Προτυπώσεις τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Τοῦ κ. Εὐαγγέλου Γριβάκου, Ἀντιστρατήγου ἐ.ἀ-Νομικοῦ
Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος» εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα τῆς βυζαντινῆς περιόδου, συνδεδεμένο μὲ τὴν λατρευτικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐθνικὴ ὑπόσταση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ προοίμιο καὶ 24 Οἴκους (στροφὲς) κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβητικῆς ἀκροστιχίδας, ἀπὸ τὸ Α ὥς τὸ Ω καὶ εἶναι γραμμένος πάνω στοὺς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καί, ἐν μέρει, τῆς ὁμοιοκαταληξίας.
Ἄρχεται μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Παρθένου στὴν Ἐλισάβετ, τὶς ὑποψίες τοῦ Ἰωσήφ, τὴν προσκύνηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς μάγους, τὴν φυγή Του στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ὑπαπαντή Του. Κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ, γίνεται λόγος περὶ τὴν σάρκωση τοῦ Κυρίου, τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν θεομητορικὴ ἀξία τῆς Παναγίας. Διακριτικό του εἶναι ὅτι ἐπεξεργάζεται ποιητικὰ τὶς παλαιοδιαθηκικὲς προτυπώσεις τῆς Θεοτόκου, ὡς «τῶν προφητῶν τὸ περιήχημα».
Ἰδοὺ κατωτέρω ἔνιες μόνο αὐτῶν τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων: Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ Προφήτης Ἰεζεκιὴλ προσομοιάζει τὴν Θεοτόκο ὡς «κεκλεισμένη Πύλη». Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ «Πύλη» ἀνοίγει διάπλατα, τὸ ἀπὸ αἰώνων μυστήριο ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Ἐμμανουὴλ καὶ ἡ ἱερότητα τῆς τεκούσης Αὐτὸν φανερώνεται σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο.
«Χαῖρε λυχνία καὶ στάμνε, μάννα φέρουσα, τὸ γλυκαῖνον τὰ τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια», ψάλλουμε στὸ δεύτερο τροπάριο τῆς δ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνα. Μὲ τὴν λέξη «λυχνία» νοεῖται ἡ «ἑπτάφωτος λυχνία», τὸ ἱερὸ σκεῦος τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ τὰ 7 λυχνάρια (Γέν. κη΄) ποὺ ἔχει εἰσαχθεῖ καὶ στοὺς χριστιανικοὺς Ναοὺς μὲ συμβολισμὸ τὰ 7 χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ τὰ 7 μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ προτυπώνει τὴν Θεοτόκο, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔλαμψε ὁ Χριστός, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Μέγα Ὡρολόγιον, Εὐχὴ Α΄ ὥρας).
Στὸ αὐτὸ τροπάριο ἡ λέξη «στάμνος» ὑπονοεῖ τὴν «χρυσὴ στάμνα» ποὺ περιεῖχε τὸ «μάννα» τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἡ Θεοτόκος, ὡς ἄλλη χρυσὴ στάμνα, ἔφερε στὰ ἅγια σπλάγχνα της τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ εἶναι « τὸ μάννα» τῆς Καινῆς Διαθήκης, «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰω. στ΄ 48-52) καὶ «ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν» (Ἐφεσ. ΧΧ,2).
Ὡς «κλῖμαξ γῆθεν, πάντας ἀνυψώσας χάριτι», ἀποκαλεῖται ἡ Θεοτόκος στὸ τρίτο τροπάριο τῆς Ὠδῆς τοῦ Κανόνα. Ἐδῶ ἡ ἀναφορὰ γίνεται στὴν κλίμακα ποὺ εἶδε κατ’ ὄναρ ὁ Ἰακὼβ νὰ ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ «ἀναβαίνοντας κατεβαίνοντας ἐπ’ αὐτῆς». Ἡ «τιμιωτέρα τῶν χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν σεραφεὶμ» ἔγινε ἡ διαχρονικὰ μυστικὴ κλῖμαξ, διὰ τῆς ὁποίας κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβάσει τὸν Ἄνθρωπο εἰς τὸν Οὐρανό.
Στὸ πέμπτο τροπάριο τῆς στ΄ᾠδῆς τοῦ Κανόνα διαλαμβάνεται: «Χαῖρε ἡ ἄφλεκτος βάτος, νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα». Κατὰ τὸ Βιβλίο τῆς Ἐξόδου (3,1 κ.ἑ.), ὁ θεόπτης Μωυσῆς, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Χωρήβ, εἶδε βάτο καιόμενη ἀλλὰ μὴ καταφλεγόμενη καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν προστάζει ὅπως ἐξάγει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου καὶ τὸν ὁδηγήσει εἰς γῆ Χαναάν. Ἡ βάτος ἑρμηνεύεται ὡς σύμβολο καὶ προεικόνιση τῆς Θεοτόκου, ἡ Ὁποία «ἔσχεν ἐν γαστρὶ τὸ καταναλίσκον πῦρ τῆς θεότητος» καὶ δὲν κατεκάη ἀλλά, τεκοῦσα τὸν Κύριο, διατήρησε τὴν παρθενία. Στὸν τόπο τῆς βάτου ὁ Ἰουστινιανὸς ἵδρυσε Μονὴ ἀφιερωμένη στὴν «Θεοτόκο τῆς Βάτου».
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ἦταν ἕνα ἰδιότυπο φορητὸ οἴκημα τῶν Ἰσραηλιτῶν ποὺ κατασκευάσθηκε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ θεωρήθηκε ὡς τόπος συνάντησης Αὐτοῦ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ὅποτε ὁ Μωυσῆς εἰσερχόταν στὴν Σκηνή, ἕνας στῦλος νεφέλης περιέβαλλε τὴν εἴσοδο αὐτῆς, «μαρτύριον» (σημεῖο) τῆς ἐκεῖ Ἐπίσκεψης καὶ Παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας Του νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν Μωυσῆ (Ἔξ. 33, 9). Ὅπως, λοιπόν, ἡ ὁλόφωτος νεφέλη κάλυπτε τὴν Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, κατὰ τρόπον ὅμοιο καὶ ἡ Θεοτόκος ἐπισυνάγει τοὺς πιστοὺς ἀενάως καὶ ἀδιαλείπτως, « ὡς ἡ ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτερύγας της» (Λουκ. ιγ΄ 34) καὶ φωτίζει τὸν δρόμο τους πρὸς τὴν βίωση τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.
Παλαιὰ καὶ Νέα Διαθήκη τέμνονται στὸ πέμπτο τροπάριον τῆς ζ’ ᾠδῆς τοῦ Κανόνα, ὅπου ἡ Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ὡς «τόμος ἐν ᾧ δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος». Ἡ θεολογικὰ ἐπικρατοῦσα ἑρμηνεία τῆς λέξης «τόμος», εἶναι ὅτι μεταφορικὰ σημαίνει τὶς δύο πέτρινες πλάκες, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὁ «Δάκτυλος» τοῦ Θεοῦ ἐγχάραξε τὸν «Δεκάλογο», ἕνα σύστημα ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ προσταγμάτων γνωστὸ καὶ ὡς «Δέκα Ἐντολές», ἐπὶ τοῦ ὁποίου διαμορφώνονται οἱ βασικὲς Ἀρχὲς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μὲ ἐρείσματα καὶ στὸν Χριστιανισμό. Σὲ κάθε περίπτωση, ὅμως, ἡ Παναγία εἶναι ὁ πνευματικὸς τόμος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου καταγράφεται τὸ Πρόσωπο καὶ τὸ Ἔργο Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ πιστοὶ ἀναγιγνώσκουν τὴν σωτήρια οἰκονομία τοῦ σαρκωμένου Λόγου.
Προεικόνιση τοῦ Θεομητορικοῦ μυστηρίου ἀποτελοῦν καὶ οἱ «Τρεῖς Παῖδες ἐν Καμίνῳ». Τὴν ἐποχὴ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἑβραίων στὴν Βαβυλῶνα, τρεῖς παῖδες, οἱ Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισεήλ, ἀρνηθέντες νὰ προσκυνήσουν τὴν χρυσὴ εἰκόνα τοῦ Ναβουδοχονόσορα, ρίφθηκαν, ὡς θανατικὴ ποινή, σὲ πυρακτωμένη κάμινο. Τότε, ὡς ἐκ θαύματος, Ἄγγελος Κυρίου τοὺς προστάτευσε διὰ τῶν πτερύγων του καὶ ἀπέτρεψε τὴν καύση. Τὸ θαῦμα ἔγινε αἰτία νὰ τοὺς δοθεῖ χάρη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. (Δαν. Κεφ. 3,6). Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τους στὶς 17 Δεκεμβρίου.
Ὁ Κανόνας μνημονεύει τὸ Θαῦμα τῆς Καμίνου στὸν εἱρμὸ («Παῖδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ, ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου διεσώσατο, τότε μὲν τυπούμενος νῦν δὲ ἐνεργούμενος…..») καὶ στὸ τρίτο τροπάριο τῆς η΄ᾠδῆς («…τὸ μέγα μυστήριον τοῦ τόκου σου Παῖδες προεικόνισαν τοῦτο ἐμφανέστατα, μέσον πυρὸς ἱστάμενοι καὶ μὴ φλεγόμενοι…»). Ὅπως, λοιπόν, οἱ τρεῖς Παῖδες διασώθηκαν ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς καμίνου μετὰ ἀπὸ ἐπέμβαση τοῦ «τόκου τῆς Θεοτόκου», (δηλ. τοῦ Χριστοῦ), ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος, δεχθεῖσα τὸ πῦρ τῆς θεότητας, παρέμεινε ἄφθαρτη καὶ ἀλώβητη.
Τέλος, σύμφωνα μὲ διήγηση τῆς Ἐξόδου (κεφ. ιθ΄,9), ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, στὴν πορεία του πρὸς Γῆ Χαναάν, καθοδηγοῦνταν μέσῳ τῆς ξηρῆς καὶ ἄγονης ἐρήμου ἀπὸ «στῦλον νεφέλης», ὅπως ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ. Ἔχοντας γνώση τοῦ Θαύματος τούτου ὁ ὑμνογράφος τοῦ Κανόνα ὁραματίζεται τὴν Θεοτόκο ὡς «στῦλο πύρινο» καὶ τὴν χαιρετίζει ὡς «εἰσάγουσα εἰς τὴν ἄνω ζωὴν τὸ ἀνθρώπινον» (ᾠδὴ θ’ τροπάριο τρίτο).
Ἐν κατακλεῖδι, οἱ παλαιοδιαθηκικὲς προτυπώσεις τῆς Θεοτόκου ὄχι μόνο στὸν Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕτερα Ἱερὰ Βιβλία ὡς ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τὴν πατερικὴ γραμματεία, ἀποκαλύπτουν ὅτι ἡ τὸ Πρόσωπο τῆς Θεοτόκου προφητεύθηκε αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ, τοποθετούμενο στὸ κέντρο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας. Ἡ ἐπίδρασή τους εἶναι ἔντονη σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπώτερος σκοπός τους ἡ ἑδραίωση τῆς Πίστεως τῶν Χριστιανῶν μέσα ἀπὸ ἀνάδειξη τῆς Θεοτόκου ὡς ἁγιωτέρας πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑπερτέρας καὶ αὐτῶν τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος