σσ. Καππαδόκης, Πορφυριτης, Μέτοικος, Κελλιωτες κλπ. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν στην Εκκλησία τόσοι ψευδώνυμοι/ανώνυμοι σχολιαστές όπως τώρα, ενδεικτικό του φόβου που επικρατεί αλλά και της λανθασμένης αντίληψης, του τι εστι ομολογία.
Ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στο αλεύρι
Καππαδόκης
Εντός της κατανυκτικής περιόδου του Δεκαπενταυγούστου τέθηκε σε αργία από τον μητροπολίτη του ο γνωστός και λαοφιλής ιερέας των Πατρών π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος. Όπως αποκαλύφθηκε, ο λόγος ήταν ότι ο μητροπολίτης Πατρών δέχθηκε πιέσεις από φιλοκυβερνητικά πολιτικά πρόσωπα τα οποία χαρακτήρισαν τον π. Αναστάσιο ως «ρωσόφιλο». Βέβαια παραμένει άγνωστο από πότε η ρωσοφιλία κατέστη αδίκημα στο εκκλησιαστικό δίκαιο.
Η χριστιανική διδασκαλία μας καλεί να θεωρούμε ως φίλους μας τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο τους ομόδοξους που δεν είναι απλώς φίλοι μας αλλά και αδελφοί μας εν Χριστώ. Οπωσδήποτε υπάρχουν και αυτοί που μας επιβουλεύονται, δεν είναι ο κόσμος μας αγγελικός, και πρέπει να δείξουμε σύνεση και να προστατευτούμε από τις απειλές που υπάρχουν, γι’ αυτό και έχει υφανθεί από τους «λεβέντες», όπως οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται, πατριώτες ένα βολικό αφήγημα κατά το οποίο οι Ρώσοι είναι οι κακοί της υπόθεσης που μας επιβουλεύονται και ευτυχώς που υπάρχουν και οι καλοί Αμερικάνοι για να μας σώσουν από του κακούς Ρώσους. Το αφήγημα βέβαια μοιάζει πιο πολύ με ταινία του Σταλόνε της δεκαετίας του ’80, παρ’όλ’αυτά έχει πέραση στους «λεβέντες» πατριώτες της πατρίδας μας οι οποίοι όμως εξαντλούν όλη τους τη λεβεντιά απέναντι στη Ρωσία. Κατά τ’ άλλα μόνο λεβέντικη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση τους απέναντι σε μία σειρά σημαντικών ζητημάτων που απασχόλησαν την πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια.
Η αιτία για την οποία χαρακτηρίστηκε «ρωσόφιλος» ο π. Αναστάσιος είναι τα κείμενα που δημοσιεύει κατά καιρούς όσον αφορά το εκκλησιαστικό ζήτημα του Ουκρανικού αυτοκέφαλου και δη το τελευταίο άρθρο του, στο οποίο αναδημοσιεύει αποσπάσματα των διαλόγων που διαμείφθηκαν στις προσυνοδικές συνάξεις των προκαθημένων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πατριάρχη Μόσχας. Ένας αμερόληπτος αναγνώστης των κειμένων του π. Αναστασίου θα καταλάβαινε αμέσως ότι δεν τίθεται θέμα ρωσοφιλίας ή οποιασδήποτε άλλης φιλίας, αλλά ότι ο π. Αναστάσιος ως ευσυνείδητος ιερέας ενδιαφέρεται για την εν Χριστώ αλήθεια, για την αλήθεια της Μίας Καθολικής Εκκλησίας μας και αυτό είναι το μόνο ελατήριο των ερευνών του και των δημόσιων τοποθετήσεων του. Δυστυχώς όμως ο καθένας κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια, γι’ αυτό και κάποιος που έχει διαφθαρεί από τα πολιτικά αφηγήματα, δεν μπορεί να κατανοήσει την αγνότητα αυτών που σκέφτονται με ορθόδοξα εκκλησιαστικά κριτήρια, και τα βλέπει όλα κάτω από το πρίσμα των γεωπολιτικών συμμαχιών. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να αποδείξει ότι τέτοιου είδους άνθρωποι δεν έχουν τις προϋποθέσεις και δεν είναι ικανοί να εξετάσουν και να λύσουν σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα όπως αυτό του Ουκρανικού, με κριτήρια βέβαια εκκλησιαστικά.
