Ἀρκεῖ μία ὁμολογία σὲ μορφὴ διαμαρτυρίας;

Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιὰ ὅσους νομίζουν, ὅτι ἀρκεῖ μία ὁμολογία σὲ μορφὴ διαμαρτυρίας κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ἀμελοῦν τὴν ἀναγκαιότητα τῶν ἀναλόγων πράξεων καὶ τὸν ἀγώνα ποὺ ἐπιφέρει αυτή.


τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ὁ καιρὸς τῆς ἐπικράτησης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ ζοῦμε, δὲν διακατέχεται ἀπὸ σύγχυση μόνο στὰ θέματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς ὁμολογίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπικρατοῦν πολλὲς γνῶμες, ὡς πρὸς τὸ πῶς πρέπει νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Ὁδηγὸς καὶ φανάρι σὲ αὐτὲς τίς ‒λόγῳ τῆς σύγχυσης‒ δυσδιάκριτες ἀτραποὺς μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.

Τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρό, μάλιστα σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος, ὅπως διαφαίνεται καὶ στὸν οἶκο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:

     «Ὁ κρατήρ, ὃν φέρω, κρατήρ ἐστι τῆς σοφίας, τούτου τὸ πόμα ἀληθείας λόγῳ κεκέρακα, ὕδωρ οὐ προχέων ἀντιλογίας, ἀλλ’ ὁμολογίας, ἧς πίνων ὁ νῦν Ἰσραὴλ Θεὸν ὁρᾷ φθεγγόμενον». Δηλαδὴ πίνοντας τὸ νερὸ τῆς ὁμολογίας βλέπουμε τὸν Θεό.

Στὸ δὲ εἱρμὸ τοῦ Κανόνος τῶν ἁγίων Πατέρων διαβάζουμε:

      «Οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ ὑψώσας τὸ κέρας τῶν πιστῶν σου Ἀγαθέ καὶ στερεώσας ἡμᾶς, ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ὁμολογίας σου». Δηλαδὴ χωρὶς τὴν πέτρα τῆς ὁμολογίας δὲν μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ ἡ πίστη μας καὶ ἄρα ἡ σωτηρίας μας.

Εἶπε ὁ Κύριος μας: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» δηλ. «ὅποιος (μέ) ὁμολογήσει μὲ ἐμένα, (ἢ μὲ τὴ δική Μου βοήθεια) ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ αὐτὸν ἐμπρὸς στόν Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. 10, 32).

Αὐτὸς ὁ λόγος ὁδηγεῖ, ἀπὸ λάθος κατανόηση, πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν ὅτι ἀρκεῖ π.χ. μία διαμαρτυρία, γραπτὴ ἢ προφορική, ἡ ὁποία σταματάει στὴν διατύπωσή της, δὲν ἔχει κάποια πρακτικὴ συνέπεια καὶ φυσικὰ ἐφησυχάζει τὴν συνείδηση τοῦ πιστοῦ, ὅτι ἔπραξε τὸ καθῆκον του.

Ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἀρκεῖ μία προφορικὴ ὁμολογία χωρὶς νὰ χρειάζεται ἡ συνέχεια καὶ συνέπεια τῶν ἔργων. Δηλαδὴ ἐνῶ τὸν ὁμολογοῦν μὲ τὰ λόγια, Τὸν ἀρνοῦνται μὲ τὶς πράξεις τους. Καὶ σὲ περίπτωση ποὺ οἱ λόγοι συνοδευτοῦν ἀπὸ τὶς πράξεις, οἱ πράξεις αὐτὲς δὲν συμβαδίζουν μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιφέρουν δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Τὸ γεγονός, ὅτι δυστυχῶς αὐτὸς ὁ τρόπος ὁμολογίας, ἰδίως σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ διωγμῶν, ὄχι μόνο δὲν ἐπιφέρει τὸ σωστὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι θεάρεστος μᾶς τὸ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Διότι, ἂς φανταστοῦμε μὲ ἀφορμὴ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ἕναν Μ. Ἀθανάσιο νὰ διαμαρτυρόταν στὴν Ἱεραρχία τῆς ἐποχῆς του καὶ μετὰ νὰ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία νὰ συλλειτουργηθεῖ μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Ἢ ἂς φανταστοῦμε τὸν ἅγ. Νικόλαο νὰ ἔλεγε, ὅτι ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικὸς καὶ μετὰ νὰ συλλειτουργοῦσε μαζί του, νὰ τοῦ προσέφερε ψηφιδωτὲς εἰκόνες πρὸς τιμή του ἢ νὰ τὸν μνημόνευε ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κήρυττε στὸ ποίμνιο, ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούει στὸν κάθε ἀρειανὸ ἐπίσκοπο. Ἂς φανταστοῦμε τοὺς μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς ποὺ παρευρέθηκαν στὴν σύνοδο, νὰ ἔκαναν τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν, διότι θεωροῦσαν τὴν αἵρεση ὑποδεέστερη σὲ σχέση μὲ ἄλλα θέματα, π.χ. μάσκα (μάσκα δὲν ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὑπῆρχαν ὅμως ἄλλα).

