ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ

                                    

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
        
Η βυζαντινή υμνογραφία εντάσσεται στη θρησκευτική ποίηση και είναι ο ένας από τους δύο βασικούς κλάδους της βυζαντινής ποίησης (ο άλλος είναι η κοσμική). Ως λειτουργική ποίηση εκφράζει τη συλλογική φωνή της εκκλησίας και μπορεί να χαρακτηρισθεί και δημώδης ποιητική θρησκευτική έκφραση. Παράλληλα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της ελληνικής ποιητικής παράδοσης και μαζί με τη χριστιανική ζωγραφική, συνιστούν την πιο αντιπροσωπευτική έκφραση του βυζαντινού πολιτισμού. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο περιβάλλον του ιουδαϊκού κόσμου, που διέθετε μακραίωνη παράδοση και είχε δημιουργήσει ποιητικά κείμενα απαράμιλλης τελειότητας.


7.1. ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Από πολλές χριστιανικές και εξωχριστιανικές πηγές γνωρίζουμε για τις συναθροίσεις των πρώτων χριστιανών σε ιδιωτικούς ευκτήριους οίκους, σε κοινές τράπεζες, όπου έψαλλαν υμνητικά τραγούδια προς το Θεό. Οι πρώτοι λειτουργικοί ύμνοι των χριστιανών είναι οι ψαλμοί, οι ύμνοι και οι πνευματικές ωδές, ένας παράλληλος τρόπος λατρείας δηλαδή με αυτόν που εφαρμοζόταν στην εβραϊκή συναγωγή. Πολύ νωρίς, γύρω στο 100 μ.Χ., εμφανίζεται ο θεσμός των αναγνωστών και των πρωτοψαλτών στη χριστιανική λατρεία, ένας θεσμός καθαρά ιουδαϊκός. Ο τρόπος με τον οποίο έψελναν μας είναι γνωστός από την Παλαιά Διαθήκη: ο ψάλτης έψελνε και οι πιστοί επαναλάμβαναν τον ψαλμό με αντιφώνηση. Αργότερα οι ψαλμοί εκτελούνταν από εναλλασσόμενους χορούς με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Η χριστιανική εκκλησία προσπάθησε να κρατήσει την παραδοσιακή μουσική εκτέλεση και παράλληλα να διαφυλάξει και μια σειρά ύμνων που σταθεροποιήθηκαν αργότερα στις 9 ωδές, ανθολογημένες από την Παλαιά Διαθήκη και προσαρτημένες στο Ψαλτήρι. Σιγά σιγά η χριστιανική λατρεία εμπλουτίζεται με νέους ύμνους, που τόνιζαν περισσότερο την Καινή Διαθήκη.

7.2 Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αρχαϊκοί ύμνοι, δηλαδή θρησκευτικά ποιήματα, πέρασαν από την παλαιά Διαθήκη στην Καινή Διαθήκη, π.χ. οι 3 Ωδές στο Ευαγγέλιο του Λουκά: α) το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου, β) η Ωδή του Ζαχαρίου και γ) η Προσευχή του Συμεών. Οι μονόστροφοι ύμνοι δημιουργήθηκαν από τη λατρευτική συνήθεια να διαβάζονται ορισμένοι στίχοι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ και να ακολουθούν σύντομες φράσεις που εκφωνούνταν ομαδικά ως αντίφωνα από τους πιστούς. Οι σύντομες αυτές φράσεις διογκώθηκαν και έτσι από τα αντίφωνα καταλήξαμε στα μονόστροφα τροπάρια, τη βάση της χριστιανικής υμνογραφίας, τα οποία στη συνέχεια πήραν διάφορες ονομασίες: απολυτίκιον (σύντομο τροπάριο της ημέρας κάθε εορτής), στιχηρόν (ψάλλονταν μετά την ανάγνωση στίχων από τους Ψαλμούς),...Το τροπάριο με δική του μελωδία που τη δανείζει και σε άλλα λέγεται αυτόμελον, αυτό που δανείζεται μελωδία άλλου λέγεται προσόμοιον, ενώ αυτό που έχει δική του αλλά δε τη δανείζει πουθενά λέγεται ιδιόμελον. Στο τροπολόγιον, το ειδικό λειτουργικό βιβλίο, συγκεντρώνονταν όλα τα τροπάρια, τα οποία θα πρέπει να ήταν διατεταγμένα είτε κατά το περιεχόμενο (τριαδικά, θεοτοκία, δοξαστικά,...), είτε ανάλογα με τη θέση τους στη λειτουργική πράξη (ευλογητάρια, υπακοή, αναβαθμοί, καθίσματα....). Η σύνθεση των τροπαρίων των αναβαθμών, τα καθίσματα και τα 15 αντίφωνα του όρθρου της μεγάλης Παρασκευής απηχούν αρχαία λειτουργική παράδοση. Οι αναβαθμοί είναι όρος της Παλαιάς Διαθήκης και ψάλλονται και σήμερα, όπως και τα καθίσματα, ενώ η ίδια τριαδική διάταξη τροπαρίων επιβίωσε στον όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής με τα 15 αντίφωνα. Τα τροπάρια εξελίχθηκαν σε συνθετότερα μουσικά έργα που αυτονομήθηκαν και έτσι διαμορφώθηκαν τα κοντάκια και οι κανόνες.

7.3 ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ

Τους τρεις πρώτους αιώνες της υμνογραφίας, η σύνθεση ύμνων είναι είτε συλλογική υπόθεση (όπως τα δημοτικά τραγούδια) στο πλαίσιο της εκκλησίας, είτε αποτέλεσμα προσωπικής δημιουργίας. Τα συλλογικά δημιουργήματα είναι μερικοί πολύ γνωστοί ύμνοι σήμερα: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη....» ή το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης ...». Μια άλλη κατηγορία ύμνων είναι οι σχετικοί με τη θεία ευχαριστία (κοινωνικοί ή ευχαριστιακοί). Όλα τα τροπάρια αυτά έχουν αισιοδοξία, ελπίδα. Τα προσωπικά δημιουργήματα είναι συχνά έργα διάσημων δημιουργών, πχ. Κλήμης Αλεξανδρεύς (με ύμνο προς το Χριστό και Ύμνο των Παίδων προς το Χριστό Σωτήρα), Κλήμης Ρώμης (στην πρώτη του επιστολή προς τους Κορινθίους). Οι λόγιοι συγγραφείς προσπάθησαν να επιβάλουν τη λόγια γλώσσα και την προσωδιακή μετρική στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κάποια έργα όμως επηρέασαν την εξέλιξη της υμνογραφίας, πχ. κάποιες ρητορικές ομιλίες με στοιχεία έμμετρου λόγου, όπως είναι οι ομιλίες στο Πάσχα του Μελίτωνα Σάρδεων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.).Αρκετοί χριστιανοί, ιδιαίτερα την περίοδο των διωγμών, έγραψαν ύμνους για να υμνήσουν το Χριστό και τον τριαδικό Θεό. Ενίοτε όμως η ποίηση χρησιμοποιήθηκε και από αιρετικούς ή από του Γνωστικούς (φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα πριν από το χριστιανισμό) ως το πιο πρόσφορο μέσο διάδοσης των ιδεών τους. Γι’ αυτό ίσως και τον 4ο αιώνα παρουσιάζεται αντίδραση εναντίον της μουσικής εκτέλεσης των ύμνων προερχόμενη είτε από καχύποπτους συντηρητικούς χριστιανούς που αντιδρούσαν στις μεθόδους των αιρετικών, είτε από μοναχούς που τη θεωρούσαν έκφραση κοσμικού χαρακτήρα και επίδειξη.

7.4 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ

Από τον 4ο αι. κ.έ. η υμνογραφία βαδίζει προς τη δημιουργία ενός νέου είδους στροφικής μουσικής και ποιητικής δημιουργίας, το κοντάκιο, που ήκμασε τον 6ο αιώνα. Πρόκειται για έναν ύμνο με πολλά τροπάρια και κύρια χαρακτηριστικά το προοίμιο (ένα ανεξάρτητο τροπάριο στην αρχή του κοντακίου με δική του μουσική και κοινό με τα υπόλοιπα τροπάρια μόνο το εφύμνιο – μπορεί να υπάρχουν και περισσότερα από 1 προοίμια), τους οίκους (οι στροφές, τα τροπάρια που συνθέτουν το κοντάκιο), τον ειρμό (ο πρώτος οίκος-στροφή που αποτελεί και το μετρικό και μελικό υπόδειγμα για τους άλλους οίκους), το εφύμνιο (ρεφραίν, η επωδή κάθε ύμνου που επαναλαμβάνεται στο τέλος όλων των στροφών, προοιμίου και οίκων) και την ακροστιχίδα (μία φράση που σχηματίζεται από το σύνολο των αρχικών γραμμάτων κάθε στροφής, με δύο μορφές: την αλφαβητική και την πραγματική που κρύβει κάποιο νόημα). Η μετρική του κοντακίου είναι ρυθμοτονική (κανονική εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, ώστε να διατηρείται σταθερός ρυθμός) και ισχύει η αρχή της ισοσυλλαβίας (κάθε στίχος έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με τον αντίστοιχο της επόμενης στροφής) και η αρχή της ομοτονίας (οι βασικοί τόνοι είναι πάντα στην ίδια συλλαβή).

Καταγωγή του είδους: Είναι δημιούργημα της εβραϊκής, της συριακής ή της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει επίδραση της εβραϊκής συναγωγής αλλά η μορφή του κοντακίου και η έλλειψη τονικών μέτρων στην Παλαιά Διαθήκη καταρρίπτουν τη θεωρία για εβραϊκή καταγωγή του κοντακίου. Η συριακή ποίηση έχει σίγουρα επηρεάσει τους πρώτους δημιουργούς του κοντακίου, καθώς είχε αναπτύξει στροφικό σύστημα από το 200 μ.Χ., ο Αρμόνιος τον 3ο αι. έγραψε ποίηση σε συριακή γλώσσα με πρότυπο την οποία τον 4ο αιώνα ο Εφραίμ ο Σύρος έγραψε έμμετρες ομιλίες και χορικούς ύμνους που επηρέασαν το Ρωμανό το Μελωδό, που θεωρείται ο δημιουργός του κοντακίου. Αλλά και η ελληνική χριστιανική ποιητική παράδοση αξιοποίησε τις ελληνικές μεταφράσεις συριακών ποιητών του 4ου και 5ου αιώνα και δημιούργησε οριστικά τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του κοντακίου, δηλαδή το προοίμιο, τη ρυθμοτονική μετρική και το εφύμνιο, τα οποία βρίσκουμε και σε εξωλατρευτικά έργα λόγιων συγγραφέων (π.χ. στο Παρθένιον του Μεθοδίου, αρχές του 4ου αιώνα). Στροφικό σύστημα συναντάμε σε παπυρικούς ύμνους του 5ου αιώνα μ.Χ. Από τα μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα ολοκληρωμένα κοντάκια, πχ. το κοντάκιο Εις τον Αδάμ και την Εύα και το Εις τον Πρωτόπλαστον Αδάμ.

7.4.1 Η εποχή του Ρωμανού του Μελωδού

Από τα Έμεσα της Συρίας, έγραψε σύμφωνα με την παράδοση 1000 κοντάκια, σώζονται όμως σήμερα 89 γνήσια κοντάκια (τα 82 πλήρη) ποικίλου περιεχομένου (βιβλικά, αγιολογικά, περιστασιακά), τα οποία διασώθηκαν χάρη στα κοντακάρια (βιβλία με συλλογές κοντακίων). Αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Βαθύς γνώστης της βιβλικής, πατερικής και ελληνικής φιλολογίας,, αφομοίωσε στο έργο του τις επιδράσεις και της συριακής χριστιανικής παράδοσης και δημιούργησε ποίηση γεμάτη ανθρωπισμό, αμεσότητα, ποίηση αχρονική και αιώνια. Μετά από αυτόν η υμνογραφία θα στραφεί στους κανόνες και από τον εσωτερικό μονόλογο της ψυχής και τα συναισθήματα το βάρος θα πέσει στη δογματική διδασκαλία.

7.4.2 Ο Ακάθιστος Ύμνος

Πρόκειται για το μόνο κοντάκιο που επέζησε ολόκληρο στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας. Αποτελείται από 24 στροφές (12 μικρές σε έκταση, 12 μεγάλες εναλλάξ) που ψάλλονται ανά 6 κάθε Παρασκευή τις 4 πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής και την Πέμπτη εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος. Έχει αλφαβητική ακροστιχίδα, 2 εφύμνια (το ένα συνοδεύει τις μεγαλύτερες σε έκταση στροφές, το άλλο τις μικρότερες) και 3 προοίμια (το 2ο είναι το γνωστό «Τη υπερμάχω...»).Οι πρώτες 12 στροφές έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα, οι 12 επόμενες δογματικό περιεχόμενο. Η πατρότητα του Ακάθιστου Ύμνου αμφισβητείται. Άλλοι (και ο συγγραφέας του κεφαλαίου μεταξύ αυτών) θεωρούν ότι ένα τόσο τέλειο μορφικά ποίημα με τόσο υψηλό περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να ανήκει στο Ρωμανό το Μελωδό. Άλλοι πάλι τον προσγράφουν στον πατριάρχη Σέργιο ή στο Γεώργιο Πισίδη ή στον Κοσμά το μελωδό.

7.5 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Η παραδοσιακή μορφή αλλά και το λυρικό περιεχόμενο των κοντακίων εγκαταλείπονται και μία μεταρρύθμιση λαμβάνει χώρα στην υμνογραφία που καταλήγει στη διαμόρφωση ενός νέου είδους λειτουργικής ποίησης, των κανόνων που είναι συστήματα τροπαρίων σε διάταξη 9 (ή 8 αργότερα) στροφικών συνθέσεων (κατά το πρότυπο των 9 βιβλικών ωδών). Κάθε ωδή έχει στην αρχή ένα τροπάριο, ειρμό και ακολουθούν οι 3 ή 4 στροφές, εκ των οποίων η τελευταία αναφέρεται στη Θεοτόκο και ονομάζεται θεοτοκίον. Ο ειρμός ψάλλεται ξανά στο τέλος κάθε ωδής και ονομάζεται καταβασία.Τα ανθολόγια που περιείχαν ειρμούς διάφορων υμνογράφων ονομάστηκαν ειρμολόγια. Οι ειρμοί των 9 ωδών συνδέονται πάντα από θεματολογική άποψη με τις βιβλικές προσευχές.

Λόγοι αντικατάστασης κοντακίου από κανόνα: Καθώς κάθε ωδή είχε τη δική της μελωδία, ο κανόνας είχε μουσική ποικιλία και έσπασε έτσι η μελισματική μονοτονία του κοντακίου. Με τον κανόνα οι υμνογράφοι προσέδωσαν στο περιεχόμενο υψηλότερο νόημα, εισάγοντας τη δογματική διδασκαλία στα θέματα της χριστιανικής υμνογραφίας και απομακρύνοντας το συναισθηματικό λυρισμό του κοντακίου. Ο κανόνας οριστικοποιείται τη δύσκολη για την ορθοδοξία περίοδο της Εικονομαχίας. Πρόκειται για στρατευμένη εκκλησιαστική ποίηση, μέσο για διαφύλαξη και διάδοση των δογματικών αληθειών.

Καλλιεργήθηκε σε μοναστικά κέντρα, όπως η μονή του Στουδίου, η μονή του Αγίου Σάββα και μοναστήρια στην Κάτω Ιταλία. Οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες με το κοντάκιο, με τη διαφορά ότι τώρα ο ποιητής-μελωδός δεσμεύεται από τα 3-5 τροπάρια ανά ωδή και την ακροστιχίδα και έρσι οι κανόνες είναι συντομότεροι στην έκταση από τα κοντάκια. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπου ο δημιουργός συνθέτει ωδές με πολλά τροπάρια. Υπάρχουν κανόνες δεσποτικοί, θεομητορικοί, αγιολογικοί, και περιστασιακοί.

7.5.1 Οι μεγάλοι υμνογράφοι κανόνων και τα σπουδαιότερα κέντρα υμνογραφίας από τον 8ο ως τον 11ο αιώνα

Ο κανόνας οριστικοποιείται ίσως με την πρωτοβούλία ενός από τους 3 μεγάλους υμνογράφους του 8ου αι., του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Ανδρέα Κρήτης του Ιεροσολυμίτου ή του Κοσμά Μελωδού. Πάντως, όπως φαίνεται, όλοι συμφωνούν ότι η μετρρύθμιση ξεκίνησε από τη μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Ο Ανδρέας αρχικά μοναχός στη μονή του Αγίου Σάββα, ύστερα αρχιεπίσκοπος Κρήτης είχε πλούσια υμνογραφική παραγωγή (690 ειρμοί, πάνω από 100 κανόνες και τριώδια, πολλά ιδιόμελα ή στιχηρά) αποβλέπει στη διδασκαλία των δογματικών αληθειών κι όχι τόσο στην ανάδειξη του ποιητικού ύφους. Είναι ο δημιουργός του Μεγάλου Κανόνα που αποτελεί το μεγαλύτερο δείγμα κανόνα (9 ωδές με 11 ειρμούς και 250 συνολικά τροπάρια), με θέμα τη μετάνοια και ψάλλεται την περίοδο της Σαρακοστής. Ο Κοσμάς Μελωδός κι αυτός μόνασε στον Άγιο Σάββα, δημιούργησε μεγάλο υμνογραφικό έργο (173 ειρμοί, 33 κανόνες, 83 ιδιόμελα, 30 προσόμοια στιχηρά και κοντάκια π.χ. Κοντάκιον εις την Κοίμηση της Θεοτόκου). Μάλλον αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ κοντακίου-κανόνα. Διακρίνεται μεταξύ των Σαββαιτών για την ποιητική του δεινότητα. Στη λειτουργική πράξη σώζονται οι κανόνες του στις μεγάλες δεσποτικές εορτές και εκείνοι της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επίσης πέρασε από τον Άγιο Σάββα, όπου έλαβε κοινή αγωγή με τον «αδελφό» του Κοσμά Μελωδό, είναι ένας μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας ή καλύτερα φιλόσοφος της χριστιανικής Ανατολής, δημιουργικός λογοτέχνης και μελωδός. Έχει πλούσιο υμνογραφικό έργο (531 ειρμοί, 115 κανόνες, 453 ιδιόμελα, 139 στιχηρά προσόμοια), όπως και γενικότερα συγγραφικό έργο. Θεωρείται ο συνθέτης της Οκτωήχου, του βιβλίου που συγκεντρώνει την αναστάσιμη υμνολογία. Η ποίησή του αναστάσιμη, χαρμόσυνη, αισιόδοξη, ύμνος για τη νίκη του Θεού επί του θανάτου. Είχε θεολογική συγκρότηση, φιλολογική μετρική κατάρτιση, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι έγραψε κανόνες σε προσωδιακό ιαμβικό τρίμετρο, και μουσικές γνώσεις, καθώς ρύθμισε με βάση την αρχαία, τη βυζαντινή μουσική. Είναι ο κατεξοχήν δογματικός υμνογράφος. Στα Ιεροσόλυμα ανδρώθηκε και ο Θεοφάνης (8ος-9ος αι.)που διώχθηκε ως εικονόφιλος, με πλουσιότατο έργο (200 κανόνες, ιδιόμελα και στιχηρά), που χαρακτηρίζεται περισσότερο ως υμνογράφος κι όχι ως μελωδός. Είναι ίσως ο τελευταίος από τους μεγάλους δημιουργούς της εποχής της ακμής του κανόνα.

Και στη μονή του Σινά αλλά και στη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε η υμνογραφία. Η δεύτερη μάλιστα, κέντρο της αντίστασης κατά των εικονομάχων, ανέδειξε δύο σπουδαίες μορφές αδελφών υμνογράφων, το Θεόδωρο Στουδίτη και τον Ιωσήφ Στουδίτη που συνέταξαν διώδια και τετραώδια και συμπλήρωσαν τα λειτουργικά βιβλία του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Ο Θεόδωρος συμπλήρωσε και την Οκτώηχο με τους κανόνες των αναβαθμών που ψάλλονται στον όρθρο των Κυριακών. Οι μαθητές τους Αρσένιος, Γαβριήλ, Ισίδωρος, Κλήμης, κ.ά συνέχισαν την παράδοση.

Αλλά και κοσμικοί και αυτοκράτορες συνέθεσαν ύμνους: Ο Ιουστινιανός λέγεται ότι συνέθεσε το γνωστό «Ο μονογενής υιός και λόγος του Θεού ...». Ο Λέων Στ ο Σοφός συνέθεσε 11 εωθινά τροπάρια, ενώ ο γιος του Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραψε 11 αναστάσιμα εξαποστειλάρια, η δε Κασσιανή μοναχή συνέθεσε τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας.

Στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (κυρίως στο περιβάλλον των Συρακουσών και στη μονή Κρυπτοφέρρης) καλλιεργήθηκε επίσης με ζήλο η υμνογραφία, για παράδειγμα ο Ιωσήφ Υμνογράφος από τη Σικελία έγραψε περίπου 500 κανόνες και έλαβε την τιμητική επωνυμία «Ο υμνογράφος». Ο ιδρυτής και ηγούμενος της μονής Κρυπτοφέρρης Νείλος συνέθεσε άψογα έργα στις αρχές του 11ου αιώνα, παράδοση την οποία συνέχισαν αργότερα οι μαθητές του Παύλος, Βαρθολομαίος, Λεόντιος, Αρσένιος και Στέφανος.

7.6 Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 11ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Από τον 11ο αιώνα κ.ε. η λειτουργική υμνογραφία παρακμάζει, καθώς τα λειτουργικά βιβλία οριστικοποιούνται και άρα δεν υπάρχουν κίνητρα για τους νέους υμνογράφους. Ο Ιωάννης Μαυρόπους πρωτοστατεί στην τακτοποίηση των λειτουργικών βιβλίων και γράφει κανόνες (Κανών εις τον Φύλακα Άγγελον). Από τον 11ο ως το 13ο αιώνα η βυζαντινή υμνογραφία μετατρέπεται σε στιχουργικό παίγνιο κάποιων λογίων π.χ. Γρηγορίου Πάρδα, Ιωάννη Ζωναρά, Θεόδωρου Προδρόμου, οι οποίοι πλάι στο υπόλοιπο συγγραφικό τους έργο, θα γράψουν και ύμνους. Το 1204 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, οι λόγοι σκορπίστηκαν και οι λογοτεχνικοί κύκλοι διαλύθηκαν. Ο Γεώργιος Βαρδάνης, μητροπολίτης Κερκύρας, έγραψε λειτουργικό κανόνα στον τοπικό άγιο Αρσένιο. Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Ιάκωβος έγραψε ύμνο στην Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά και ακολουθίες για λειτουργική χρήση στην έδρα του. Ο πατριάρχης Αρσένιος Αυτωρειανός έγραψε και λειτουργική ποίηση, το ίδιο και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και ο λόγιος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β Λάσκαρης. Στην Θεσσαλονίκη ο μητροπολίτης Δημήτριος Βεάσκος έγραψε και ποίηση και συνέθεσε τη μουσική σε υμνογραφικά κείμενα (και για τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο μεταξύ άλλων). Το 1261 επανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Βυζαντινούς, οπότε πολλοί λόγιοι επέστρεψαν, μεταξύ των οποίων και ο Μανουήλ Ολόβωλος. Ο πιο σημαντικός υμνογράφος πάντως ήταν ο Θωμάς Μάγιστρος που διακρίθηκε στη συγγραφή λειτουργικών ύμνων ( η συλλογή γνωστή ως Θηκαράς) και στη μουσική καταγραφή τους. Στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός νομοκανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρης έγραψε και υμνολογικά κείμενα. Γενικότερα λιγοστεύουν οι ποιητές και πληθαίνουν οι μελουργοί.

Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, εκκλησιαστικός ιστορικός και συγγραφέας του 14ου αιώνα συμπληρώνει τα λειτουργικά βιβλία και γνωρίζει άριστα από θεωρητική άποψη το αντικείμενο της υμνογραφίας. Υπάρχουν επίσης τα Εγκώμια άγνωστου συγγραφέα, που είναι γνωστά ως Επιτάφιος Θρήνος (η ακολουθία του Επιταφίου: Στάσις α: Η ζωή εν τάφω...., Στάσις β: Άξιον εστί...., Στάσις γ: Αι γενεαί πάσαι...), αποτελούν αξεπέραστη από άποψη τεχνικής και μουσικοποιητικής σύνθεσης δημιουργία, τεκμήριο της παλαιολόγειας αναγέννησης, και ενσωματώθηκαν στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας τον 15ο αιώνα. Σε τέτοια εξαίρετα έργα δε θα μπορέσουν να φτάσουν οι τελευταίοι υμνογράφοι του Βυζαντινού κόσμου που συνεχίζουν να δημιουργούν μέχρι την Άλωση.


Δραστηριότητες

Δραστηριότητα 1

Επιβεβαιώνεται ότι ο λόγος και η διδασκαλία του Ιησού Χριστού δεν ήταν μόνο λόγος, ύμνος, ψαλμός αλλά και βίωμα, πίστη και πράξη. Δεν επιδίδονταν σε κολάσιμες πράξεις αλλά όντως έψαλλαν, συμβούλευαν αλλήλους και δόξαζαν το Θεό όλοι μαζί.

Δραστηριότητα 2

Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι κοντάκιο με 24 στροφές/οίκους, 12 μεγάλες (18 στίχους) σε έκταση και 12 μικρές (6 στίχους), 3 προοίμια ιδιόμελα (το 2ο είναι το γνωστό «Τη υπερμάχω», τα 2 πρώτα έχουν το ίδιο εφύμνιο με τους 12 μεγάλους οίκους). Οι μικροί σε έκταση στίχοι έχουν άλλο εφύμνιο, άρα το κοντάκιο έχει 2 εφύμνια.Οι μικρές και οι μεγάλες στροφές ακολουθούν η μία την άλλη εναλλάξ. Το κοντάκιο έχει αλφαβητική ακροστιχίδα, δηλαδή η πρώτη στροφή ξεκινά από Α, η δεύτερη από Β, η Τρίτη από Γ, η τέταρτη από Δ,... Η πρώτη στροφή/ ειρμός είναι το πρότυπο για τις υπόλοιπες.

Δραστηριότητα 3

Το κοντάκιο ήκμασε τον 6ο αιώνα. Το περιεχόμενό τους ποικίλλει (περιστασιακά, αγιολογικά, βιβλικά) και εκφράζουν έντονο συναίσθημα, λυρική διάθεση, δραματική ένταση. Πρόκειται για υψηλή θρησκευτική ποίηση. Αποτελείται από: Προοίμιο (μπορεί να έχει περισσότερα από ένα) και Οίκους (στροφές), εκ των οποίων ο πρώτος ειρμός, δηλαδή μετρικό και μελικό υπόδειγμα για τους υπόλοιπους οίκους. Ο ποιητής δεν συνθέτει μόνο στίχους αλλά και μουσική (μέλος). Προοίμιο και οίκοι διαφέρουν στο μέλος, αλλά όλοι οι οίκοι έχουν το ίδιο μέλος, γεγονός που καταντά το κοντάκιο μονότονο.. Προοίμιο και οίκοι αναφέρονται στο ίδιο θέμα και συνδέονται με μία καταληκτική φράση, που επαναλαμβάνεται περίπου ίδια σε όλο το ποίημα (εφύμνιο [refrain])

Τα πρώτα γράμματα όλων των οίκων, όχι των προοιμίων σχηματίζουν μία "πεζή" φράση, την ακροστιχίδα, που μπορεί να είναι αλφαβητική ή πραγματική. Προοίμιο και οίκοι διαφέρουν στο μέτρο, αλλά και στα δύο χρησιμοποιείται η ρυθμοτονική μετρική, που βασίζεται σε δύο νόμους: 1) Ισοσυλλαβία: οι αντίστοιχοι στίχοι των οίκων, δηλ. όλοι οι πρώτοι, δεύτεροι κ.λ.π., έχουν ίσο αριθμό συλλαβών και 2) Ομοτονία: η θέση του τόνου στους αντίστοιχους στίχους των οίκων, δηλ. όλων των πρώτων, δεύτερων κ.λ.π., είναι στην ίδια θέση πχ. Πρώτος στίχος: πρώτη και έκτη τονιζόμενη συλλαβή, Δεύτερος στίχος: τρίτη και έκτη τονιζόμενη συλλαβή, Τρίτος στίχος: δεύτερη-έκτη και ένατη τονιζόμενη συλλαβή.

Ο Κανόνας ήκμασε από τον 8ο ώς τον 11ο αιώνα. Οι ποιητές, για να αποφύγουν την μονοτονία του κοντακίου, συνέθεταν ουσιαστικά εννέα, αργότερα οκτώ, μικρά "κοντάκια" (ωδές). Σε κάθε ωδή χρησιμοποιούσαν διαφορετικό ειρμό. Τα τροπάρια των ωδών ακολουθούσαν συλλαβικά, τονικά και μουσικά τον εκάστοτε ειρμό. Οι Εννέα ωδές: ενότητες, σύμφωνα με τις εννέα ωδές της Π. Διαθήκης. Η Β' ωδή συχνά παραλείπεται. Και θεματολογικά είχαν εξάρτηση από τις βιβλικές ωδές. Υπήρχαν πάντως και εξαιρέσεις με ποικίλο θεματολόγιο. Γράφτηκαν και Κανόνες με λιγώτερες ωδές, χάριν συντομίας ή λογοτεχνικής προτίμησης: διώδια, τριώδια, τετραώδια κ.λ.π.

Ανά ωδή είχαν 3-5 τροπάρια συνήθως. Κάθε ωδή είχε στην αρχή, μία στροφή, τον λεγόμενο ειρμό που αποτελεί το μουσικό, συλλαβικό και τονικό πρότυπο των τροπαρίων, σύμφωνα με τους νόμους του ρυθμοτονικού μέτρου. Το τελευταίο τροπάριο της ωδής είναι το θεοτοκίον (αφιερωμένο στην Παναγία).Στο τέλος της ωδής ξαναψάλλεται ο ειρμός ως καταβασία. Οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες με το κοντάκιο, απλώς ο κανόνας είναι πιο σύντομος, με μεγαλύτερη ποικιλία στη μουσική και στο περιεχόμενο εστιάζει περισσότερο στη δογματική διδασκαλία, περιορίζοντας την ελευθερία που είχε το κοντάκιο και το συναισθηματικό λυρισμό. Πρόκειται για στρατευμένη εκκλησιαστική ποίηση.