Στους διαλόγους που αναδημοσίευσε ο π. Αναστάσιος οι οποίοι διαμείφθηκαν μερικούς μήνες πριν την σύνοδο της Κρήτης, βλέπουμε ότι ο πατριάρχης Μόσχας εκφράζει τις ανησυχίες του για το ποια στάση θα κρατήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Ουκρανικό ζήτημα. Φοβάται λοιπόν, όπως λέει, ότι «θα συγκληθῇ ἡ Σύνοδος καὶ μετὰ θά καταβληθοῦν προσπάθειαι διὰ τὴν νομιμοποίησιν καὶ ἔνταξιν εἰς μίαν κανονικὴν δομὴν τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν, εἴτε διὰ τῆς ἱδρύσεως δύο δικαιοδοσιῶν, τοῦ Μόσχας καὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε διὰ τῆς παροχῆς αὐτοκεφάλου». Ό,τι δηλαδή ακριβώς συνέβη. Αντιθέτως ο Πατριάρχης μας τους διαβεβαίωνε μετ’ επιτάσεως ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ποιανού λοιπόν οι φοβίες και οι υποψίες είναι αληθινές; οι δικές μας ή οι δικές τους; Αυτοί βγήκαν αληθινοί και εμείς βγήκαμε ψεύτες. Παρ’όλ’αυτά εμείς συνεχίζουμε να επιμένουμε στο αφήγημα μας.
Πολλοί βέβαια δικαιολογούν αυτήν την αλλαγή στη στάση του Οικουμενικού Πατριάρχη, και δη οι κατήγοροι του π. Αναστασίου, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι η εκκλησία της Ρωσίας τελικά δεν παρέστη στην Σύνοδο της Κρήτης όπως είχε συμφωνηθεί, οπότε καλά να πάθουν οι Ρώσοι με το Ουκρανικό διότι αν είχαν προσέλθει στη Σύνοδο θα μπορούσε να είχε συζητηθεί το ζήτημα και να είχε επιλυθεί.
Πώς όμως θα είχε συζητηθεί το ζήτημα εφόσον είχε αφαιρεθεί από τα θέματα της Συνόδου; Όπως αναφέρει ο πατριάρχης Μόσχας στους διαλόγους, οι αντιπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλεγαν: ας γίνει τώρα η Σύνοδος και κατόπιν θα τα αποφασίσουμε όλα. Δεν είχαν δηλαδή σκοπό να συζητήσουν κάτι στη σύνοδο για το θέμα. Και δεν το λέει αυτό μόνο ο πατριάρχης Μόσχας και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης λέει: «Ὅταν λέγω νὰ ἀναβληθῇ ἡ ἐξέτασις τοῦ θέματος τοῦ Αὐτοκεφάλου διὰ μετὰ τὴν Σύνοδον, σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι οὐδεμίαν ἔχω ὑστεροβουλίαν καὶ σκοπιμότητα». Ο ίδιος ο πατριάρχης δηλαδή λέει μόνος του, ότι ο ίδιος ήθελε να αναβληθεί η εξέταση του θέματος του Αυτοκεφάλου για μετά την Σύνοδο. Ο πατριάρχης Μόσχας κατόπιν των διαβεβαιώσεων του Οικουμενικού, λέει ότι εφόσον η Κωνσταντινούπολη μας διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Ουκρανία και ιδιαίτερα στην νομιμοποίηση του σχίσματος και στην απονομή Αυτοκεφαλίας, ούτε κατά την διάρκεια της Συνόδου ούτε μετά τη Σύνοδο, με τα δεδομένα αυτά, θεωρούμε ότι μπορούμε να αναβάλουμε την εξέταση του θέματος του Αυτοκεφάλου και τον τρόπο χορήγησης αυτού για μετά την Σύνοδο. Εδώ στην Ελλάδα κάποιοι, κάνοντας το άσπρο μαύρο, θέλουν να μας πείσουν ότι η Ρωσία ευθύνεται για το ότι δεν θα εξεταζόταν το ζήτημα στην Σύνοδο. Μιλάμε δηλαδή για δύο διαφορετικά μεταξύ τους ψέματα πάνω στο ίδιο ζήτημα. Πρώτον, ότι το θέμα του Αυτοκεφάλου δεν έφτασε στην Σύνοδο εξ αιτίας της Ρωσίας και δεύτερον ότι αν πήγαινε η Ρωσία στη Σύνοδο θα συζητιόταν το ζήτημα και θα λυνόταν. Ποιανού το αφήγημα λοιπόν είναι και πάλι το σωστό;
Και τι μπορεί να πει κανείς για τις διαβεβαιώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου ότι δεν έχει ουδεμία υστεροβουλία και σκοπιμότητα; «Ας λέγουν ό,τι θέλουν» οι άλλοι που επικαλούνται το όνομα μου και μιλάνε εκ μέρους μου, σημασία έχει τι λέω εγώ, λέει ο Πατριάρχης, δείχνοντας δυστυχώς το αδίστακτο του χαρακτήρα του. Όπως κατόπιν, μετά το σχίσμα που επήλθε μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας το μόνο που είχε να πει ήταν το περίφημο «σκασίλα μου». Και μάλιστα χρησιμοποιεί και μία παρομοίωση για να διαβεβαιώσει για την αγνότητα των προθέσεων του η οποία αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Λέει λοιπόν: «Ἂς λέγουν ὃ,τι θέλουν μερικοὶ διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν θέσιν των, ὅπως λέγουν καὶ οἱ «ὑπερορθόδοξοι», εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀλλοῦ, ὅτι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι αἱρετικός, ὅτι διεξάγει διαλόγους, ὅτι εἶναι οἰκουμενιστὴς ἢ ὅτι ἔχει φιλίαν μὲ τὸν Πάπαν». Όλα αυτά, λέει, «είναι κακόβουλες επικρίσεις και κακολογίες οι οποίες δεν μας ενδιαφέρουν». Γνωρίζει λοιπόν τι λένε οι «υπερορθόδοξοι» και λέει ότι είναι ψέματα. Όσο ψέματα λοιπόν είναι ότι έχει φιλία με τον Πάπα και ότι διεξάγει διαλόγους και ότι είναι οικουμενιστής, άλλο τόσο ψέματα ήταν και οι διαβεβαιώσεις του και οι υποσχέσεις του για τις προθέσεις του επί του Ουκρανικού.
Στο σημείο αυτό δυστυχώς παρουσιάζεται η εικόνα ανδρός ο οποίος είναι ικανός να σε κοιτάζει στα μάτια και να σου λέει ψέματα. Δεν το λέμε αυτό με διάθεση κατακρίσεως, όλοι έχουμε τα πάθη μας και τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας με τις οποίες παλεύουμε, αλλά εδώ μιλάμε για την διοίκηση της Εκκλησίας μας. Μακάρι ο πατριάρχης να ανανήψει κατανοώντας τα σφάλματα στα οποία έχει περιπέσει και να απεξαρτηθεί από τα κέντρα που τον επηρεάζουν και τον κατευθύνουν εσφαλμένως και καταστρεπτικώς για την Ορθοδοξία. Εμείς όμως, όπως λέει ο Κύριος, πρέπει να είμαστε φρόνιμοι για να μπορούμε να είμαστε και ακέραιοι και να διακρίνουμε τα σημεία, να διακρίνουμε τις συμπεριφορές, ώστε να προστατευόμαστε και να μην παρασυρόμαστε από πονηρές διαβολές. Αν αποτυγχάνουμε να διακρίνουμε το ψέμα από την αλήθεια τότε δεν θα μπορούμε να μένουμε στέρεοι στον πνευματικό αγώνα και θα παρασυρόμαστε με ευκολία προς την πλάνη. Αυτός και μόνο, λοιπόν, είναι ο λόγος που προβαίνουμε σε σχολιασμό του χαρακτήρα που σκιαγραφείται και προβάλλεται μέσα από τα λεγόμενα του πατριάρχου.
