Οι Με­γά­λες Ώ­ρες των Χρι­στου­γέν­νων

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα  

    Οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζουν γιά τό γε­γο­νός τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καί πε­ρι­λαμ­βά­νουν πολ­λές προ­φη­τεῖ­ες, ἀ­πο­στο­λι­κά καί εὐ­αγ­γε­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στό γε­γο­νός τῆς Σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ.
       Δύ­ο τρο­πά­ρια εἶ­ναι κοι­νά γιά ὅ­λες τίς Ὧ­ρες: Τό τρο­πά­ριο «Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ.­.­.» πού μι­λᾶ γιά τήν ἀ­πο­γρα­φή καί τά πρό καί κα­τά τή Γέν­νη­ση γε­γο­νό­τα, καί τό προ­ε­όρ­τιο Κον­τά­κιο «Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον τόν προ­αι­ώ­νιον Λό­γον.­.­.­»:

     «Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ, σύν τῷ πρε­σβύ­τῃ Ἰ­ω­σήφ, ὡς ἐκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ, ἐν Βη­θλε­έμ ἡ Μα­ριάμ, κυ­ο­φο­ροῦ­σα τήν ἄ­σπο­ρον κυ­ο­φο­ρί­αν. Ἐ­πέ­στη δέ και­ρός ὁ τῆς γεν­νή­σε­ως, καί τό­πος ἦν οὐ­δείς τῷ κα­τα­λύ­μα­τι. Ἀλ­λ’ ὡς τερ­πνόν πα­λά­τιον, τό Σπή­λαι­ον τῇ Βα­σι­λί­δι ἐ­δεί­κνυ­το. Χρι­στός γεν­νᾶ­ται, τήν πρίν πε­σοῦ­σαν, ἀ­να­στή­σων εἰ­κό­να».

    «Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον, τόν προ­αι­ώ­νιον Λό­γον, ἐν Σπη­λαί­ῳ ἔρ­χε­ται, ἀ­πο­τε­κεῖν ἀ­πορ­ρή­τως. Χό­ρευ­ε ἡ οἰ­κου­μέ­νη ἀ­κου­τι­σθεῖ­σα, δό­ξα­σον με­τά Ἀγ­γέ­λων καί τῶν Ποι­μέ­νων, βου­λη­θέν­τα ἐ­πο­φθῆ­ναι, παι­δί­ον νέ­ον, τόν πρό αἰ­ώ­νων Θε­όν».
Βρι­σκό­μα­στε στήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἑ­ορ­τῆς, γι’ αὐ­τό καί τά τρο­πά­ρια εἶ­ναι προ­ε­όρ­τια, μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζουν νά δε­χτοῦ­με τό με­γά­λο Μυ­στή­ριο τῆς Σαρ­κώ­σε­ως, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τάς μας τό βά­θος τῶν γε­γο­νό­των καί τή ση­μα­σί­α τους γιά τή ζω­ή μας, ὅ­πως τό πα­ρα­κά­τω τρο­πά­ριο τῆς Α΄ Ὥ­ρας:

«Βη­θλε­έμ ἑ­τοι­μά­ζου, εὐ­τρε­πι­ζέ­σθω ἡ Φάτ­νη, τό Σπή­λαι­ον δε­χέ­σθω, ἡ ἀ­λή­θεια ἦλ­θεν, ἡ σκιά πα­ρέ­δρα­με. Καί Θε­ός ἀν­θρώ­ποις, ἐκ Παρ­θέ­νου πε­φα­νέ­ρω­ται, μορ­φω­θείς τό κα­θ’ ἡ­μᾶς, καί θε­ώ­σας τό πρόσ­λημ­μα. Διό Ἀ­δάμ ἀ­να­νε­οῦ­ται σύν τῇ Εὔ­α, κρά­ζον­τες, Ἐ­πί γῆς εὐ­δο­κί­α ἐ­πε­φά­νη, σῶ­σαι τό γέ­νος ἡ­μῶν».
Πα­ρου­σιά­ζει ὅ­μως καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη δυ­σκο­λί­α νά κα­τα­νο­η­θεῖ αὐ­τό τό με­γά­λο, ἐ­ξαί­σιο θαῦ­μα πού κα­τε­βά­ζει τόν Θε­ό στή γῆ:
«Τά­δε λέ­γει Ἰ­ω­σήφ πρός τήν Παρ­θέ­νον. Μα­ρί­α, τί τό δρᾶ­μα τοῦ­το, ὅ ἐν σοί τε­θέ­α­μαι; ἀ­πο­ρῶ καί ἐ­ξί­στα­μαι, καί τόν νοῦν κα­τα­πλήτ­το­μαι! Λά­θρα τοί­νυν ἀ­π’ ἐ­μοῦ, γε­νοῦ ἐν τά­χει. Μα­ρί­α, τί τό δρᾶ­μα τοῦ­το, ὅ ἐν σοί τε­θέ­α­μαι; ἀν­τί τι­μῆς αἰ­σχύ­νην. Ἀν­τ’ εὐ­φρο­σύ­νης, τήν λύ­πην. Ἀν­τί τοῦ ἐ­παι­νεῖ­σθαι, τόν ψό­γον μοι προ­σή­γα­γες. Οὐκ ἔ­τι φέ­ρω λοι­πόν, τό ὄ­νει­δος ἀν­θρώ­πων. Ὑ­πό γάρ Ἱ­ε­ρέ­ων ἐκ τοῦ να­οῦ, ὡς ἄ­μεμ­πτον Κυ­ρί­ου σέ πα­ρέ­λα­βον. Καί τί τό ὁ­ρώ­με­νον;» (Δο­ξα­στι­κό Α΄ Ὥ­ρας)
Ὅ­μως ἡ πί­στη, ἡ ἔ­ρευ­να τῆς πί­στε­ως καί ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ μᾶς βο­η­θοῦν νά ἀ­πεγ­κλω­βι­στοῦ­με ἀ­πό τή στε­νή δι­α­δι­κα­σί­α τῶν λο­γι­κῶν δι­ερ­γα­σι­ῶν καί νά ἀ­νοι­χτοῦ­με στό θαῦ­μα:
«Ἰ­ω­σήφ, εἰ­πέ ἡ­μῖν, πῶς ἐκ τῶν ἁ­γί­ων ἥν πα­ρέ­λα­βες Κό­ρην, ἔγ­κυ­ον φέ­ρεις ἐν Βη­θλε­έμ; Ἐ­γώ φη­σί, τούς Προ­φή­τας ἐ­ρευ­νή­σας, καί χρη­μα­τι­σθείς ὑ­πό Ἀγ­γέ­λου, πέ­πει­σμαι, ὅ­τι Θε­όν γεν­νή­σει ἡ Μα­ρί­α ἀ­νερ­μη­νεύ­τως. Οὗ εἰς προ­σκύ­νη­σιν, Μά­γοι ἐξ Ἀ­να­το­λῶν ἥ­ξου­σι, σύν δώ­ροις τι­μί­οις λα­τρεύ­ον­τες. Ὁ σαρ­κω­θείς δι’ ἡ­μᾶς, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι». (Δο­ξα­στι­κό Γ΄Ὥ­ρας)
Αὐ­τό τό ἄ­νοιγ­μα μᾶς βο­η­θᾶ νά κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­τι ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς θέ­ση μέ­σα σ’ αὐ­τό τό θαῦ­μα, μᾶς ὁ­δη­γεῖ νά βροῦ­με τόν τρό­πο νά ἑ­τοι­μα­στοῦ­με γιά νά γί­νου­με ἄ­ξιοι προ­σκυ­νη­τές τοῦ θεί­ου Βρέ­φους: νά γί­νου­με «μη­τέ­ρα καί ἀ­δελ­φοί Του», ὅ­πως γρά­φει ὁ Ἅ­γιος Συ­με­ών ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος:
«Δεῦ­τε πι­στοί ἐ­παρ­θῶ­μεν ἐν­θέ­ως, καί κα­τί­δω­μεν συγ­κα­τά­βα­σιν θε­ϊ­κήν ἄ­νω­θεν, ἐν Βη­θλε­έμ πρός ἡ­μᾶς ἐμ­φα­νῶς. Καί νοῦν κα­θαρ­θέν­τες, τῷ βί­ῳ προ­σε­νέγ­κω­μεν, ἀ­ρε­τάς ἀν­τί μύ­ρου, προ­ευ­τρε­πί­ζον­τες πι­στῶς, τῶν Γε­νε­θλί­ων τάς εἰ­σό­δους, ἐ­πί τῶν ψυ­χι­κῶν θη­σαυ­ρι­σμά­των, κρά­ζον­τες. Ἐν ὑ­ψί­στοις δό­ξα, Θε­ῷ τῷ ἐν Τριά­δι, δι’ οὗ ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α ἐ­πε­φά­νη, τόν Ἀ­δάμ ἐ­κλυ­τρώ­σα­σθαι, τῆς ἀρ­χε­γό­νου ἀ­ρᾶς ὡς Φι­λάν­θρω­πος» (Τρο­πά­ριο ΣΤ΄ Ὥ­ρας).
Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο βι­ώ­νου­με τόν λει­τουρ­γι­κό χρό­νο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ζοῦ­με τό πα­ρελ­θόν ὡς πα­ρόν. Ὁ χρό­νος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι ἐ­νια­ίος: πα­ρελ­θόν, πα­ρόν καί μέλ­λον εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­να ἐν Χρι­στῷ. Τό δο­ξα­στι­κό τῆς Θ΄ Ὥ­ρας μᾶς εἰ­σά­γει σ’ αὐ­τήν τήν βι­ω­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση τῶν Χρι­στου­γέν­νων:
«Σή­με­ρον γεν­νᾶ­ται ἐκ Παρ­θέ­νου, ὁ δρα­κί τήν πᾶ­σαν ἔ­χων κτί­σιν. Ρά­κει κα­θά­περ βρο­τός σπαρ­γα­νοῦ­ται, ὁ τῇ οὐ­σί­ᾳ ἀ­να­φής. Θε­ός ἐν φάτ­νῃ ἀ­να­κλί­νε­ται, ὁ στε­ρε­ώ­σας τούς οὐ­ρα­νούς πά­λαι κα­τ’ ἀρ­χάς. Ἐκ μα­ζῶν γά­λα τρέ­φε­ται, ὁ ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ Μάν­να ὀμ­βρί­σας τῷ Λα­ῷ. Μά­γους προ­σκα­λεῖ­ται, ὁ Νυμ­φί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δῶ­ρα τού­των αἴ­ρει, ὁ Υἱ­ός τῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νοῦ­μέν σου τήν Γέν­ναν Χρι­στέ. Δεῖ­ξον ἡ­μῖν καί τά θεῖ­ά σου Θε­ο­φά­νεια».