Απάντηση σε Αρχιερατικές και Γεροντικές πλάνες


Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

 

Γνωρίζουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία δια τους «πρωτοπασχίτας», «οι οποίοι και μέχρι της εποχής του Χρυσοστόμου, αλλά και μετ’ αυτήν, εσυνέχιζον να εορτάζουν το Πάσχα κατά την παλαιάν συνήθειαν, μη ακολουθούντες την απόφασιν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δια της οποίας είχε καθορισθεί ενιαίος εορτασμός του Πάσχα, συμφώνως προς τον οποίον εορτάζομεν μέχρι σήμερον την εορτήν αυτήν» (Ερμηνευτική σημείωση, σελ. 71, Άπαντα Αγίων Πατέρων, Τόμος 4).

Προ του έτους 325, το πλήρωμα της Εκκλησίας δεν είχε Συνοδικό νόμο περί εορτασμού του Πάσχα. Στις ίδιες ημέρες άλλοι τελούσαν εορταστικά συμπόσια και άλλοι διατηρούσαν νηστεία. «Βαρυτάτη νόσος ενοχλούσα από πολύν καιρόν την Εκκλησίαν, η διαφορά περί της εορτής του Πάσχα», υπογραμμίζει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όμως, επεκράτησε ομόφωνος δογματική και εορταστική πίστις.

Δυστυχώς, οι «πρωτοπασχίτες» δεν εκτίμησαν την ύψιστη πνευματική και ηθική υπεροχή των Πατέρων της Συνόδου, την εσώτερη περί Ορθοδόξου ενότητας λογική της, που εκδιπλώθηκε σε πολλούς τομείς της ζωής της Εκκλησίας.

Ο Ι. Χρυσόστομος τους υπενθυμίζει την θεολογική – ομολογιακή ασπίδα της Συνόδου, τους ποιμένες της: «Οι τοίνυν την πίστιν μη προδόντες εν ούτω χαλεπωτάτοις καιροίς, ούτοι δι’ ημερών παρατήρησιν καθυποκρίνεσθαι έμελλον; Όρα τι ποιείς τοσούτους κατακρίνων πατέρας, ούτως ανδρείους και σοφούς».

Μετάφραση: «αυτοί λοιπόν που δεν επρόδωσαν την πίστιν εις τόσον δυσκόλους καιρούς, αυτοί ήτο δυνατόν εις ένα ζήτημα προσδιορισμού των ημερών να ενεργήσουν με υποκρισίαν; Πρόσεχε τι κάνεις με το να κατακρίνης τόσους πατέρας, που υπήρξαν τόσον γενναίοι και τόσον σοφοί».

Στο λόγο του ο Ι. Πατήρ αναδεικνύει την θεμελιώδη, βαθύτερη, ουσιώδη και κινητήρια υπόσταση της Συνόδου, της έμψυχης δηλ. σύνθεσης και της ομολογίας της, γι’ αυτό και της αρμόζει (εννοεί) η εν Χριστώ υπακοή, ως «θείοις δόγμασιν περί αστράπτων».

Εντυπωσιακά αποτυπώνονται οι ποιμαντικές ανησυχίες του μέσα στο κατηγοριακό πλαίσιο μιας υποθετικής στροφής του λόγου του, που διαστρεβλώνουν πολλοί Αρχιερείς, Γέροντες, κληρικοί και λαϊκοί.

Ας προσεχθεί ιδιαίτερα η λογική–θεολογική δομή του υποθετικού επιχειρήματος του: «Μη τοίνυν, των τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων, προς τα πρότερα επανατρέχωμεν, μηδέ ημέρας, και καιρούς, και ενιαυτούς παρατηρώμεν, αλλά πανταχού τη Εκκλησία μετ’ ακριβείας επώμεθα, την αγάπην και την ειρήνην προτιμώντες απάντων.

Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ήν, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου. Νυνί δε ουδείς μοι περί καιρού λόγος, επειδή ουδέ τω Θεώ, καθάπερ απεδείξαμεν, επεί και υπέρ τούτου πολλούς ανήλωσα λόγους».

Μετάφραση: «Μη λοιπόν ενώ ήλθαν τα τελειότερα πράγματα, επανερχώμεθα εις τα πρώτα, τα ατελή, ούτε να δίνουμε προσοχή σε ημέρες και εποχές και έτη, μα σ’ όλες τις περιπτώσεις ας ακολουθούμε την Εκκλησία μ’ ακρίβεια, προτιμώντας απ’ όλα την αγάπη και την ειρήνη. Γιατί κι αν έκανε σφάλμα (χρονικό) η Εκκλησία (ομιλεί περί χρονικού σφάλματος και όχι δογματικού), δεν θα ήταν τόσο σπουδαίο το κατόρθωμα από την αυστηρή τήρηση του χρόνου, όσο μεγάλο το έγκλημα που γίνεται με την διαίρεση και το σχίσμα. Τώρα πια για μένα δεν έχει καμμία σημασία ο  χρόνος αφού ούτε για το Θεό έχει (θα έδινε σημασία αν υπήρχε δογματική – ηθική εκτροπή) όπως απέδειξα, όταν και για το θέμα τούτο αφιέρωσα πολλά απ’ όσα είπα (ή και εις το θέμα αυτό πολλάς σκέψεις – λόγους αφιέρωσα)».

Με απλά λόγια (συμπερασματικά). Εάν διοίκηση της Εκκλησίας, ως σύνοδος –λέγει ο Ι. Χρυσόστομος– έπραξε λάθος (σφάλμα) χρονικό, ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας συλλογικού εορτασμού του Πάσχα, η εορτολογική ενότητα της Εκκλησίας, όπως αποφάσισε η Σύνοδος, με κέντρο την πίστη εις την Ανάσταση του Χριστού, αποτελεί πνευματική προτεραιότητα.

Να υπενθυμίσουμε, για μια ακόμη φορά, ότι οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν αληθινοί ποιμένες και όχι ψευδοποιμένες.

Να τονίσουμε, ακόμη, ότι η σύνθεση της Συνόδου δεν έδωσε την εικόνα διπλής–διχασμένης συνειδήσεως. Μιας δηλ. τυπικά ορθόδοξης και μίας πέρα ή ενάντια στην αληθινή Εκκλησία–Ορθοδοξία, όπως συνέβη στην Κρήτη.

Το υπόβαθρο του εκκλησιαστικού σοφίσματος «κρείτων πλανώμενος μετά της Εκκλησίας, παρά ορθοτομών εκτός της Εκκλησίας» δεν ευρίσκεται, όπως αποδείξαμε, εντός της ομιλίας του Ι. Χρυσοστόμου.

Αποτελεί σοφιστικό αντίλογο στον 15ο Κανόνα της Α–Β Συνόδου, ο οποίος κατευθύνει το εκκλησιαστικό σώμα σε αποτείχιση εν καιρώ αιρέσεως. Στερείται (το σόφισμα) εκκλησιολογικής πυκνότητας, είναι αντινομικό με το πνεύμα–διδασκαλία της Εκκλησίας και χρησιμοποιείται ως αντικατάσταση δομής μέσα στο νόημα της υπακοής προς την Εκκλησία. Αποτελεί μία από τις πιο ευτελείς μορφές χειραγώγησης του ποιμνίου.

Στο Λεξικό διαβάζουμε: πλάνη (θρησκεία)=δοξασία παραπλανητική της αλήθειας. Η Γραφή πληροφορεί (Α΄ Ιωάν. 4,6): «Εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλάνης».

Στον επιστημονικό χώρο η πλάνη είναι μια μικρότερη, μια ασυμπλήρωτη αλήθεια, που έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη νόηση όταν δεν αντιλαμβάνεται καθολικά–πλήρως τον συσχετισμό των αλληλοσυνδεομένων φαινομένων, οπότε γεννιούνται λογικά σφάλματα. Στο χώρο όμως της Εκκλησίας, η πλάνη είναι μία πνευματική δύναμη εκτροπής από την Ορθόδοξη αλήθεια. Η πλάνη, γενικά, σε χωρίζει από την αλήθεια της Εκκλησίας και σου στερεί την χάρι του Θεού. Ο Κύριος το τόνισε κατηγορηματικά: «πλανάσθε μη ειδότες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού» (Ματθ. 22, 29).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