Ποιο άλλο νόημα λοιπόν θα μπορούσαν να έχουν οι ισχυρισμοί και οι δικαιολογίες που προβάλλουν πολλοί στην πατρίδα μας ότι αν πήγαινε στην Σύνοδο της Κρήτης ο πατριάρχης Μόσχας θα λυνόταν το Ουκρανικό; Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι αν πήγαινε στην Σύνοδο ο πατριάρχης Μόσχας θα έκανε το χατίρι στον Οικουμενικό Πατριάρχη και έτσι ο τελευταίος δεν θα ανακινούσε το ζήτημα, θα το άφηνε ως έχει, ως ανταπόδοση. Έτσι όμως περιπλέκονται ακόμη περισσότερο τα πράγματα, διότι αφενός το προβαλλόμενο ενδιαφέρον για τους δυστυχείς σχισματικούς Ουκρανούς αποδεικνύεται κίβδηλο και όχι ειλικρινές και αφετέρου αποδεικνύεται ότι το τελικό ζητούμενο όλων των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η προώθηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Αυτό φαίνεται ότι είναι το βαθύτερο ελατήριο όλων των ενεργειών του. Διότι αν ο Μόσχας κατέβαινε και μετείχε στην Σύνοδο της Κρήτης θα σήμαινε ότι προσχωρούσε και αυτός στο στρατόπεδο της Νέας Τάξης και όλα θα προχωρούσαν βάσει του αρχικού σχεδιασμού, οπότε όλα έβαιναν καλά ως είχαν. Όταν όμως η Μόσχα αποστασιοποιήθηκε από τις μεθοδεύσεις της CIA σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε θα έπρεπε να χτυπηθεί η Ρωσία και να αποδυναμωθεί μέσω του ευαίσθητου γι’ αυτήν σημείου της Ουκρανίας και με αυτόν τον τρόπο να προωθηθούν τα σχέδια της Νέας Τάξης. Άλλωστε φάνηκε ότι η Ουκρανία είναι βασικός μοχλός της Νέας Τάξης σε όλα τα επίπεδα. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι η επιλογή της Μόσχας να μην συμμετέχει στην Σύνοδο της Κρήτης ήταν σωτήρια για την Ορθοδοξία ή τουλάχιστον έδωσε μία παράταση ζωής μέχρι να προωθηθούν περαιτέρω και να ολοκληρωθούν τα σχέδια τους.
Και εισερχόμαστε στο βασικό θέμα με το οποίο θέλουμε να ασχοληθούμε. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρει σε μία απάντηση του προς τον Πατριάρχη Μόσχας «ὅτι κατὰ τὴν κανονικὴν τάξιν (βλ. κανὼν 9 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καὶ τὴν μακραίωνα παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δέχεται ἐκκλήτους προσφυγάς καὶ παρακλήσεις πρὸς διευθέτησιν ἀνακυπτόντων, τυχόν, ζητημάτων εἰς τὸ ἐσωτερικὸν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἐπιλαμβάνεται τῆς διευθετήσεως αὐτῶν».
Αυτό λοιπόν είναι το βασικό θέμα από το οποίο προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα. Η τοποθέτηση αυτή του πατριάρχου, κατά τη γνώμη μας, ακυρώνει όλες τις διαπιστώσεις που κάνει ο π. Αναστάσιος στο άρθρο του. Από τη στιγμή που ο πατριάρχης διακηρύττει ότι έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά των αυτοκεφάλων εκκλησιών και να λύνει τα διάφορα ζητήματα, τότε δεν υπάρχει καμία ασυνέπεια στα λόγια του. Το βασικό θέμα λοιπόν δεν είναι αν έλεγε άλλα τότε και άλλα έκανε μετά, διότι από τη στιγμή που έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει κατά το δοκούν, έχει το δικαίωμα να αλλάζει και τη στάση του, ανάλογα με τις περιστάσεις. Άλλωστε ήδη στον διάλογο που μας παρουσιάζει ο π. Αναστάσιος, ο πατριάρχης κάνει νύξεις ότι το ουκρανικό ζήτημα και οι διαιρέσεις του εκεί ορθόδοξου ποιμνίου έχουν χρονίσει ως μη όφειλαν. Σαν να λέει δηλαδή προς τον πατριάρχη Μόσχας ότι δεν το έχει χειριστεί σωστά το ζήτημα μέχρι τώρα και θα πρέπει να προβεί άμεσα σε ενέργειες για τη λύση του, διαφορετικά θα πρέπει να επέμβει ο ίδιος. Και επίσης ευθέως αναφέρει ότι βάσει των εκκλήσεων που λαμβάνει από την Ουκρανία θα μπορούσε να επανιδρύσει εκεί ιστορικά μετόχια, και θα ήθελε να το κάνει, αλλά δεν το κάνει όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά συγκαταβαίνοντας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του το ότι η Μόσχα δεν θα έβλεπε με καλό μάτι μια τέτοια κίνηση, και έτσι για να μην τους πικράνει δεν το κάνει, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών και να διευθετηθούν τα πράγματα τοιουτοτρόπως.
Βέβαια είναι απορίας άξιον, τι νόημα έχουν οι αναφορές του πατριάρχη στο εν λόγω σημείο, στους ουνίτες της Ουκρανίας και τι σημασία έχει αν οι ουνίτες αναγνωρίζουν ως μητέρα εκκλησία τους την Κωνσταντινούπολη! Άλλωστε και τις εκκλήσεις στις οποίες απάντησε για την απονομή της αυτοκεφαλίας τις έλαβε από τον ουνίτη Ποροσένκο. Όλα αυτά δείχνουν πόσο σοβαρά λαμβάνει υπ’ όψιν του τους κανόνες της εκκλησίας τους οποίους επικαλείται και τα εκκλησιολογικά του κριτήρια με τα οποία αντιμετωπίζει τα θέματα.
Η βασική λοιπόν κακοδοξία στην οποία μένει συνεπής ο πατριάρχης είναι η εμμονή του ότι μπορεί να δέχεται έκκλητα από άλλες εκκλησίες. Αυτή είναι η ρίζα του κακού η οποία καθιστά το ουκρανικό ζήτημα, όχι απλώς διοικητικής φύσεως, αλλά και εκκλησιολογικής, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται πάπας της Ανατολής κατέχων πρωτείο εξουσίας.
Δύο μόνο μορφές εκκλήτου μπορούμε να δεχθούμε ότι έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τις άλλες εκκλησίες: η πρώτη μορφή είναι όταν κοινή συναινέσει καλείται από μία αυτοκέφαλη εκκλησία για να λύσει ένα ζήτημα στο εσωτερικό της. Θα μπορούσε δηλαδή ο πατριάρχης Μόσχας να δεχθεί την επέμβαση του και να πει: έχουμε αυτό το πρόβλημα που δεν μπορούμε να το λύσουμε εμείς, ας το λύσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης και εμείς θα δεχθούμε τη λύση του. Η δεύτερη μορφή είναι να δεχθεί όντως αίτηση από έναν ιερέα ή έναν μητροπολίτη μίας άλλης αυτοκέφαλης εκκλησίας για ένα ζήτημα και να προωθήσει την αίτηση αυτή σε πανορθόδοξη σύνοδο που θα καλέσει για να επιληφθεί του ζητήματος. Και έτσι να λυθεί το ζήτημα από Πανορθόδοξη Σύνοδο. Το να επεμβαίνει μόνος του και να λύνει τα ζητήματα κόντρα στην σύνοδο της τοπικής αυτοκέφαλης εκκλησίας, αυτό είναι εκκλησιολογικά απαράδεκτο.
Ας δούμε όμως τι λέει ο κανόνας τον οποίο επικαλείται. Ο κανόνας λέει ότι αν κληρικός ή επίσκοπος αμφισβητεί την κρίση του μητροπολίτη της επαρχίας του, ας πηγαίνει ή στον έξαρχο της διοικήσεως ή στον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνο και ας δικάζεται από αυτόν.
Κατ’ αρχάς εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το αμφισβητούμενο πρόσωπο για το οποίο μιλάει ο κανόνας είναι ο μητροπολίτης μίας επαρχίας. Δεν μιλάει ο κανόνας για την αμφισβήτηση της κρίσης ενός πατριάρχη ή πολύ περισσότερο μιας πατριαρχικής συνόδου. Εξ αρχής λοιπόν φαίνεται ότι τα επιχειρήματα με τα οποία θέλουν οι του οικουμενικού πατριαρχείου να διοικήσουν όλην την ορθόδοξη εκκλησία είναι έωλα και σαθρά. Απλώς και μόνο επειδή ο κανόνας αναφέρει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πιάνονται από αυτό και κατόπιν κάνουν διασταλτική ερμηνεία του κανόνα και φτάνουν να αξιώνουν να έχουν το δικαίωμα να διοικούν ολόκληρη την οικουμένη. Φτάνει να τους ζητηθεί. Και προφανώς θα τους ζητηθεί, διότι πάντα θα υπάρχει κάποιος παραπονούμενος ο οποίος δεν θα συμφωνεί με τις αποφάσεις της εκκλησίας του.
Τον εν λόγω κανόνα εσφαλμένα ερμηνεύει και ο κ. Βασίλειος Ευσταθίου ο οποίος και αυτός έχει ασχοληθεί με το Ουκρανικό ζήτημα και έχει δείξει δείγματα ευσυνείδητου και καλοπροαίρετου πιστού που ενδιαφέρεται για την αλήθεια της εκκλησίας και μάλιστα πρόσφατα σχολίασε την κριτική που έγινε στον π. Αναστάσιο για το τελευταίο του επίμαχο άρθρο από Παντοκρατορινό ιερομόναχο. Παρ’όλα ταύτα τον εν λόγω κανόνα τον ερμηνεύει ως εξής: μπορεί ο κληρικός που θίγεται να αποταθεί είτε στον οικείο του πατριάρχη είτε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Είτε στον ένα, είτε στον άλλο, όποιον επιλέξει. Αφού επιλέξει όμως, μετά δεν μπορεί να πάει στον άλλο. Οπότε, λέει, οι Ουκρανοί είχαν αποταθεί αρχικά στον πατριάρχη Μόσχας, την απόφαση του οποίου είχε αναγνωρίσει και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, συνεπώς τώρα δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έκκλητο. Στην ουσία δηλαδή ταυτίζει τον έξαρχο της διοικήσεως που λέει ο κανόνας με τον οικείο πατριάρχη ή αρχιεπίσκοπο. Η ερμηνεία αυτή όμως δεν είναι σωστή.
Την ερμηνεία του κανόνα μας την δίνει αμέσως σε παραπομπή ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο. Λέει λοιπόν ο άγιος Νικόδημος ότι ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει εξουσία να ενεργεί στις διοικήσεις και στις ενορίες των άλλων πατριαρχών, ούτε εδόθη σ’ αυτόν από τον κανόνα τούτο η έκκλητος στην καθόλου Εκκλησία. Έξαρχος της Διοικήσεως είναι ο Μητροπολίτης που υπερέχει σε μία Διοίκηση, το δε προνόμιο αυτό έπαυσε να υπάρχει μετά από λίγο καιρό. Αυτό λοιπόν που λέει ο κανόνας είναι το εξής: οι υποκείμενοι κληρικοί και μητροπολίτες στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ας κριθούν είτε στον Έξαρχο της Διοικήσεως εις την οποία ευρίσκονται είτε στον Κωνσταντινουπόλεως ως εις ίδιον Πατριάρχη. Είτε στον ένα, είτε στον άλλο. Γι’ αυτό και ο Ζωναράς λέει: Δεν καθίσταται δικαστής πάντων των Μητροπολιτών ο Κωνσταντινουπόλεως αλλά των υποκειμένων σε αυτόν. Και συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος: μόνη η Οικουμενική Σύνοδος είναι ο έσχατος και κοινότατος κριτής πάντων των Πατριαρχών και ουδείς άλλος.
Το ζήτημα το αναλύει πολύ ωραία και το θέτει στη σωστή του βάση ο π. Λουκάς από την Ι.Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους στο σχετικό του πόνημα, το οποίο απ’ ότι φαίνεται δεν έχει μελετηθεί επαρκώς από τους θεολόγους και τους ιεράρχες μας, γι’ αυτό και συνεχίζουμε να αστοχούμε στις αναφορές μας στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Η Κωνσταντινούπολη λοιπόν εγκαινιάστηκε το 330. Μετά δηλαδή την Α΄ Οικ. Σύνοδο του 325 που κατοχύρωσε την υπερμητροπολιτική δικαιοδοσία των θρόνων της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων. Ο επίσκοπος της πολίχνης του Βυζαντίου μέχρι τότε τελούσε υπό την μητροπολιτική εξουσία του μητροπολίτη Ηρακλείας. Στην Β΄ Οικ. Σύνοδο ο θρόνος της βασιλευούσης πλέον Κωνσταντινούπολης λαμβάνει πρεσβεία τιμής «μετά τον της Ρώμης επίσκοπον» (πρεσβεία τιμής είναι το πατριαρχικό αξίωμα σύμφωνα με τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων και δεν υπάρχει ανώτερο και κατώτερο, η τάξη της τιμής είναι που διαφέρει) και έτσι στα όρια της Διοικήσεως της Θράκης που πριν διοικούταν από τον μητροπολίτη Ηρακλείας, πλέον λαμβάνει την διοικητική εξουσία ο μητροπολίτης Κωνσταντινουπόλεως. Κατ’ έθος χειροτονούσε τους μητροπολίτες και στις Διοικήσεις Ασίας και Πόντου κατά την μεταβατική περίοδο από το 381 μέχρι το 451 (από την Β΄ έως την Δ΄ Οικ. Σύνοδο). Την εξουσία αυτήν την λαμβάνει και επίσημα από τον κη΄ κανόνα της Δ΄ Οικ. Συνόδου. Στην Δ΄ Οικ. Σύν. δηλαδή βεβαιώνεται η κρίση της Β΄ Οικ. Συν. και στην ουσία η περιγραφή των περιοχών του κη΄ κανόνα της Δ΄ Οικ. Συν. αποτελεί τον Τόμο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως όπου περιγράφονται τα όρια της δικαιοδοσίας του. Βάσει αυτού του κανόνα, λαμβάνει πατριαρχική εξουσία επί των Διοικήσεων Πόντου, Ασίας και Θράκης καθώς και επί της «βαρβαρικής» των προεκτάσεως («των προειρημένων Διοικήσεων», δηλαδή της Ασίας, του Πόντου και τη Θράκης). «Μόνο» σε αυτούς όπως χαρακτηριστικά λέει ο κανόνας.
Με τον θ’ κανόνα της Δ΄ Οικ. Συνόδου διευθετείται το δικαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε πλέον να κινούνται οι κληρικοί, οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες των επαρχιών που με τον κη΄ κανόνα περιείρχοντο στην δικαιοδοσία του θρόνου της Κων/πόλεως. Λαμβάνει δηλαδή ο θρόνος της Κων/πολης το κανονικό δικαίωμα, το οποίο είχαν όλα τα πατριαρχεία, να δέχεται δικαστικές προσφυγές και να τις κρίνει ανεκκλήτως εντός της νέας του δικαιοδοσίας.
Και έτσι λοιπόν φτάνουμε και στην έννοια «έξαρχος της Διοικήσεως» που αναφέρεται στον κανόνα, από την ερμηνεία της οποίας εν πολλοίς εξαρτάται και η ερμηνεία του κανόνα. Βρισκόμαστε στην μετάβαση από το μητροπολιτικό και εξαρχικό σύστημα διοίκησης στο πατριαρχικό. Οι «Διοικήσεις» της εποχής του μητροπολιτικού συστήματος, σύμφωνα και με την πολιτική διαίρεση των επαρχιών του ρωμαϊκού κράτους, είναι υπερμητροπολιτικές περιφέρειες και περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας μητροπολιτικές επαρχίες. Τέτοιες «διοικήσεις» είναι η Θράκη, η Ασία και ο Πόντος. Σε αυτές αναφέρεται λοιπόν ο θ΄ κανών της Δ΄ Οικ. Συν. όταν αναφέρεται στον έξαρχο της Διοικήσεως. Η πρωτεύουσα της Διοίκησης της Θράκης ήταν η Ηράκλεια, η πρωτεύουσα της Διοίκησης της Ασίας ήταν η Έφεσος και η πρωτεύουσα της Διοίκησης του Πόντου ήταν η Καισάρεια. Οι μητροπολίτες λοιπόν αυτών των πόλεων ήταν οι «έξαρχοι των Διοικήσεων» στους οποίους μπορούσαν να προσφεύγουν όσοι κληρικοί και επίσκοποι ανήκαν στην επαρχία αυτών των Διοικήσεων και εναλλακτικά βέβαια στον πατριάρχη Κων/πόλεως στην διοίκηση του οποίου περιήλθαν αυτές οι Διοικήσεις.
Μιλάμε δηλαδή για μία εποχή που μόλις προσπαθεί να κατοχυρώσει την διοικητική και δικαστική του εξουσία ο θρόνος της Κων/πολης επί των επαρχιών που αναλαμβάνει και έτσι σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο δίνεται η δυνατότητα στους κληρικούς της επαρχίας του να τελεσιδικήσουν ακόμα και στους εξάρχους μητροπολίτες των τριών μεγάλων περιφερειών – διοικήσεων της δικαιοδοσίας του. Στην ουσία δηλαδή δίνεται η δυνατότητα να παρακαμφθεί ακόμα και μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο και αυτόν ακριβώς τον κανόνα τον χρησιμοποιούν για να λάβει αρμοδιότητες υπερόριες και εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας του. Μιλάμε δηλαδή για τελεία παρερμηνεία του κανόνα.
Δυστυχώς στην Ελλάδα και ελλείψει κατηχήσεως του ποιμνίου, οι επίσκοποι θεολογούν και δογματίζουν άνευ θεολογικών επιχειρημάτων, βάσει δηλώσεων τους (ό,τι δηλώσεις είσαι) και η συντριπτική πλειοψηφία τους βγαίνει και κάνει δηλώσεις του τύπου: ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το δικαίωμα να κάνει εκείνο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το δικαίωμα να κάνει το άλλο, έτσι, επειδή τους φαίνεται λογικό να έχει αυτά τα δικαιώματα ή επειδή τους φαίνεται καλό και πατριωτικό να έχει αυτά τα δικαιώματα ή επειδή δεν θέλουν να διαφοροποιηθούν από τους άλλους, βλέπουν που κινείται το κλίμα, ποια γραμμή δίνεται από τους ισχυρότερους και από αυτούς που διαμοιράζουν τις χορηγίες και ακολουθούν τους υπόλοιπους. Δεν γίνεται όμως έτσι σωστή διοίκηση της Εκκλησίας. Αποκοπήκαμε από τους δυτικούς λατίνους, αποκοπήκαμε από τους Σύρους και τους Αιγυπτίους, ας αποκοπούμε (αυτήν την φορά χωρίς κανέναν δογματικό λόγο) και από τους Σλάβους που είναι κακοί και δεν μας αρέσουν και ας μείνουμε μόνοι μας για να αποδείξουμε έτσι ότι δεν κάνουμε με κανέναν και ας αυτοϊκανοποιούμαστε σαν τους Εβραίους ότι είμαστε ο περιούσιος λαός. Εμείς είμαστε κι άλλος δεν είναι. Ούτε αυτό είναι το ορθόδοξο φρόνημα, ούτε πρόκειται να έλθει ποτέ έτσι ειρήνευση στους κόλπους της Εκκλησίας. Μόνο με ειλικρινή και άδολη αγάπη μπορούν να λυθούν τα προβλήματα. Πάνω από το συμφέρον των λαών και των εθνών είναι το συμφέρον της Εκκλησίας και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συμφέρον των λαών και των εθνών που να έρχεται σε αντίθεση με το συμφέρον της Εκκλησίας. Τέτοιου είδους διλλήματα είναι ψευδοδιλλήματα. Και μόνο που τίθενται είναι προδήλως εκ του πονηρού με σκοπό να μας κρατούν σε μία ψυχρή και εμπαθή κατάσταση.
Και μία τελευταία απορία. Πως γίνεται από τη μία οι θιασώτες των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επικαλούνται (εσφαλμένως βέβαια όπως δείξαμε) μετ’ επιτάσεως τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων για να κατοχυρώσουν τα δικαιώματα τους και την ίδια στιγμή να έχουν καταργήσει στην πράξη τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων που αφορούν στην διαποίμανση των πιστών και στις σχέσεις με τους ετεροδόξους και να θέλουν να εκσυγχρονίσουν τους κανόνες για να προσαρμοστούν, όπως λένε, στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής που ζούμε; Ούτε οι αιρέσεις άλλαξαν τόσο πολύ, ίσως χειροτέρευσαν κιόλας σε σχέση με την εποχή που γράφτηκαν οι κανόνες, ούτε η πνευματική υπόσταση και ο ψυχισμός του ανθρώπου άλλαξε τόσο πολύ (τα ίδια πάθη καταδυναστεύουν τον άνθρωπο ανά τους αιώνες). Αν άλλαξε κάτι ριζικά από τότε που γράφτηκαν οι κανόνες, αυτό είναι η διοικητική διάρθρωση του κόσμου μας με το βασικότερο όλων : σταμάτησε να υφίσταται το κράτος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πώς γίνεται λοιπόν τους κανόνες που προέκυψαν βάσει αυτού που άλλαξε ριζικά (άλλωστε οι εν λόγω κανόνες, την Κων/πολη την αναφέρουν ως βασιλεύουσα, πράγμα που προφανώς δεν ισχύει πλέον), αυτούς λοιπόν τους κανόνες να τους επικαλούνται μετ’ επιτάσεως και να προσκολλούνται σε αυτούς λες και είναι θέσφατο που δεν μπορεί να αλλάξει και τους άλλους κανόνες που αφορούν σε αναλλοίωτα πράγματα να τους υποτιμούν απροκάλυπτα και να θέλουν να τους τροποποιήσουν κατά το δοκούν, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά λόγω της κοσμικότητας στην οποία έχουμε περιπέσει; Είμαστε λοιπόν ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στο αλεύρι.