(Τοῦ Ἱερομόναχου Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ)
Στίς ἡμέρες μας ὅλα σχεδόν, ὅσα ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν Παράδοσί μας καί, εἰδικά, τά καθήκοντά μας καί ἡ στάσι μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί στούς αἱρετικά φρονοῦντας, ἔχουν τεθῆ ὑπό ἀμφισβήτησι, σέ σημεῖο νά χαράσσεται πλέον ἄλλη Παράδοσις καί νά διδάσκεται ἐπισήμως καί ἀπό τούς ἀνησυχοῦντας συνειδητούς Ὀρθοδόξους ἀντίθετος διδασκαλία, ἡ ὁποία σαφῶς προσκρούει στήν Ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξο διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας· διὰ τοῦτο θά ἤθελα νά καταθέσω ἐπί τοῦ θέματος τούτου τίς σκέψεις μου, οἱ ὁποῖες ἴσως συντείνουν στήν ἀνίχνευση τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀληθινῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας, ἤ ἔστω προβληματίσουν τούς συνειδητούς Ὀρθοδόξους γιά τό δέον γενέσθαι καί γιά τό διατί μέχρι σήμερα δέν κατεπολεμήθη ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εὐστόχως ἐχαρακτηρίσθη ὡς Παναίρεσις.
Νομίζω κατ’ ἀρχάς ὅτι τά καθήκοντά μας ἐν καιρῷ αἱρέσεως θά πρέπει νά εἶναι τελείως γνωστά καί ξεκαθαρισμένα, ὅπως τά καθήκοντα τοῦ στρατιώτη τά τοῦ στρατοῦ ἐν καιρῷ πολέμου, τήν στιγμή μάλιστα πού στήν προκειμένη περίπτωσι δέν τίθεται σε κίνδυνο ἡ πατρίδα μας, ἡ οἰκογένειά μας ἤ ὁ,τιδήποτε ὑλικό, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας καί ἡ σωτηρία μας.
Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἤδη ὑπάρχει ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς πίστεως –καί μάλιστα οἱ ἐχθροί εὑρίσκονται κατά κοινήν ὁμολογία ἐντός τῶν τειχῶν– ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο ψαχνόμαστε, ἐπειδή δέν γνωρίζομε τά καθήκοντά μας, τόν τρόπο ἀμύνης καί ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, αὐτό, ἀφ’ ἑνός μέν βοηθᾶ ἀφάνταστα τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως διά τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, ἀφ’ ἑτέρου μᾶς καθιστᾶ καί μᾶς ἀποδεικνύει ἀνίκανους καί ἀνάξιους ὑπερασπιστάς τῆς πίστεως καί, φυσικά, ὑπόλογους ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, διά θανάσιμη ἀδιαφορία καί ἄγνοια.
Εἰς τό συγκεκριμένο θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν λαϊκῶν ἀπό τους αἱρετικούς ποιμένες, ἔχουν κατά καιρούς ἀκουστῆ διάφορες ἀπόψεις, ὅπως τό ὅτι οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται ἀλλά οἱ κληρικοί, ὅτι ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὁμιλεῖ διά τήν ἀποτείχισι μόνο τῶν κληρικῶν, ὅτι πρέπει πρῶτα νά ἀποτειχισθοῦν οἱ κληρικοί καί μετά νά ἀκολουθήσουν οἱ λαϊκοί καί –βεβαίως– ὅτι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἰσχύει ὁ Δούρειος ἵππος τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, αὐτός ἰσχύει καί γιά τούς λαϊκούς καί ἄρα καί αὐτοί δέν ὑποχρεοῦνται εἰς ἀποτείχισι ἀπό τους αἱρετικούς ποιμένες, ἀλλά δύνανται χωρίς ἐπιπτώσεις πνευματικές καί κίνδυνο τῆς σωτηρίας των, νά ἀκολουθοῦν καί νά ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Τό παράδοξο εἶναι, εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι, ὅτι οἱ ἀπόψεις αὐτές ταυτίζονται πλήρως καί διδάσκονται συγχρόνως ἀπό τους Οἰκουμενιστάς καί τούς Ἀντιοικουμενιστάς. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές εὐλόγως διδάσκουν αὐτές τίς θεωρίες, διότι θέλουν ἥσυχο καί πειθαρχημένο τόν λαό καί γενικά τούς λαϊκούς στήν ἐξουσία των, προφανῶς διά νά ἐπιτύχουν τά σχέδιά των. Οἱ ἀντιοικουμενιστές ὅμως διδάσκοντες τίς ἴδιες θεωρίες μέ τους αἱρετικούς γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν λαϊκῶν, προδήλως ἐξυπηρετοῦν τά σχέδια τῶν αἱρετικῶν, δημιουργουν σύγχυσι στό ὀρθόδοξο μέτωπο καί ἀπολύουν τούς ἀγωνιστάς ἀπό τήν παράταξι τοῦ Κυρίου, διά τῆς ἀποστολῆς καί τῆς στρατολογήσεως αὐτῶν στήν παράταξι τῶν αἱρετικῶν.
Τά ἐπιχειρήματα τῶν διδασκόντων αὐτές τίς θεωρίες γιά τήν μή αποτείχισι τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί τήν κατ’ οὐσίαν ὑπαγωγή των εἰς τήν αἵρεσι, εἶναι ἁγιογραφικά καί πατερικά. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἀρχαία μέθοδος ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει το νόημα τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων καί, ἐνῶ αὐτά εἰπώθηκαν γιά ἄλλη ὑπόθεσι, ἐμεῖς τά ἐπιστρατεύομε καί τά ἐντάσσομε ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ.
Δηλαδή συγκεκριμένα, ἐνῶ αὐτά ἀναφέρονται στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν ποιμένων, ἐμεῖς διδάσκομε ὅτι αὐτά ἀφοροῦν καί τά θέματα τῆς πίστεως. Τοιουτοτρόπως καταβιβάζουμε τά θέματα τῆς πίστεως καί τά ἐξομοιώνομε μέ ὅλες τίς ἄλλες προσωπικές ἁμαρτίες τῶν ποιμένων καί ἐπί πλέον δίδομε τό δικαίωμα εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες νά ὁδηγοῦν αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως τούς λαϊκούς, σύμφωνα μέ τίς αἱρετικές δοξασίες των.
Τέτοια χωρία εἶναι ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (13,17): «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο», καί κάποια χωρία τῶν Πατέρων πού ἀναφέρουν ὅτι τά μέλη τοῦ σώματος δέν πρέπει νά ἐπαναστατοῦν καί νά ἀντιστρατεύωνται κατά τῆς κεφαλῆς καί τά πρόβατα κατά τῶν ποιμένων.
Τό ὅτι αὐτά τά χωρία δέν ἀφοροῦν τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τῶν ποιμένων, σαφῶς τό διδάσκουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἔτσι τοποθετοῦν τά πράγματα στή θέσι των καί μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό κάθε παρερμηνεία. Ἐπειδή δέ κατ’ ἐπανάληψι τά ἔχομε ἀναφέρει, νομίζω ὅτι περιττεύει ἡ ἐδῶ παρουσίασί των.
Αὐτοί βεβαίως πού ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτά τά χωρία ἀφοροῦν καί τά θέματα τῆς πίστεως, δημιουργοῦν πλήρη σύγχυσι εἰς τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία, διότι παρουσιάζουν τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ὄχι μόνο νά μήν εἶναι ὁμοιόμορφη, ἀλλά νά ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι, καί νά πολεμᾶ τήν μία διδασκαλία μέ μία ἄλλη, καί νά ἀναιρῆ αὐτό τό ὁποῖο ἰσχυρίζεται καί διδάσκει μέ κάποιο ἄλλο χωρίο.
Κατ’ ἀρχάς θά πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγ. Πατέρων διά τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν, δέν ξεχωρίζει τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ἀντιθέτως ἀπευθύνεται ἐξ ἴσου πρός πάντας. Καί εἶναι φυσικό αὐτό, διότι δέν εἶναι δυνατόν, ἐφ’ ὅσον οἱ αἱρετικοί θεωροῦνται λύκοι μέ ἔνδυμα προβάτου καί φίδια φαρμακερά, τά ὁποῖα δηλητηριάζουν τόν καθένα, νά προστατεύωνται ἀπό τούς λύκους καί τά φίδια καί νά ἀποτειχίζωνται ἀπό αὐτούς μόνον οἱ κληρικοί, οἱ δε λαϊκοί νά παραμένουν ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς καί νά τούς ἀναγνωρίζουν ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Διαφορά ὑπάρχει μόνον ὡς πρός τόν καταλογισμό τῆς εὐθύνης κατά τό πατερικό λόγιο «δυνατοί δυνατόν ἐτασθήσονται» καί ἐπίσης «ἀπότομος κρίσις ἐν τοῖς ὑπερέχουσιν» καί ὄχι φυσικά ὡς πρός τήν γραμμή πορείας τῶν λαϊκῶν καί τῶν κληρικῶν ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ἐδῶ μάλιστα πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ λαϊκοί κινδυνεύουν περισσότερο ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, διότι ἀφ’ ἑνός μέν λόγῳ τῆς θέσεώς των γίνονται εὐκολώτερα ἀποδέκτες τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου λόγῳ τῆς ἐλλείψεως γνώσεως –κατά γενικό κανόνα– πείθονται εὐκολώτερα στούς αἱρετικούς καί ἐκλαμβάνουν τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό τό παρατηροῦμε καί στίς σύγχρονες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες συνήθως θηρεύουν τούς ὀπαδούς των ἀπό καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν ἄγνοια εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί πείθονται εὔκολα σέ κάθε αἱρετική διδασκαλία, ὅπως π.χ. συμβάνει μέ τούς Οὐνίτες, τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κλπ.
Ὡς ἐκ τούτου εἶναι αὐτονόητο ὅτι τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα ἀπευθύνονται στούς λαϊκούς καί ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποτείχισί των ἀπό τούς αἱρετικούς (ὅπως π.χ. Γαλ. 1, 8-9 καί Β΄ Ἰωαν. 10-11) ἀπευθύνονται ἐξ ἴσου καί στούς κληρικούς καί ποιμένες, καί αὐτά πάλι πού ἀπευθύνοται εἰς τούς ποιμένες (ὅπως π.χ. Τιτ. 3, 10-11) ἀπευθύνονται ἐξ ἴσου καί στούς λαϊκούς. Οἱ Ἅγιοι ἐπίσης, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες (π.χ. Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος, Μ. Φώτιος, Ἅγ. Ἀθανάσιος κλπ.) ὁμιλοῦν πάντοτε καί ἀπευθύνονται σέ λαϊκούς, διότι οἱ ὁμιλίες των ἐγίνοντο εἰς τούς ναούς διά τήν κατήχησι τοῦ λαοῦ.
Στήν ἴδια συνάφεια εὑρίσκονται οἱ Κανόνες 31ος τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν κληρικῶν, πλήν ὅμως ἀφοροῦν ἐξ ἴσου καί τούς λαϊκούς, διότι ὁ κίνδυνος δι’ αὐτούς, ὅπως προανεφέρθη, εἶναι μεγαλύτερος καί αὐτοί εἶναι περισσότερο ἐκτεθειμένοι στήν αἱρετική λαίλαπα καί πλέον, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των, εὐάλωτοι.
Θά ἀναφέρωμεν ἐν συνεχείᾳ πρός περισσοτέραν κατανόησιν, καί δή τῆς πρακτικῆς πλευρᾶς τοῦ θέματος, κάποια παραδείγματα ἀπό τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τόν συντακτήριο λόγο του, ἐνώπιον τῶν ἑκατόν πενῆντα Ἐπισκόπων τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περιγράφει θαυμάσια τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν στήν Κων/πολι καί πῶς αὐτός εὑρῆκε τούς Ὀρθοδόξους, ὅταν προσεκαλέσθη πρός βοήθειά των:
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διερριμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν· οἷον ἐκεῖνο τὸ ποίμνιον, ὃ λέοντες ἐξῶσαν, ἢ ζάλη διέλυσεν, ἢ σκοτόμαινα διεσκέδασεν» (ΕΠΕ 2, 240, 21).
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι οἱ λαϊκοί εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη καί τό ὑπόλοιπο ἱερατεῖο καί ἦσαν «ἀσύντακτοι καί ἀνεπίσκοποι». Δέν εἶχαν ὅπως φαίνεται ναούς καί λειτουργική ζωή καί προσέτι ὑφίσταντο διωγμούς καί καταπιέσεις προκειμένου νά ὑποκύψουν εἰς τήν αἵρεσι. Τήν Ὀρθοδοξία καί τήν παραμονή των εἰς τήν Ἐκκλησία, δέν τήν ἐξαρτοῦσαν ἀπό τήν ἐνσωμάτωσί των εἰς τόν αἱρετικό Πατριάρχη καί τό ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπό τήν δι’ ἔργων καί λόγων κατοχή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί εἰδικά ἀπό τήν ἀποτείχισί των ἀπό τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, μᾶς περιγράφει ἐξ ἴσου ὡραῖα καί μέ σαφήνεια τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν, ὅταν γιά πρώτη φορά ἐντός τοῦ ναοῦ ἀκούστηκε ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀνεφέρετο εἰς τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου: «καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν, τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα» (PG 77, 81Β).
Ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι ὅτι εἰς τήν αἵρεσι αὐτή τοῦ Νεστορίου πρῶτοι ἀποτειχίστηκαν οἱ λαϊκοί, χωρίς ὁδηγούς εἰς αὐτήν τούς ποιμένες, χωρίς προσυνεννόησι καί ὀργάνωσι, χωρίς εὐλογίες ἀπό τούς πνευματικούς καί χωρίς ἐξασφάλισι τῶν μυστηρίων.
Θά ἀναφερθοῦμε, ἐν τέλει, εἰς τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἀλλὰ καὶ ἀντιθέτως, εἰς τὴν περίπτωσι ἐκείνων τῶν λαϊκῶν ποὺ συμμετεῖχαν εἰς τήν αἵρεσι· διδασκαλία ποὺ εἶναι πλήρως ἐνηρμονισμένη μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική, ἐπί τοῦ θέματος τούτου, Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τόν Πατριάρχη Νικηφόρο κατά τήν περίοδο τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως ἀκροτελεύτεια ὁ ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ' ἐλέησον, ὁ ποιμήν ὁ καλός, ἀλλά βοήθησον, ὁ ἰατρός ὁ ἐπιστήμων, τῇ ποίμνῃ σου τά πρόβατά σου, τάς Ἐκκλησίας σου, τρόποις σοφίας σου, λόγοις συνέσεώς σου, φαρμάκοις ἰατρείας σου· τό ἕν πρόβατον ἀπεῖρξαι μόνης τῆς ἱερουργίας, καί τά ὅλα κερδῆσαι· καί μή τῇ τοῦ ἑνός ψώρᾳ λυμανθῆναι τήν Ἐκκλησίαν, ἥν περιεποιήσατο ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν τῷ οἰκείῳ αἵματι» (Φατ. 25,70,83).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς τήν συμμετοχή πάντων, λαϊκῶν καί κληρικῶν εἰς τήν αἵρεσι καί τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό αὐτήν, τήν ὁποία παρομοιάζει μέ τήν ψώρα πού προσβάλλει ὅλο τό σῶμα. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ τήν λέξι «λυμαίνομαι», πού σημαίνει καταστρέφω, κακοποιῶ.
Εἰς ἄλλην ἐπιστολή του, πάλι ἀπό τήν ἴδια χρονική περίοδο, ὁ ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «καί εἰ φίλοι κατά θεόν, πῶς τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἑτεροδόξων κοινωνοῦντες; οὐ γάρ φίλοι οἱ τοιοῦτοι ἀληθινοί καί πιστοί» (Φατ. 48, 137, 246). Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς ὅτι οἱ ἀληθινοί καί πιστοί φίλοι τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἑτερόδοξοι ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ ἔχοντες τήν μοιχειανική αἵρεσι, ἡ ὁποία βεβαίως μπροστά στόν Οἰκουμενισμό θεωρεῖται ὡς μία παρονυχίδα. Ἡ ἀναφορά τοῦ ὁσίου γίνεται σέ κληρικούς καί λαϊκούς γενικῶς.
Εἰς ἐπιστολήν του ἐπίσης πρός τήν εἰκονομαχική Σύνοδο τοῦ 815, ὡς ἐκ προσώπου πάντων τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Αὕτη ἡ εὐαγγελική ἡμῶν πίστις τῶν ἁμαρτωλῶν αὕτη ἡ ἀποστολική ἡμῶν ὁμολογία τῶν εὐτελῶν, εἰ δ' οὖν, ἡ πατροπαράδοτος ἡμῶν θρησκεία τῶν ἐλαχίστων, παρά ταύτην οὐχ ὅτι ὁ τίσδε καί τίσδε τῶν νῦν ἤ τῶν πάλαι, ἀλλ'οὐδ' εἰ Πέτρος καί Παῦλος (εἴπωμεν γάρ τά ἀνένδετα ὡς ἐνδεχόμενα) οὐδ' ἄν ἐξ αὐτῶν ἥκῃ τῶν οὐρανῶν δογματίζων καί εὐαγγελιζόμενος, δυνάμεθα αὐτόν κοινωνόν προσήκασθαι, ὡς μή στοιχοῦντα τῇ ὑγιαινούσῃς τῆς πίστεως διδασκαλίᾳ» (Φατ. 71, 191, 61). Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς ὅτι δέν δύναται νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικῶς μέ οἱονδήποτε δέν φέρει καί ὁμολογεῖ τήν «ὑγιαίνουσα τῆς πίστεως διδασκαλία».
Εἰς ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἔχει παραλήπτη λαϊκό Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ὁ ὅσιος ἀκροτελεύτεια ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πληθυνθείη σοι πάντα τά καλά πνευματικῶς τε καί σωματικῶς, φυλαχθείης μοι ἀσινής κατά σώματος ὑγίειαν καί γε κατά ψυχήν ἐξ ἀκοινωνησίας τῶν χριστομάχων αἱρετικῶν» (Φατ. 88, 209, 18). Ἐδῶ ὁ ὅσιος προτρέπει τόν λαϊκό χριστιανό νά μήν ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους.
Εἰς ἄλλην ἐπιστολή, πού ἀπευθύνεται πάλι σε λαϊκό, ὁ ὅσιος συμβουλεύει πάλι τήν τελεία ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἄθεο ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς: «Διὸ παρακαλῶ σου τὴν θεοφιλίαν φυλάττεσθαι τῆς ἀθέου κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων χεῖράς τε ὀρέγειν, καθ' ὅσον οἷόν τε, τοῖς ἀπολλομένοις, ἀλλὰ γὰρ καὶ τοῖς εὐσεβέσιν, ὅπερ σοι καὶ σύνηθες ποιεῖν πάντοτε, ἔργῳ, λόγῳ, ὅτι περὶ ψυχῆς τῆς ἀθανάτου τὸ κινδυνευόμενον. ἂν οὕτω ποιῇς, οἶδ' ὅτι καὶ θεός σοι εἰς ἀσφάλειαν κινδύνου ἔσται ἐπίκουρος, ἀποδιδούς μοι τὴν εὐχήν σου» (Φατ. 94, 215, 20).
Εἰς ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἐστάλη εἰς τόν Δομέστικο Πολιτιανό, ὁ ὅσιος πάλι δίδει τίς ἴδιες συμβουλές καί τόν ἐπαινεῖ διότι δέν ἐπικοινωνοῦν οἰκογενειακῶς μέ τους εἰκονομάχους: «διὰ τοῦτο, ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων, καὶ φυλαχθείης ἔτι ὑπὸ Κυρίου σὺν τῇ καλλίστῃ σου ὁμοζύγῳ καὶ τέκνοις εὐγενεστάτοις· τῶν γὰρ εὐγενῶν σύ, Χριστὸν φιλῶν καὶ ὑπὸ Χριστοῦ καταγόμενος» (Φατ. 95, 216, 10).
Σε πολλές ἐπιστολές ὁ ὅσιος, ἀφ’ ἑνος μέν συμβουλεύει νά ἀπέχουν οἱ λαϊκοί ἀπό κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀφ’ ἑτέρου τούς ἐπαινεῖ ὅταν γνωρίζει ὅτι αὐτό τό πράττουν. Τήν ἐπικοινωνία αὐτήν τήν θεωρεῖ ψυχοκτόνο καί χαρακτηριστική καί καθοριστική γιά τήν θέσι κάθε Ὀρθοδόξου.
Εἰς ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀρκάδιο, τόν ἐπαινεῖ διότι ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἐζοῦσε μόνος εἰς τά ὄρη καί τά δάση, ἐπειδή ὁ ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι μοναχοί ἐπρόδωσαν τήν ἀλήθεια καί ἐδέχθηκαν τήν εἰκονομαχία: «Ἤκουσταί μοι πῶς ἄριστα διέθου τὰ κατὰ σέ, ἀδελφὲ ἠγαπημένε, καὶ ἐδόξασα τὸν θεόν· τί τοῦτο; ὅτι οὐ συναπήχθης τοῖς προδεδωκόσι τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας, κἂν εἰς καθηγητῶν εἶεν τάξιν, ἀλλ' ἑαυτὸν ἀπορρήξας τῆς θεοχωρίστου συναφείας ἐναπεκρύβης ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις διαιτώμενος σὺν ὑπηρέταις, μᾶλλον ἑλόμενος κακουχεῖσθαι καὶ ταλαιπωρεῖσθαι ἢ διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν πρόεσθαι τὴν αἰώνιον ζωήν, ἔχων καθηγητὴν καὶ διδάσκαλον Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν, ὑπὲρ οὗ καὶ τὸ πάσχειν» (Φατ. 202, 324, 2). Οἱ μοναχοί ὡς γνωστόν δέν ἀνήκουν εἰς τήν τάξι τῶν ἀξιωματούχων καί κληρικῶν ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένοι καί πλησίον τοῦ βασιλέως Χριστοῦ στρατιῶτες.
Εἰς ἐπιστολή του τέλος πρός κάποια Σπαθαρία, τῆς ὁποίας δέν ἀναφέρει τό ὄνομα, ὁ ὅσιος τήν ἐπαινεῖ διότι δέν ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μέ τους αἱρετικούς καί διότι φιλοξενεῖ καί βοηθᾶ, μαζί μέ τόν σύζυγό της, παντοιοτρόπως τούς δεδιωγμένους Πατέρας: «ὅθεν, ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὴν ἀμέθεκτον τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. χάρις τῷ θεῷ ἐπὶ τῇ σεμνοπρεπείᾳ σου. τοῦ καλοῦ δὴ ἐκείνου ἀνθρώπου καὶ πᾶσιν ἐπιποθήτου σύμβιος ἡ κυρία μου· ἀγαθὸς ἀνήρ, γνώριμος ἡμῖν πάλαι. ὑμεῖς ἐξ ἀρχῆς καὶ φιλομόναχοι καὶ θεραπευταὶ τῶν ἐνδεῶν, ὥσπερ καὶ τανῦν· καὶ γὰρ ξενοδοχεῖσθαι πύθομαι παρὰ τῇ εὐλογημένῃ σου ἑστίᾳ καὶ Λιτόιον, τὸν ἡμέτερον υἱόν· τοὺς γὰρ ἄλλους αὐτὴ οἶσθα, οὓς καὶ περιέπεις» (Φατ. 228, 361, 5).
Διά τήν ἐπικοινωνία τῶν λαϊκῶν μέ τους αἱρετικούς, ὁ ὅσιος ἔθετε ἀνάλογα ἐπιτίμια ὅταν αὐτοί ἐμετανόουν καί ἐζητοῦσαν τήν γνώμη του. Εἰς ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀλλά καί σε ἄλλες ἐπιστολές ἀναφέρει αὐτά τά ἐπιτίμια: «Ἐάν ὀρθόδοξος διαβληθείς ὡς μή κοινωνῶν, ποιήσῃ σταυρόν, ὅτι Κοινωνῶ· μηδέν ἕτερον πολυπραγμονηθείς παρά τῶν αἱρετικῶν· αὐτοῦ δέ ἔχοντος κρύβδην τῷ λογισμῶ· ὅτι περ ἐξ ὀρθοδόξου κοινωνῶν εἰμι· οὐκ οἰκονομία τό τοιοῦτον, ἀλλά προδοσία τῆς ἀληθείας. Τό ἐπιτίμιον ἡμισευμένον πρός τόν ὁλοτρόπως τῇ αἱρέσει κοινωνήσαντα. Πόσον δέ τό τοιοῦτον ἤδη προερωτηθείς καί ἀποκριθείς, περιττόν ἐστι δίς τά αὐτά ἐπανακυκλεῖν.
Ἐάν τις πρός πληροφορίαν τῶν ἀσεβῶν ἐπ’ ὄψεσιν αὐτῶν ἐνεγκόν κρυπταζόμενον πρεσβύτερον κατά τό τῆς ὀρθοδοξίας δόγμα, καί μηδέ ἀναφέροντα αἱρετικόν· καί πρός αὐτοῦ μεθέξοι τῶν ἁγιασμάτων· καί οὗτος ὡς προδότης τῆς ἀληθείας, τό ἐπιτίμιον ἐχέτω ἐνιαυτόν ἀποχήν τῶν ἁγιασμάτων.
Ἐάν τις ὀμόσας μή προσκυνεῖν θείαν εἰκόνα, μήτ’ αὖ δέξασθαι ὀρθόδοξον μονάζοντα· μετά τήν ὁρκωμοσίαν εἰδώς τό πταῖσμα, μετανοῇ, καί προσκυνῇ κρυπτῶς· βαρύ τό πτῶμα· ἤδη ἔξαρνος ἐγένετο Χριστοῦ, τῆς τε Θεοτόκου, καί τῶν ἁγίων· τριετῆ χρόνον εἰργέσθω τῶν ἁγιασμάτων, σύν πολλῇ φιλανθρωπίᾳ.
Ἐάν τις χρίσειεν δεδοικώς εἰκόνα Χριστοῦ, ἤ τινος τῶν ἁγίων· ἐνιαυτόν εἰργέσθω τῆς κοινωνίας» (Φατ. 384, 532, 19).
Ἀπό ὅλα αὐτά, γίνεται φανερό ὅτι καί οἱ λαϊκοί, ἀναλόγως τῆς θέσεώς των, συμμετέχουν εἰς τήν αἵρεσι, ὅταν δέν ἀποτειχίζονται καί, βεβαίως, ἔχουν ἀνάλογον εὐθύνη. Ἄλλωστε οἱ λαϊκοί θεωροῦνται ὡς τό τελευταῖο κάστρο καί προπύργιο, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά πέση, εἶναι αὐτοί πού κρίνουν καί ἀπορρίπτουν καί Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπως αὐτή τῆς Φερράρας–Φλωρεντίας καί εἶναι αὐτοί πού ἀπό τήν συμφωνία των καί συγκατάθεσί των ἐξαρτῶνται τά πάντα εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν ἐκλογή τῶν ποιμένων μέχρι τήν δογματική τοποθέτησι ἐπί παντός θεολογικοῦ θέματος. Αὐτό διατρανώνεται σαφέστατα εἰς τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο τοῦ 1848 ὡς ἑξῆς: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Ἱερομόναχος