Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Ερμηνεία Αποστόλου)


[Εβρ. 7,7-17]


    «Ὃ δὲ μὴ γενεαλογούμενος ἐξ αὐτῶν δεδεκάτωκε τὸν Ἀβραάμ (:Ο Μελχισεδέκ όμως, ο οποίος δεν γενεαλογείται και δεν κατάγεται από τη γενεά του Λευί, έχει πάρει το ένα δέκατο από τον Αβραάμ)» [Εβρ. 7,6].
     Στη συνέχεια δεν το προσπέρασε έτσι απλά, αλλά και πρόσθεσε: «καὶ τὸν ἔχοντα τὰς ἐπαγγελίας εὐλόγηκε (:και έχει ευλογήσει αυτός τον Αβραάμ που είχε δεχθεί τις θείες επαγγελίες)». Επειδή αυτό ήταν παντού το καύχημα των Ιουδαίων, δείχνει και από την κοινή κρίση όλων ότι ο Μελχισεδέκ ήταν σπουδαιότερος από τον Αβραάμ.
    Και συνεχίζει λέγοντας: «χωρὶς δὲ πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται (:και βέβαια είναι αναντίρρητο και ομολογημένο ότι το μικρότερο και κατώτερο ευλογείται από το μεγαλύτερο και ανώτερο. Για να ευλογήσει λοιπόν ο Μελχισεδέκ τον Αβραάμ, σημαίνει πως ήταν ανώτερός του)» [Εβρ. 7,7].Δηλαδή, όλοι πιστεύουν ότι το κατώτερο ευλογείται από το ανώτερο. Επομένως ο τύπος του Χριστού είναι ανώτερος και από εκείνον που είχε τις επαγγελίες.

    «Καὶ ὧδε μὲν δεκάτας ἀποθνήσκοντες ἄνθρωποι λαμβάνουσιν, ἐκεῖ δὲ μαρτυρούμενος ὅτι ζῇ (:κι εδώ βέβαια στον μωσαϊκό νόμο παίρνουν δεκάτες άνθρωποι που πεθαίνουν. Εκεί όμως στην περίπτωση του Αβραάμ πήρε δεκάτη ο Μελχισεδέκ, ο οποίος μαρτυρείται ότι ζει, διότι η Αγία Γραφή δεν μιλάει για θάνατο του Μελχισεδέκ)» [Εβρ. 7,8]. Αλλά για να μην πουν τα εξής λόγια: «Γιατί επανέρχεσαι στα προηγούμενα; Τι σημασία έχει για τους ιερείς μας, αν ο Αβραάμ έδωσε το ένα δέκατο; Πες αυτά που ενδιαφέρουν εμάς», προσθέτει και λέγει: «καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν (:και με λίγα λόγια, θα μπορούσε να πει κανείς)»· -σωστά το είπε αυτό και δεν μίλησε φανερά, για να μην τους πλήξει-· «διὰ Ἀβραὰμ καὶ Λευΐ ὁ δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται (:ότι δίνοντας ο Αβραάμ τη δεκάτη στον Μελχισεδέκ, στο πρόσωπο του Αβραάμ έχει δώσει δεκάτη στον Μελχισεδέκ και ο ίδιος ο Λευί, που εισπράττει δεκάτες από τους αδελφούς του)» [Εβρ. 7,9].
    Με ποιον τρόπο; «ἔτι γὰρ ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ἦν ὅτε συνήντησεν αὐτῷ ὁ Μελχισεδέκ (:έχει δώσει λοιπόν και ο Λευί δεκάτη στον Μελχισεδέκ, διότι, παρόλο που δεν ήταν τότε ακόμη γεννημένος, ήταν όμως στη μέση, δηλαδή στο κέντρο της γενετησίου λειτουργίας του παππού του του Αβραάμ, όταν τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ και πήρε από αυτόν τη δεκάτη. Αφού λοιπόν έδωσε στον Μελχισεδέκ δεκάτη και ο Λευί, σημαίνει ότι ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος από τους ιερείς και αρχιερείς που κατάγονται από τον Λευί)» [Εβρ. 7,10]. Δηλαδή, μέσα του ήταν ο Λευί, αν και δεν είχε γεννηθεί ακόμη, και μέσω του Αβραάμ έδινε τη δεκάτη. Πρόσεχε, δεν είπε: «οι λευίτες», αλλά «ο Λευί»· συμπεραίνοντας από εδώ, όπως ήθελε, το ανώτερο, που αποδεικνύει την υπεροχή.
     Είδες πόση είναι η διαφορά μεταξύ του Αβραάμ και του Μελχισεδέκ που έφερε τον τύπο του δικού μας αρχιερέα; Και δείχνει ότι η υπεροχή έχει γίνει από εξουσία και όχι από ανάγκη. Γιατί εκείνος έδωσε τη δεκάτη, πράγμα που ανήκει σε ιερέα·  εκείνος ευλόγησε, πράγμα που ανήκει σε ανώτερο. Με θαυμαστό τρόπο και με επιτυχία έριξε έξω τα ιουδαϊκά πράγματα. Άρα  γι' αυτό έλεγε «ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῖς ἀκοαῖς (:κι αυτά διότι έχετε γίνει δυσκίνητοι και απρόθυμοι να ακούτε με τα αυτιά της ψυχής σας, ώστε να κατανοείτε τις υψηλές αλήθειες)» [Εβρ. 5,11], επειδή ήθελε να θέσει αυτά τα θεμέλια, ώστε να μην απομακρυνθούν αυτοί. Τέτοια δηλαδή είναι η σοφία του Παύλου· πρώτα προετοιμάζει και ύστερα οδηγεί σε αυτά που θέλει· γιατί το ανθρώπινο γένος δύσκολα πείθεται και χρειάζεται πολλή φροντίδα, και μάλιστα περισσότερη από τα φυτά· γιατί εκεί υπάρχει η φύση των σωμάτων και της γης που πειθαρχεί στα χέρια των γεωργών, ενώ εδώ η προαίρεση, που μεταβάλλεται πολλές φορές και προτιμά άλλοτε αυτό και άλλοτε εκείνο, καθόσον ρέπει πολύ εύκολα προς την κακία.
      Γι' αυτό πρέπει πάντοτε να επαγρυπνούμε μήπως νυστάξουμε. Γιατί λέγει, «ἰδοὺ οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ (:να, δεν θα νυστάξει, ούτε θα κοιμηθεί αυτός που προφυλάσσει τον ισραηλιτικό λαό)» [Ψαλμ. 120,4] και «μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου (:μην αφήσεις να σαλευθεί το πόδι σου)» [Ψαλμ. 120,3]. Δεν είπε «να μη σαλευθείς», αλλά «να μην αφήσεις». Άρα από μας εξαρτάται να αφήσουμε να σαλευθεί, και όχι από κάποιον άλλο. Αν θέλουμε δηλαδή να σταθούμε σταθεροί και αμετακίνητοι, δεν θα σαλευθούμε. Γιατί με το να μιλήσει έτσι, αυτό υπαινίχτηκε. Τι λοιπόν; Τίποτε δεν εξαρτάται από τον Θεό; Όλα βέβαια εξαρτώνται από τον Θεό, αλλά όχι έτσι, ώστε να βλάπτεται το αυτεξούσιό μας. «Αν λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «εξαρτώνται από τον Θεό, γιατί μας κατηγορεί  Γι' αυτό είπα: «όχι έτσι, ώστε να βλάπτεται το αυτεξούσιό μας». Από μας λοιπόν εξαρτάται και από Αυτόν. Εμείς πρέπει πρώτα να διαλέξουμε τα αγαθά, και όταν τα διαλέξουμε εμείς, τότε προσφέρει και Αυτός τα δικά Του. Δεν ενεργεί πριν από τη δική μας θέληση, για να μην καταστρέψει το αυτεξούσιό μας. Όταν όμως διαλέξουμε τα αγαθά, τότε μας προσφέρει μεγάλη τη βοήθειά Του.
    Πώς  λοιπόν, αν εξαρτάται και από μας, ο Παύλος λέγει: «ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ (:το συμπέρασμα λοιπόν από τη μαρτυρία αυτή είναι ότι και στην περίπτωση του Ιακώβ και του Ησαύ ενήργησε ο Θεός, σύμφωνα με την αρχή την οποία εφαρμόζει γενικά. Σύμφωνα με αυτήν, το έλεος του Θεού δεν εξαρτάται τελείως και αποκλειστικώς από τον άνθρωπο εκείνον που θέλει, ούτε από όποιον επιδιώκει το έλεος αυτό, αλλά από τον Θεό που ελεεί)» [Ρωμ. 9,16]. Πρώτον, δεν το παρουσίασε σαν δική του γνώμη, αλλά το συμπέρανε από εκείνο που συζητούσε και που είχε προηγηθεί. Γιατί, αφού είπε «τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω (:πάντοτε έτσι ενεργεί ο Θεός, και αυτό αποδεικνύεται από το ότι και σε άλλο σημείο βεβαιώνει η Αγία Γραφή ότι ο δίκαιος Θεός κάνει την εκλογή Του απολύτως ελεύθερα, ανάλογα με τη διάθεση του ανθρώπου. Είπε δηλαδή ο Θεός στον Μωυσή: “Θα ελεήσω οποιονδήποτε εγώ ο απροσωπόληπτος και δίκαιος κρίνω άξιο του ελέους μου και θα δείξω τους οικτιρμούς μου σε οποιονδήποτε εγώ βρίσκω άξιο της ευσπλαχνίας μου”)» [Ρωμ. 9,15], πρόσθεσε: «ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ (:άρα λοιπόν το έλεος του Θεού δεν εξαρτάται τελείως και αποκλειστικώς από τον άνθρωπο εκείνον που θέλει, ούτε από όποιον επιδιώκει το έλεος αυτό, αλλά από τον Θεό που ελεεί)». Θα μου πεις όμως «γιατί κατηγορεί ακόμη;». Δεύτερον, μπορούμε να πούμε εκείνο, ότι δηλαδή σε εκείνον που ανήκει το περισσότερο, σε Αυτόν λέμε ότι ανήκει το παν· σε εμάς δηλαδή ανήκει η απόφαση και η θέληση, αλλά στον Θεό η εκπλήρωση και η πραγματοποίηση. Αφού λοιπόν στον άνθρωπο ανήκει το περισσότερο, λέγει πως το όλο ανήκει στον Θεό, λέγοντας αυτό κατά τη συνήθεια των ανθρώπων.
     Το ίδιο ακριβώς κάνουμε και εμείς. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· βλέπουμε να κτίζεται καλά μία οικία και λέμε «το παν είναι του τεχνίτη»· αν και βέβαια δεν είναι το παν δικό του, αλλά και των εργατών και του ιδιοκτήτη που πρόσφερε τα υλικά και πολλών άλλων· αλλά όμως, επειδή εκείνος πρόσφερε το περισσότερο, λέμε ότι το παν είναι δικό του. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Και πάλι στην περίπτωση πλήθους, όπου είναι οι περισσότεροι, λέμε ότι είναι όλοι, όπου όμως είναι λίγοι, λέμε ότι δεν είναι κανείς. Έτσι και ο Παύλος λέγει εδώ ότι «όλα εξαρτώνται από το έλεος του Θεού, και όχι από την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια». Και λέγοντας αυτό, κατορθώνει δύο πολύ μεγάλα πράγματα· το ένα, να μην υπερηφανευόμαστε γι' αυτά που κατορθώνουμε, και το δεύτερο, όταν κατορθώνουμε κάτι, να αναθέτουμε στον Θεό την αιτία των κατορθωμάτων μας. «Είτε αγωνίζεσαι λοιπόν, είτε προσπαθείς», λέγει, «να μη νομίζεις πως είναι δικό σου κατόρθωμα, γιατί αν δεν έχεις την ενίσχυση από τον Θεό, τα πάντα γίνονται άσκοπα».
    Αλλά το ότι θα επιτύχεις στην προσπάθειά σου με τη βοήθεια του Θεού είναι ολοφάνερο, αρκεί όμως και εσύ να προσπαθείς και να θέλεις. Δεν είπε λοιπόν αυτό, ότι δηλαδή αγωνιζόμαστε άσκοπα, αλλά ότι αγωνιζόμαστε άσκοπα αν νομίζουμε πως όλα είναι δικά μας, αν δεν αποδίδουμε το περισσότερο στον Θεό. Ούτε βέβαια θέλησε ο Θεός τα πάντα να είναι δικά Του, για να μην φανεί ότι μας στεφανώνει χωρίς λόγο· ούτε πάλι θέλησε να είναι δικά μας, για να μην εκπέσουμε σε αλαζονεία. Γιατί αν, έχοντας το μικρότερο μέρος, έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, τι θα συνέβαινε αν ήταν όλο στη δική μας εξουσία; Πολλά δηλαδή έκαμε ο Θεός για να αποκόψει την αλαζονεία μας. «ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή (:και ακόμη)», λέγει, «το χέρι Του είναι υψωμένο για να τιμωρήσει όσους δεν μετανόησαν)» [Ησ. 5,25].Με πόσα πάθη μάς περιέβαλε, ώστε να αποκόψει την υπερηφάνειά μας; Με πόσα θηρία μάς κύκλωσε; Γιατί και όταν λένε μερικοί «γιατί αυτό; Σε τι αποβλέπει αυτό;», τα λένε αυτά αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Σε έβαλε σε τόσο μεγάλο φόβο, και ούτε έτσι ταπεινοφρονείς, αλλά αν κάποτε κάνεις μία μικρή καλή πράξη, φτάνεις με την υπερηφάνειά σου στον ίδιο τον ουρανό.
     Γι΄ αυτό υπάρχουν οι απότομες μεταβολές και μεταπτώσεις, και ούτε έτσι διδασκόμαστε.  Γι' αυτό συμβαίνουν θάνατοι συχνοί και πρόωροι, εμείς όμως σκεπτόμαστε σαν αθάνατοι και σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ. Έτσι αρπάζουμε, έτσι γινόμαστε πλεονέκτες, σαν να μην πρόκειται να δώσουμε ποτέ λόγο. Έτσι οικοδομούμε σαν να πρόκειται να μένουμε πάντοτε εδώ, και ούτε ο λόγος του Θεού που καθημερινά ηχεί στα αυτιά μας, ούτε τα ίδια τα πράγματα μάς διδάσκουν. Δεν υπάρχει ημέρα, δεν υπάρχει ώρα, που είναι δυνατό να μη δούμε πολλές κηδείες. Όλα λοιπόν γίνονται άσκοπα και τίποτε δεν αγγίζει τη σκληρότητά μας. Ούτε με τις συμφορές των άλλων μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, ή καλύτερα, δεν θέλουμε. Αλλά όταν πενθούμε μόνοι μας, τότε συστελλόμαστε· και αν ο Θεός χαλαρώσει το χέρι, πάλι εμείς σηκώνουμε το χέρι.
    Κανείς δεν φρονεί τα ουράνια, κανείς δεν περιφρονεί τα γήινα, κανείς δεν βλέπει προς τον ουρανό. Όπως οι χοίροι κλίνουν το κεφάλι προς τα κάτω και σκύβουν προς την κοιλιά και κυλίονται στον βούρκο, έτσι και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους μολύνοντας τον εαυτό τους με τον χειρότερο βούρκο, δεν αισθάνονται. Γιατί είναι προτιμότερο να μολύνεται κανείς με ακάθαρτη λάσπη, παρά με αμαρτήματα. Εκείνος δηλαδή που μολύνθηκε από τη λάσπη, καθαρίζεται πολύ γρήγορα και γίνεται όμοιος με εκείνον που από την αρχή δεν έπεσε καθόλου σε εκείνο το τέλμα. Εκείνος όμως που έπεσε στο βάραθρο της αμαρτίας, μολύνθηκε με ακαθαρσία, που δεν καθαρίζεται με νερό, αλλά χρειάζεται πολύ καιρό και ειλικρινή μετάνοια και δάκρυα και κοπετούς και θρήνο περισσότερο και θερμότερο από αυτόν που δείχνετε γι΄ αυτούς που αγαπάτε.
    Αυτή η ακαθαρσία (:της λάσπης) μάς έρχεται από έξω, και  γι' αυτό την αποβάλλουμε γρήγορα. Εκείνη όμως (:της αμαρτίας) γεννιέται από μέσα, και  γι' αυτό με δυσκολία την εξαλείφουμε όταν την καθαρίζουμε. Γιατί λέγει ο Κύριος: «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι (:διότι απ’ την καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Όλες αυτές οι παραβάσεις αρχικώς φυτρώνουν στην καρδιά ως λογισμοί και επιθυμίες και αποφάσεις, κι από εκεί πηγάζουν)» [Ματθ. 15,19]. 
    Γι' αυτό και ο προφήτης Δαβίδ έλεγε: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός (:κτίσε μέσα μου καθαρή καρδιά, Θεέ μου)» [Ψαλμ. 50,12]· και άλλος, ο προφήτης Ιερεμίας, έλεγε: «ἀπόπλυνε ἀπὸ κακίας τὴν καρδίαν σου, Ἱερουσαλήμ, ἵνα σωθῇς (:Ιερουσαλήμ, καθάρισε την καρδιά σου από την κακία, για να σωθείς)» [Ιερ. 4,14]. Βλέπεις ότι το κατόρθωμα είναι και δικό μας και του Θεού; Και πάλι: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται (:Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό)» [Ματθ. 5,8]. Λοιπόν ας γίνουμε καθαροί, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μας· ας καθαρίσουμε τα αμαρτήματά μας.
     Πώς όμως μπορούμε να τα καθαρίσουμε; Ο προφήτης διδάσκει λέγοντας: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν (:Λουστείτε λοιπόν στο λουτρό της μετανοίας, γίνεται εσωτερικά καθαροί, αφαιρέσετε τις πονηρίες και τα αμαρτωλά πάθη από τις ψυχές σας, ώστε να είστε καθαροί ενώπιόν μου)» [Ησ. 1,16]. Τι σημαίνει «ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου»; Επειδή μερικοί φαίνονται ότι δεν είναι κακοί, στους ανθρώπους όμως, ενώ στον Θεό είναι φανεροί τάφοι ασβεστωμένοι,  γι' αυτό λέγει: «έτσι αφαιρέστε αυτές, όπως εγώ βλέπω». «Μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν· καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος (:“να μάθετε και να συνηθίσετε να κάνετε το καλό, να επιδιώξετε με όλη σας την καρδιά το δίκαιο, να σώσετε από τα χέρια του άδικου αυτόν ο οποίος αδικείται, αποδώστε το δίκαιο στο ορφανό, δώστε δικαιοσύνη στην αδικούμενη χήρα· και με αυτήν την μετάνοια και τις καλές αποφάσεις σας, ελάτε να συζητήσουμε”, λέγει ο Κύριος)· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ (:“και αν οι ψυχές σας εξαιτίας των αμαρτιών σας είναι ερυθρές, θα τις καταστήσω λευκές σαν το χιόνι· αν όμως είναι ακόμη περισσότερο κόκκινες, θα τις κάνω λευκές σαν το μαλλί των προβάτων”)» [Ησ. 1,17-18].
     Βλέπεις ότι πρέπει πρώτα εμείς να καθαρίζουμε τον εαυτό μας και ύστερα μας καθαρίζει ο Θεός. Γιατί, αφού πρώτα είπε «λουστείτε, γίνετε καθαροί», ύστερα πρόσθεσε: «εγώ θα τις κάνω λευκές». Κανείς λοιπόν από αυτούς που έφτασαν στη χειρότερη κακία, ας μην απελπίζεται. «Γιατί και αν ακόμη», λέγει, «φτάσεις στη συνήθεια και σχεδόν στη φύση της κακίας αυτής, να μη φοβηθείς».  Γι' αυτό παίρνοντας χρώματα όχι τέτοια που ξεβάφουν εύκολα, αλλά σχεδόν ενωμένα με την ουσία των πραγμάτων, είπε ότι θα τα μεταβάλει στην αντίθετη κατάσταση. Γιατί δεν είπε ότι θα τις πλύνει απλώς, αλλά ότι θα τις κάνει λευκές σαν το χιόνι και σαν το μαλλί των προβάτων, για να μας δώσει αγαθές ελπίδες. Επομένως είναι μεγάλη η δύναμη της μετάνοιας, εφόσον μας κάνει σαν το χιόνι και μας λευκαίνει σαν το μαλλί, έστω και αν προλάβει η αμαρτία και βάψει τις ψυχές μας. Ας φροντίσουμε λοιπόν να γίνουμε καθαροί. Δεν έδωσε καμία ενοχλητική εντολή. «Αποδώστε», λέγει, «το δίκαιο στο ορφανό και δώστε δικαιοσύνη στη χήρα». Βλέπεις πως παντού ο Θεός μιλάει πολύ για την ευσπλαχνία και την προστασία των αδικουμένων;
    Ας επιδιώκουμε αυτό το κατόρθωμα και θα μπορέσουμε με τη χάρη του Θεού να επιτύχουμε και τα μελλοντικά αγαθά, τα οποία εύχομαι να αξιωθούμε όλοι μας με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.   

«Εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης ἦν· ὁ λαὸς γὰρ ἐπ᾿ αὐτῇ νενομοθέτητο· τίς ἔτι χρεία κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἕτερον ἀνίστασθαι ἱερέα καὶ οὐ κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρὼν λέγεσθαι; μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται. ἐφ᾿ ὃν γὰρ λέγεται ταῦτα, φυλῆς ἑτέρας μετέσχηκεν, ἀφ᾿ ἧς οὐδεὶς προσέσχηκε τῷ θυσιαστηρίῳ. πρόδηλον γὰρ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν, εἰς ἣν φυλὴν οὐδὲν περὶ ἱερωσύνης Μωϋσῆς ἐλάλησε (:ας δούμε τώρα ποιο συμπέρασμα βγαίνει απ΄ όσα είπαμε. Εάν ήταν δυνατόν να κατορθωθεί η τέλεια σχέση και συμφιλίωσή μας με τον Θεό διαμέσου της λευιτικής ιεροσύνης, που ήταν κάτι το ουσιώδες για όλη τη μωσαϊκή νομοθεσία -διότι ο λαός είχε λάβει τον νόμο στηριγμένο και θεμελιωμένο στην ιεροσύνη αυτή-, ποια ανάγκη υπήρχε πλέον να αναδειχθεί άλλος ιερέας “κατά την τάξη Μελχισεδέκ”, και να μην ονομάζεται και ο νέος ιερέας, ιερέας “κατά την τάξη Ααρών”; Ήταν λοιπόν ανεπαρκής η παλαιά ιεροσύνη, και  γι' αυτό αναδείχθηκε από τον Θεό νέα ιεροσύνη. Αλλά αυτό συνεπιφέρει και μεταβολή του νόμου· διότι όταν μεταβάλλεται και αλλάζει η ιεροσύνη, πάνω στην οποία στηριζόταν η μωσαϊκή νομοθεσία, αναγκαστικά επακολουθεί και αλλαγή νόμου, αντικαθίσταται έτσι η Παλαιά Διαθήκη από τη Νέα. Πράγματι μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε η λευιτική ιεροσύνη· διότι εκείνος για τον οποίο λέγονται αυτά και τον οποίο συμβόλιζε ο Μελχισεδέκ, ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, κατάγεται από άλλη φυλή, από την οποία κανείς δεν υπηρέτησε και δεν πλησίασε ως ιερέας στο θυσιαστήριο· διότι είναι φανερό ότι ο Κύριός μας σαν ήλιος της δικαιοσύνης ανέτειλε από τη φυλή του Ιούδα. Για τη φυλή όμως αυτή δεν ανέφερε τίποτε για ιεροσύνη ο Μωυσής)» [Εβρ. 7,11-14].
    «Εἰ μὲν οὖν (:Αν λοιπόν)», λέγει, «τελείωσις διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης ἦν (:ήταν δυνατόν να κατορθωθεί η τέλεια σχέση και συμφιλίωσή μας με τον Θεό διαμέσου της λευιτικής ιεροσύνης, που ήταν κάτι το ουσιώδες για όλη τη μωσαϊκή νομοθεσία)» [Εβρ.7,11]. Αφού μίλησε για τον Μελχισεδέκ και απέδειξε ότι ήταν ανώτερος από τον Αβραάμ και παρουσίασε μεγάλη τη διαφορά, από εδώ πλέον αρχίζει να δείχνει τη διαφορά αυτής της Διαθήκης, και πως η Παλαιά είναι ατελής, ενώ η Καινή είναι τέλεια. Και δεν μιλάει ακόμη  γι' αυτά τα πράγματα, αλλά από την ιεροσύνη πρώτα μάχεται και τη Διαθήκη. Γιατί τότε αυτά γίνονται περισσότερο αξιόπιστα στους απίστους, όταν η απόδειξη γίνεται από εκείνα που ήδη αποδέχτηκαν και πίστεψαν. Έδειξε ότι ο Μελχισεδέκ ήταν πολύ ανώτερος και από τον Λευί και από τον Αβραάμ αφού έγινε ιερέας σε αυτούς. Επιχειρεί λοιπόν πάλι και από κάποιο άλλο. Από ποιο πράγμα; Από την ιεροσύνη την τωρινή, και από την ιουδαϊκή.
    Πρόσεχε, σε παρακαλώ, την υπερβολική του σύνεση. Γιατί από εκείνον που ήταν φυσικό να τον βγάλει από την ιεροσύνη, επειδή δεν ήταν από τη γενιά του Ααρών, από αυτόν εγκαθιστά αυτόν και βγάζει εκείνους. Και αυτό το κάνει παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν να απορεί για κάτι, γιατί δηλαδή δεν λέγεται από τη γενιά του Ααρών, και έτσι λύνει την απορία· «και εγώ» λέγει, «έχω ακριβώς την ίδια απορία, γιατί δεν έγινε από τη γενιά του Ααρών». Γιατί αυτό φανερώνει αυτό που λέγει: «αν λοιπόν η τελειότητα ήταν κατορθωτή με τη λευιτική ιεροσύνη». Και το «ποια ανάγκη υπήρχε», έχει πολλή έμφαση. Αν λοιπόν πρώτα ερχόταν ο Χριστός ως άνθρωπος από τη γενιά του Μελχισεδέκ και έπειτα δινόταν ο νόμος και η ιεροσύνη του Ααρών, εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς ότι, επειδή αυτά είναι τελειότερα, καταργούν εκείνα, επειδή ακολούθησαν. Αν όμως ο Χριστός είναι τελευταίος και λαμβάνει άλλον τύπο, τον της ιεροσύνης, είναι φανερό ότι έγινε αυτό, επειδή εκείνα ήταν ατελέστερα.
    «Ας υποθέσουμε», λέγει, «ότι όλα έχουν εκπληρωθεί και τίποτε δεν είναι ατελές στην ιεροσύνη». Τι λοιπόν έπρεπε να λέγεται, «από τη γενιά του Μελχισεδέκ» και όχι «από τη γενιά του Ααρών»;  Για ποιο λόγο άφησε τον Ααρών και εισήγαγε άλλη ιεροσύνη, την από τον Μελχισεδέκ; «Αν λοιπόν», λέγει, «η τελειότητα ήταν κατορθωτή με τη λευϊτική ιεροσύνη»· δηλαδή αν η τελειότητα των πράγματων, των δογμάτων και της ζωής ήταν  κατορθωτή με τη λευϊτική ιεροσύνη. Και πρόσεχε πως προχωρεί σιγά σιγά. Είπε ότι προέρχεται από τη γενιά του Μελχισεδέκ· γιατί εκείνος ήταν πολύ ανώτερος. Στη συνέχεια το δείχνει αυτό και από τον χρόνο· ότι ήταν μετά τον Ααρών, δηλαδή ως ανώτερος.
     Και τι θέλει το επόμενο, την πρόταση δηλαδή «ὁ λαὸς γὰρ ἐπ᾿ αὐτῇ νενομοθέτητο (:διότι ο λαός είχε λάβει τον νόμο στηριγμένο και θεμελιωμένο στην ιεροσύνη αυτή)»; Τι σημαίνει «ἐπ᾿ αὐτῇ»; «Σύμφωνα με αυτή», λέγει, «μέσω αυτής κάνει τα πάντα· δεν μπορούμε να πούμε ότι δόθηκε σε άλλους»· «με βάση αυτή είχε δοθεί στον λαό ο νόμος»· δηλαδή, αυτή χρησιμοποιεί και αυτήν χρησιμοποίησε· δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν τέλεια βέβαια, αλλά δεν προστάτευε τον λαό. «Με βάση αυτή δόθηκε ο νόμος»· δηλαδή, αυτή χρησιμοποίησε. Ποια ανάγκη λοιπόν υπήρχε για άλλη ιεροσύνη, αν είχε το τέλειο; Γιατί όταν αλλάζει η ιεροσύνη, αναγκαστικά αλλάζει και ο νόμος. Αν όμως πρέπει να υπάρχει άλλος ιερέας, ή καλύτερα άλλη ιεροσύνη, αναγκαστικά πρέπει να υπάρχει και άλλος νόμος. Αυτό απευθύνεται σε εκείνους που λένε: «τι χρειαζόταν η Καινή Διαθήκη;». Μπορούσε βέβαια να αναφέρει ακόμη και μαρτυρία από τους προφήτες «ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν (:εσείς είστε απόγονοι και κληρονόμοι των προφητών, και δικοί σας είναι οι προφήτες, όπως και η Διαθήκη που σύναψε ο Θεός με τους προπάτορές μας)» [Πράξ. 3,25], αλλά πρώτα μάχεται από την ιεροσύνη.
   Και πρόσεχε πώς από την αρχή προσπαθούσε να τα πει αυτά. Είπε «από τη γενιά του Μελχισεδέκ». Αυτό εκτοπίζει την ιεροσύνη του Ααρών, γιατί, αν αυτή ήταν ανώτερη, δεν θα έλεγε: «από τη γενιά του Μελχισεδέκ». «Τίς ἔτι χρεία κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἕτερον ἀνίστασθαι ἱερέα καὶ οὐ κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρὼν λέγεσθαι; (:ποια ανάγκη υπήρχε πλέον να αναδειχθεί άλλος ιερέας “κατά την τάξη Μελχισεδέκ”, και να μην ονομάζεται και ο νέος ιερέας, ιερέας “κατά την τάξη Ααρών”; Ήταν λοιπόν ανεπαρκής η παλαιά ιεροσύνη, και  γι' αυτό αναδείχθηκε από τον Θεό νέα ιεροσύνη. Αλλά αυτό συνεπιφέρει και μεταβολή του νόμου)» [Εβρ.7,11].  
    Αν λοιπόν έχει εισαχθεί άλλη ιεροσύνη, πρέπει να υπάρχει άλλη διαθήκη. Γιατί ούτε ιερέας είναι δυνατό να υπάρχει χωρίς διαθήκη και νόμους και εντολές, ούτε, αφού έλαβε άλλη ιεροσύνη, να χρησιμοποιεί εκείνη. Έπειτα, πράγμα που ήταν αντίθετο, πώς θα μπορούσε να είναι ιερέας χωρίς να είναι Λευίτης; Αυτό, αφού το ανάφερε προκαταβολικά με τα παραπάνω, δεν θέλει να το εξηγήσει, αλλά απλώς και μόνο το θίγει. «Είπα», λέγει, «ότι άλλαξε η ιεροσύνη· επομένως, άλλαξε και η διαθήκη. Άλλαξε όμως όχι μόνο ως προς τον τρόπο ούτε ως προς τις εντολές, αλλά και ως προς τη φυλή». Γιατί έπρεπε να αλλάξει και ως προς τη φυλή. Πώς; «Γιατί όταν αλλάζει η ιεροσύνη, αυτό συνεπιφέρει και μεταβολή του νόμου», λέγει. Δηλαδή,  γι' αυτό άλλαξε από φυλή σε φυλή, από την ιερατική στη βασιλική, για να είναι η ίδια και βασιλική και ιερατική. Και πρόσεχε το μυστήριο· πρώτα ήταν βασιλική και τώρα έγινε ιερατική, όπως ακριβώς, συνέβηκε και στην περίπτωση του Χριστού. Γιατί ο Χριστός ήταν πάντοτε βασιλιάς και έγινε ιερέας, όταν ενανθρώπησε, όταν πρόσφερε τη θυσία. Βλέπεις τη μεταβολή;
    Και εκείνα που ήταν αντίθετα, αυτά τα παρουσιάζει έτσι σαν να τα απαιτούσε η ακολουθία των πραγμάτων. Και λέγει στη συνέχεια: «ἐφ᾿ ὃν γὰρ λέγεται ταῦτα, φυλῆς ἑτέρας μετέσχηκεν, ἀφ᾿ ἧς οὐδεὶς προσέσχηκε τῷ θυσιαστηρίῳ (:πράγματι μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε η λευιτική ιεροσύνη· διότι Εκείνος για τον οποίο λέγονται αυτά και τον οποίο συμβόλιζε ο Μελχισεδέκ, ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, κατάγεται από άλλη φυλή, από την οποία κανείς δεν υπηρέτησε και δεν πλησίασε ως ιερέας στο θυσιαστήριο)» [Εβρ.7,12].
   Αυτό που λέγει, σημαίνει το εξής: «και εγώ λέγω και ξέρω ότι η φυλή αυτή δεν είχε καμιά σχέση με την ιεροσύνη και ότι κανείς απ’ αυτήν δεν έγινε ιερέας (γιατί αυτό φανερώνει το «κανείς δεν έχει υπηρετήσει το θυσιαστήριο»), αλλά όλα έχουν αλλάξει. Έτσι ήταν ανάγκη να αλλάξει ο νόμος και η παλαιά διαθήκη, αφού και αυτή η φυλή έχει αλλάξει». Βλέπεις πως δείχνει και άλλη διαφορά από την αλλαγή της φυλής; Και όχι μόνο απ’ αυτή δείχνει πόση είναι η διαφορά, αλλά ακόμη και από το πρόσωπο και από τη διαθήκη και από τον τρόπο και από τον ίδιο τον τύπο.
    «ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου (:και ο νέος αυτός ιερέας, ο Χριστός δηλαδή, έγινε ιερέας όχι σύμφωνα με κάποιο νόμο που οι εντολές του αναφέρονται σε εξωτερικά και πρόσκαιρα πράγματα και γενικότερα στην κάθαρση της σάρκας· αλλά έγινε ιερέας με τη δύναμη του Πατρός και τη δική Του. Και η δύναμη αυτή είναι δύναμη ζωής που δεν καταλύεται από τον θάνατο αλλά είναι αιώνια)» [Εβρ. 9,16]. «Έγινε», λέγει, «ιερέας, αλλά όχι σύμφωνα με τις εντολές του ανθρώπινου νόμου»· γιατί ο νόμος εκείνος σε πολλά ήταν άνομος. Και σωστά τον ονόμασε αυτόν ανθρώπινη εντολή, γιατί όσα όριζε αναφέρονταν στο σώμα του ανθρώπου. Γιατί το να λέγει ο μωσαϊκός εκείνος νόμος: «περίτεμνε τη σάρκα, χρίσε τη σάρκα, λούσε τη σάρκα, καθάρισε τη σάρκα, κούρεψε τη σάρκα, δέσε τη σάρκα, θρέψε τη σάρκα, ξεκούρασε τη σάρκα», όλα αυτά, πες μου, δεν αναφέρονται στο σώμα του ανθρώπου; Αν όμως θέλεις να μάθεις και ποια αγαθά υποσχόταν, άκου· «πολλή ζωή», λέγει, «στη σάρκα, γάλα και μέλι για τη σάρκα, ειρήνη για τη σάρκα, απολαύσεις για τη σάρκα». Από αυτόν τον νόμο έλαβε την ιεροσύνη ο Ααρών, ενώ ο Μελχισεδέκ δεν την έλαβε έτσι.
     «Μαρτυρεῖ γὰρ ὅτι σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (:και είναι δύναμη αιώνιας ζωής, διότι δίνει μαρτυρία η Αγία Γραφή για τον νέο ιερέα Χριστό ότι «εσύ είσαι ιερέας αιώνιος κατά την τάξη Μελχισεδέκ)» [Εβρ. 7,17]. Ποιο γίνεται ολοφάνερο με μαρτυρία; Η απόσταση της μιας ιεροσύνης από την άλλη, η διαφορά τους, πόσο ανώτερος είναι αυτός που έγινε ιερέας όχι σύμφωνα με τις εντολές του ανθρώπινου νόμου. Ποιος είναι αυτός; Ο Μελχισεδέκ; Όχι, αλλά ο Χριστός. «Αλλά σύμφωνα με τη δύναμη ζωής ακατάλυτης. Γιατί μαρτυρεί η Γραφή: “εσύ είσαι αιώνιος ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ”)». Δηλαδή όχι πρόσκαιρος, ούτε έχει τέλος, αλλά «δύναμη ζωής που δεν καταλύεται από τον θάνατο αλλά είναι αιώνια». Αυτό το είπε για να φανερώσει ότι έγινε ιερέας με τη δύναμη τη δική Του και του Πατέρα, με τη ζωή που δεν έχει τέλος. Αν και βέβαια αυτό δεν είναι σύμφωνο με το «αυτός έγινε ιερέας όχι σύμφωνα με τις εντολές του ανθρώπινου νόμου»· γιατί το σύμφωνο θα ήταν να πει, «αλλά με πνευματική εντολή». Αλλά με «τον ανθρώπινο νόμο» έδειξε το πρόσκαιρο, όπως λέγει και αλλού, «μόνον ἐπὶ βρώμασι καὶ πόμασι καὶ διαφόροις βαπτισμοῖς καὶ δικαιώμασι σαρκός, μέχρι καιροῦ διορθώσεως ἐπικείμενα (:οι θυσίες μάλιστα εκείνες επιβάλλονταν μόνο ως φορτίο, μαζί με τη διάκριση φαγητών και ποτών και με τις διάφορες πλύσεις και τις εντολές για τον καθαρισμό μόνο του σώματος. Όλα αυτά όμως ήταν προσωρινά μέχρι τον καιρό της διορθώσεως και μεταρρυθμίσεως που επέφερε ο Χριστός)» [Εβρ.9,10]· «κατὰ δύναμιν ζωῆς (:με τη δύναμη της ζωής)»· δηλαδή ότι ζει με τη δική Του δύναμη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος