ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ρωμ. 15,1-7]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Παῦλος ἀπέδωσε τὴν δοξολογία πρὸς τὸν Θεό, πάλι ἀπὸ τὴν εὐχὴ προχωρεῖ σὲ παραίνεση, στρέφοντας τὸν λόγο στοὺς πιὸ δυνατοὺς κατὰ τὴν πίστη καὶ λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν (:ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ δυνατοὶ στὴν πίστη καὶ στὴν ἀρετὴ νὰ δείχνουμε ἀνεκτικότητα καὶ συμπάθεια στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων στὴν πίστη ἀνθρώπων καὶ νὰ μὴν κάνουμε ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν ἑαυτό μας)» [Ρωμ. 15,1].
Εἶδες πῶς ἐξύψωσε αὐτοὺς μὲ τοὺς ἐπαίνους, ὄχι μὲ τὸ νὰ τοὺς πεῖ μόνο δυνατούς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τοὺς τοποθετήσει μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του; Καὶ ὄχι μόνο ἔτσι, ἀλλὰ καὶ τοὺς παρακινεῖ πάλι μὲ τὸ χρήσιμο καὶ τὸ εὐχάριστο. «Γιατί ἐσὺ βέβαια εἶσαι δυνατός», λέγει, «καὶ ὅταν δείχνεις συγκατάβαση δὲν βλάπτεσαι καθόλου ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον ὁ κίνδυνος εἶναι γιὰ τὰ χειρότερα κακά, ἂν δὲν βαστάζεται». Καὶ δὲν εἶπε «νὰ βαστάζουμε τοὺς ἀδυνάτους», ἀλλὰ «τίς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων», γιὰ νὰ παρακινήσει καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν δυνατὸ σὲ εὐσπλαχνία, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει: «ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος (:ἐὰν ἀπὸ ἀδυναμία πέσει ἕνας ἄνθρωπος σὲ κάποιο ἁμάρτημα, ἐσεῖς ποὺ εἶστε πνευματικὰ ἰσχυροί, νὰ τὸν διορθώνετε καὶ νὰ τὸν παιδαγωγεῖτε μὲ πνεῦμα πραότητας)» [Γαλ. 6,1].
Ἔγινες δυνατός; Ἀπόδωσε τὴν ἀμοιβὴ στὸν Θεὸ ποὺ σὲ ἔκανε τέτοιον καὶ θὰ τὴν ἀποδώσεις, ἂν διορθώνεις τὴν ἀσθένεια τοῦ ἀρρώστου. Καθόσον καὶ ἐμεῖς ἤμασταν ἀσθενεῖς, ἀλλὰ γίναμε δυνατοὶ ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνεις μόνο στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ διαφορετικὴ ἀρρώστια, ὅπως ἂν κάποιος εἶναι ὀξύθυμος, ἂν εἶναι ὑβριστής, ἂν ἔχει κάποιο ἄλλο παρόμοιο ἐλάττωμα, νὰ τὸν βαστάζεις.
Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, ἄκουσε τὰ ἑπόμενα. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε: «ὀφείλουμε νὰ βαστάζουμε», πρόσθεσε: «καὶ νὰ μὴν κάνουμε ὅσα ἀρέσουν στὸν ἑαυτό μας»: «Ἓκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν (: ὁ καθένας μας δηλαδὴ ἂς γίνεται ἀρεστὸς στὸν διπλανό του, γιὰ νὰ συντελεῖ στὸ καλό του καὶ νὰ τὸν οἰκοδομεῖ στὴν ἀρετή)» [Ρωμ. 15,2]. Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς: Εἶσαι δυνατός; Ἄς γνωρίζει τὴ δύναμή σου ὁ ἀσθενής· ἐκεῖνος ἂς μαθαίνει τὴ δύναμή σου, σὲ ἐκεῖνον νὰ ἀρέσεις. Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς: «νὰ ἀρέσεις», ἀλλὰ «γιὰ τὸ καλό του»· καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὸ καλό του, γιὰ νὰ μὴ λέγει ὁ τέλειος «ἰδού, τὸν ἕλκω στὸ καλό», ἀλλὰ πρόσθεσε «γιὰ τὴν οἰκοδομή του». Ἑπομένως εἴτε εἶσαι πλούσιος, εἴτε ἔχεις ἐξουσία, νὰ μὴν κάνεις ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ στὸν φτωχὸ καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη· γιατί ἔτσι καὶ τὴν ἀληθινὴ δόξα θὰ ἀπολαύσεις καὶ πολλὴ ὠφέλεια θὰ προκαλέσεις. Γιατί ἡ δόξα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων ἀμέσως ἐξαφανίζεται, ἐνῶ τῶν πνευματικῶν μένει, ἂν τὸ κάνεις αὐτὸ γιὰ τὴν οἰκοδομή του. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ ὅλουςτὸ ζητάει αὐτό· ὄχι δηλαδὴ ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε, ἀλλὰ «ὁ καθένας σας».
Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ διέταξε κάτι μεγάλο καὶ πρόσταξε νὰ ἀφήσουν τὴ δική τους τελειότητα γιὰ νὰ διορθώσουν τὴν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, πάλι τὸν Χριστὸ παρουσιάζει στὴ μέση λέγοντας: «καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σὲ ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ (:διότι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέφυγε ἐκεῖνα ποὺ ἦταν κοπιαστικὰ καὶ δυσάρεστα στὸν ἑαυτό Του, οὔτε προτίμησε τὰ ἀναπαυτικὰ καὶ τιμητικά, ἀλλὰ ὅπως ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή: "οἱ βρισιὲς καὶ οἱ βλασφημίες ἐκείνων ποὺ σὲ βλασφημοῦν, οὐράνιε Πατέρα, ἔπεσαν ἐπάνω μου")», πρᾶγμα ποὺ πάντοτε κάνει.
Καθόσον ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, Αὐτὸν παρουσίασε λέγοντας: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (:διότι γνωρίζετε καλὰ τὴ χάρη ποὺ ἔδειξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός· διότι, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, λόγῳ τοῦ ἀπείρου μεγαλείου τῆς θεότητάς Του, ἔγινε γιά σᾶς φτωχός. Καὶ φόρεσε τὴ φτωχὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνετε ἐσεῖς πλούσιοι πνευματικὰ μὲ τὴ φτώχεια Ἐκείνου)» [Β΄ Κορ. 8,9]. Καὶ ὅταν προέτρεπε γιὰ ἀγάπη, ἀπὸ ἐκεῖ προέτρεψε, λέγοντας: «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς (:ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του σὲ θάνατο γιὰ χάρη της)» [Ἐφ. 5,25].
Καὶ ὅταν συμβούλεψε νὰ ὑπομένουμε τὴν αἰσχύνη καὶ τοὺς κινδύνους, σὲ Αὐτὸν κατέφυγε, λέγοντας: «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν(:καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ στρέφουμε τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχὴ μας παρὰ μόνο στὸν Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς τελειοποιεῖ σὲ αὐτήν. Αὐτός, γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε μπροστὰ Του καὶ θὰ δοκίμαζε ὅταν μὲ τὸ πάθημά Του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε σταυρικὸ θάνατο καὶ περιφρόνησε τὴν ντροπὴ καὶ τὴν ἀτίμωση τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει καθίσει τώρα στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ)» [Ἑβρ. 12,2]. Ἔτσι καὶ ἐδῶ δείχνει ὅτι καὶ Αὐτὸς τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ὅτι ὁ προφήτης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ προεῖπε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε: «καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σὲ ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ (:καὶ οἱ χυδαῖες ὕβρεις καὶ οἱ χλευασμοὶ ποὺ ἐκτοξεύονται ἐναντίον Σου ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἔπεσαν ὅλοι καταπάνω μου)» [Ψαλμ. 68,10].
Τί ὅμως σημαίνει: «δὲν ζήτησε ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀρεστὰ στὸν ἑαυτὸ Του»; Ἦταν δυνατὸ σὲ Αὐτὸν νὰ μὴν ἀτιμασθεῖ, ἦταν δυνατὸ νὰ μὴν πάθει ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθε, ἂν βέβαια ἤθελε νὰ προσέχει τὸ δικό Του καλό· ἀλλὰ ὅμως δὲν θέλησε, ἀλλὰ παρέβλεψε τὸ δικό Του καλό, ἐπειδὴ πρόσεξε τὸ δικό μας. Καὶ γιὰ ποιόν λόγο δὲν εἶπε: «κένωσε τὸν ἑαυτό Του»; Γιατί δὲν ἤθελε νὰ δείξει αὐτὸ μόνο, ὅτι δηλαδὴ ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅτι καὶ ἀτιμάστηκε καὶ ἔλαβε ἀπὸ πολλοὺς κακὴ δόξα ἐπειδὴ θεωρήθηκε πὼς εἶναι ἀνίσχυρος. Γιατί Τοῦ ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅταν βρισκόταν ἐπάνω στὸν Σταυρό: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ (:ἐὰν εἶσαι βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ εὐλογημένου δηλαδὴ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἂς κατεβεῖς ἀπ᾿ τὸν σταυρὸ καὶ θὰ σὲ πιστέψουμε)» [Ματθ. 27,40] καὶ «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι (:ἄλλους ἔσωσε μὲ τὰ ἀγυρτικά του θαύματα˙ τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ τὸν σώσει)» [Ματθ. 27,42].
Γι᾿ αὐτὸ ἀνέφερε πρᾶγμα ποὺ τοῦ χρησιμεύει στὴν παροῦσα ὑπόθεση καὶ δείχνει πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὑποσχέθηκε· γιατί δὲν δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀτιμάστηκε μόνο, ἀλλὰ καὶ ὁ Πατέρας. «Οἱ ὕβρεις τῶν ὑβριστῶν Σου», λέγει, «ἔπεσαν πάνω μου». Αὐτὸ ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς: «δὲν συνέβῃ τίποτε καινούριο, τίποτε παράξενο». Γιατί ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκήθηκαν στὸ νὰ Τὸν χλευάζουν κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, αὐτοὶ ὀργίστηκαν πάρα πολὺ καὶ ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ. Καὶ αὐτὰ γράφτηκαν γιὰ νὰ Τὸν μιμούμαστε.
Ἐδῶ ὁ Παῦλος τοὺς προετοιμάζει πλέον καὶ γιὰ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς: «ὅσα γὰρ προεγράφῃ (:καὶ σᾶς φέρνω τὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς)», λέγει, «εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφῃ, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν (:διότι ὅσα γράφηκαν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους ἄνδρες, γράφτηκαν γιὰ τὴ δική μας διδασκαλία, γιὰ νὰ κρατοῦμε στερεὰ τὴν ἐλπίδα μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἐνίσχυση ποὺ δίνουν οἱ Ἅγιες Γραφές)». Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴν τὴ χάσουμε, γιατί ποικίλοι εἶναι οἱ ἀγῶνες ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ᾿ ἔξω· γιὰ νὰ δείξουμε ὑπομονή, παίρνοντας ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τίς Γραφές· γιὰ νὰ μένουμε στὴν ἐλπίδα, ζῶντας μὲ ὑπομονή. Αὐτὰ δηλαδὴ κατασκευάζουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἡ ὑπομονὴ τὴν ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα τὴν ὑπομονή· αὐτὰ καὶ τὰ δύο προέρχονται ἀπὸ τίς Γραφές.
Ἔπειτα στρέφει τὸν λόγο πάλι σὲ εὐχή, λέγοντας: «ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν (:καὶ ὁ Θεὸς ποὺ χαρίζει σὲ ὅλους μας τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παρηγοριά, μακάρι νὰ σᾶς δώσει νὰ ἔχετε ὅλοι μεταξύ σας τίς ἴδιες σκέψεις καὶ τὰ ἴδια φρονήματα, καὶ νὰ ζεῖτε διαρκῶς μὲ ὁμόνοια σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Ρωμ. 15,5]. Γιατί αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ἀγάπης, ἐκεῖνο ποὺ φρονεῖ κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸ νὰ φρονεῖ καὶ γιὰ τὸν ἄλλο.
Ἔπειτα πάλι γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ζητάει ἁπλῶς ἀγάπη, πρόσθεσε: «κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», πρᾶγμα ποὺ κάνει παντοῦ, ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλη ἀγάπῃ. Καὶ ποιό τὸ κέρδος τῆς ὁμοφροσύνης; Λέγει: «ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (:γιὰ νὰ διδάξετε μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μὲ ἕνα στόμα τὸν Ὕψιστο, ὁ Ὁποῖος εἶναι Θεὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, καὶ Πατέρας, ὡς πρὸς τὴ θεία φύση Του)» [Ρωμ. 15,6]. Δὲν εἶπε ἁπλῶς «μὲ ἕνα στόμα», ἀλλὰ πρόσταξε νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ «μὲ μιὰ ψυχή».
Εἶδες πὼς ἕνωσε ὁλόκληρο τὸ σῶμα καὶ πὼς ἔκλεισε τὸν λόγο πάλι σὲ δοξολογία, μὲ τὴν ὁποία προτρέπει ὅλως ἰδιαίτερα γιὰ ὁμόνοια καὶ ὁμοφροσύνη; Στὴ συνέχεια πάλι ἔρχεται ἀπὸ ἐδῶ στὴν ἴδια παραίνεση λέγοντας: «Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ (:γιὰ νὰ κατορθώσετε ὅμως ὅλοι σας σὰν ἕνας ἄνθρωπος καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ νὰ δοξάζετε τὸν Θεό, σᾶς συνιστῶ νὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς σᾶς δέχθηκε ὅλους καὶ σᾶς ἔκανε ἀγαπητοὺς καὶ δικούς Του, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός)» [Ρωμ. 15,7]. Πάλι τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ κέρδος ἀνέκφραστο, γιατί ἡ ὁμοφωνία αὐτὴ δοξάζει πάρα πολὺ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἂν ἀκόμη διαφωνεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, ἐπειδὴ λυπᾶσαι γι᾿ αὐτόν, ἀφοῦ κατανοήσεις ὅτι δοξάζεις τὸν Κύριό σου, ὅταν σταματήσεις τὴν ὀργή, ἂν ὄχι γιὰ τὸν ἀδελφό σου, τοὐλάχιστον γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ συμφιλιωθεῖς, ἢ καλύτερα, πρῶτα γι᾿ αὐτό.
Καθόσον ὁ Χριστὸς αὐτὸ παντοῦ ἀναφέρει καί, συνομιλῶντας μὲ τὸν Πατέρα, ἔλεγε: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας (:σὲ παρακαλῶ γιὰ ὅλους αὐτούς, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη ποὺ θὰ κυριαρχεῖ μεταξύ τους. Ὅπως ἐσύ, Πάτερ, εἶσαι ἑνωμένος μὲ Ἐμένα καὶ Ἐγὼ ἑνωμένος μὲ Ἐσένα, ἐπειδὴ ἔχουμε καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση, ἔτσι σὲ παρακαλῶ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ἔχοντας κοινωνία καὶ ἕνωση μέ μᾶς, γιὰ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες. Καὶ θὰ τὸ πιστέψει ὁ κόσμος ποὺ εἶναι διαιρεμένος καὶ διχασμένος, καθὼς θὰ βλέπει τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας καὶ συμφωνίας τῶν πιστῶν στὸ πρόσωπό μου)» [Ἰω. 17,21].
«Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ (:γιὰ νὰ κατορθώσετε ὅμως ὅλοι σᾶς σὰν ἕνας ἄνθρωπος καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ νὰ δοξάζετε τὸν Θεό, σᾶς συνιστῶ νὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, σᾶς δέχτηκε ὅλους καὶ σᾶς ἔκανε ἀγαπητοὺς καὶ δικούς Του, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός)» [Ρωμ. 15,7].
Ἄς ὑπακοῦμε λοιπὸν καὶ ἂς εἴμαστε ἑνωμένοι μεταξύ μας· γιατί ἐδῶ ἡ προτροπὴ δὲν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ἀδυνάτους, ἀλλὰ πρὸς ὅλους. Καὶ ἂν ἀκόμη θέλει κανεὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ ἐσένα, ἐσὺ νὰ μὴν χωριστεῖς, οὔτε νὰ πεῖς τὸν ψυχρὸ ἐκεῖνο λόγο: «ἂν μὲ ἀγαπάει, τὸν ἀγαπῶ»· «ἂν δὲν μὲ ἀγαπάει τὸ δεξὶ μάτι μου, τὸ βγάζω»· γιατί τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι σατανικὰ καὶ ἁρμόζουν στοὺς τελῶνες καὶ στὴ μικροψυχία τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐσὺ ὅμως, ποὺ κλήθηκες γιὰ μεγαλύτερη πολιτεία καὶ γράφτηκες πολίτης στοὺς οὐρανούς, εἶσαι ὑπεύθυνος γιὰ μεγαλύτερους νόμους. Νὰ μὴ λὲς λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ ὅταν δὲν θέλει νὰ σὲ ἀγαπάει, τότε νὰ δείχνεις μεγαλύτερη τὴν ἀγάπη σου, γιὰ νὰ τὸν προσελκύσεις· καθόσον εἶναι μέλος καὶ ὅταν τὸ μέλος ἀπὸ κάποια ἀνάγκη χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα, κάνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ ἑνώσουμε πάλι καὶ δείχνουμε τότε μεγαλύτερη φροντίδα· γιατί καὶ ὁ μισθὸς εἶναι περισσότερος, ὅταν κανεὶς προσελκύει κάποιον ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀγαπάει.
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Κύριος προστάζει νὰ προσκαλοῦμε σὲ γεῦμα ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νά μᾶς τὸ ἀνταποδώσουν, γιὰ νὰ αὐξηθοῦν ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνταπόδοση, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ στὴν περίπτωση τῆς ἀγάπης· γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπιέται καὶ ἀγαπάει σοῦ ἀπέδωσε τὴν ἀμοιβή, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπιέται καὶ δὲν ἀγαπάει, ἔκανε χρεώστη του τὸν Θεὸ ἀντὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ὅταν σὲ ἀγαπάει, δὲν χρειάζεται πολλὴ φροντίδα· ὅταν ὅμως δὲν σὲ ἀγαπάει, τότε χρειάζεται τὴ βοήθειά σου.
Νὰ μὴν κάνεις λοιπὸν τὴν αἰτία τῆς φροντίδας αἰτία ραθυμίας, οὔτε νὰ λὲς «ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστος, γι᾿ αὐτὸ τὸν παραμελῶ»· καθόσον ἀρρώστια εἶναι ἡ κατάψυξη τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ ἐσὺ θέρμανε ἐκεῖνον ποὺ ἔπαθε κατάψυξη. «Τί λοιπὸν θὰ κάνω», λέγει, «ἂν δὲν θερμαίνεται;» Ἐπίμενε νὰ κάνεις ἐκεῖνο ποὺ ἐξαρτᾷται ἀπὸ ἐσένα. Τί λοιπὸν ἂν διαστρέφεται περισσότερο; Πάλι σοῦ προξενεῖ μεγαλύτερη τὴν ἀνταπόδοση καὶ τόσο περισσότερο σὲ ἀποδεικνύει μιμητῆ τοῦ Χριστοῦ· γιατί ἂν τὸ νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας εἶναι γνώρισμα μαθητῶν (γιατί λέγει: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ἀπὸ τὸ ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σᾶς ἐξασφαλίσει τὴν ἀναγνώριση, τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων περισσότερο ἀπὸ τὴ θαυματουργική σας δράση)» [Ἰω. 13,35], τὸ νὰ ἀγαποῦμε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς μισεῖ, σκέψου πόσο μεγάλο θὰ εἶναι.
Γιατί καὶ ὁ Κύριός σου ἀγαποῦσε καὶ παρηγοροῦσε ἐκείνους ποὺ Τὸν μισοῦσαν, καὶ ὅσο πιὸ ἀσθενεῖς ἦταν, τόσο περισσότερο φρόντιζε γι᾿ αὐτοὺς καὶ διακήρυττε λέγοντας: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες (:δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι καλὰ στὴν ὑγεία τους καὶ εἶναι ἄρρωστοι)» [Ματθ. 9,12], καὶ θεωροῦσε ἄξιους γιὰ τὸ ἴδιο τραπέζι τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς· καὶ ὅσο Τὸν ἀτίμασαν οἱ Ἰουδαῖοι, τόση τιμὴ καὶ φροντίδα ἔδειξε γι᾿ αὐτούς, ἢ καλύτερα καὶ πολὺ περισσότερη. Αὐτὸν νὰ μιμηθεῖς καὶ ἐσύ. Οὔτε βέβαια εἶναι μικρὸ τὸ κατόρθωμα, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὸ οὔτε ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ μπορεῖ νὰ γίνει πάρα πολὺ ἀρεστὸς στὸν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος.
Μὴ λέγεις λοιπὸν ὅτι «μὲ μισοῦν καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τοὺς ἀγαπῶ κι ἐγώ», γιατί γι᾿ αὐτὸ προπάντων πρέπει νὰ ἀγαπᾷς. Ἄλλωστε οὔτε εἶναι δυνατὸ ὅταν ἀγαπᾷς νὰ μισεῖσαι ἀμέσως, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι θηρίο κανείς, ἀγαπάει ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. «Ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; (:διότι ἐὰν ἀγαπήσετε μόνο ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά ἀνταμοιβὴ ἔχετε νὰ πάρετε ἀπὸ τὸν Θεό; Δὲν κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ τελῶνες;)», λέγει [Ματθ. 5,46]. Ἐὰν ὅμως ὁ καθένας ἀγαπάει ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν, ποιός δὲν θὰ ἀγαπήσει ἐκείνους ποὺ τὴ στιγμὴ ποὺ μισοῦνται ἀγαποῦν; Αὐτὸ λοιπὸν νὰ δείξεις καὶ νὰ μὴ σταματήσεις νὰ λέγεις αὐτὸν ἐδῶ τὸν λόγο, ὅτι δηλαδὴ «ὅσο καὶ ἂν μὲ μισεῖς, δὲν θὰ σταματήσω νὰ σὲ ἀγαπῶ», καὶ σταμάτησες κάθε φιλονικία, ἀπομάκρυνες κάθε ψυχρότητα· γιατί ἢ ἀπὸ φλεγμονὴ προέρχεται ἡ ἀρρώστια αὐτὴ ἢ ἀπὸ ψυχρότητα, ἀλλὰ συνήθως καὶ τὰ δύο ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης τὰ διορθώνει μὲ τὴ θερμότητα.
Δὲν βλέπεις ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν αἰσχρὰ ραπίζονται, φτύνονται, βρίζονται, παθαίνουν ἄπειρα κακὰ ἀπὸ τίς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ εἶναι πόρνες; Τί λοιπόν; Τερμάτισαν τὸν ἔρωτά τους οἱ ὕβρεις; Καθόλου, ἀλλὰ καὶ περισσότερο τὸν ἄναψαν. Ἄν καὶ βέβαια ἐκεῖνες ποὺ τὰ κάνουν αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν πορνεία τους κατάγονται καὶ ἀπὸ ἄσημο καὶ ἀσήμαντο γένος, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ τὰ παθαίνουν πολλὲς φορὲς μποροῦν νὰ ἀπαριθμοῦν λαμπροὺς προγόνους καὶ νὰ περιβάλλονται ἀπὸ πολλὴ ἄλλη ἐπισημότητα, ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν τοὺς σταματάει, οὔτε τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐρωμένη τους.
Ἔπειτα δὲν ντρεπόμαστε, ὅση δύναμη ἔχει ὁ ἔρωτας τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων, νὰ μὴν μποροῦμε νὰ τὴ δείξουμε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου; Δὲν βλέπεις ὅτι εἶναι παρὼν ὁ πονηρὸς ἐκεῖνος δαίμονας, τραβῶντας πρὸς τὸν ἑαυτό του ἐκεῖνον ποὺ μισεῖται καὶ θέλοντας νὰ ἁρπάξει τὸ μέλος, ἐνῶ ἐσὺ ἀδιαφορεῖς καὶ παραδίνεις τὸ ἔπαθλο τῆς μάχης; Καθόσον ὁ ἀδελφὸς βρίσκεται στὴ μέση σὰν ἔπαθλο· καὶ ἂν νικήσεις, ἐσὺ ἔλαβες τὸ στεφάνι, ἂν ὅμως ἀδιαφορήσεις, ἔφυγες ἀστεφάνωτος. Σταμάτησε λοιπὸν νὰ λέγεις τὸν σατανικὸ ἐκεῖνον λόγο, ὅτι «ἂν μὲ μισεῖ τὸ μάτι μου, δὲν μπορῶ οὔτε νὰ τὸ δῶ»· γιατί τίποτε δὲν εἶναι πιὸ αἰσχρὸ ἀπὸ τὸν λόγο αὐτόν, παρόλο βέβαια ποὺ οἱ περισσότεροι τὸν θεωροῦν ἀπόδειξη εὐγενικῆς ψυχῆς· ἀλλὰ τίποτε δὲν εἶναι πιὸ χυδαῖο ἀπὸ αὐτόν, τίποτε πιὸ ἀνόητο, τίποτε πιὸ μωρό.
Γι᾿ αὐτὸ προπάντων καὶ πενθῶ, ἐπειδὴ τὰ πράγματα τῆς κακίας θεωροῦνται πὼς εἶναι τῆς ἀρετῆς, καὶ ἡ καταφρόνηση καὶ περιφρόνηση φάνηκε πὼς εἶναι πρᾶγμα λαμπρὸ καὶ σεμνό, πρᾶγμα ποὺ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη παγίδα τοῦ διαβόλου, τὸ νὰ περιβάλλει μὲ ἀγαθὴ δόξα τὴν κακία· γι᾿ αὐτὸ καὶ δύσκολα ἐξαλείφεται· καθόσον καὶ ἐγὼ ἄκουσα πολλοὺς νὰ καυχιοῦνται γιὰ τὸ ὅτι δὲν θέλουν νὰ πλησιάσουν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀποστρέφονται, ἂν καὶ βέβαια ὁ Κύριός σου καὶ χαίρεται νὰ τὸ κάνει αὐτό.
Πόσες φορὲς λοιπὸν Τὸν περιφρόνησαν οἱ ἄνθρωποι; Πόσες φορὲς Τὸν ἀποστράφηκαν; Αὐτὸς ὅμως δὲν σταματάει νὰ τρέχει κοντά τους. Μὴ λέγεις λοιπὸν ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πλησιάσω ἐκείνους ποὺ μὲ μισοῦν», ἀλλὰ πὲς ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ περιφρονήσω ἐκείνους ποὺ μὲ περιφρονοῦν». Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι τοῦ διαβόλου· αὐτὸς κάνει τοὺς ἀνθρώπους λαμπροὺς καὶ ἔνδοξους, ἐνῶ ὁ ἄλλος αἰσχροὺς καὶ καταγέλαστους. Γι᾿ αὐτὸ θαυμάζουμε τὸν Μωυσῆ, γιατί καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ Θεὸς ἔλεγε: «καὶ νῦν ἔασὸν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτοὺς ἐκτρίψω αὐτοὺς (:καὶ τώρα ἄφησὲ με νὰ τοὺς καταστρέψω πάνω στὴ δίκαιη ὀργή μου)» [Ἔξ. 32,9], δὲν μπόρεσε νὰ περιφρονήσει ἐκείνους ποὺ πολλὲς φορὲς Τὸν ἀποστράφηκαν, ἀλλὰ ἔλεγε: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας (:καὶ τώρα ἐὰν φανῆς εὐσπλαχνικὸς καὶ συγχωρήσεις τὴν ἁμαρτία τους αὐτή, συγχώρεσέ τους. Ἐὰν ὅμως δὲν τοὺς συγχωρέσεις, ἐξάλειψε μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ἐμένα ἀπὸ τὸ βιβλίο σου στὸ ὁποῖο μὲ ἔχεις)» [Ἔξ. 32,32]· γιατί ἦταν φίλος καὶ μιμητὴς τοῦ Θεοῦ.
Ἄς μὴν καυχιόμαστε λοιπὸν γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ντροπή, οὔτε νὰ λέμε τὰ λόγια αὐτῶν τῶν χυδαίων καὶ πρόστυχων ἀνθρώπων τῆς ἀγορᾶς: «εἶμαι σὲ θέση νὰ φτύσω στὰ πρόσωπα ἀπείρων ἀνθρώπων», ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἄλλος τὰ λέγει, ἂς τὸν περιγελοῦμε καὶ ἂς τὸν ἀποστομώνουμε, γιατί ὑπερηφανεύεται γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ντρέπεται.
Τί λές; Πές μου· φτύνεις στὸ πρόσωπο ἀνθρώπου πιστοῦ, τὸν ὁποῖο καὶ ὅταν ἦταν ἄπιστος δὲν τὸν ἔφτυσε ὁ Χριστός; Τί λέγω δὲν τὸν ἔφτυσε; Τόσο λοιπὸν τὸν ἀγάπησε, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν αἰσχρὸς καὶ ἄσχημος, ὥστε καὶ νὰ πεθάνει γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἔπειτα, Αὐτὸς τόσο τὸν ἀγάπησε ἂν καὶ ἦταν τέτοιος, ἐνῶ ἐσὺ τώρα ποὺ ἔγινε ὡραῖος καὶ θαυμαστὸς τὸν περιφρονεῖς, πές μου, ἐνῶ εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε σῶμα τοῦ Κυρίου; Δὲν καταλαβαίνεις τί λές; Δὲν αἰσθάνεσαι αὐτὰ ποὺ τολμᾷς; Κεφαλὴ ἔχει τὸν Χριστὸ καὶ τραπέζι καὶ ἔνδυμα καὶ ζωὴ καὶ φῶς καὶ νυμφίο καὶ ὅλα εἶναι Ἐκεῖνος σὲ αὐτόν, καὶ τολμᾷς νὰ πεῖς ὅτι «φτύνω αὐτόν»; Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ χίλιους ἄλλους μαζὶ μὲ αὐτόν;
Στάσου, ἄνθρωπε, σταμάτησε τὴ μανία σου, ἀναγνώρισε τὴν ἀξία τοῦ ἀδελφοῦ σου, μάθε ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ἀπόδειξη ἀνοησίας καὶ παραφροσύνης καὶ λέγε τὰ ἀντίθετα, ὅτι «καὶ ἂν ἀκόμη μὲ φτύνει ἄπειρες φορές, ἐγὼ δὲν θὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ αὐτόν». Ἔτσι καὶ τὸν ἀδελφὸ θὰ κερδίσεις καὶ θὰ ζήσεις γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ συμμετάσχεις στὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἴθε ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ΚΗ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 17, σελίδες 607-623.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσειςἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητοςθεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸἸωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσειςἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
______________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»