Οἱ Ἅγιοι ὅμως ἦταν ξεκάθαρα ἀντίθετοι στὶς παραπάνω στάσεις σὲ θέματα Πίστεως. Γράφει ὁ ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς μὲ ἀφορμὴ τὴν σημερινὴ ἑορτή:

      «Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ» (ἐδῶ).

Ρωτάει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:

     «Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσα τὸν ὁμολογοῦν... Ἀπὸ ποῦ θὰ διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ τοὺς τρόπους; Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει, ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι σαφές, ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι (δηλ. ὅτι τὸν γνωρίζουν), τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία μὲ θέμα τοὺς τυφλούς, ΕΠΕ, τόμ. 10, σελ. 250).

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁμολογία μόνο μὲ λόγια ἢ βαρύγδουπες δηλώσεις, ἄνευ ὅμως ἔργων ποὺ εἶναι στηριγμένα στὴν πατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία καὶ κατ’ ἐπέκταση στοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ ἢ μὲ τὴν συνοδεία αὐθαιρέτων καὶ διακατεχομένων ἀπὸ πάθη ἔργων, δὲν εἶναι ὀρθὴ ὁμολογία καὶ δὲν θὰ ὁδηγήσει στὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ἀντιθέτως προκαλεῖ ἔριδες, ἀνταγωνισμούς, προσωπολατρεῖες, φατρεῖες καὶ διασπάσεις, καρποὺς δηλ. τῶν πειρασμῶν καὶ ὄχι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ποίμνιο θὰ παρακολουθεῖ ἄφωνο ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιζητοῦν ἡγετικὸ ρόλο στὰ τῆς Πίστεως, νὰ ἐκφράζουν διαφορετικὲς ἀπόψεις πάνω σὲ θεμελιώδεις θέματα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἴτε ἔχουν λυθεῖ  ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἴτε ἔχουν ἀποφανθεῖ γιὰ αὐτὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ πραγματικοὶ Θεόπτες καὶ Θεολόγοι τῆς Ἑκκλησίας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες· ἀποφάσεις καὶ καταστάσεις δηλαδὴ ποὺ ἐνῶ ὑποτίθεται, ὅτι συμβαίνουν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα ἀντιτίθενται στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων. 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς προειδοποιεῖ μὲ τὴν ἐμπειρία του γιὰ αὐτὲς τὶς καταστάσεις: «Ὅλα αὐτὰ τὰ δυσάρεστα (δηλ. ἔριδες, ἀνταγωνισμούς, προσωπολατρεῖες, φατρεῖες καὶ διασπάσεις) δημιουργεῖ τὸ μίσος καὶ ἡ μεταξύ μας ἔχθρα. Αὐτὰ παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται διὰ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν εἰρήνη μὲ λάθος τρόπο καὶ ἀγαποῦν τὸν Θεὸν μὲ ἄλλον τρόπο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ συμφέρει. Καὶ δὲν ἐπιτρέπεται μὲν νὰ παλεύει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὰ κεκανονισμένα ὅρια, οὔτε νὰ ἀγωνίζεται παρὰ τὸν νόμο. Διότι θὰ ἀποδοκιμασθεῖ, καὶ θὰ ντροπιασθεῖ, καὶ θὰ χάσει τὴν νίκη ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ ἀγωνίζεται κατ’ ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ ἐφαρμόζει τοὺς ὅρους τοῦ ἀγῶνος, ἔστω κι ἂν εἶναι γενναῖος καὶ πολὺ τεχνίτης. Ἐὰν δὲ ἀγωνισθεῖ κάποιος διὰ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ἀντίθετον μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μήπως προσφέρει τίποτε στὴν εἰρήνη μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται γι’ αὐτὴ κατὰ τρόπον μὴ ἐπιτρεπόμενον;» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς φυγῆς εἰς τὸν Πόντον ἢ περὶ Ἱερωσύνης», 85).

Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ Κύριος μᾶς εἶπε «εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε ἄν» (Ἰω. η΄ 39) καὶ χαρακτήρισε αὐτὸν ποὺ ἀκούει μὲν τοὺς λόγους Του, ἀλλὰ δὲν τοὺς πράττει ἢ λανθασμένα τοὺς ἐφαρμόζει, ὡς μὴ ἀληθινὸ μαθητή Του (Ἰω. η΄ 31). Ὁ δὲ Παῦλος ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἔγραψε: «Οὐχ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῶ, ἀλλὰ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (πρὸς Ρωμ. 2,13), καὶ «ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις (πρὸς Ρωμ. 2, 23).

Πολλοὶ Ἅγιοι μᾶς προειδοποίησαν, ὅτι πραγματικοὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ πράξουν ὀρθῶς καὶ ἁγιοπατερικῶς καὶ θὰ κρατήσουν μὲ συνέπεια καὶ πίστη μέχρι τέλους καὶ ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ θέση τους τόσο αὐξάνει καὶ ἡ εὐθύνη τους, γιατὶ τὸ ποίμνιο αὐτοὺς ἀκολουθεῖ ὡς παράδειγμα. Αὐτὸ ἰδίως τὸ ἐπιχείρημα τοῦ παραδείγματος γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ τόσο τονίζεται στὶς Γραφές, ὅπως π.χ. στὴν περίπτωση τῶν Μακκαβαίων, ὅπου ὁ Ἐλεάζαρ ἀρνήθηκε ἔστω νὰ προσποιηθεῖ ὅτι τρώει χοιρινό, γιὰ νὰ μὴν γίνει αἰτία νὰ τὸν μιμηθοῦν οἱ ἄλλοι, σήμερα ἀποσιωπεῖται μὲ τέχνη περισσή. Οἱ Ἅγιοι ὅμως δὲν σιωποῦν. Γράφει σχετικὰ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης:

     Καὶ αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία σὰν ἅγιος πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ αἵρεση, ἐὰν τώρα, μετὰ τὴν αἵρεση ὑποχωρήσει, πῶς κάποιος ἄλλος θὰ τολμήσει νὰ πεῖ ἔστω καὶ κάτι» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049Α.Β, μετάφραση).

Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν ‒ὡς δικαιολογία μὴ ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν‒ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μπορεῖ μὲν νὰ ὁμολογοῦν, ἀλλὰ δὲν ἀποφεύγουν τὰ ἀνθρώπινα λάθη (ἀκόμα καὶ μεγάλοι Ἅγιοι δὲν τὸ κατάφεραν αὐτό) λέγει ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς (De Catholicae Ecclesiae unitate 20-21, μετάφραση): 

      «Μὴν ἀπορεῖτε καὶ μὴν ἐκπλήσεστε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποὺ ἀκόμα καὶ μερικοὶ ὁμολογητὲς φθάνουν στὰ ἄκρα, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ὑποπίπτουν σὲ τόσο σοβαρὰ κι ἀνόσια ἁμαρτήματα. Διότι καμία ὁμολογία δὲν ἀπαλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, οὔτε προστατεύει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἀκόμα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο μὲ μία μόνιμη ἀσπίδα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τοὺς κινδύνους, τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ κόσμου... Ἡ ὁμολογία εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς δόξας· δὲν εἶναι ἡ δίκαιη ἀμοιβὴ τοῦ στεφάνου, δὲν τελειοποεῖ τὸν αἶνο μας, ἀλλὰ εἶναι ἡ μύηση στὴν ἀξιοπρέπειά μας. Καὶ ἀφοῦ ἔχει γραφεῖ «Αὐτὸς ποὺ θὰ ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ», ὅ,τι ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, εἶναι ἕνα σκαλὶ μέσῳ τοῦ ὁποίου ἀνερχόμαστε στὴν κορυφὴ τῆς σωτηρίας, ὄχι ἕνας ἀκραῖος σταθμὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει κερδίσει ἤδη κάποιος τὸ πλῆρες ἀποτέλεσμα τῆς ἀνόδου. Εἶναι ὁμολογητής. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ὁμολογία ὁ κίνδυνός του εἶναι μεγαλύτερος, γιατὶ εἶναι μεγαλύτερη πρόκληση γιὰ τὸν ἀντίπαλο. Εἶναι ὁμολογητής. Γι’ αὐτὸ ὀφείλει νὰ στέκει στὸ πλευρὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου, διότι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει λάβει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Κύριος λέει: «Ἀπὸ αὐτόν, στὸν ὁποῖο δόθηκαν περισσότερα, θὰ ζητηθοῦν περισσότερα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δόθηκε περισσότερο κῦρος θὰ ζητηθεῖ περισσότερο ἔργο...».

Τὰ λόγια τοῦ ἁγίου διδάσκουν καὶ τοὺς μὴ ὁμολογητές, ὅτι δὲν πρέπει νὰ βλέπουν τὰ λάθη τῶν ὁμολογητῶν καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν ὡς δικαιολογία τῆς ἄρνησής τους νὰ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς αὐτοανακηρυχθέντες καὶ αὐτοπροβληθέντες ὡς ὁμολογητές, ποὺ δὲν ὑπακούουν ὅμως στὴν ὁμολογία αὐτὴ στὶς ἐντολὲς τῶν Πατέρων. Διότι ἡ ὁμολογία ποὺ λαμβάνει μέρος μόνο μὲ λόγια ἄνευ ἢ μετὰ λανθασμένων πράξεων, ἄνευ ἀνάλογης συνέχειας καὶ συνέπειας, ἄνευ ὑπακοῆς στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἄνευ συνειδητοποίησης τῆς εὐθύνης ποὺ φέρει ὁ κάθε Χριστιανός, δὲν θὰ ἐπιφέρει τὸν στέφανο τῆς δόξης, ἀλλὰ ἀντιθέτως κατὰ πάσα πιθανότητα θὰ ὁδηγήσει στὴν πτώση. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο κατηχοῦσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὄχι μόνο μὲ τοὺς αἱρετικοὺς κάθε εἴδους ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐπιφανειακοὺς ἢ ἀσυνεπεῖς «ὁμολογητὲς» κάθε εἴδους.

Ὁμολογεῖ μὲ συνέπεια ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός:

     «...Ποτὲ δὲν θὰ δεχθῶ σὲ κοινωνία ὅσους τόλμησαν νὰ προσθέσουν στὸ Σύμβολο τὴν καινοτομία περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... Γιατὶ ὅποιος ἔχει κοινωνία μὲ τὸν ἀκοινώνητο ἂς εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος... εἶναι φανερὴ ἔκπτωση τῆς πίστεως καὶ κατηγορία γιὰ ὑπερηφάνεια, τὸ νὰ ἀθετεῖς κάτι ἀπὸ τὰ γεγραμμένα ἢ νὰ εἰσάγεις κάτι ποὺ δὲν εἶναι γεγραμμένο... αὐτοὶ ποὺ προσποιητὰ ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη, ἔχουν ὅμως κοινωνία μὲ ὅσους φρονοῦν διαφορετικά, ἂν δὲν ἀκούσουν τὶς νουθεσίες μας, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουμε....» (Ὁμολογία περὶ τῆς ὀρθῆς Πίστεως).

Ὁδηγοί μας ἂς εἶναι λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ Μάρτυρες ποὺ ὑπηρέτησαν μὲ συνέπεια καὶ αὐταπάρνηση καὶ ὄχι μὲ διπλωματίες, κοσμικὲς φιλοδοξίες καὶ αὐταρέσκεια τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις...» (Β´ Κορ. 6, 4-5) καὶ θυσιάστηκαν πολλὲς φορὲς ἀπομείναντες μόνοι ἀλλὰ πιστοί, ὡς ἄλλοι Τιμόθεοι ἢ Ἐφέσιοι, στὶς παρακαταθῆκες ποὺ παρέλαβαν, κηρύσσοντας Χριστόν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, τοῦ ὁποίου ὁ Λόγος μένει αὐτὸς εἰς τὸν αἰῶνα.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου