Αἱ σύγχρονοι παρερμηνεῖαι περί τοῦ «ἐκκλήτου», ἀπειλή διά τήν Ὀρθοδοξίαν!

Αἱ σύγχρονοι παρερμηνεῖαι περί τοῦ «ἐκκλήτου», ἀπειλή διά τήν Ὀρθοδοξίαν!

Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς

  Ἡ ἐποχή μας εἶναι κουρασμένη. Σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ἰσχύει ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροτέρου. Ὁ ἕνας προσπαθεῖ νά ὑποτάξει τόν ἄλλο καί αὐτό εἶναι πού κουράζει, φθείρει καί ἀπονεκρώνει τόν κόσμο μας.

  Τό πιό θλιβερό, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροτέρου ἐπιχειρεῖται νά εἰσχωρήσει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀντικαταστήσει τόν Θεῖο Νόμο. Μάταια οἱ Πατέρες μας βοοῦν «ὅτι πᾶσα ἀνάπαυσις αὕτη ἐστί, τό θεωρεῖν εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»,[1] ὅτι δηλαδή ὅλα τά προβλήματα ἐπιλύονται μόνο στήν θέα τοῦ Χριστοῦ μας. Καί μόνο ἡ θέα τῆς Θεανθρώπινης μορφῆς Του εἶναι ἀρκετή. Πολλῷ δέ μᾶλλον ἡ μελέτη τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας Του, πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολιῶν γιά τό πῶς ἀκριβῶς πρέπει νά πορευθοῦμε.

  Ἀντί λοιπόν νά στραφοῦμε σέ Ἐκεῖνον, υἱοθετοῦμε τούς ἀνταγωνισμούς τοῦ κόσμου, τά ψεύδη καί τήν παραχάραξη μέ σκοπό τήν ὑπερίσχυση διά τῆς ἰσχύος καί ὄχι τῆς Ἀληθείας. Ὁ Χριστός καί οἱ Μαθητές Του, ὡστόσο, μᾶς ἔδειξαν πῶς πρέπει νά λύνουμε τά προβλήματά μας. Ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι καί συμφωνήσουν ἀπό κοινοῦ νά Τοῦ ζητήσουν κάτι, αὐτό θά γίνει. Δέν ἔκανε λόγο γιά κάποιον ἀνώτερο μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἤ τριῶν! Ἀκόμη, εἶπε ὅτι ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος, θά πρέπει νά γίνει πάντων διάκονος καί ὄχι ἀποφασίζων καί διατάζων.

  Στό ἴδιο πνεῦμα, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ πρῶτοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφήρμοσαν τίς ὁδηγίες ἐπίλυσης τῶν προβλημάτων καί τῶν διχογνωμιῶν, πού παρέλαβαν ἀπό τόν Διδάσκαλό τους. Στήν Ἀποστολική Σύνοδο πού πραγματοποίησαν οἱ Ἀπόστολοι γιά τήν ἐπίλυση ζωτικῶν προβλημάτων τῆς Πίστης, παρόλο πού προήδρευε ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, κι ἐνῷ παρευρισκόταν ὁ ἐπονομαζόμενος ἀπό τούς Παπικούς «Ἀλάθητος» Ἀπόστολος Πέτρος, ὑπερίσχυσε ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Παύλου, πού δέν ἀποτελοῦσε κἄν μέλος τοῦ στενοῦ κύκλου τῶν Δώδεκα. Ἐν τέλει «ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί τοῖς Πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Πράξ. ιε΄, 1-29). Ὑπῆρξε δηλαδή ἀπό κοινοῦ συνεδρίαση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε «ἐν ἀγάπῃ […] δογματίσωσι τῇ ἐπιπνοίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[2].

  Στήν πορεία τῆς Ἱστορίας πρῶτος ὁ Πάπας τῆς Ρώμης ἐπιχείρησε νά θέσει τήν Ἐκκλησία ὑπό τήν ἐξουσία του, μέ τήν γνωστή θεωρία περί τοῦ (ἀνυπάρκτου) πρωτείου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Σήμερα, ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχουν ὁρισμένοι κύκλοι – τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις ἀποκτοῦν ὅλο καί μεγαλύτερη ἐπιρροή – πού ἐπιχειροῦν νά ἐπιβάλουν τόν δικό τους Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Κάτι τέτοιο, ἄν τελικά συμβεῖ, θά ἀποβεῖ ὀλέθριο. Ἐάν, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ Πάπας «ἀτιμάζει τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διότι ἀποστερεῖ αὐτῆς τήν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος»,[3] ἐκεῖνοι πού ἐπιχειροῦν νά ἀναδείξουν κάποιον θρόνο ἀνώτερο τῶν ἄλλων αὐτοδιοίκητων Ἐκκλησιῶν, τί διαφορετικό ἐλπίζουν νά ἐπιτύχουν;

  Γνωρίζουμε ὅτι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἔπρεπε «ὁμοφώνως ἀποδέξασθαι ἁπάσας τάς Ἐκκλησίας τῶν δεδογματισμένων τήν ὀρθότητα».[4] Αὐτό συνεπάγεται ὅτι κάθε Ἐκκλησία, μεγάλη ἤ μικρή, ἔπρεπε νά ἔχει λόγο ἰσότιμο μέ ὅλες τίς ἄλλες.[5] Σήμερα, πῶς προτείνεται ἀπό κάποιους νά ἐπικρατεῖ οἰκουμενικά ἡ γνώμη τῶν περισσοτέρων ἤ ἀκόμη χειρότερα ἡ γνώμη τοῦ ἑνός; Σήμερα, ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχουν πολύ διαφορετικές ἀπόψεις σέ κάθε μεῖζον ζήτημα, ὁπότε εἶναι ἀπαραίτητος περισσότερο ἀπό ποτέ ὁ διάλογος, ἀλλά καί ἡ, μέ εὐλαβική προσοχή, ἐπιστροφή στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ λειτουργεῖ σωστά ἡ Ἐκκλησία μας.

  Κατά καιρούς ἐκφράζονται συγκεκριμένες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ἐμμέσως πλήν σαφῶς ἐπιχειροῦν, εἴτε ἀπό ὑπερβολικό σεβασμό, εἴτε ἀπό πολιτική σκοπιμότητα, νά ἀνάγουν τόν σεπτό θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου ἀπό πρῶτο μεταξύ ἴσων, σέ πρῶτο ἄνευ ἴσων. Ἐν τούτοις, ὅπως εἴδαμε, δέν παραλάβαμε αὐτή τήν ἀντίληψη ἀπό τόν Χριστό ἤ τούς Μαθητές Του.

  Μιά τέτοια καινοφανής ἄποψη εἶναι ἡ ἑξῆς: κάθε τοπική Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μέλος «τοῦ ἑνός Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐκτεταμένου ἐν παντί τῷ κόσμῳ, συναρμολογουμένου δέ εἰς μίαν Ἐκκλησίαν», ἀλλ’ ὅμως πάντοτε «κέντρον ἔχουσα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο». Αὐτή ἡ πρόταση, οὖσα ξένη πρός τήν Πατερική Θεολογία, ἐγείρει καί λογικά ἐρωτήματα, ἀφοῦ πρέπει νά μᾶς ἐξηγήσουν τί ἐννοοῦν μέ τήν λέξη «κέντρον». Ἄν ὑποδηλώνεται δι’ αὐτῆς ὅτι τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο δέν ἔχει ἁπλῶς συντονιστικό ρόλο μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἀποτελεῖ τό κέντρο, ἤ ὡς ὁ τρόπον τινά ἀνώτερος ἐκφραστής τοῦ Χριστοῦ, τότε σύμφωνα μέ τήν Ἱερά μας Παράδοση ἔχουμε πρόβλημα. Ἐφόσον δέν ἀναγνωρίσαμε πρωτεῖο ἐξουσίας στή Δύση, θά τό ἀναγνωρίσουμε στήν Ἀνατολή;

  Ἀκόμη κι ἄν δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀνωτέρω φράση «κέντρον» ἔχει τήν σημασία τῆς τιμῆς πού ὀφείλουν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες στό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο καί ὄχι στήν ἄνευ ὅρων καί ὁρίων ὑποταγή τους, πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὁ λόγος καί ὁ τρόπος πού δρομολογοῦνται ὁρισμένα ζητήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

  Ἕνα ζήτημα ἐξ αὐτῶν ἀφορᾶ στό «ἔκκλητον»,[6] τό ὁποῖο μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα ἐπανῆλθε στό προσκήνιο (μέ ἀφορμή τήν πρωτοφανῶς ἄδικη καταδίκη τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Τυχικοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί τήν προσφυγή του στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας). Τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἑρμηνεύεται καί ἐπιχειρεῖται νά ἐφαρμοστεῖ ἐπικρίναμε τόσο ἐμεῖς, ὅσο καί ἄλλοι ἀρθρογράφοι τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», ἀποσκοπῶντας στήν τοποθέτηση τοῦ ζητήματος στήν ὀρθή του βάση, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Παρά ταῦτα, ὁρισμένοι, χωρίς νά ἀπαντοῦν στά ἐρωτήματά μας, ἔκαναν λόγο γιά «σύγχρονες ἐκκλησιολογικές ἀποκλίσεις καί πλάνη περί τῆς ἀπώλειας τῆς «ἐκκλήτου» εὐθύνης τοῦ Θρόνου». Ὡστόσο, γιά νά ἀπολέσει κάποιος κάτι θά πρέπει πρῶτα νά τό ἔχει καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας δέν προβλέπουν τό «ἔκκλητον», ἔτσι ὅπως τό ἐννοοῦν κάποιοι. Στο φύλλο 2548 τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» εἴχαμε παραθέσει τά ἑξῆς στοιχεῖα:

  «Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σχολιάζοντας τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφέρει ὅτι οἱ Παπισταί ἐπιθυμοῦν «νά εἶναι πρῶτος ἐπί πάντων Κριτής ὁ Κωνσταντινουπόλεως, μέ σκοπόν διά νά δείξουν, ὅτι, ἄν ὁ Κωνσταντινουπόλεως ᾖναι ἐπί πάντων Κριτής, ἐπειδή ὁ Ρώμης εἶναι πρῶτος καί τοῦ Κωνσταντινουπόλεως κατά τούς Κανόνας, λοιπόν ὁ Ρώμης εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινῶς ἐπάνω εἰς ὅλους τούς Πατριάρχας Κριτής». Ὅμως ὅλοι ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν δυνατότητα τοῦ «ἐκκλήτου» πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀνωτέρου ὅλων τῶν Πατριαρχείων «μακράν τῆς ἀληθείας ἀπεπλανήθησαν». Σημειώνει δέ, ὅτι «μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν […] καί ἄλλος οὐδείς». […]

  Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος δίδει ἀκριβῶς τήν λύση […]: «Μόνον Οἰκουμενική Σύνοδος, ὡς ὑπερτάτη Ἀρχή, δύναται νά παρέμβη εἰς τά ἐσωτερικά Τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά ρυθμίσῃ ταῦτα κατά τήν κρίσιν αὐτῆς. Δύναται π.χ. Κληρικός μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (καί μάλιστα Προκαθήμενος αὐτῆς), φρονῶν ὅτι κατεδικάσθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ ὅλως ἀδίκως καί παρά τούς Κανόνας, νά καταφύγῃ δι’ ἐκκλήσεως πρός τάς ἄλλας Τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί, διεκτραγῳδῶν τήν ἄδικον περιπέτειαν αὐτοῦ, νά ζητήσῃ ἀπόδοσιν δικαιοσύνης. Ἄν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι εὕρωσι βάσιμα τά παράπονα αὐτοῦ, δύνανται νά φθάσωσιν μέχρι συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, ἧς ἡ ἀπόφασις θά εἶναι ὑποχρεωτική δι’ ἅπαντας. Μονομερής παρέμβασις μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τά ἐσωτερικά ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος».

  Στό ζήτημα τοῦ «ἐκκλήτου», ἀλλά καί γενικότερα στίς σχέσεις τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου μέ τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικό τό κείμενο τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός καί Διδασκάλου μας, π. Βασιλείου Βολουδάκη, μέ τίτλο «Ἡ Ἀλήθεια Φῶς (χωρίς) Φανάρι!», ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς περί ἐκκλήτου:

  «Εἶναι ἀξιομνημόνευτη ἡ Συνοδική ἐπιστολή τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρός τόν Πάπα Λέοντα τόν ΙΓ΄, μέ τήν ὁποία διατρανώνεται ἡ διαχρονική ἀνεξαρτησία καί τό αὐτοδιοίκητο τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Οἰκουμένης: «Ἑκάστη κατά μέρος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἐν τε τῇ Ἀνατολῇ καί τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καί αὐτοδιοίκητος κατά τούς χρόνους τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων˙ ὅπως δέ οἱ Ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οὕτω καί οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας, τῶν Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καί τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τά τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἕκαστος διά τῶν ἰδίων Τοπικῶν Συνόδων, οὐδέν ἀναμείξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὅστις καί αὐτός ἐπίσης ὑπήγετο καί ὑπεῖκεν εἰς τάς συνοδικάς ἀποφάσεις. Ἐν σπουδαίοις δέ ζητήμασι δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καί ἔστι τό ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον».[7]

  Ἐπί Τουρκοκρατίας ὁ Σουλτᾶνος «εἶχε νεκρώσει κάθε αὐτοκέφαλη ἐκκλησιαστική λειτουργία στόν Ἑλλαδικό χῶρο, δίνοντας ὅλα τά προνόμια στόν Πατριάρχη»,[8] ὡστόσο:

 «Δέν πρέπει […] τίς μεταβολές τῆς παρακμῆς νά τίς θεωροῦμε «αἰωνόβιες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις» καί ἱστορικά ντοκουμέντα, πού πρέπει νά καθορίζουν τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορῶντας γιά τό πραγματικό συμφέρον τῶν πιστῶν καί ἀψηφῶντας τούς κινδύνους πού αὐτές συνεπάγονται».[9]

  Ὁ  π. Βασίλειος ἤδη ἀπό τό 2001 εἶχε ἐπισημάνει ὅτι εἶναι «Ὁρατός ὁ κίνδυνος Βατικανοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας».[10] Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διεκδικεῖται τό ἔκκλητον ἀπό ὁρισμένους ἐκκλησιαστικούς κύκλους ἐνισχύει αὐτό τόν φόβο. Δέν εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας νά ὁμοιάσουμε πρός τούς παπικούς πού θέλουν τόν Πάπα Ρώμης ὡς ἄκρο ἡγεμόνα, ἄκρο ἀρχιερέα καί ἄκρο δικαστή.[11] Πρός τό συμφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νά ἀποκτήσει καί πάλι ἰσχυρές αὐτοδιοίκητες[12] Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες νά λύνουν τά πιό σοβαρά ζητήματά τους ἀπό κοινοῦ. Ὅταν κάθε Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νά προσφεύγει διά τοῦ «ἐκκλήτου» στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τήν ἀναδεικνύει αὐτόματα σέ ἀνώτατο κριτή τῆς Οἰκουμένης. Αὐτό ἐμποδίζει τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά ὁμοιάσουν πρός τόν Θεό. Ὅπως σκοπός κάθε Χριστιανοῦ, ἄλλωστε, εἶναι ἡ ὁμοίωση του μέ τόν Θεό, ἔτσι ἀναπόφευκτα θά πρέπει αὐτός νά εἶναι καί ὁ ὕψιστος σκοπός κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτή ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό καί τί συνέπειες ἔχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία;

  «Ὁμοίωση, […] μέ τόν Θεό σημαίνει νά Τοῦ μοιάσουμε στόν χαρακτῆρα καί στόν τρόπο πού Αὐτός σχετίζεται. Ὁ Θεός Πατήρ δέν ἀνταγωνίζεται τόν Θεό Υἱό οὔτε τόν Θεό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν θεωρεῖ ὁ Ἕνας κατώτερο τόν Ἄλλο». Ἀπεναντίας, ὅπως «δέν ὑπάρχει ἀνωτερότητα καί κατωτερότητα στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος», ἔτσι δέν ὑφίσταται ἀνωτερότητα καί κατωτερότητα στίς Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ἐπιτέλους ἀπό τήν «ἔμμονη ἰδέα τῆς “ἀνωτερότητος” καί τῆς “κατωτερότητος”, στήν ὁποία αἰῶνες τώρα σκοντάφτουμε».[13] Ὅσοι ἀγαποῦν πραγματικά τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο θά πρέπει νά πάψουν νά ἀγωνίζονται γιά τό πρωτεῖο του. Ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως θά μεγαλουργήσει ὅσο στέκεται στήν Συνοδική Παράδοση πού παραλάβαμε ἀπό τόν Χριστό, συμβάλλοντας στήν ἀνάδειξη ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ ἐλεύθερες εἰκόνες Θεοῦ. Χρειάζεται, μέ τόν σεβασμό στήν μακραίωνη παράδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Θρόνου, νά καλλιεργήσουμε καί τόν σεβασμό στήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι δέν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις στήν Ἀρχιερωσύνη, καί ὅτι ὁ ἐπίσκοπος μέ τήν πιό μικρή Ἐπισκοπή εἶναι ἴσος ἐκείνου μέ τήν πιό μεγάλη. Ἡ ἀξία πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξεχωρίζει εἶναι ἡ ἁγιότητα πού ἀγκαλιάζει τήν ὕπαρξή του καί ὄχι οἱ δυτικοῦ τύπου ἀντιλήψεις περί τῆς ἐξουσίας πού τελικά καταντᾶ τυραννία. Σέ αὐτή τήν κατεύθυνση θά βοηθήσει καί ἡ ἀναθεώρηση τῶν συγχρόνων παρερμηνειῶν περί τοῦ «ἐκκλήτου» καί ἡ ἐφαρμογή του μέ τόν τρόπο πού περιγράφει ὁ μακαριστός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί τοῦ ὁποίου τίς πρεσβεῖες ἐπικαλούμεθα, ἰδιαιτέρως σήμερα πού γράφονται αὐτές οἱ γραμμές (Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025), ἀφοῦ συμπληρώνονται 36 ἔτη ἀπό τῆς ἐκδημίας του πρός Κύριον. Ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε κατηγορηματικός:

  «Μονομερής παρέμβασις μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τά ἐσωτερικά ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος».

Σημειώσεις:

[1] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, PG 59, 445. [2] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Αἱ Οἰκουμενικαί Συνόδοι, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 62. [3] Ἁγ. Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 70.  [4] Ὅ.π. σελ. 68. [5] Ἰωάννη Ν. Μαρκᾶ, Ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο, διπλωματική ἐργασία στήν Θεολογική Σχολή τοῦ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 34, στό: tinyurl.com, αντλήθηκε στις 6/11/2025: «[…] ἐπιμένει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὄχι τό πλῆθος, ἀλλά ἡ ὁμοφωνία τῶν Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καί λοιπῶν μετεχόντων ἤ μή, κάνει μιά Σύν­οδο Οἰκουμενική […]». [6] Ἔκκλητον: εἶναι ἡ δυνατότητα ἔφεσης πού μπορεῖ νά ἀσκήσει ὁποιοσδήποτε κληρικός ἤ μοναχός σέ ἀπόφαση ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Μερίδα Ἐκκλησιαστικῶν προσώπων διεκδικεῖ τήν δυνατότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά ἐκδικάζει τίς ἐφέσεις ἁπανταχοῦ γῆς. Σκοπός τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι νά ἀναδείξει ὅτι κάτι τέτοιο θά ἀποβεῖ ὀλέθριο γιά τήν Ἐκκλησία μας.  [7] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΩΣ (ΧΩΡΙΣ) ΦΑΝΑΡΙ!, Οἱ διεκδικήσεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως διαψεύδονται ἀπό τήν ἱστορία, περιοδικό Ἐνοριακή Εὐλογία, ἀριθ. Φύλλου 15, σελ. 143. [8] Ὅ.π., σελ. 143-144. [9] Ὅ.π., σελ. 143. [10] Ὅ.π., σελ. 150. Ὁ Διδάσκαλος μας, π. Βασίλειος Βολουδάκης, μᾶς τόνιζε ὅτι δέν τοῦ ἄρεσε ὁ ὅρος “αὐτοκέφαλος”, διότι κεφαλή κάθε Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, γι’ αὐτό καί προτιμοῦσε τόν ὅρο “αὐτοδιοίκητος”. [11] Ἰωάννη Ν. Μαρκᾶ, ὅ.π., σελ. 51. [12] Ὁ Διδάσκαλος μας, π. Βασίλειος Βολουδάκης, μᾶς τόνιζε ὅτι δέν τοῦ ἄρεσε ὁ ὅρος “αὐτοκέφαλος”, διότι κεφαλή κάθε Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, γι’ αὐτό προτιμοῦσε τόν ὅρο “αὐτοδιοίκητος”.  [13] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ὁ Γάμος κατάργηση τῶν Φύλων, κατάδυση στήν ψυχοπαθολογία τῶν δύο φύλων, Γ΄ ἔκδοση, ἐκδόσεις «Ὑπακοή», Ἀθήνα, 2025, σελ. 19.

orthodoxostypos