Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες σήμερα

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧAI ΣΗΜΕΡΑ – 1ον

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

  Συνήθως, ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, συμβαίνει νὰ μεταφερόμαστε στὴν ἐποχή τους. Συχνά  μᾶς παρασύρει τὸ κλῖμα τοῦ παρελθόντος καὶ θεωροῦμε ὅτι αὐτοί, οἱ ἅγιοι, ἀνήκουν μόνο στὸν αἰώνα  ποὺ ἔζησαν. Κι’ αὐτὸ συμβαίνει παρὰ τὸ γεγονός ὅτι καὶ τώρα  ποὺ τοὺς τιμᾶμε, ἔχουμε  τὴν ἐντύπωση  πώς:  ὁ βίος, ἡ  διδαχὴ καὶ τὰ ἔργα τους ἀναφέρονται, ἀνήκουν καὶ ἰσχύουν μόνο γιὰ τὴν ἐποχή τους. Ὅμως οἱ Ἅγιοι «εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι». Γιατί ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδαχὴ τους καταδεικνύει ὁλόλαμπρη τὴν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παραμένει ἄφθαρτη καὶ ἀναλλοίωτη στὸ χρόνο καὶ τὶς ἀέναες μεταβολὲς τοῦ κόσμου.

Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἔχει τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη ἐφαρμογή της στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες: «Βασίλειον τὸν ἔνθεον νοῦν, Γρηγόριον τὴν θείαν φωνήν, καὶ Ἰωάννην τὴν χρυσῆ λύραν τοῦ πνεύματος». Ὅ,τι τούς ἔκανε μεγάλους στὴν ἐποχή τους, τὸ ἴδιο τούς καθιστᾶ μεγάλους ὕστερα  ἀπὸ δεκάδες αἰώνων καὶ μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου. Καμία, ἀπολύτως, ἐγκόσμια μεταλλαγή, δὲν μπορεῖ  νὰ ἀνατρέψει τὴν θέση ποὺ κατέχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ λογοκρατούμενη ἐποχή μας ποὺ ἔδωσε «βιβλίον ἀποστασίου» στὴν μυστικὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος, ἀρκεῖται στὸ νὰ βλέπει τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες μόνο ὡς: τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, τοὺς «ἐραστὲς τῆς κλασσικῆς σοφίας», αὐτοὺς ποὺ συνδύασαν, ἢ καλύτερα ποὺ συμφιλίωσαν  τὸν  Χριστιανισμὸ μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παιδεία.  Καὶ πράγματι ἡ κλασσικὴ παιδεία τους εἶναι ἀξιοθαύμαστα σημαντική. Ὁ Ἑλληνικὸς λόγος, ὁλόλαμπρος ἀναδεικνύεται «ἀπό τὶς ἀστραπὲς τῆς μεγαλοφυΐας τους καὶ ἀκτινοβολεῖ στὰ συγγράμματά τους». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τοὺς ἀναδεικνύει «μεγίστους φωστῆρες» τῆς θεότητας, δὲν εἶναι τὰ γράμματα, ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους. Αὐτὴ  λάμπρυνε τὸν Ἑλληνικὸ λόγο τους, καὶ ἀπὸ διανοητικὸ τὸν μετουσίωνε σὲ πνευματικό, γι’ αὐτὸ θέλγονταν ἀπ’ αὐτὸν οἱ καρδιὲς τῶν πιστῶν.

Αὐτονόητο εἶναι πὼς χωρὶς τὴν ἁγιότητά τους δὲν θὰ ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἁπλοὶ φιλόσοφοι ἢ ἔστω θεολογοῦντες, ἀνήμποροι νὰ φθάσουν στὶς «κορυφὲς τῆς γνώσεως», ποὺ ἔφτασαν. Ἡ δὲ θεολογία τους, ἂν δὲν καταυγαζόταν ἀπ’ τὶς φωτοφόρες ἀκτῖνες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ἕνας ὀνομάστηκε ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία Θεολόγος, ὁ ἄλλος ἀναγνωρίζεται οὐρανοφάντωρ (= λάμπει μέχρι τὸν οὐρανό), καὶ στὸν τρίτο  ἀποδίδεται  ὁ  τί­τλος τοῦ Χρυσοστόμου. Ὀνόματα μεγάλα, ἀνεπανάληπτα, μοναδικά.

Οἱ τομεῖς τοῦ κλασσικισμοῦ

  Ὁ κλασσικισμὸς μπορεῖ νὰ ὑποδιαιρεθεῖ σὲ πέντε τομεῖς: Μεταφυσική, Ἠθική, Τέχνη, Γνωσιολογία, Πολιτικὲς ἐπιστῆμες. Ἂν σ’ αὐτὰ ἀντιπαρατεθοῦν τὰ ἐνδιαφέροντα τῶν «μελιρρύτων» ἱεραρχῶν διαπιστώνεται ὅτι: περὶ μεταφυσικῆς δὲν γίνεται καμία σύγκριση. Ἐκεῖ, στὸν κλασσικισμό, ἔχουμε λατρεία εἰδώλων καὶ φανταστικῶν θεοτήτων. Ἐδῶ, (στὸν χριστιανισμό), ἀποκάλυψη τοῦ «ζῶντος Θεοῦ», ἀληθινὴ Θεοφάνεια. Ὁ πιστὸς  ζεῖ τὴν «συνεχῶς ἀποκαλυπτομένη τριαδικὴ μονάδα τῆς Θεότητος».

1.Στὴν ΗΘΙΚΗ, ὁ κλασσικισμός, ἐκτὸς ἀπὸ μερικὰ  φυσικὰ στοιχεῖα ἠθικῆς, δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει κάτι περισσότερο. Ἀφοῦ κατὰ τὴν ἄποψή του, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ζεῖ «κατὰ φύσιν», ἐνῶ στὸ χῶρο τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύφθηκε καλεῖται νὰ ὑπερβεῖ τὴ φύση του, νὰ ζήσει «ὑπὲρ φύσιν», ὡς «οὐρανοπολίτης», ἀφοῦ «ἡμῶν (τῶν χριστιανῶν), τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει..»(Φιλιπ.3,20). Ὁ Χριστιανισμὸς κομίζει στὸν κόσμο ὑπερφυσικὴ ἠθική, διδασκαλία «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Ἰδανικό τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τώρα τὸ «καλὸς κἀγαθός», ἀλλὰ ἡ Χριστοειδὴς μεταποίηση τῆς ζωῆς του.

2. Η ΤΕΧΝΗ στὸν κλασσικισμὸ κινεῖται στὰ φυσικά της ὅρια. Εἶναι μόνο αἰσθητική. Καλλιτεχνία ποὺ πηγάζει ἀπ’ τὴν καρδιὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ ἔχει ὑποστεῖ τὴν φθορὰ τῆς  ἁμαρτίας ὡς συν­έπεια τῆς προπατορικῆς πτώσεως, καὶ «ἔξωσης ἀπ’ τὸν  παράδεισο». Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ποὺ ἀνέβηκαν στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος καὶ φωτίστηκαν ἀπὸ  τὶς ἀκτῖνες τοῦ «ἀκτίστου φωτός», ἀναχώνεψαν στὶς ψυχές τους τὴν φυσικὴ αἰσθητικὴ καὶ βίωσαν τὸ κάλλος τοῦ πνεύματος. Ἡ λάμψη καὶ τὸ πνευματικὸ θέλγητρο τοῦ θείου κάλλους ἀναδίδονται πυκνὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους.

3.Η ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ τοῦ κλασσικισμοῦ. Ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ λεγόμενος «Σπερματικὸς λόγος», ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ σκοτισμένες ψυχὲς καὶ φωτίζεται μόνο ἀπὸ ἀμυδρὲς ἀκτῖνες, μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ λόγο τῆς Ἀποκαλύψεως; Ἐκεῖ εἶναι σὰν πυγολαμπίδα, ἐδῶ καταυγάζει τὸν κόσμο ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἐδῶ  ἰσχύει ὁ λόγος: «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».

4. Γιὰ τὶς ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ἐπιστῆμες ἴσως εἶναι περιττὸ νὰ γίνει λόγος, ἀφοῦ ὁ Χριστιανισμὸς μεταθέτει τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ «ξένον ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις ἄγνωστον μυστήριον». Ὁ ὑμνωδὸς τονίζει χαρακτηριστικά: «Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες…». Ξένος ὁ τόκος τῆς παρθένου. Πάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους ἡ γέννησή του. «Ἀπάτωρ ἐκ μητρὸς καὶ ἀμήτωρ ἐκ πατρὸς ὁ ἐξ αὐτῆς ἀρρήτως γεννηθείς. Βλαστὸς διφυὴς οὐράνιος ἅμα καὶ ἐπίγειος. Θεὸς ἐν ἀνθρωπίνῃ μορφῇ καὶ ἄνθρωπος ἐν τῷ Θεῷ φερόμενος καὶ βασταζόμενος». Ποιὸς ὅμως ὁ σκοπὸς τοῦ ξένου τούτου καὶ παραδόξου θαύματος;  Ἡ ταπεινὴ αὐτὴ ἐπὶ γῆς ἐπιδημία τοῦ Θεοῦ ἀποσκοποῦσε στὴν ἀνύψωση τοῦ «πεπτωκότος ἀνθρώπου» στὴ σφαῖρα τῆς ἄπειρης χρηστότητας καὶ εὐλογίας Του. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔγινε «ἐν ταπεινώσει» ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος «ἐν δόξει» Θεός. Ἡ κάθοδος τοῦ ἀπείρου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάβαση τοῦ πεπερασμένου. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁ ἄνθρωπος θεὸς γιὰ τὸν Θεό.

  Ὁ χριστιανὸς ζώντας μὲ τὴν ἀναμονὴ αὐτῆς τῆς μετάθεσης, συνειδητοποιεῖ ὅτι: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν…».(Ἑβρ.13,14). Ὁ δὲ ἱερὸς Θεοφύλακτος ἑρμηνεύοντας τὴ φράση αὐτὴ διευκρινίζει: «Οὐκ ἔχομεν μετοχὴν τινα  ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, ἐπεί δὲ οὐδὲ μένει. Ὀφείλομεν οὖν φεύγειν ἐκ τούτου καὶ πρὸς τὴν μέλλουσαν πόλιν τρέχειν, τοὐτέστιν τὴν οὐράνιον. Καταφρονήσωμεν τοίνυν τῶν παρόντων καὶ προσμείνωμεν ἐκεῖνα τὰ μόνιμά τε καὶ διαρκῆ…». Καταφαίνεται λοιπὸν ὅτι: Ἡ ἐνοχὴ ποὺ ἀποδίδεται στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες πὼς «συνέζευξαν τὸν κλασσικισμὸν μὲ τὸν χριστιανισμὸν» εἶναι παντελῶς ἀβάσιμος καὶ ἀστήρικτος. Γιατί ἐκεῖνοι ἁπλῶς τὸν ὑπερέβησαν καὶ τὸν ξεπέρασαν. Δὲν μποροῦσε ἄλλωστε νὰ γίνη διαφορετικά. Μόνο ὅποιος στερεῖται τῶν κριτηρίων τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι: δὲν βλέπει τὴ μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τοῦ Θείου φωτός, ποὺ καταλάμπει τοὺς Πατέρες, καὶ τῶν «πυγολαμπίδων τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας.

Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι σήμερα – 2ον -Τελευταῖον

Διαφοραί μὲ τὴν Δύσιν

  Στὸ χῶρο τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης τὸ πρᾶγμα  διαφέρει. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι: Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ζοῦν τὴν μυστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή, καὶ δέχονται τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνῶ στὴ Δύση ἡ θεολογία της, ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα ἔχει μεταβληθεῖ σὲ  φιλοσοφία. Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα στὴ Δύση μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος περὶ «μίξεως τοῦ κλασσικισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμό», ὅταν λάβει ὑπ’ ὄψιν του τὴν Λατινικὴ θεολογία, στὴν ὁποία δεσπόζει ὁ Ἅγιος Αὐγου­στῖ­νος. Στὴν ὀρθόδοξη, ὅμως, Ἐκκλησία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, λαλεῖ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.  Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Δυτικὴ θεολογία ἔχει ἐμπλακεῖ στὸν φαῦλο κύκλο ἀπίθανων αἱρέσεων, ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς παρέμεινε πραγματικὴ Ὀρθοδοξία.

Ὁ λόγος τῆς διακρίσεως

  Μὲ τὰ ἀνωτέρω δεδομένα γεννᾶται τὸ εὔλογο ἐρώτημα: Ποιὸ ἦταν τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ συντέλεσε ὥστε, στὴν Ἀνατολή,  παρὰ τὸν μεγάλο πειρασμὸ τῆς πλούσιας παγανιστικῆς μόρφωσης καὶ παιδείας, οἱ ἅγιοι Πατέρες νὰ καταστοῦν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἀκόμα πῶς συνέβη ἡ διδασκαλία τους νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ κανόνα θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτοὶ νὰ γεραίρωνται στοὺς αἰῶνες ὡς «μελίρρυτοι ποταμοὶ τῆς σοφίας»; Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὴν ἔκτακτη καταβολὴ τῆς φύσεως, στὴν εὔροια καὶ τὸ βάθος τῆς μάθησης καὶ τὴν ἀφθονία τῆς  θείας χάριτος. Ἀλλὰ ἡ θεία χάρις δὲν δίδεται, ἂν δὲν ζητηθεῖ, καὶ ἂν δὲν ἔχει τόπο νὰ ἀναπαυθεῖ. Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔδωσαν οἱ μεγάλοι ἱεράρχες ὡς ἀνθρώπινη προσφορά τους, ἦταν ὁ προσωπικὸς ἀγώνας, ἡ ἀσκητικότητα, τὸ πνευματικὸ πένθος, τὸ καρδιακὸ δάκρυ, ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή τους, ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους.

  Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε λόγος τους ἀποτελεῖ «ὅρο καὶ δόγμα καὶ κανόνα» τῆς Ἐκκλησίας. Ἔμαθαν τὴ φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας  «διὰ θεωρίας καὶ πράξεως», μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειριῶν τους».  Ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἀκτινοβολία τῶν ἐνεργημάτων τῆς θείας χάριτος στὶς «διὰ θείου πυρὸς κεκαθαρμένας ψυχάς των». Οἱ ἔχοντες «πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς» καὶ μυστικὴ ἀκοή, μποροῦν νὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀκοῦν τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου στοὺς λόγους τῶν τριῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι «πύρσευσαν τὴν οἰκουμένην» μὲ τὶς ἀκτῖνες τῶν θείων δογμάτων.

Ἐπίλογος

   Οἱ τρεῖς «μέγιστοι φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος», κατὰ τὸν Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη: «Πανταχοῦ τῷ φωτὶ τῆς ἑαυτῶν πολιτείας τὰ τῆς γῆς δαδουχήσαντες τέρματα», εἶναι δένδρα καλλίκορμα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ ξεριζώσουν «οἰαιδήποτε ἀνέμων πνοαί», διότι ἔχουν βαθιὲς καὶ στερεωμένες τὶς ρίζες τους στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι  σέβονται καὶ τιμοῦν ἐκείνους ποὺ εἰσηγήθηκαν καὶ δίδαξαν «πᾶν ὅ,τι εἶναι ἱερώτατον δι’ ἕν ἔθνος». Ὡς αἰώνιοι διδάσκαλοι καὶ ποιμένες τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ παραμένουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Διδάσκουν ποιμένες καὶ λαό. Στέκονται μπροστὰ μας ὡς τύποι καὶ ὑποδείγματα σὲ ὅλους, σὲ θέματα πίστης, καθαρότητας ζωῆς, ἤθους καὶ ἐμμονῆς στὴν ὀρθοδοξία ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι «τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ λόγου. Τῆς μυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, οἱ πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος».

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος