Μακαριστού γέροντος Αθανασίου
Μυτιληναίου
ΣΕ ΕΠΟΧΕΣ ΔΙΩΓΜΟΥ
ΚΑΙ ΕΚΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΑΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ…
[…]Εάν είναι
εποχή διωγμού και δεν μπορείτε να συγκεντρωθείτε στον χώρο τον δημόσιο [των
ιερών ναών], τότε να κάνετε σε σπίτια τις
συνάξεις αυτές. Κι αν πάλι κι αυτό είναι δύσκολο ένεκα του διωγμού, τότε ο
καθένας στο σπίτι του να κάνει και την προσευχή του.
Ήταν πράξη της
Εκκλησίας, θα μείνουμε έκπληκτοι. Σας θυμίζω μόνο τη ζωή των κατακομβών. Αγαπητοί
μου, είναι καταπληκτικό. Παρότι είναι διωγμοί, αισθάνονται οι πιστοί ότι πρέπει
να βρεθούν στην ευχαριστιακή σύναξη, δηλαδή στη Θεία Λειτουργία. Κι αυτό
κοστίζει τη ζωή τους. Όταν πρέπει να πάνε κάθε βράδυ στη Λειτουργία, φεύγουν με
χίλιες μύριες επιφυλάξεις από το σπίτι τους. Κάνουν ελιγμούς μέσα στους δρόμους
από δω και από κει, κάνουν παραλλαγή ακόμη. Όπως και σήμερα ακόμη γίνεται αυτή
η παραλλαγή. Φερειπείν, ένα κοριτσάκι που δεν επιτρέπεται, έως 18 χρονών, σε
γνωστή χώρα να πάει στην Εκκλησία, γιατί απαγορεύει ο νόμος, κάνει παραλλαγή.
Γίνεται γριούλα και κουτσαίνει λιγάκι. Κρατάει και μπαστουνάκι και κρέμεται από
το χέρι της μαμάς, η «γιαγιά» δηλαδή,
είναι η κόρη όμως, κάτω των 18 χρονών, ακριβώς για να πάει στην εκκλησία.
Γίνεται μία παραλλαγή.
Έτσι, οι
χριστιανοί την εποχή εκείνη πήγαιναν κάθε βράδυ στην κατακόμβη. Θα μπορούσαν να
πουν: «Γιατί, αφού κινδυνεύει η ζωή μας,
να μας συλλάβουν;». Και δεν ήταν καθόλου σπάνιο να συλλαμβάνονται μέσα στις
κατακόμβες οι Χριστιανοί. Και ακόμη, δεν ήταν καθόλου σπάνιο να βάζουν φωτιά οι
διώκτες στις οπές των κατακομβών. Και να παθαίνουν ασφυξία οι άνθρωποι μέσα. Ή,
όταν τους συνελάμβαναν και τους οδηγούν στα θηρία και στο μαρτύριο το ποικίλο
και να δημεύεται και η περιουσία τους. Δηλαδή ο πατέρας μου και η μάνα μου πήγαιναν στην Εκκλησία κάτω από τους
διωγμούς και τις απειλές αυτές, έστω και αν ήξεραν ότι θα δημευθεί η περιουσία
τους και σε μας τα παιδιά τους δεν θα είχαν τίποτα πια να μας δώσουν. Γιατί
η περιουσία θα εδημεύετο υπέρ του κράτους. Επήγαιναν. Γιατί πήγαιναν άραγε;
Έχετε διαβάσει διηγήματα, έχετε διαβάσει μαρτυρολόγια, έχετε δει ακριβώς πώς
γίνονταν την εποχή όλα αυτά; Γιατί;
Γιατί σήμαινε
ότι η Εκκλησία πρέπει να είναι
προσευχομένη και μάλιστα να φανερούται αυτή· διότι δεν προσηύχοντο οι πιστοί
στα σπίτια τους μόνο. Έπρεπε να είναι σε
μία σύναξη. Και μάλιστα σύναξις
ευχαριστιακή.
Ώστε λοιπόν
σήμερα, δεν μπορεί να κατανοηθεί αυτή η μορφή της προσευχομένης Εκκλησίας, της
προσδοκώσης της δευτέρας του Χριστού παρουσίας Εκκλησίας· γιατί είναι πλέον
θεμελιωμένη, κινείται δηλαδή η Εκκλησία μας σε μία κοινωνιστική απλώς δράση.
Δεν λέω κοινωνική. Λέω κοινωνιστική.
[…] Με
συγχωρείτε, αλλά ας συνηθίσουμε σιγά-σιγά. Αν είχαμε μιαν άλλη αντίληψη, να την
αλλάξουμε. Και μη νομίσετε, ερμηνεύω τον λόγο του Θεού. Δεν έχω τίποτε
υποκειμενικό, κοιτάζομε τα κείμενα, βλέπομε και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας
πώς ησχολούντο. Βεβαίως ο Μέγας Βασίλειος ησχολείτο με τη θαυμασία εκείνη
Βασιλειάδα του με πτωχούς, με, με… Αλλά ουδέποτε εξετράπη του κυρίου σκοπού
του. Ουδέποτε. Έκανε κήρυγμα 4-5 φορές την εβδομάδα. Και ο ιερός Χρυσόστομος,
που λέγεται κοινωνικός και εργάτης, σχεδόν κάθε μέρα μιλούσε. Σχεδόν κάθε
μέρα. Ησχολήθησαν ασφαλώς και με αυτά.
Αλλά δεν έγιναν ο κύριος σκοπός της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος που τόσην
ώρα τονίζω.
Έτσι, το κυριότατο έργο της Εκκλησίας είναι η
θεμελίωσις της πίστεως εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Αυτό πρέπει να
σας βοηθήσουμε να καταλάβετε. Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Και να θεμελιωθεί
εκεί η πίστη σας. Αυτό θα γίνει με το κήρυγμα, με τον λόγο του Θεού.
Ακόμη σκοπός
της Εκκλησίας είναι η δοξολογία του Αγίου Τριαδικού Θεού. Ακόμη σκοπός της
είναι ο «καταρτισμὸς τῶν ἁγίων» [Εφ.4,12]. Το λέει ο Απόστολος Παύλος. Γι΄αυτό,
λέει, ο Θεός έστειλε προφήτες και διδασκάλους και Ευαγγελιστές και Αποστόλους
κλπ., για τον καταρτισμό των αγίων. «Καταρτισμός»
θα πει να αρτιώσουμε, να κάνουμε
ολόκληρους τους ανθρώπους πιστούς. Δηλαδή ολόκληρο τον άνθρωπο και τη νόησή
του και το συναίσθημά του και τη βούλησή του. Ξέρετε σήμερα είμεθα Χριστιανοί
στο συναίσθημα. Μόνο να πούμε ότι σήμερα οι Χριστιανοί είναι στον χώρο του
συναισθήματος. Πάμε σε μία Εκκλησία που
είναι λίγο σκοτεινή, που είναι λίγο κατανυκτική, που λίγο η ψαλμωδία είναι λίγο
ωραία, τα λέει ωραία ο ιερεύς, ψάλλουν ωραία οι ψάλτες, συναισθηματικά
πράγματα. Δεν υπάρχει η πλήρωσις του νου.
Όταν βγω έξω από την πόρτα της εκκλησίας και μου πει κάποιος κάτι
εναντίον του προσώπου του Ιησού Χριστού, που μπορεί να το δεχτώ για μια στιγμή,
όταν μου πει ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός. Ή ακόμη να μεταβάλλω εκείνα τα οποία
με τρέφουν συναισθηματικά και νοητική, σε βουλητικότητα, δηλαδή σε πράξη. Ούτε
αυτό.
Βλέπετε; «Πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων».
Και άγιοι είναι οι πιστοί. Γι΄αυτό, λέει, έδωσε όλους αυτούς τους εργάτες ο
Θεός μέσα στην Εκκλησία. Και οι πιστοί
θα καταρτιστούν και θα αγιαστούν δια της λατρείας, δια της προσευχής και δια
των μυστηρίων. Δηλαδή τη μυστηριακή ζωή.
Ακόμη η
Εκκλησία σκοπό έχει να προπαρασκευάσει τους αγίους[:δηλαδή τους Χριστιανούς] για
το άνω πολίτευμα. Δηλαδή τη Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να τους κάνει να είναι
μεν σωστοί στον παρόντα βίο, βεβαίως να ανταποκριθούν στο κάτω πολίτευμα, στην
όποια χώρα ο καθένας μένει και στον όποιο τόπο μένει, χωρίς να ξεχνά αυτό που
λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» [Φιλ.3,20].
Το να λέμε ότι το πολίτευμα της
Εκκλησίας -και να ρίπτουμε όλο το βάρος εκεί- ότι είναι στην παρούσα ζωή, είναι μία εκτροπή, μία εκτροπή.
Επικαλούμαι την αντιληπτικότητά σας και την ευφυΐα σας να τα καταλάβει αυτά.
Είναι εκτροπή. Σαφώς το λέγει ο λόγος του Θεού. «Τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Και όπως πολύ ωραία το εκφράζει η «Προς
Διόγνητον» επιστολή, που λέγει ότι οι πιστοί κατοικούν καθένας στην πατρίδα
που τον έταξε ο Θεός, μιλάνε διαφορετικές γλώσσες, ακολουθούν, λέει, τον τρόπο
του ντυσίματος και της διαίτης που έχει ο κάθε τόπος, αλλά δεν ξεχνούν όμως ότι η πατρίδα τους είναι ο ουρανός. Αυτές είναι οι
σωστές τοποθετήσεις. Όλα τα άλλα, επειδή συμπίπτει το ίδιο πρόσωπο να έχει και
κάτω πολίτευμα, όλα τα άλλα αποτελούν ένα
πλαίσιο. Θα πάει στρατιώτης, θα παντρευτεί, θα κάνει ένα επάγγελμα. Αυτά
αποτελούν ένα πλαίσιο. Δεν πρέπει όμως ποτέ το πλαίσιο αυτό να φτάσει να
εμποδίζει το έργο της Εκκλησίας, διότι αυτά αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία.
Επανέρχομαι σε
εκείνο το ζηλευτό «ὁμοθυμαδόν» [Πράξ.2,46]· που θα πει κοινή συμφωνία και στα
πιστευτέα και στα πρακτέα. Τι ωραίο που είναι! Ομοθυμαδόν. Θα δούμε λίγο πιο
κάτω να λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις: «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν
ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» [Πράξ.4,32]. Τι ωραίο αυτό!
Αλλά πριν
φτάσουμε εκεί, αναλύοντας το «ὁμοθυμαδόν», αυτά βλέπουμε. Αλλά θα
έλεγα, κοιτάξτε στα πρακτέα και στα πιστευτέα. Σε εκείνα που πρέπει να
πράττουμε και σε εκείνα που πρέπει να πιστεύουμε, να έχουμε όλοι το ίδιο
φρόνημα.
Αν
όμως στρέψουμε τα μάτια μας, αγαπητοί μου, στη σημερινή ελληνική Ορθόδοξη
πραγματικότητα, θα καταληφθούμε από μία μελαγχολία. Δεν είναι πια ο λαός μας,
με λύπη, δεν είναι αυτονόητα, όχι ορθόδοξος, ούτε καν χριστιανικός.
Κάποτε λέγαμε «είναι αυτονόητο, είσαι
Έλληνας, είσαι Χριστιανός Ορθόδοξος». Δεν είναι πια αυτό αυτονόητο. Οι αιρέσεις και ο ορθολογισμός και η αθεΐα
τον λαό μας τον έχουν αλώσει. Αλλά και οι ορθόδοξοι πιστοί έχουν
κομματιαστεί σε χίλια κομμάτια. Όταν για λόγους καθαρά οργανώσεως της
Εκκλησίας, γίνονται ομάδες εργασίας, ιεραποστολής κλπ., γρήγορα αυτές οι ομάδες
αυτονομούνται. Ορθόδοξες. Αυτονομούνται. Γιατί, το γνωρίζετε, πολλές φορές το
έχουμε πει, είναι πολύ μεγάλος ο πειρασμός της αυτονομίας. Δηλαδή θα κάνω αυτό
που μου αρέσει. Σε παρακαλώ, εγώ θέλω να είμαι ανεξάρτητος. Θέλω να κάνω αυτό
που μου αρέσει. Ο πειρασμός λοιπόν της αυτονομίας είναι πολύ δυνατός. Έτσι
αυτές οι ομάδες εργασίας της Εκκλησίας αυτονομούνται, φατριάζουν, διαιρούνται,
διαιρούν, αλληλοπλήττονται και τελικά αυτοδιαλύονται. Αυτό όμως, αγαπητοί,
είναι πραγματικά ένα δυστύχημα. Στον λαό του Θεού αυτά; Επιτρέπεται;
Αυτήν την
έννοια έχει εξάλλου η ευχή της Εκκλησίας μας: «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος
κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
Προσέξτε αυτό γιατί έχει γίνει μεγάλη
κατάχρησις επάνω σε αυτήν την ευχή της Εκκλησίας μας και πολλοί τη
χρησιμοποιούν, προπαντός ο Οικουμενισμός, για να στηρίξει την ένωση εκείνων που
δεν ενώνονται. Να μείξει τα άμικτα.
Τι εννοεί εδώ:
«ένωση των Εκκλησιών» και «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» και «εὐσταθείας
τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν». Βεβαίως δεν εννοεί τις εκκλησίες που βρίσκονται στην αίρεση· γιατί αυτές
πια δεν είναι εκκλησίες. Δεν μπορούμε να μιλάμε ότι οι Προτεστάντες είναι
εκκλησίες ή εκκλησία. Δεν είναι πια. Αλλά εννοεί, όταν λέει εδώ «εὐσταθείας
τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν», εννοεί
τις τοπικές εκκλησίες, τις πάντοτε όμως ορθόδοξες. Η εκκλησία των Αθηνών, η
εκκλησία της Θεσσαλονίκης, η εκκλησία της Λαρίσης. Δηλαδή αυτό που ο Απόστολος
γράφει: «Την επιστολή μου τη στέλνω προς την Εκκλησία των Κορινθίων, στην
Εκκλησία των Θεσσαλονικέων, στην Εκκλησία των Εφεσίων, των Ρωμαίων κ.ο.κ.».
Είναι οι τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες.
Αυτές πρέπει να έχουν ειρήνη ανάμεσά
τους, ευστάθεια στην πίστη και ένωση στον κοινό σκοπό της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει
και το «ὁμοθυμαδόν» που
αναγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Αυτό που εύχεται η Εκκλησία μας. Και δεν είναι να ενωθεί η ορθόδοξη Εκκλησία
με τη ρωμαιοκαθολική και με τους προτεστάντες, που δεν είναι Εκκλησία, το
ξαναλέγω. Είναι κοινότητες. Είναι χίλια κομμάτια οι άνθρωποι αυτοί, χίλια
κομμάτια. «Και μετά ενούμενες», ας το πούμε όπως το λένε, για να
χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα τους, «οι τρεις ομολογίες», μετά να αρχίσουμε να
κάνουμε και πειράματα, γιατί έχουνε γίνει, «να
αρχίσουμε να ενούμεθα με τους Βουδιστές, τον Μωαμεθανισμό και ό,τι άλλο…».
Για να κάνουμε μια παγκόσμια θρησκεία, η οποία… τι θα είναι αυτή; Σώζει; Το
κριτήριο είναι: Σώζει; Προφανώς όχι. Πάντα να το ξέρετε. Ό,τι ακούτε ότι
ανακατεύεται, θα ρωτάτε: «Αυτό τελικά
σώζει;»
Αλλά επειδή
έγινε αυτή η εκτροπή, η Εκκλησία μας πια βρέθηκε σε έναν χώρο κοινωνιστικό,
έφυγε από τον κύριο σκοπό της ως προσευχομένη και ως προσδοκώσα, αναμένουσα τη
Δευτέρα του Χριστού παρουσία, έχασε τα νερά της, έχασε τον προσανατολισμό της,
γι΄αυτό μιλάμε… να ενωθούμε όλοι για να έχουμε ειρήνη, να μην έχουμε φατρίες,
να μην έχουμε θρησκευτικούς πολέμους, δηλαδή σε ένα επίπεδο κοινωνιστικό. Σώζει
αυτό; Όχι. Συνεπώς αφού δεν σώζει, είναι απορριπτέον.
Κι
ας προσέξουμε, γιατί δεν ξέρω αύριο, αγαπητοί μου, τι μέρες έρχονται και τι θα
μας επιβάλουν να κάνουμε. Ας προσέξουμε…
[Αποσπάσματα
από την 7η ομιλία που είχε εκφωνήσει ο μακαριστός άγιος γέροντας
Αθανάσιος σχετικά με τις «Πράξεις των
Αποστόλων» στις 11-11-84]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη
ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο
Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε
ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη,
φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου
κ. Αθανασίου Κ.
[από το 27.14΄
έως 30.40΄ καθώς και από 40.04΄έως 52.11’]