Χρήστου Βούλγαρη, Ιστορία της αρχεγόνου
Αποστολικής
Εκκλησίας 33-70 μ.Χ., Αθήναι 2012.
Αναμφιβόλως, ο διωγμός της ηγεσίας της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων εξαπελύθη στα πλαίσια της φιλο-Ιουδαϊκής πολιτικής του βασιλέως Αγρίππα και ιδιαιτέρως προς ικανοποίησιν της αιρέσεως των Φαρισαίων, οι οποίοι είχον ανησυχήσει τα μέγιστα εκ της απηχήσεως του κηρύγματος του Ευαγγελίου μεταξύ των Ελληνιστών Ιουδαίων και ιδιαιτέρως μετά την μεταστροφήν του Φαρισαίου Παύλου, εκ της μεταστροφής του Εθνικού Κορνηλίου υπό του Πέτρου και των οικείων του (Πραξ. 10) εις την Καισάρειαν, και εκ της επεκτάσεως του Ευαγγελίου εις Φοινίκην, Κύπρον και Αντιόχειαν, όπου εγίνοντο ήδη δεκτοί εις την Εκκλησίαν και Εθνικοί. Η Εκκλησία είχε πλέον υπερβή τα όρια του Ιουδαϊσμού και ο έλεγχός της είχεν εκφύγει της δυνατότητος του Μ. Συνεδρίου.
Βεβαίως, ο Πέτρος, ο οποίος
είχε βαπτίσει τον πρώτον Εθνικόν, τον Κορνήλιον, διεσώθη τελικώς, αλλ' απώλεσεν
οριστικώς την ηγετικήν του θέσιν εις την αρχέγονον Εκκλησίαν, διαφυγών «εις
έτερον τόπον» (Πραξ. 12,17), περί του οποίου θα ομιλήσωμεν εν συνεχεία. Και ναι
μεν επανήλθεν εις Ιεροσόλυμα αμέσως μετά την παρέλευσιν του κινδύνου, όπως
σαφώς προκύπτει εκ της συμμετοχής του εις την Αποστολικήν Σύνοδον (Πραξ. 15),
αλλ' η θέσις του δεν ήτο πλέον καθοριστικής σημασίας, διότι οι νέοι ηγέται της
Εκκλησίας ήσαν, εις μεν τα Ιεροσόλυμα ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, εις δε τον
Ελληνο-ρωμαϊκόν χώρον ο Παύλος. Μετά την φυγήν του εξ Ιεροσολύμων το 44 μ.Χ., ο
Πέτρος περιέπεσεν οριστικώς εις δευτερεύουσαν θέσιν.
Ιακωβος ο Αδελφόθεος
εποίμανε την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων και, κατ' επέκτασιν, την καθ' όλου
Εκκλησίαν μετά μεγίστης συνέσεως, επηρεάσας καθοριστικώς την εξέλιξιν των
πραγμάτων εις αυτήν. Πρέπει δε να τονίσωμεν ευθύς εξ αρχής, ότι η προώθησις
αυτού στην ηγεσίαν της Εκκλησίας δεν απετέλει φυσιολογικήν εξέλιξιν, καθόσον
ούτος δεν ανήκε στον κύκλον των Δωδεκα Μαθητών του Ιησού Χριστού, όπως
εσφαλμένως υπεστήριξεν ο Ιερώνυμος (Α dv. Helvidium, 13) ταυτίσας αυτόν προς
τον εκ των Δώδεκα Ιάκωβον τον Αλφαίου. Κατά την μαρτυρίαν του Ευαγγελιστού Ιωάννου
(2,12. 7,5), οι τέσσαρες κατά σάρκα αδελφοί του Ιησού Χριστού, Ιάκωβος, Ιωσής,
Σίμων και Ιούδας, σαφώς διεκρίνοντο των Δώδεκα Μαθητών και δεν επίστευον εις
αυτόν, ει μη μόνον μετά την ανάστασιν (Πραξ. 1,13-14. Α´ Κορ. 9,5) το αυτό δε
τονίζει και ο Παύλος, ο οποίος, γράφων περί των εμφανίσεων του Αναστάντος
τονίζει, ότι ο Χριστός ενεφανίσθη κεχωρισμένως «τοις δώδεκα» και «έπειτα ώφθη
Ιακώβῳ, είτα τοις αποστόλοις πάσιν» (Α´ Κορ. 15,5-7).
Αλλά και η αρχαία παράδοσις
διακρίνει τον αδελφόν του Χριστού Ιάκωβον από τους Δώδεκα Αποστόλους,
καταλέγουσα ενίοτε αυτόν μεταξύ των Εβδομήκοντα (Βλ. Ανδρέου Κρήτης Ιεροσολυμίτου,
Βίος και Μαρτύριον του Αγίου Ιακώβου, εν Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ανάλεκτα
Ιεροσολυμητικής Σταχυολογίας, τ. Α´, Πρβλ. Μ. Α. Σιώτου, Το πρόβλημα των
Αδελφών του Ιησού, 1950, ένθα εξονυχιστική εξέτασις της εκκλησιαστικής
παραδόσεως). Σημειωθήτω δε ότι, ομιλούντες περί «αδελφών» του Χριστού, πρέπει
να έχωμεν κατά νουν το του Ωριγένους «αδελφούς μεν ουκ είχε φύσει, ουδέ της
Παρθένου τεκούσης έτερον, ουδ' αυτός εκ του Ιωσήφ τυγχάνων. Νόμω τοιγαρούν
εχρημάτισαν αυτού αδελφοί υιοί Ιωσήφ όντες εκ προτεθνηκυίας γυναικός» (Εις Ιωάν.
2,12), καίτοι δεν είναι αβάσιμος και η γνώμη ότι οι αδελφοί του Κυρίου ήσαν
«εξάδελφοι» αυτού, όντες τέκνα του Κλεόπα ή Κλωπά, συζύγου της Μαρίας, εκ της
ομάδος των γυναικών αι οποίαι υπηρέτουν τον Ιησούν, και αδελφού του Μνήστορος
Ιωσήφ (Βλ. Μ. Α. Σιώτου, ενθ' ανωτ.).
Αρχαίαι, επίσης, παραδόσεις
της Εκκλησίας τονίζουν ότι ο Ιάκωβος αφιερώθη εις τον Θεόν γενόμενος Ναζιραίος,
ένεκα δε της αγιότητός του ωνομάσθη «ωβλίας» ή «δίκαιος», ως εφαρμόζων επιμελώς
όλας τας διατάξεις του Μωσαϊκού Νομου (Πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Β´, 1. 2,19).
Κατά το «Καθ' Εβραίους Ευαγγέλιον», ο Ιάκωβος παρέστη εις τον Μυστικόν Δείπνον
του Χριστού, ενώ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς διασώζει παράδοσιν, κατά την οποίαν η
προβολή του Ιακώβου εις την Εκκλησίαν ήρχισεν αμέσως μετά την ανάληψιν του
Ιησού Χριστού (Βλ. Υποτυπώσεις V Ι, εν Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Β, 1 και Β, 13,
4-7).
Εν πάση περιπτώσει, όπως και
προηγουμένως είπομεν, ο διωγμός της ηγεσίας της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων υπό
του Ηρῴδου Αγρίππα Α´ ήτο απόρροια συμφωνίας αυτού με την Ιουδαϊκήν
θρησκευτικήν ηγεσίαν και κυρίως με την αίρεσιν των Φαρισαίων. Τούτο δε
αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι μετά την θανάτωσιν του Ιακώβου του Ζεβεδαίου
και την σύλληψιν του Πέτρου, η ηγεσία της Εκκλησίας δεν ανετέθη εις ένα
οιοδήποτε άλλο πρόσωπον εκ των Δωδεκα Αποστόλων, αλλ' εις τον Ιάκωβον, ο
οποίος, ως έχων δαυιτικήν καταγωγήν, ενέπνεε, φαίνεται, εμπιστοσύνην εις την
Ιουδαϊκήν ηγεσίαν, λόγω και της πηγαίας κατά Νόμον ευσεβείας του. Τούτο
σημαίνει ότι η ανάρρησις του Ιακώβου δεν υπήρξεν αποτέλεσμα ελευθέρας βουλήσεως
και διαδικασίας των Δώδεκα, αλλ' επιλογή της Ιουδαϊκής ηγεσίας η οποία και τον
επέβαλε –το πολύ-πολύ με την αναγκαστικήν συναίνεσιν του κύκλου των Δώδεκα.
Επομένως, δεν
στοιχειοθετείται η άποψις Ρωμαιοκαθολικών ερευνητών, την οποίαν αποδέχονται και
τινες Διαμαρτυρόμενοι, όπως ο Η. Conzelmann (εν ΖΝ W 39/1940), ότι προ της
διαφυγής του εξ Ιεροσολύμων ο Πέτρος «ανέθεσε»(!) την ηγεσίαν της Εκκλησίας εις
τον Αδελφόθεον. Το αυτό ισχύει και δια την άποψιν ότι η προβολή αυτού ωφείλετο
εις τον κατά σάρκα συγγενικόν δεσμόν του μετά του Ιησοῦ Χριστού και μάλιστα ότι
δια του τρόπου τούτου ενεφανίσθη ο τύπος του χριστιανικού Χαλιφάτου, όπως
αργότερα το Ισλαμικόν, κατά τούς Ε d . Μeyer (Ursprung und Anfänge des
Christentums, 1921, τ. 3, σ. 224) και Η. Fr. Von Campenhausen (Aus der Frühzeit des
Christentums, 1963, σ. 135 εξ., 146-151. Πρβλ. Η. Von Dobschütz, Probleme der Aposolischen Zeitalters,
1904, σ. 274 εξ.). Ενταύθα
πρέπει να υπομνησθή ότι, από του σταυρού, ο Ιησούς δεν ανέθεσε την επιμέλειαν
της Μητρός του εις τον Ιάκωβον ή ένα εκ των άλλων κατά σάρκα συγγενών του, αλλ'
εις τον Ιωάννην (Ιωάν. 19,26-27). Η δε εμφάνισις του Αναστάντος και εις τον Ιάκωβον
(Α´ Κορ. 15,7), απετέλει, προφανώς, παρότρυνσιν προς αυτόν να πιστεύση.
Εις τους κόλπους της
αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας είχεν αρχίσει ενωρίς η διαμόρφωσις διαφόρων
τάσεων μεταξύ των Ιουδαιοχριστιανών και κυρίως, αφ' ενός μεν εκείνων οι οποίοι
ετάσσοντο υπέρ της παραμονής της Εκκλησίας εντός των κόλπων του Ιουδαϊσμού και
της πιστότητος αυτής εις την πατρώαν θρησκείαν και τους θεσμούς της (π.χ. Πραξ.
6,1. 10,45-48. 11,2 εξ.·
18-19β. κ.λπ.), τάσις η οποία υπεστηρίζετο και από την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν και
κυρίως την αίρεσιν των Φαρισαίων, αφ' ετέρου δε των Ελληνιστών
Ιουδαιοχριστιανών, οι οποίοι υπεστήριζον την επέκτασιν του Ευαγγελίου και εις
τον Ελληνο-ρωμαϊκόν κόσμον.
Η κατάστασις αυτή κατέστη
ανησυχητική δια το Μ. Συνέδριον μετά την εκδήλωσιν του κινήματος των Ελληνιστών
χριστιανών και την μεταστροφήν του Φαρισαίου Παύλου και του εκατοντάρχου
Κορνηλίου, ως είπομεν, αλλά και την είσοδον εις την Εκκλησίαν πολλών «εκ του
όχλου των ιερέων» (Πραξ. 6,7), εκ «των πεπιστευκότων από της αιρέσεως των
Φαρισαίων» (Πραξ. 15,5) και εκ «των μυριάδων» των ζηλωτών του Νόμου (Πραξ.
21,20), η οποία και ωδήγησεν εις τον διωγμόν της εκκλησιαστικής ηγεσίας υπό του
Αγρίππα, όπως είπομεν. Πιθανότατα μάλιστα, ο διωγμός ούτος να εξετείνετο και
εις τούς λοιπούς Αποστόλους, αν δεν απέθνησκεν αιφνιδίως ο Αγρίππας. Εν πάση
όμως περιπτώσει, η προώθησις του Ιακώβου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας δεν
οδηγεί εις το συμπέρασμα ότι ούτος ήτο αρχηγός της μερίδος των ιουδαϊστών
(φανατικών) χριστιανών, καθόσον η όλη συμπεριφορά του υπήρξεν άκρως μετριοπαθής
και συμβιβαστική, όπως αποδεικνύεται από τον τρόπον, με τον οποίον εχειρίσθη το
ακανθώδες πρόβλημα της επιβολής των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου και εις τούς
εξ Εθνών προσερχομένους εις την Εκκλησίαν, κατά τας εργασίας της Αποστολικῆς
Συνόδου, τας αποφάσεις της οποίας εισηγήθη και διετύπωσεν ο ίδιος (Πραξ.
15,13-21).
Η προώθησις του Αδελφοθέου
εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας υπήρξε πράξις ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ αυτής
και της Ιουδαϊκῆς ηγεσίας με την διαφοράν, ότι η μεν εκκλησιαστική ηγεσία
εγνώριζε καλώς την αφοσίωσιν του Ιακώβου εις το Ευαγγέλιον και ενεπιστεύετο τας
διαθέσεις του, ο δε επίσημος Ιουδαϊσμός απλώς ήλπιζε προς στιγμήν ν' ανακόψῃ δι
αὐτού την επέκτασιν της Εκκλησίας εις τον Ελληνιστικόν κόσμον. Διο και όταν
διεπίστωσεν ότι ηπατήθη, προέβη εις την θανάτωσίν του το 62 μ.Χ. (Ιωσήπου,
Ιουδ. Αρχ. 20,9,1. Πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Β, 23).
Ως είχον διαμορφωθή τα
πράγματα, ο Αδελφόθεος έχαιρε της εμπιστοσύνης και του σεβασμού, τόσον των
«ιουδαϊστών» (συντηρητικών) χριστιανών, οι οποίοι κατά κανόνα ανήκον και εις
τας τάξεις του κινήματος των Ζηλωτών (Πρβλ. Πραξ. 21,20· «Θεωρείς, αδελφέ, πόσαι μυριάδες, εισίν εν τοις Ιουδαίοις
των πεπιστευκότων, και πάντες ζηλωταί του νόμου υπάρχουσιν»), όσον και της
Ιουδαϊκής θρησκευτικής ηγεσίας και κυρίως της φιλο-λαϊκής αιρέσεως των
Φαρισαίων, ως ενσαρκώνων περισσότερον πάσης άλλης προσωπικότητος της Αποστολικῆς
Εκκλησίας τας εθνικοθρησκευτικάς προσδοκίας του συγχρόνου Ιουδαϊσμού, λόγω της
πηγαίας πατροπαραδότου ευσεβείας του. Περί της κοινής αποδοχής του Ιακώβου, υφ'
όλων των μερίδων και των στρωμμάτων του Ιουδαϊσμού, χαρακτηριστικά είναι όσα
λέγει ο ιουδαιο-χριστιανός πρεσβύτερος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων Ηγήσιππος,
ο «επί της πρώτης των αποστόλων γενόμενος διαδοχής», κατά Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα
(Βλ. Υποτυπώσεις, εν Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Β, 23, 4 εξ.). Προφανέστατα, λοιπόν,
οι ιουδαϊσταί ευρίσκοντο εις διαρκή επικοινωνίαν μετά των Φαρισαίων,
αποδεχόμενοι αμφότεροι τον Ιάκωβον ως τον ενδεδειγμένον ηγέτην της Εκκλησίας,
ίνα θέση τέλος εις την εκ των κόλπων του Ιουδαϊσμού σταδιακήν απομάκρυνσίν της.
Τα γεγονότα ταύτα μάλιστα
συνέπεσαν την εποχήν, κατά την οποίαν είχεν αρκούντως διωγκωθή το κίνημα των
Ζηλωτών και αι ελπίδες των είχον αναπτερωθή μετά την αναγόρευσιν του Αγρίππα ως
βασιλέως ολοκλήρου της Παλαιστίνης (συμπεριλαμβανομένης της Ιουδαίας, εις την
πρωτεύουσαν της οποίας Ιεροσόλυμα εγκατεστάθη ο Αγρίππας), υπό του Καλιγούλα το
41 μέχρι του θανάτου του το 44 μ.Χ. Δια τούτο είπομεν εξ αρχής ότι η προώθησις
του Αδελφοθέου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας δεν απετέλει φυσικήν των πραγμάτων
εξέλιξιν, αλλ' ιστορικόν συμβιβασμόν μεταξύ αυτής και της Ιουδαϊκής ηγεσίας.
Ο συμβιβασμός ούτος
εξυπηρέτει και τας δύο πλευράς, καθόσον, δια τους μεν Ιουδαίους χριστιανούς η
ειρηνική ανάπτυξις της Εκκλησίας εντός των κόλπων του έθνους των εσήμαινε την
εν τω προσώπω του Χριστού πραγμάτωσιν των επαγγελιών του Θεού και την νέαν
δόξαν του Ισραήλ, δια δε την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν, ο Χριστιανισμός απετέλει απλούν
επεισόδιον εις την καθόλου ιστορίαν του έθνους των, ως μία επί πλέον αίρεσις
μεταξύ των ήδη υφισταμένων, αι οποίαι παρά τας βαθυτάτας θεολογικάς διαφοράς
των, απεδέχοντο και ετήρουν απαρεγκλήτως τον Νομον και τας θρησκευτικάς
παραδόσεις, αι οποίαι είχον πλέον προσλάβει εθνικόν χαρακτήρα και περιεχόμενον.
Ο ιστορικός ούτος
συμβιβασμός, περί την τοποθέτησιν του Ιακώβου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας,
διαφωτίζεται ακόμη περισσότερον και με όσα υποστηρίζει ο μεταστραφείς εις τον
Χριστιανισμόν πρώην Ιουδαίος ερευνητής H . J . Schoeps περί της υπάρξεως
ιστορικού πυρήνος εις το 7ον βιβλίον του αποκρύφου έργου των Εβιωνιτῶν
«Κηρύγματα Πέτρου» (Βλ. Τheologie und Geschichte des Judenchristentums, 1949, σ. 385-394, 405, και Urgemeinde,
Judenchristentum, Gnosis, 1956, σ. 10-14). Κατά τον Schoeps, το 7ον βιβλίον του ανωτέρω έργου
αποτελεί τμήμα απολεσθέντος έργου, το οποίον περιείχε πράξεις Αποστόλων
[Σημειωθήτω, ότι οι Εβιωνίται προήλθον εκ των κόλπων των ιουδαϊστών (Ζηλωτών)
χριστιανών, οι οποίοι, μετά την συντριβήν των κατά την διάρκειαν της Ιουδαϊκῆς
Επαναστάσεως (66-70 μ.Χ.) και την ολοσχερή καταστροφήν των Ιεροσολύμων υπό των
Ρωμαίων, απεχώρησαν τελικώς από την Εκκλησίαν και εσχημάτισαν ιδίαν αίρεσιν με
απόλυτον προσήλωσιν εις τον Ιουδαϊσμόν]. Εις το έργον, λοιπόν, τούτο γίνεται
λόγος, κατά τον Schoeps, περί ταραχών μεταξύ της Ιουδαϊκῆς ηγεσίας και της
ηγεσίας της Εκκλησίας, κατά τον εορτασμόν του Πάσχα το 7ον έτος από της
σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, το οποίον συμπίπτει προς το έτος 40/41 μ.Χ., το
οποίον, όπως είδομεν ανωτέρω, ήτο σαββατιαίον.
Κατά το έτος τούτο, όπως
είδομεν προ ολίγου, ο Καλιγούλας προσέθεσε στην βασιλείαν του Αγρίππα την
τετραρχίαν του Αντίπα, κατ' αρχάς, και την Ιουδαίαν και την Σαμάρειαν, εν
συνεχεία. Κατά την διάρκειαν, λοιπόν, των ταραχών τούτων, κατά τον εορτασμόν
του Πασχα, έλαβε χώραν σύσκεψις, με την παρέμβασιν του πρώην αρχιερέως Καϊάφα,
με αντικείμενον την συζήτησιν επί του σκανδάλου «Ιησούς Χριστός», δια να διαπιστωθή
κατά πόσον ούτος ήτο ο «Χριστός εξ αιώνος». Εις την σύσκεψιν μετέσχον
εκπρόσωποι όλων των ηγετικών μερίδων του Ιουδαϊσμού, τ.ε. των Σαδδουκαίων, των
Φαρισαίων, των Γραμματέων, του ιερατείου, των μαθητών Ιωάννου του Βαπτιστού,
κ.α., αλλά και Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Η συζήτησις διεξήχθη κυρίως μεταξύ του Ιακώβου
και του πρώην αρχιερέως Καϊάφα, υπό την διεύθυνσιν του Φαρισαίου νομοδιδασκάλου
Γαμαλιήλ (Πραξ. 5,34), διδασκάλου του Παύλου (Πραξ. 22,3). Κατά τον Schoeps,
από την όλην συζήτησιν προέκυψε συμβιβασμός μεταξύ της Ιουδαϊκής ηγεσίας και
των εκπροσώπων της Εκκλησίας, ο οποίος συνίστατο εις την προώθησιν του Ιακώβου
εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας (βλ. σχετικώς και Μ. Α. Σιώτου, Το έργον Μάρκου
και Βαρνάβα και η Ενότης της Αποστολικῆς Εκκλησίας, 1971, σ. 25 εξ.).
Ο αείμνηστος καθηγητής Μ. Α.
Σιώτης (ενθ' ανωτέρω) δέχεται ότι η έντασις εις τας σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας
και της Ιουδαϊκής ηγεσίας ήρχισε μετά τον διωγμόν του Στεφάνου και των
Ελληνιστών, εκ μέρους του Ιουδαϊσμοῦ, τονίζων ότι, άνευ του διωγμού του
Στεφάνου ο Χριστιανισμός θα περιωρίζετο στα στενά πλαίσια του Ιουδαϊσμού της
Παλαιστίνης, ως μία μεταξύ των άλλων αίρεσις αυτού. Δια του επακολουθήσαντος
τον λιθοβολισμόν του Στεφάνου διωγμού των χριστιανών εθραύσθη εις την
συνείδησιν των πρώτων μελών της Αποστολικής Εκκλησίας το εθνικόν φράγμα, και το
κήρυγμα του Ευαγγελίου εξεχύθη αστραπιαίως έξω της Παλαιστίνης και δη προς όλας
τας κατευθύνσεις, ήτοι και προς τούς Ιουδαίους της διασποράς και προς τούς
Εθνικούς.
Η πραγματικότης αυτή δεν ήτο
δυνατόν να αγνοηθή από τούς εκπροσώπους του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι δεν είχον
πλέον την δυνατότητα να ανακόψουν το ρεύμα της παγκοσμίου επεκτάσεως του
Ευαγγελίου και της πίστεως εις τον Ιησοῦν Χριστόν. Όθεν, συμφέρον αυτών ήτο
ουχί απλώς ο συμβιβασμός μετά των εκπροσώπων της Εκκλησίας, αλλά και η
εκμετάλλευσις, κατά το δυνατόν, της ούτω δημιουργηθείσης νέας καταστάσεως. Ητο
δε εύκολον εις αυτούς να χρησιμοποιήσουν ως όργανα προς επιδίωξιν του σκοπού
τούτου, εκ μεν των μελών της Εκκλησίας τους φανατικούς ζηλωτάς του Νομου, ήτοι
τούς ιουδαϊστάς, εκτός δε της Εκκλησίας, όλον τον μηχανισμόν της ανά τον
Ελληνορωμαϊκόν κόσμον ιουδαϊκής προπαγάνδας, ο οποίος είχε τα δίκτυά του εις
πάσαν πόλιν και χώραν δια των καλώς ωργανωμένων κοινοτήτων της διασποράς (σελ.
26-27).
Εν τούτοις, δεν νομίζομεν
ότι ο διωγμός του Στεφάνου, υπό της Ιουδαϊκής ηγεσίας απετέλει το μοιραίον
σφάλμα, δια του οποίου επλήγησαν ανεπανορθώτως αι σχέσεις αυτής μετά της Εκκλησίας,
καθόσον η περίπτωσις του Στεφάνου δεν απετέλει την πρώτην ενέργειαν του
επισήμου Ιουδαϊσμού εναντίον αυτής. Της δολοφονίας του Στεφάνου προηγήθησαν,
εκτός της σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, οι διωγμοί των Αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου,
μετά την θεραπείαν του χωλού πλησίον της Ωραίας Πύλης του Ναού (Πραξ.
3,1-4,22), ως και όλων των Αποστόλων (Πραξ. 5,17-42).
Οι διωγμοί εναντίον της
Εκκλησίας εντάσσονται εις τα πλαίσια της γενικωτέρας πολιτικής της Ιουδαϊκής
ηγεσίας. Αφ' ης ο Ιουδαϊκός λαός ευρέθη υπό την κυριαρχίαν αλλεπαλλήλων
κατακτητών, μετά την κατάλυσιν και του νοτίου βασιλείου του Ιούδα υπό των
Βαβυλωνίων το 586 π.Χ., αι ελπίδες του δι' απελευθέρωσιν και επανίδρυσιν του
κράτους των διωγκούντο συνεχώς, ως αποδεικνύεται εκ της ολονέν και περισσότερον
εντεινομένης μεσσιακής προσδοκίας, η οποία, απωλέσασα τον ηθικοθρησκευτικόν της
χαρακτήρα, όπως τον είχον προσδιορίσει οι Προφήται της Π. Διαθήκης, προσέλαβε,
λόγω των περιστάσεων, καθαρώς εθνικο-απελευθερωτικόν τοιούτον.
Ακόμη και αυτή η Κοινότης
του Qumran, τα μέλη της οποίας ετήρουν απαρεγκλήτως και με ακρίβειαν πάσας τας
διατάξεις του Νομου και την διδασκαλίαν των προφητών, ανέμενον την έλευσιν δύο
Μεσσιών, ενός ιερατικού και ενός στρατιωτικο-πολιτικού, δια την εκδίωξιν των
Ρωμαίων και ούτω πως την απελευθέρωσιν του Ισραήλ. Τόσον δ' έντονος ήτο η
μεσσιακή προσδοκία, κατά τους χρόνους του Χριστού και της αρχεγόνου Εκκλησίας,
ώστε ενεφανίσθησαν διάφορα ψευδο-μεσσιακά κινήματα, όπως του Θευδά και Ιούδα
του Γαλιλαίου, όπως παρετήρησεν ο Φαρισαίος νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, κατά την
δίκην των Αποστόλων (Πραξ. 5,33-37), τα οποία μετά την θανάτωσιν των αρχηγών
των διεσκορπίσθησαν. Την ιδίαν δε τακτικήν εφήρμωσε το Μ. Συνέδριον και εις την
περίπτωσιν του Ιησού Χριστού με την διαφοράν, ότι την σταύρωσίν του ηκολούθησεν
η ανάστασις και ούτω πως οι Μαθηταί του όχι μόνον δεν διεσκορπίσθησαν, αλλ'
αντιθέτως ανεθάρρησαν και εδυναμώθη η Εκκλησία, η οποία ημέρα τη ημέρα
επληθύνετο και επεξετείνετο.
Εν όψει, λοιπόν, της τελικής
αναμετρήσεως με την Ρωμαϊκήν εξουσίαν, την οποίαν μετά πάσης μυστικότητος και
επιμελείας προητοίμαζεν η Ιουδαϊκή ηγεσία και η οποία μετ' ολίγα έτη (το 66
μ.Χ.) εξεδηλώθη ως καθολική εξέγερσις, το Μ. Συνέδριον δεν ήτο δυνατόν ν'
ανεχθή την ύπαρξιν προσώπων και ομάδων εντός του λαού, τα οποία διέσπων την
εθνικήν του ενότητα. Και η Εκκλησία, εν αντιθέσει προς τας άλλας αιρέσεις,
όντως διέσπα την εθνικήν ενότητα του Ιουδαϊσμού.
Ενώ δηλαδή αι άλλαι
αιρέσεις, παρά τας μεταξύ των αγεφυρώτους θεολογικάς διαφοράς, διεφύλασσον ως
κόριν οφθαλμού την εθνικήν ενότητα δια της προσκολλήσεώς των εις τα θρησκευτικά
σύμβολα της Π. Διαθήκης, τα οποία λόγω των εθνικών περιστάσεων, είχον προσλάβει
εθνικόν χαρακτήρα, όπως ήσαν π.χ. το πρόσωπον του Μωυσέως και ο Νομος, ο Ναός
των Ιεροσολύμων και το Μ. Συνέδριον, η Εκκλησία, αντιθέτως, διέσπα την εθνικήν
ενότητα δια της αποστασιοποιήσεώς της εκ των συμβόλων τούτων. Ούτω π.χ. όπως
και εις το 1ον Κεφάλαιον, ανωτέρω ετονίσαμεν, εις την θέσιν του μεγάλου
νομοθέτου, η Εκκλησία ετοποθέτει τον Ιησούν Χριστόν, τον Νομον τον
αντικατέστησε δια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου, τον ναόν τον εχρησιμοποίει
μεν κατ ἀρχάς δια τας προσευχάς, αλλά την Θείαν Ευχαριστίαν και την λατρείαν
της ετέλει εις κατ' οίκους συνάξεις, το δε Μ. Συνέδριον αντικατεστάθη υπό των
Δώδεκα Αποστόλων, οι οποίοι ήσαν η ανωτάτη αυθεντία εις την Εκκλησίαν. Το δε
και σπουδαιότερον, η περιτομή, η οποία δια τους Ιουδαίους απετέλει το κοινόν
γνώρισμα παντός Ιουδαίου και σημείον της εκ του Αβραάμ καταγωγής του, σταδιακώς
παρηγκωνίζετο και εις την περίπτωσιν των Εθνικών, οι οποίοι εισήρχοντο εις την
Εκκλησίαν, δεν εφηρμόζετο και τελικώς κατηργήθη.
Η Εκκλησία, λοιπόν, διέσπα
την θρησκευτικήν ενότητα του Ιουδαϊσμού, η οποία ήτο ταυτόσημος προς την
εθνικήν του ενότητα. Επομένως, η ρήξις μεταξύ της Εκκλησίας και του Ιουδαϊσμού,
ήτο αναπόφευκτος. Αύτη δε επεσπεύσθη λόγω της εκ μέρους του Καλιγούλα αναδείξεως
εις βασιλέα της Ιουδαίας του Ηρῴδου Αγρίππα Α´, εγγονού του Μ. Ηρῴδου και
κυρίως, της συζύγου του Μαριάμνης, γόνου της λαμπράς δυναστείας των Ασμοναίων.
Αι ελπίδες των Ιουδαίων, προς απελευθέρωσιν από τούς Ρωμαίους, ανεπτερώθησαν
και το κίνημα των Ζηλωτών διωγκώθη δια της προσχωρήσεως πλήθους Ιουδαίων, ακόμη
και μελών της Εκκλησίας, των ιουδαϊστών, εις αυτό.
Ο συμβιβασμός, λοιπόν,
συνέφερεν αμφοτέρους, και τον Ιουδαϊσμόν και την Εκκλησίαν, διότι το ήπιον
κλίμα εις τας σχέσεις των εξυπηρέτει τους σκοπούς και των δύο. Συγκεκριμένως,
εν όψει της προετοιμαζομένης συγκρούσεως με την Ρώμην, ο Ιουδαϊσμός, αφ' ενός
μεν ήλπιζεν ότι δια του Ιακώβου θα εκράτει την Εκκλησίαν εντός των κόλπων του
και τοιουτοτρόπως θα ενισχύετο το εσωτερικόν μέτωπόν του έναντι της Ρωμης, αφ'
ετέρου δε ήλπιζεν ότι η υπόθεσις της Εκκλησίας θα εξεφυλίζετο σταδιακώς, όπως
όλα τα προ αυτής μεσσιακά κινήματα. Η Εκκλησία, εξ άλλου, ήλπιζεν ότι, με την
πάροδον του χρόνου και εις τα πλαίσια του ηπίου κλίματος θα εστερεούτο ολονέν
και περισσότερον και θα κατώρθωνε να πείση τους μη εισέτι αποδεχθέντας το
Ευαγγέλιον ομοφύλους της να προσχωρήσουν εις αυτήν.
Ο ανοικτός πόλεμος προς τον
Ιουδαϊσμόν αντετίθετο και προς τον χαρακτήρα και προς την αποστολήν της, όπως ο
ανοικτός πόλεμος του Ιουδαϊσμού προς την Εκκλησίαν θα την εξώθει ακόμη
περισσότερον εις την ταχυτέραν επέκτασίν της εις τον κόσμον των Εθνικών και την
δραστικήν αποδυνάμωσιν του εσωτερικού του μετώπου έναντι των Ρωμαίων. Αλλ'
όμως, ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε η Εκκλησία παρητήθησαν των σκοπών και επιδιώξεών
των, παρά τον αμοιβαίον συμβιβασμόν. Δια την Εκκλησίαν, η παγκοσμιότης της εν
Χριστώ σωτηρίας ήτο αδιαπραγμάτευτος και τουτ' αυτό ο σκοπός της υπάρξεώς της.
Δια τον Ιουδαϊσμόν, εξ άλλου, η ύπαρξις της Εκκλησίας καθ' εαυτήν απετέλει
πληγήν πυορροούσαν και όργανον απεργαζόμενον την εσωτερικήν αποδυνάμωσίν του.
Το κυριώτερον, όμως, μεταξύ
των δύο, της Εκκλησίας και του Ιουδαϊσμού, ίστατο η προσωπικότης του Αποστόλου
Παύλου, ο οποίος ουδένα συμβιβασμόν μετά του Ιουδαϊσμού εδέχετο, πλην της πλήρους
και άνευ όρων προσχωρήσεώς του εις την Εκκλησίαν. Η προς αυτόν ουρανόθεν φωνή
«Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις», καθ' οδόν προς την Δαμασκόν (Πραξ. 9,15. 22,15·21. 26,17), αντηχούσα έκτοτε αδιαλείπτως εντός του,
περιέγραφε σαφώς εις την συνείδησίν του το υπέρτατον χρέος ολοκλήρου του
περιουσίου λαού προς τον Θεόν και υπηγόρευεν εις αυτόν τας επιμόνους και
ανυποχωρήτους αντιδράσεις του έναντι οιωνδήποτε συμβιβασμών εις βάρος της
αληθείας του Ευαγγελίου. Την στιγμήν εκείνην ο Παύλος κατενόησε σαφώς την εν τω
προσώπω του Ιησού Χριστού πραγματοποίησιν του προαιωνίου σχεδίου του Θεού, τ.ε.
την από του Ισραήλ πραγματοποίησιν της σωτηρίας του κόσμου. Επί θεμάτων
πίστεως, ο Παύλος ουδένα εδέχετο συμβιβασμόν (Μ. Α. Σιώτης, ενθ ἀνωτ.).
Η αγάπη του δια τον Ισραήλ
ήτο απροσμέτρητος και τον ωδήγει εις την διατύπωσιν υψηλών θεολογικών εννοιών
(Πρβλ. Ρωμ. 9-11 κ.λπ.). Ακόμη και όταν ήρχετο εις σύγκρουσιν με τους
εκπροσώπους της Ιουδαϊκής ηγεσίας και τους υπ' αυτής παρασυρομένους φανατικούς
ιουδαϊστάς χριστιανούς, η αγάπη του δια τον Ισραήλ παρέμεινεν αμείωτος, διότι,
κατά το Σχέδιον του Θεού, έβλεπε τούτον ως την απαρχήν της παγκοσμίου σωτηρίας
και της εν Χριστώ ενότητος των λαών. Την αυτήν δε αταλάντευτον στάσιν επί
θεμάτων πίστεως ετήρησε και ο Ιάκωβος, έναντι του Ιουδαϊσμού, όπως
αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, τελικώς, η Ιουδαϊκή ηγεσία, εκμεταλλευθείσα
το κενόν της πολιτικής εξουσίας με τον αιφνίδιον θάνατον του Επάρχου της Ιουδαίας
Φήστου, το 62 μ.Χ., μέχρι της αντικαταστάσεώς του υπό του Αλβίνου (62-64),
προέβη εις την θανάτωσίν του. Χαρακτηριστικαί είναι, κατά την διήγησιν του Ηγησίππου,
εις τας «Υποτυπώσεις» του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, αι πιέσεις των Ιουδαίων προς
τον Αδελφόθεον να αποκηρύξη τον Ιησούν (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Β, 23,4 εξ.).
Αι παρεμβάσεις των
ιουδαϊστών χριστιανών εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας να επιβάλη την πιστήν
τήρησιν του Νομου και να μην προβή εις την μεταφοράν του Ευαγγελίου και εις τον
κόσμον των Εθνικῶν, είχον εκδηλωθή, και μάλιστα φορτικώς ακόμη προ της αναπτύξεως
της αποστολικής δράσεως του Παύλου. Ήδη, πέντε έτη μετά την μεταστροφήν του
Παύλου, τέλος του 34 με αρχάς του 35, και καθ' ον χρόνον ούτος ευρίσκετο εις
Ταρσόν, το 39 μ.Χ. ο Πέτρος ηναγκάσθη να δώση εξηγήσεις εις τους Ιουδαϊστάς των
Ιεροσολύμων, περί της υπ' αυτού εισδοχής του εκατοντάρχου Κορνηλίου και των
συν αυτώ εις την Εκκλησίαν (Πραξ. 11,2-18), παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε
βιώσει την οπτασίαν της Ιόππης (Πραξ. 10,9-16. 11,5-18) και παρά την και μεταξύ
των Εθνικών δράσιν του Χριστού (Μκ. 7,24-30. Ματθ. 8,5-18), ως και παρά τας
εντολάς του Αναστάντος προς τους Δώδεκα, όπως κηρύξουν το Ευαγγέλιον «πάση τη
κτίσει» και «έως εσχάτου της γης» (Ματθ. 28,19. Μκ. 16,15. Λουκ. 24,47-48.
Πραξ. 1,8).
Αλλά και ο περιορισμός του
κηρύγματος του Ευαγγελίου μόνον μεταξύ των Ιουδαίων της Φοινίκης, Κύπρου και
Αντιοχείας (Πραξ. 11,19), τυγχάνει δηλωτικός των αξιώσεων των ιουδαϊστών των
Ιεροσολύμων, η τακτική των οποίων ήρχετο εις αντίθεσιν προς εκείνην των Κυπρίων
και Κυρηναίων «οίτινες ελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν και προς τούς Ελληνας, ευαγγελιζόμενοι
τον Κύριον Ιησούν» (Πραξ. 11,20). Η δε μετάβασις των «από του Ιακώβου», κατά τα
Πραξ. 15,1-2 και Γαλ. 2,12, εις Αντιόχειαν, προς επιβολήν των διατάξεων του
Μωσαϊκού Νομου και επί των εξ Εθνών προσερχομένων εις την Εκκλησίαν, αποτελεί
πλέον ανοικτήν επίθεσιν των ιουδαϊστών εναντίον της χειραφετήσεως της Εκκλησίας
από του Νόμου, όπως την εδίδασκε περισσότερον παντός άλλου ο Παύλος. Αλλά περί
τούτου θα λεχθούν τα δέοντα εν εκτάσει εις άλλο Κεφάλαιον, κατωτέρω.
Συντόμως, μετά την ανάληψιν
της ηγεσίας της Εκκλησίας, περί το τέλος του 43 ή αρχάς του 44 μ.Χ., ο Ιάκωβος
ο Αδελφόθεος έγραψε την γνωστήν Επιστολήν του και την εξαπέστειλε «ταις δώδεκα
φυλαίς τοις εν τη διασπορά» (1,1). Βεβαίως, λόγω του συνήθους επιστολικού της
προοιμίου, η Επιστολή του Ιακώβου φέρει μεν επιστολικόν χαρακτήρα, αλλ' ομοιάζει
προς ποιμαντικήν εγκύκλιον παραινετικού χαρακτήρος, απευθυνομένη προς τους εις
την Ελληνιστικήν διασποράν διαβιούντας Ιουδαίους χριστιανούς. Το περιεχόμενόν
της δεν διακρίνεται δια την συγκεκριμένην διήκουσαν έννοιαν ή κεντρικήν ιδέαν,
διότι αποτελείται από μικράς, ολιγοστίχους ενότητας παραινετικού χαρακτήρος ή
γνωμικών και παροιμιών επί διαφόρων θεμάτων και εκφάνσεων της ανθρωπίνης ζωής,
αι οποίαι είναι χαλαρώς συνδεδεμέναι μεταξύ των.
Χαρακτηριστικόν αυτής
γνώρισμα είναι η συχνή προσφώνησις των αναγνωστών δια την εκφράσεων «αδελφοί
μου» και «αδελφοί μου αγαπητοί» και την συχνωτάτην χρήσιν της προστακτικής.
Απουσιάζει εξ αυτής παν ίχνος προσωπικών σχέσεων του συγγραφέως προς τους
αναγνώστας, ως και πάσα πληροφορία περί της αιτίας της προς αυτούς αποστολής
της. Δια τούτο και ορθώς θεωρείται αύτη ως ποιμαντική εγκλύκλιος του ηγέτου της
Εκκλησίας Ιακώβου του Αδελφοθέου προς τους απανταχού της διασποράς Ιουδαίους
χριστιανούς. Καθ' ημάς δε, αύτη αποτελεί ποιμαντικήν εγκύκλιον του Αδελφοθέου
άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του. Ως λίαν εκτενώς ανεπτύξαμεν εις το οικείον
Κεφάλαιον του ημετέρου διτόμου έργου «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 2003,
τ. Β´, σ. 760-809, παραλήπται της Επιστολής-εγκυκλίου ήσαν οι εξ αφορμής του
κατά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων διωγμού, μετά τον λιθοβολισμόν του
Στεφάνου, διασπαρέντες Ιουδαίοι χριστιανοί κατά τας χώρας της Ιουδαίας και
Σαμαρείας και έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας (Πραξ. 8,1. 11,19), εις
την ηθικο-θρησκευτικήν διαπαιδαγώγησιν των οποίων και αποβλέπει (Βλ. πλείονα,
εις ημέτερον έργον, ανωτέρω).
Αλλ' ούτε και ο Ιάκωβος, ο
οποίος, ως είπομεν, έχαιρε βαθέος σεβασμού και μεγίστης εκτιμήσεως εκ μέρους
του Ιουδαϊκού λαού, δια την γνησίαν πατροπαράδοτον πίστιν του εις τον Θεόν,
κατώρθωσε να μεταπείση την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν να μεταβάλη στάσιν έναντι της
Εκκλησίας. Το θέμα δια την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν είχεν, ως είπομεν, εθνικάς
διαστάσεις, ουχί απλώς θρησκευτικάς. Διο και το 62 μ.Χ., μετά τον αιφνίδιον
θάνατον του Ρωμαίου Επιτρόπου Πορκίου Φήστου και προ της αφίξεως του
αντικαταστάτου του Αλβίνου, ο αρχιερεύς Άνανος, υιός του πρώην αρχιερέως Άννα,
ο οποίος, ως είδομεν, υπήρξεν ο ιθύνων νους της σταυρώσεως του Ιησού Χριστού,
συνεκάλεσε το Μ. Συνέδριον και επέτυχε την καταδίκην του Ιακώβου εις θάνατον.
Η ποινή εξετελέσθη αμέσως με την δικαιολογίαν του επείγοντος, παρά την μη
επικύρωσίν της υπό του Ρωμαίου Επιτρόπου, απουσιάζοντος. Βεβαίως, ο Αλβίνος,
ελθών εις την Ιουδαίαν εξεδίωξε τον Άνανον από το αρχιερατικόν αξίωμα, αλλ' ήτο
πλέον πολύ αργά. Τον Ιάκωβον διεδέχθη εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας ο αδελφός
του Συμεών (Πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ . Δ, 22,4, και Β, 23. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ.
20,1).
Πηγή.