Ὁ Οἰκουμενιστὴς ὡς ἄνθρωπος πλήρης γνώσεως, ἀλλὰ κενὸς Θεοῦ!
τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ οἰκουμενιστῆ ὡς κυρίου ἐκφραστῆ τῆς σύγχρονης ἐποχῆς ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπηρμένη θεμελίωση του πάνω στὴν γνώση. Ὅλοι οἱ Οἰκουμενιστές, μὲ πρῶτο τὸν Πατριάρχη, ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν πολλαπλὲς πανεπιστημιακὲς σπουδὲς σὲ γνωστὰ πανεπιστήμια τοῦ κόσμου μὲ μία πληθώρα πτυχίων, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν αὐθεντία, νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθότητα τῶν λόγων τους καὶ νὰ ἀποδείξουν τὸ ἀκαταμάχητο τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιοῦν εἶναι: «Εἶναι δυνατὸν ὁ τάδε Ἐπίσκοπος ἢ ὁ δεῖνα θεολόγος νὰ κάνει λάθος μὲ τόσες σπουδὲς καὶ τόσα πτυχία»;
Πολλοὶ πιστοὶ μάλιστα, τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν πτυχίων, τῶν γνώσεων καὶ τῆς κοσμικῆς ἀναγνώρισης καὶ ἀποδοχῆς, ὑπακούουν στὴν κάθε κακοδοξία καὶ δὲν τολμοῦν νὰ ἀντιφέρουν λόγο, θεωρώντας τοὺς ἑαυτούς τους πολὺ μικροὺς γιὰ νὰ χτυπήσουν τέτοιους «γίγαντες τοῦ πνεύματος καὶ τῆς γνώσεως», δυσκολεύονται δὲ νὰ ἐμπιστευθοῦν ἄλλους κληρικοὺς ἢ μοναχοὺς μὲ λιγότερες γνώσεις καὶ πτυχία, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πιστότητα στὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση. Διαποτισμένοι ἀπὸ τὸ σύγχρονο πνεῦμα ἡ ταπείνωση καὶ τὸ ἦθος τοὺς φαντάζει μικρὸ μπροστὰ στὴν αἴγλη τῶν τίτλων. Ἔτσι ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ ἄγ. Σπυρίδων, εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ μὴ γινόταν δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, διότι δὲν θὰ ἐξέταζαν τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ορθότητα τοῦ φρονήματός του, ἀλλὰ ἂν κατεῖχε τίτλους καὶ ὑψηλὲς γνώσεις, ὅπως π.χ. ἕνας Ναυπάκτου ἢ ἕνας Μεσσηνίας. Αὐτὴ ὅμως ἡ νοοτροπία, δυστυχῶς, ἔχει περάσει καὶ στὸ χῶρο τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι μολυσμένοι ἀπὸ τὸν ἴδιο δυσδιάκριτο ἰὸ χρησιμοποιοῦν τὴν ἴδια τακτικὴ νομίζοντας, ὅτι ὁ πλοῦτος τῶν γνώσεων καὶ τὸ κῦρος ποὺ ἐπιφέρει, θὰ δώσει καὶ τὴν νίκη ἐναντίον τῆς αἱρέσεως.
Μά, θὰ ρωτήσει κάποιος εἶναι κακὴ ἡ γνώση; Ἡ γνώση εἶναι καλή, ὅταν ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίσει τὰ πάντα μέσα ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὡς ἀγαπητικὴ προσφορὰ στοὺς συνανθρώπους· καὶ κακή, ὅταν ἀποκλείει ἢ παρερμηνεύει τὸν Θεό, τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θέλημά Του. Ὁ Θεὸς μᾶς δώρησε τὴν γνώση ὡς μέσο γιὰ νὰ πλησιάσουμε καὶ νὰ πετύχουμε τὴν θέωση ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως μας. Μέσω τῆς γνώσης ἐν Θεῷ καὶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητά μας γνωρίζουμε τὰ αἰσθητὰ καὶ νοερὰ δημιουργήματά Του, τὴν κτίση, ἀναγνωρίζουμε τὴν σοφία Του καὶ τὸ ἐλεός Του καὶ ἐρχόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μαζί Του (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, πρὸς Θαλάσσιον, 59, PG 90). Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, συνεργαζόμενος πάντα μὲ τὴν καρδιά, ἀναγνωρίζει τὸν ἐν ταπεινώσει τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ μοναδικὴ ἀλήθεια, ὑπηρετεῖ τὸ θέλημά Του καὶ τὸν ὁμολογεῖ. Ὅταν ὅμως ἡ γνώση δὲν λαμβάνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς δῶρο Θεοῦ ἀλλὰ ὡς ἀποτέλεσμα προσωπικῶν κόπων καὶ δυνατοτήτων μὲ σκοπὸ τὴν ἐκπλήρωση σκοπῶν καὶ φιλοδοξιῶν, τότε ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὸν Θεό, δίνει στὸν ἄνθρωπο τὸ ψευδὲς αἴσθημα τῆς αὐταρκείας, ἢ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄφρονα καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ λέει «δὲν ὑπάρχει Θεός» (Ψαλμ. 13, 1) ἢ ὑπάρχει ἕνας ἄλλος Θεὸς ἀντίθετος μὲ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος μᾶς ἀποκάλυψε.
Ἡ γνώση αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλες ἀτραπούς, σὲ σκέψεις περίπλοκες, διασκορπισμένες καὶ ἀσταθεῖς, οἱ ὁποῖες συνεχῶς πολλαπλασιάζονται, ἀνανεώνονται, γίνονται δυσνόητες γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ τελικὰ τὸν φέρνουν σὲ ρήξη μὲ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως του (Νικήτας Στηθᾶτος, κεφάλαια γνωστικά, 19). Ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι κατὰ τοὺς Ἁγίους μία γνώση κοσμική, μία γνώση ζώων χωρὶς συνείδηση καὶ ὄχι ἀνθρώπων μὲ συνείδηση (Κλήμης Ἀλεξανδρείας, Παιδαγωγός, 1, 13).
Αὐτὴ ἡ κοσμικὴ γνώση εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας μας καὶ βασίζεται πάνω στὰ πάθη μας μὲ κύριους πυλῶνες, τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ματαιοδοξία. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς πεπτωκώς, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ διακρίνει τὴν φύση, τὸ ἔργο καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ φτάνει σὲ αὐθαίρετα συμπεράσματα καί, ἀντὶ γνώσης, ἔχει ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ παύει νὰ Τὸν ὁμολογεῖ, Τὸν ἀρνεῖται ἢ Τὸν παρερμηνεύει καὶ Τὸν ἀνταλάσσει μὲ ἄλλον, δικό του Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑμνεῖ καὶ ὑπερασπίζεται τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται ἢ ἀγνοεῖ τὸν Δημιουργό.
Αὐτὴν τὴν γνώση κατέχει ὁ οἰκουμενιστής, ὁ ὁποῖος ἀποστρεφόμενος τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές Του «ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν» (Ψαλμ. 7, 15), γέννησε τὴν αἵρεση καὶ κατήργησε τὴν ὁμολογία. Ὁ οἰκουμενιστὴς βρίσκεται σὲ ἕνα μηδενιστικὸ παραλήρημα παραφροσύνης καὶ ἀσέβειας, μεγιστοποιώντας καὶ ὁλοκληρώνοντας τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου: Ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς του βρίσκεται σὲ πελάγη ματαιοδοξίας καὶ αὐτοϊκανοποίησης. Γι’ αὐτὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών, ἡ αὐθεντία τῶν θεοφόρων Πατέρων δὲν ἰσχύει πιὰ καὶ μοναδικὴ αὐθεντία εἶναι μόνο αὐτὸς ὁ ἴδιος. Κοιτάει ἀφ’ ὑψηλοῦ τὸν ἁπλὸ Χριστιανὸ ἐπιδιώκοντας σχέσεις μόνο μὲ ὑψηλοὺς καὶ ἰσχυροὺς τοῦ ἐπιπέδου του. Θεοποιώντας τὸν ἑαυτό του βρίσκεται πιὰ σὲ μία κατάσταση παραφροσύνης καὶ Θεομαχίας ἀντὶ Θεογνωσίας.
Δὲν ἀπέχουν καὶ πολὺ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες οἱ Οἰκουμενιστές, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε:
«...διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου... οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα...» (Ρωμ. 1, 21-25) καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος: «...ὅμως ἄνθρωποι παράφρονες, παραγκωνισάμενοι τὴν πρὸς Τοῦτον γνῶσιν καὶ εὐσέβειαν... πρᾶγμα πάσχοντες ἀνόητον καὶ δυσσεβές» (Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ Ἑλλήνων, 47).
Ὁ Οἰκουμενιστὴς ἄνθρωπος ἔχει ἀνταλλάξει μέρος τῆς Ἀλήθειας μὲ τὸ ψέμα καὶ ἀπὸ ὑπερασπιστὴς ἔγινε πολέμιός Της. Ὑμνεῖ τὴν γνώση καὶ ἀσεβεῖ πρὸς τὴν πηγὴ τῆς γνώσης. Ἔγινε λάτρης τοῦ γνωστικοῦ ἐκλεκτισμοῦ, γνωσιολάτρης καὶ ἀκολούθως εἰδωλολάτρης ἔχοντας ἀποκτήσει μία κοσμικὴ γνώση καὶ ὑποκύψει στὰ πάθη καὶ στὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου. Πιστεύει, ὅτι τὰ βλέπει καὶ τὰ γνωρίζει ὅλα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι τυφλὸς «ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσαΐας, 6, 9-10). Ὁ Οἰκουμενιστὴς ἄνθρωπος εἰσάγει –γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει τοὺς σκοπούς του– τὴν μεγαλύτερη σύγχυση ποὺ ἔγινε ποτὲ στὴν ἱστορία τῆς πραγματικότητας καὶ θεωρεῖ, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Τριᾶδες, 2, 3, 73 –τὸν ὁποῖον οἱ Οἰκουμενιστὲς πολεμοῦν καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν διαγράψουν), τὴν ἀλήθεια ψέμα καὶ τὸ ψέμα ἀλήθεια, τὸ κακὸ ὡς καλὸ καὶ τὸ καλό ὡς κακό, τοὺς θεοφόρους Πατέρες φανατικοὺς καὶ τοὺς φανατικοὺς φορεῖς τῆς ἀγάπης, τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ φίλο καὶ τὸν φίλο ἐχθρό, «...τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, ...τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, ...τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν» Ἡσαΐας, 6, 9).
Ὁ Οἰκουμενιστὴς μπορεῖ νὰ εἶναι πλήρης γνώσεως ἀλλὰ κενὸς Θεοῦ.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐπηρμένη θεοποίηση τῆς γνώσης καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς κατάκτησής της ἔχει ἐπεκταθεῖ μέσῳ τῆς πολύχρονης κοινωνίας μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, σὲ σχεδὸν ὅλους τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους. Ἀναγνωρίζουμε καὶ προσκυνοῦμε διπλώματα καὶ πτυχία παραβλέποντας τὸ ἐρώτημα, ἄν ὑπάρχει σὲ αὐτὰ πραγματικὴ σοφία· βλέπουμε τὸ κατρακύλισμα τοῦ κόσμου καὶ ἀκόμα θαυμάζουμε τοὺς «σοφούς», ποὺ τὸ προκάλεσαν· ὑψώνουμε «μεγάλους» καὶ περιφρονοῦμε «μικρούς»· ἀκολουθοῦμε καὶ δίνουμε πρωτοκαθεδρίες σὲ ἀνθρώπους μὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα μὲ ὑποτιθέμενη κατοχὴ γνώσεως ξεχνώντας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίδαξε, ὅτι ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου Μέγας Ἀντώνιος ἔμαθε τὴν ταπείνωση ἀπὸ ἕναν τσαγκάρη καὶ ὁ Ἀββὰς Ποιμὴν ἀπὸ μία πόρνη. Πόσα πτυχία κατεῖχαν ὁ τσαγκάρης καὶ ἡ πόρνη; Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως μὲ τὰ τόσα πτυχία ἔπλενε τὶς τουαλέτες τῆς Ριζαρίου γιὰ νὰ μὴν πεινάσει ὁ καθαριστής. Τί τὸν ἐμπόδισαν τὰ πτυχία νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ἔργο;
Ἂν βλέπουμε τὸ ἀποκρουστικὸ ἀποτέλεσμα τῆς λατρείας καὶ θεοποίησης τῆς γνώσεως στοὺς ἄλλους/Οἰκουμενιστές, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπίδραση καὶ μάλιστα ἐμεῖς ποὺ τὰ ἐπισημαίνουμε στοὺς ἄλλους, κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀποβάλλουμε αὐτὴν τὴν γνωσιολατρεία ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προωθεῖ τὴν αἵρεση καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ γίνουμε λάτρεις τῆς πραγματικῆς γνώσης, τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φθάσουμε κοντά Του, μὴ ξεχνώντας τὸν Σολομῶντα «Αὐτὸς γάρ μοι ἔδωκε τῶν ὄντων γνῶσιν... ὅσα τέ ἐστι κρυπτὰ καὶ ἐμφανῆ ἔγνων» (Σοφ. Σολ. 7, 17-21).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου