλλὰ κατὰ τὴν Πατερικὴ ἀντίληψι δὲν ὑπάρχει τίποτε πρὸ
τῶν αἰώνων ποὺ νὰ ὑπάρχει ἐκ τοῦ μηδενός. Ὅλα τὰ πρὸ τῶν αἰώνων εἶναι ἄκτιστα
καὶ ἐκ τοῦ Πατρός. Ὅταν κτίζωνται οἱ αἰῶνες, τότε ἀρχίζει ἡ δημιουργία ἐκ
τοῦ μηδενός. Μετὰ ἀκολουθοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ μετὰ ὁ χρόνος.
Στὴν Αὐγουστίνειο παράδοσι ὑπάρχει ἡ ἰδέα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιο παρόν, ὅτι
στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι πάντοτε παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρελθόντα. Δηλαδὴ
στὸν Θεὸ καὶ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον εἶναι ἕνα συνεχὲς παρόν. Ὁπότε στὸν
Αὐγουστῖνο καὶ στοὺς ὀπαδούς του, στὴν Παπικὴ παράδοσι, δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ
νομίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἂν ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸν χρόνο, τότε θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβῃ
τὸ συνεχὲς παρόν, τὸ αἰώνιο παρόν. Καθὼς καὶ ὅτι, ὅταν τὸ συλλάβῃ, τότε μπορεῖ
νὰ συλλάβῃ καὶ τὸ ἄκτιστο, ἀκόμη μάλιστα καὶ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Ὅλη αὐτὴ ἡ
θεώρησις περὶ χρόνου τοῦ Αὐγουστίνου ἦταν καθοριστικὴ γιὰ τὴν γραμμὴ τῆς
Σχολαστικῆς παραδόσεως.
Στὴν Πατερικὴ παράδοσι ὅμως ὑπάρχει μία σαφὴς διάκρισις μεταξὺ αἰώνων καὶ
χρόνου. Ὁπότε ὁ χρόνος ὑπάρχει μέσα στοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλα τὰ
κτίσματα περιωρισμένα μέσα στὸν χρόνο. Διότι ὑπάρχουν ὡρισμένα κτίσματα (τὰ
ἀγγελικὰ τάγματα, οἱ δαίμονες καὶ οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων), τὰ ὁποῖα εἶναι
ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν χρόνο, διότι ζοῦν μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ ὄχι μέσα στὸν χρόνο.
Καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο κινοῦνται μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἄγγελοι
καὶ οἱ δαίμονες καὶ οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων Ἁγίων μετακινοῦνται τόσο γρήγορα,
ὥστε φαίνεται ὅτι βρίσκονται σὲ πολλὰ μέρη συγχρόνως. Δηλαδὴ δὲν περιορίζονται
ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις:
__________________________________
131. Δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἄρειο ὁ
Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλὰ ἕνας ὑπεράνθρωπος.
Πηγή:https://www.oodegr.com/
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»