ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (Διδαχή)



                1. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΝΑΡΕΤΟΙ

 “Θέλεις νά γίνεις ἐνάρετος; Κάνε μόνο τήν ἀρχή. Ἀλήθεια, πές μου, στήν περίπτωση ὅλων τῶν τεχνῶν, ὅταν θέλουμε ν’ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτές, ἀρκούμαστε μόνο στή θέληση, ἤ καί ἐπιδιδόμαστε μέ δραστηριότητα στά ἔργα; ... δέν ἀρκεῖ μόνο τό νά θέλης, ἀλλά πρέπει νά προστεθῆ καί τό ἔργο, ἐνῶ ἐδῶ θέλοντας ν’ ἀνεβῆς στόν οὐρανόν, λές «θέλω», μόνο; Πῶς τότε, λέγει, ἔλεγες, ὅτι ἀρκεῖ τό νά θέλη κανείς; Ἡ θέλησις πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τά ἔργα, πρέπει καί νά ἐπιχειρῆται τό πρᾶγμα, πρέπει καί νά κοπιάση κανείς. Ἔχουμε βέβαια συνεργό καί συμβοηθό τό Θεό, μόνο νά τό ἐπιχειρήσουμε, μόνο νά καταπιαστοῦμε μ’ αὐτό τό ἔργο, μόνο νά ἐνδιαφερθοῦμε, μόνο νά τό βάλουμε στό μυαλό μας, καί ὅλα τά ἄλλα ἀκολουθοῦν. Ἐάν ὅμως κοιμώμαστε καί περιμένουμε ροχαλίζοντας νά μποῦμε στόν οὐρανό, τότε θά μπορέσουμε νά κατακτήσουμε τήν κληρονομία τῶν οὐρανῶν;”[1]


              2. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΗΜΟΝΕΣ


“Παρ’ ὅλο πού ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καί τό νά κοιμᾶται κανείς στό χῶμα ἔχουν πιό δύσκολο κόπο ἀπό τήν ἐλεημοσύνη, ὅμως τίποτε δέν εἶναι τόσο δυνατό στό νά σβήνει τή φωτιά τῶν ἁμαρτημάτων, ὅσο αὐτή. Αὐτή εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα, στήνει τούς ἐραστές της κοντά στόν ἴδιο τό βασιλιᾶ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καί τό νά κοιμᾶται κανείς στό χῶμα σταματάει μόνο γύρω ἀπ’ αὐτόν πού τήν ἀσκεῖ καί δέν σώνει κανέναν ἄλλο, ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως ἁπλώνεται σέ ὅλους καί ἀγκαλιάζει τά μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε τά κατορθώματα ἐκεῖνα πού ἁπλώνονται σέ πολλούς εἶναι πολύ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτά πού σταματοῦν γύρω ἀπό ἕναν.
Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης πού χαρακτηρίζει τό χριστιανισμό, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλα τά θαύματα, μέ τά ὁποῖα φαίνονται οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι φάρμακο γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, σαπούνι γιά τήν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας, σκάλα στηριγμένη στόν οὐρανό, αὐτή συνδέει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θέλετε νά μάθετε πόσο μεγάλο ἀγαθό εἶναι αὐτή; Στήν ἐποχή τῶν ἀποστόλων ὅλοι πουλοῦσαν τά ὑπάρχοντά τους καί ἔφερναν σ’ αὐτούς τά χρήματα, τά ὁποῖα καί μοιράζονταν... “Ὅλοι εἶχαν μιά καρδιά καί μιά ψυχή”[1] καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐπάνω σέ ὅλους αὐτούς καί ζοῦσαν μέ πολύ ὄφελος.”[2]
“Γιατί βέβαια αὐτό κυρίως σημαίνει νά περιφρονεῖς τά χρήματα, αὐτό σημαίνει νά θρέψεις ἀληθινά τό Χριστό, ὅταν δέν τό κάνεις αὐτό μέ ἀλαζονεία καί ἐγωϊσμό, ὅταν δίνεις σάν νά εὐεργετεῖς τόν ἑαυτό σου περισσότερο παρά ἐκεῖνον πού τά παίρνει. Γιατί ἄν θεωρεῖς ὅτι δίνεις μᾶλλον παρά παίρνεις, μή δίνεις.[i]
Γι’ αὐτό θαυμάζουμε καί τόν Ἀβραάμ, ὄχι μόνον γιατί θυσίασε μοσχάρι οὔτε γιατί ζύμωσε ἀλεύρι, ἀλλά γιατί μέ πολλή εὐχαρίστηση καί ταπεινοφροσύνη ὑποδεχόταν τούς ξένους, τρέχοντας κοντά του, ἐξυπηρετώντας τους, ἀποκαλώντας τους κυρίους, νομίζοντας πώς βρῆκε θησαυρό ἀπείρων ἀγαθῶν, ἄν κάποτε ἔβλεπε νά πλησιάζει ξένος. Ἔτσι λοιπόν γίνεται διπλή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν καί δίνουμε καί δίνοντας τά προσφέρουμε μέ προθυμία. Γιατί λέγει “Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός”[3]. Γιατί καί ἄν ἀκόμη ἄπειρα τάλαντα προσφέρεις μέ ἀλαζονείς καί ἐγωϊσμό καί ματαιοδοξία, ἔχασες τά πάντα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος πού πρόσφερε τό ἕνα δέκατο ἀπό τά ὑπάρχοντά του, ἐπειδή ὑπερηφανευόταν καί φούσκωνε ἀπό ὑπερηφάνεια γι’ αὐτό, ἀφοῦ τά ἔχασε ὅλα, ἔτσι κατέβηκε ἀπό τό ναό.”[4]

3. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ

“καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”. Τρία ἀγαθά διακηρύττει μέ τά λόγια αὐτά. Τούς ἄριστους στήν ἀρετή τούς διδάσκει μετριοφροσύνη καί τούς συμβουλεύει νά μήν ὑπερηφανεύονται γιά τά κατορθώματά τους ἀλλά νά φοβοῦνται καί νά τρέμουν καί νά μνημονεύουν τά προηγούμενα ἁμαρτήματά τους ὅπως ὁ θεσπέσιος Παῦλος, λέγοντας ὕστερα ἀπό τά ἄπειρα κατορθώματά του “ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς καί πρῶτος ἀνάμεσά τους εἶμαι ἐγώ” (Α΄ Τιμ. α΄ 15). Τούς ἄριστους λοιπόν στήν ἀρετή τούς ἀσφάλισε μέ τήν ταπεινοφροσύνη, λέγοντας τά λόγια αὐτά. Ἐκείνους ὅμως πού ἔσφαλαν ὕστερα ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος δέν τούς ἀφήνει νά ἀπελπίζονται γιά τή σωτηρία τους, ἀλλά τούς διδάσκει νά ζητοῦν ἀπό τό γιατρό τῶν ψυχῶν τά φάρμακα τῆς συγχώρησης. Μαζί ὅμως μ’ αὐτά ὁ λόγος προϋποθέτει καί διδασκαλία φιλανθρωπίας. Γιατί μᾶς θέλει νά εἴμαστε ἥμεροι στούς ἐνόχους, ἀμνησίκακοι σ’ αὐτούς πού σφάλουν σέ μᾶς καί μέ τή συγγνώμη μας σ’ αὐτούς νά χαρίζουμε στόν ἑαυτό μας συγγνώμη, καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτα νά προσφέρουμε τά μέτρα τῆς φιλανθρωπίας. Γιατί τόσο ζητοῦμε νά λάβουμε, ὅσο παρέχουμε στούς συνανθρώπους μας καί ἀξιώνουμε νά ἐπιτύχουμε τόση συγγνώμη, ὅση χαρίζουμε στούς ὀφειλέτες μας.”[1]
“Ἐσύ ὅμως ἐνῶ στέκεσαι καί μεριμνᾶς γιά τά ἁμαρτήματά σου, δέ φρίττεις πού θυμᾶσαι τά ξένα; καί πῶς παρακαλεῖς τό Θεό; γιατί αὐτά πού ζητᾶς ἀπό τό Θεό ἐναντίον ἐκείνου, μέ αὐτά ἑτοιμάζεις γιά σένα φοβερότερα, μή ἀφήνοντας τό Θεό νά συγχωρήσει τά δικά σου ἁμαρτήματα. Πῶς λοιπόν, λέγει, ἐάν θέλεις νά γίνω αὐστηρός ἐξεταστής τῶν πλημμελημάτων πού ἔγιναν σέ βάρος σου, ζητᾶς νά συγχωρήσω αὐτά πού ἔκαμες ἐσύ σέ μένα; Ἄς μάθουμε κάποτε νά εἴμαστε χριστιανοί; Ἄν δέ γνωρίζουμε νά προσευχόμαστε, πράγμα πού εἶναι εὔκολο καί πολύ ἁπλό, τί θά γνωρίσουμε ἀπό τά ἄλλα; Ἄς μάθουμε νά προσευχόμαστε σάν χριστιανοί, ἐκεῖνες οἱ προσευχές εἶναι τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐκεῖνες οἱ δεήσεις εἶναι τῶν Ἰουδαίων, ἐνῶ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἀντίθετες, μέ αὐτές ζητοῦμε ἄφεση καί ἀμνηστία τῶν σφαλμάτων πού ἔγιναν σέ μᾶς. “Ὅταν μᾶς βρίζουν, εὐλογοῦμε, ὅταν μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχή, ὅταν μᾶς βλασφημοῦν, παρακαλοῦμε”[2]. Ἄκου τόν Στέφανο πού λέγει “Κύριε, μή λογαριάσεις σέ αὐτούς αὐτό τό ἁμάρτημα”. Ὄχι μόνο δέν καταριόταν, ἀλλά καί προσευχόταν γιά αὐτούς, ἐνῶ ἐσύ ὄχι μόνο δέν προσευχήθηκες ὑπέρ αὐτῶν, ἀλλά καί τούς καταράστηκες. Ὅσο θαυμάσιος λοιπόν ἦταν ἐκεῖνος, τόσο πιό κακός εἶσαι ἐσύ... Θέλεις νά πλήξεις τόν ἐχθρό σου; Προσευχήσου γιά αὐτόν, ὄχι ὅμως μέ τέτοια διάθεση, ὄχι σάν νά πλήττεις, αὐτό βέβαια γίνεται, ἐσύ ὅμως μήν τό κάνεις μέ αὐτό τό σκοπό. Ἄν καί βέβαια ἐκεῖνος ὁ μακάριος ὅλα τά πάθαινε ἄδικα, κι ὅμως προσευχόταν γι’ αὐτούς, ἐνῶ ἐμεῖς πολλά καί δίκαια τά παθαίνουμε ἀπό τούς ἐχθρούς. Ἄν λοιπόν αὐτός πού ἔπαθε ἄδικα δέν τόλμησε νά μήν προσευχηθεῖ ὑπέρ αὐτῶν, ἐμεῖς πού πάσχουμε δίκαια, κι ὄχι μόνο δέν προσευχόμαστε, ἀλλά καί καταριόμαστε, ποιάς τιμωρίας δέν εἴμαστε ἄξιοι; Νομίζεις βέβαια ὅτι δίνεις σέ ἐκεῖνον τό χτύπημα, ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι τραβᾶς τό ξίφος ἐναντίον σου, μή ἀφήνοντας τό δικαστή νά γίνει πρᾶος γιά τά ἁμαρτήματά σου μέ τά ὁποῖα τόν ἐξοργίζεις μέ τήν προσευχή σου ἐναντίον τῶν ἄλλων. Γιατί λέγει “μέ ὅποιο μέτρο μετρᾶτε, μέ τό ἴδιο θά μετρηθεῖτε καί σεῖς, καί μέ ὅποιο κριτήριο κρίνετε, θά κριθῆτε”[3]. Ἄς γίνουμε λοιπόν συγχωρητικοί, γιά νά ἔχουμε τέτοιον καί τό Θεό.”[4]
“Αὐτός πού εὐλογεῖ τόν ἐχθρό, εὐλογεῖ τόν ἑαυτό του, καί αὐτός πού καταριέται, καταριέται τόν ἑαυτό του, καί αὐτός πού προσεύχεται γιά τόν ἐχθρό, προσεύχεται γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά ἐκεῖνον.”[5]

4. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ


“Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, πού νά μπορεῖ νά μᾶς συγκρατεῖ καί νά μᾶς διαφυλάσσει τόσο, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό νά εἴμαστε μετριόφρονες καί συνεσταλμένοι καί νά μή σχηματίζουμε ποτέ καμμιά μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Αὐτό τό πρᾶγμα γνωρίζοντας καλά καί ὁ Χριστός καί ἀρχίζοντας τήν πνευματική ἐκείνη διδασκαλία, ἄρχισε πρῶτα τήν παραίνεση ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, καί ὅταν ἄνοιξε τό στόμα του, αὐτόν τόν νόμο παρουσίασε πρῶτα, λέγοντας αὐτό “μακάριοι οἱ φτωχοί τῷ πνεύματι” (Ματθ. ε΄ 3).
Ὅπως λοιπόν ὅταν πρόκειται κάποιος νά χτίσει ἕνα μεγάλο καί ἐπιβλητικό σπίτι, βάζει καί ἀνάλογο θεμέλιο, ὥστε νά μπορέσει νά βαστάξει τό προστιθέμενο ἀργότερα βάρος, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός, σηκώνοντας στίς ψυχές τους τή μεγάλη ἐκείνη οἰκοδομή τῆς πίστης, βάζει πρῶτα, σάν κάποιο θεμέλιο καί ἀρχή σταθερή καί βάση μόνιμη καί ἀκίνητη, τήν παραίνεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐπειδή γνώριζε πώς ὅταν αὐτή ριζώσει στίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν, ὅλα τά ἄλλα μέρη τῆς ἀρετῆς μποροῦν νά χτίζονται μέ ἀσφάλεια. Ὅπως λοιπόν ὅταν αὐτή ἀπουσιάζει καί ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάποιος ὅλη τήν ὑπόλοιπη ἀρετή, κοπίασε ἄσκοπα καί μάταια καί ἄχρηστα, σάν ἐκεῖνον πού ἔχτισε τό σπίτι του ἐπάνω στή ἄμμο, ὁ ὁποῖος βέβαια ὑπέμεινε τόν κόπο, ἀλλά δέ χάρηκε τό κέρδος, γιατί δέν ἔβαλε σταθερό θεμέλιο, ἔτσι καί αὐτός πού χωρίς ταπεινοφροσύνη ἐπιδιώκει ὁποιοδήποτε ἀγαθό, τά ἔχασε καί τά κατέστρεψε ὅλα.
Καί λέγοντας ταπεινοφροσύνη δέν ἐννοῶ τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται στά λόγια, οὔτε ἐκείνη πού βρίσκεται πάνω στή γλώσσα, ἀλλά τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται μέσα σττό νοῦ, πού προέρχεται ἀπό τήν ψυχή, πού βρίσκεται μέσα στή συνείδηση, πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τή βλέπει. Φθάνει αὐτή ἡ ἀρετή, καί ὅταν παρουσιάζεται μόνη της πολλές φορές, νά ἐξιλεώσει τό Θεό. Καί αὐτό τό φανέρωσε ὁ τελώνης. Γιατί αὐτόν παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε κανένα ἀγαθό καί δέν μποροῦσε νά παρουσιασθεῖ ἀπό τά κατορθώματά του, λέγοντας μόνο “ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό”, κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, παρά ὁ φαρισαῖος, μολονότι βέβαια τά λόγια ἐκεῖνα δέν ἦταν ἀπόδειξη ταπεινοφροσύνης ἀλλά μόνο εὐγνωμοσύνης. Γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἄν καί ἀναγνωρίζει στόν ἑαυτό του μεγάλη ἀξία, δέ φαντάζεται γιά τόν ἑαυτό του τίποτε μεγάλο, ἐνῶ εὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτωλός, τό ὁμολογεῖ αὐτό. Ἄν ὅμως ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του κανένα ἀγαθό ἀπέσπασε τόση εὔνοια ἀπό τό Θεό ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό ἀκριβῶς πού ἦταν, πόση παρρησία θ’ ἀπολαύσουν αὐτοί πού μποροῦν νά ποῦν τά πολλά τους κατορθώματα ἀλλά ὅλα τά ξεχνοῦν καί συγκαταλέγουν τόν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στούς τελευταίους; Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμε καί ὁ Παῦλος. Γιατί, ἄν καί ἦταν πρῶτος ἀπ’ ὅλους τούς δικαίους, ἔλεγε ὅτι αὐτός ἦταν πρῶτος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. α΄ 15) καί ὄχι μόνο τό ἔλεγε ἀλλά τό εἶχε πιστέψει. Ἐπειδή ἀπό τό δάσκαλό του διδάχθηκε πώς ὅταν τά κάνουμε ὅλα, πρέπει νά ὀνομάζουμε τούς ἑαυτούς μας ἄχρηστους δούλους (Λουκ. ιζ΄ 10).
... Γιατί ἄν συμπεριφερόμαστε ἔστι, μᾶς ἀρκεῖ αὐτό γιά προσφορά καί θυσία, ὅπως καί ὁ Δαυΐδ ἔλεγε “θυσία τῷ θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ θεός οὐκ ἐξουδενώσει”. Δέν εἶπε ἁπλῶς ταπεινωμένη, ἀλλά καί συντριμμένη, γιατί τό συντριμμένο εἶναι καί θρυμματισμένο, οὔτε βέβαια, ἄν θέλει, μπορεῖ νά ὑπερηφανευθεῖ. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἄς μή ταπεινώνουμε μόνο τήν ψυχή μας, ἀλλά καί ἄς τή συντρίψουμε καί ἄς τή θρυμματίσουμε καί συντρίβεται ὅταν θυμᾶται συνέχεια τά δικά της ἁμαρτήματα. Ἄν τήν ταπεινώσουμε ἔτσι, δέν θά μπορέσει, ἔστω καί νά τό θέλει νά ὑπερηφανευθεῖ, γιατί ἡ συνείδηση σάν κάποιο χαλινάρι τή σταματάει ὅταν σηκώνεται καί τή συγκρατεῖ καί τήν πείθει νά εἶναι μετρημένη σέ ὅλα.
Ἔτσι θά μπορέσουμε νά βροῦμε καί χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. “ὅσω γάρ μέγας εἶ”, λέγει ἡ Γραφή, “τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καί ἐναντίον Κυρίου εὑρήσεις χάριν” (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Ἐκεῖνος ὅμως πού βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέ θά αἰσθανθεῖ καμμιά δυσκολία, ἀλλά καί ἐδῶ θά μπορέσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ξεπεράσει εὔκολα ὅλα ἐκεῖνα τά δεινά καί νά ξεφύγει τίς τιμωρίες πού ὑπάρχουν στή ζωή γιά τούς ἁμαρτωλούς, γιατί ἡ χάρη πηγαίνει παντοῦ πρίν ἀπ’ αὐτόν καί τοῦ ἐξευμενίζει τά πάντα”.[6]
“Ὅλοι ὅμως ἄς ταπεινώσουμε τίς ψυχές μας μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τό νά συγχωροῦμε τίς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων μας, μέ τό νά μή μνησικακοῦμε καί μέ τό νά μήν ἐκδικούμαστε. Ἄν ἐνθυμούμαστε συνέχεια τά σφάλματά μας, δέ θά μπορέσει κανένα ἀπό τά ἔξω πράγματα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀλαζονεία, οὔτε τά πλούτη, οὔτε ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ τιμή, ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη καθίσουμε στό βασιλικό ὄχημα, θά στενάξουμε πικρά. Γιατί καί ὁ μακάριος Δαβίδ ἦταν βασιλιάς καί ἔλεγε “θά λούζω κάθε νύχτα τό κρεββάτι μου”[7], καί δέ ζημιώθηκε καθόλου ἀπό τή βασιλική πορφύρα καί τό στέμμα καί δέν ἀλαζονεύθηκε, καί ἐπειδή εἶχε συντετριμμένη τήν καρδιά του θρηνοῦσε”.[8]
“Τί λοιπόν εἶναι τά ἀνθρώπινα πράγματα; Στάχτη καί σκόνη, καί σάν χνούδι μπροστά στόν ἄνεμο, καπνός καί σκιά, φύλλο περιφερόμενο ἐδῶ καί ἐκεῖ καί ἄνθος, ὄνειρο καί μῦθος καί παραμύθι, ἄνεμος καί ἀέρας ἁπλῶς σιγανός πού φεύγει καί χάνεται, φτερό πού δέ στέκεται, φύσημα ἀέρα πού τρέχει καί ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει πιό μηδαμινό ἀπό αὐτά.”[9]
“Καί ἄν ἀκόμη ἀνεβοῦμε στήν ἴδια κορυφή τῆς ἀρετῆς, ἄς θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας τελευταίους ἀπ’ ὅλους, ἀφοῦ μάθαμε ὅτι καί ἀπό τούς ἴδιους τούς οὐρανούς ἡ ἀλαζονεία μπορεῖ νά καταρρίψει ἐκεῖνον πού δέν προσέχει, καί ὅτι ἀπό τήν ἴδια τήν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων ἡ ταπεινοφροσύνη μπορεῖ νά ἀνεβάσει ὑψηλά ἐκεῖνον πού ξέρει νά συμπεριφέρεται μέ μετριοφροσύνη. Γιατί αὐτή ἔστησε τόν τελώνη μπροστά ἀπό τό φαρισαῖο, ἐνῶ ἐκείνη, δηλαδή ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ὑπερηφάνεια, νίκησε καί ἀσώματη δύναμη, τό διάβολο, ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων του εἰσήγαγε τόν ληστή στόν παράδεισο πρίν ἀπό τούς ἀποστόλους. Ἄν ὅμως αὐτοί πού ὁμολογοῦν τά δικά τους ἁμαρτήματα χαρίζουν στόν ἑαυτό τους τόση μεγάλη παρρησία, ἐκεῖνοι πού ἀναγνωρίζουν στόν ἑαυτό τους πολλά ἀγαθά καί ταπεινώνουν τήν ψυχή τους, πόσα στεφάνια δέ θά ἐπιτύχουν; Γιατί ὅταν ἡ ἁμαρρτία εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τρέχει μέ τόση εὐκολία ὥστε νά ξεπερνάει καί νά προλαβαίνει τή δικαιοσύνη πού συνυπάρχει μέ τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν τή συνδέσεις μέ τή δικαιοσύνη ποῦ δέ θά φθάσει; Πόσους οὐρανούς δέ θά περάσει; Ὁπωσδήποτε θά σταθεῖ κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους μέ πολλή παρρησία. Ἄν πάλι ἡ ἀλαζονεία πού συνδέθηκε μέ τή δικαιοσύνη μπόρεσε μέ τήν ὑπερβολή καί τή βαρύτητα τῆς δικῆς της κακίας νά ταπεινώσει τήν παρρησία ἐκείνης, ἄν εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ἁμαρτία, σέ πόση γέεννα δέ θά μπορέσει νά γκρεμίσει αὐτόν πού τήν ἔχει;
Αὐτά τά λέγω ὄχι γιά νά ἀδιαφοροῦμε γιά τή δικαιοσύνη, ἀλλά γιά νά ἀποφύγουμε τήν ἀλαζονεία, ὄχι γιά νά ἁμαρτάνουμε, ἀλλά γιά νά εἴμαστε μετριόφρονες. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεμέλιο τῆς δικῆς μας ἀρετῆς. Καί ἄν ἀκόμη οἰκοδομήσεις ἐπάνω ἄπειρα, εἴτε ἐλεημοσύνη εἴτε προσευχές, εἴτε νηστεία, εἴτε κάθε ἀρετή, ἄν δέν τεθεῖ αὐτή πρῶτα, ὅλα θά οἰκοδομηθοῦν ἄσκοπα καί μάταια, καί θά πέσουν εὔκολα κάτω, ὅπως ἡ οἰκοδομή ἐκείνη πού κτίσθηκε πάνω στήν αμμο. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς αὐτήν. Ἀλλά, εἴτε τή σωφροσύνη πεῖς, εἴτε τήν παρθενία, εἴτε τήν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα εἶναι ἀκάθαρτα καί μολυσμένα καί βδελυρά ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ταπεινοφροσύνη. Παντοῦ λοιπόν ἄς τήν ἔχουμε μαζί μας, στά λόγια, στίς πράξεις, στίς σκέψεις, καί μαζί της ἄς τά κτίζουμε αὐτά.”[10]
“Εἶσαι ταπεινός καί μάλιστα ταπεινότερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους; Νά μήν ὑπερηφανεύεσαι γι’ αὐτό οὔτε νά κατηγορεῖς τούς ἄλλους, γιά νά μή χάσεις τό καύχημά σου. Γι’ αὐτό δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν μ’ αὐτήν πέσεις σέ ἀλαζονεία, καλύτερα νά μή δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιατί ἄκου τόν Παῦλο πού λέγει “μέσω τοῦ καλοῦ μέ ὁδηγεῖ στό θάνατο, γιά νά γίνει ἡ ἁμαρτία ὑπερβολικά ἁμαρτωλή χρησιμοποιώντας τήν ἐντολή”[11]. Ὅταν σοῦ ἔρθει ἡ σκέψη νά θαυμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ταπεινοφροσύνη σου, σκέψου τόν Κύριό σου ποῦ κατέβηκε, καί δέ θά θαυμάσεις πιά τόν ἑαυτό σου οὔτε θά τόν ἐπαινέσεις, ἀλλά καί θά τό περιγελάσεις, γιατί δέν ἔκανε τίποτε. Ὁπωσδήποτε νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ὀφειλέτη. Ὅ,τι καί ἄν κάνεις, θυμήσου ἐκείνη τή παραβολή “ποιός ἀπό σᾶς”, λέγει, “πού ἔχει ἕνα δοῦλο, θά τοῦ πεῖ, ὅταν ἐπιστρέψει στό σπίτι, «κάθισε να φᾶς»; Δέ θά τοῦ πεῖ αὐτό, σᾶς λέγω, ἀλλά «σήκω καί ὑπηρέτησέ με»”[12].”[13]

5. ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΚΑΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ


“Γιατί τίποτε δέν ὑπάρχει πιό κόσμιο ἀπό τήν καλή συμπεριφορά, τίποτε πιό εὐχάριστο καί πιό γλυκό ἀπό τήν καλωσύνη, τήν πραότητα καί τήν ὑπακοή. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ὠφέλιμος. Καί αὐτοί πού εἶναι τέτοιοι οὔτε τή δουλεία ντρέπονται, οὔτε τόν φτωχό ἀποφεύγουν, οὔτε τόν ἄρρωστο καί στενοχωρημένο, γιατί ὅλα τά ἐξουσιάζει ἡ ἀρετή καί ὅλα τά νικάει... Αὐτά λοιπόν ἄς ἀσκοῦμε καί οἱ δοῦλοι καί οἱ ἐλεύθεροι, καί οἱ γυναῖκες καί οἱ ἄνδρες. Ἔτσι θά γίνουμε ἀγαπητοί καί στούς ἀνθρώπους καί στό Θεό, καί στούς ἀνθρώπους ὄχι μόνο στούς καλούς ἀλλά καί στούς κακούς, καί πρό πάντων σ’ ἀυτούς, γιατί αὐτοί τιμοῦν καί σέβονται πιό πολύ. Γιατί ὅπως οἱ ἀρχόμενοι τρέμουν τούς ἐπιεικεῖς, ἔτσι καί τούς ἐναρέτους οἱ ἀκόλαστοι, γιατί γνωρίζουν τί ἔχουν χάσει”.[14]
“Σέ κακολόγησε κάποιος; Ἐσύ ἀγάπησέ τον. Καί πῶς εἶναι δυνατον; Εἶναι δυνατό, καί πάρα πολύ δυνατό, ἐάν θέλεις. Ἐάν τόν ἀγαπήσεις ὅταν λέγει καλά λόγια γιά σένα, δέν ὑπάρχει πιά χάρη σέ σένα, γιατί αὐτό τό ἔκαμες ὄχι γιά τόν Κύριο, ἀλλά γιά τήν καλή σου φήμη. Σέ ἔβλαψε κάποιος; Εὐεργέτησέ τον, ἄν ὠφελήσεις κάποιον πού σέ ὠφέλησε, δέν ἔχεις κάμει τίποτε σπουδαῖο. Ἀδικήθηκες καί ζημιώθηκεες σέ πολύ μεγάλο βαθμό, φρόντισε τά ἀντίθετα νά ἀνταποδώσεις. Ναί, σᾶς παρακαλῶ, ἔτσι νά διευθετοῦμε τά ὅσα ἔχουν σχέση μέ μᾶς. Ἄς παύσουμε νά ἀδικοῦμε καί νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς. Αὐτός προτρέπει νά ἀγαποῦμε τούς ἔχθρούς, ἐμεῖς ὅμως καταδιώκουμε καί αὐτόν πού τούς ἀγαπάει. Μή γένοιτο, λέγει. Τά λόγια αὐτά ὅλοι τά λέμε, μέ τά ἔργα ὅμως δέν τό κάμνουμε ὅλοι. Τόσος εἶναι ὁ σκοτισμός τῆς ἁμαρτίας, ὥστε μ’ αὐτά πού δέν μποροῦμε νά ὑποφέρουμε μέ λόγια, αὐτά τά ὑποφέρουμε στήν πράξη”[15].
“Τήν εὐγένεια συνήθως δέν τήν κάνει ἡ λάμψη τοῦ πλούτου οὔτε ἡ ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἀλλά ἡ εὐγένεια τῶν τρόπων, ἐνῶ ἀντίθετα ἐκεῖνοι πού στεροῦνται αὐτήν καί ὑπερηφανεύονται ἀπό τή δόξα τῶν γονέων τους, στολίζονται μόνο μέ τό ἁπλό ὄνομα τῆς εὐγένειας καί ὄχι μέ τήν οὐσία τοῦ πράγματος, ἤ καλύτερα τό ἴδιο αὐτό τό ὄνομα ἀποκαλύπτεται πολλές φορές χωρίς σημασία ἄν κανείς ἀνατρέξει στούς παλαιότερους προγόνους αὐτῶν τῶν εὐγενῶν... Ὁ Παῦλος ζητοῦσε τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς καί δίδασκε τούς ἄλλους αὐτήν νά θαυμάζουν. Δέν εἶναι λοιπόν μικρό αὐτό πού τώρα κερδίζουμε ἀπό δῶ, δηλαδή τό νά μήν ντρεπόμαστε γιά κανένα ἀπό τούς ἀσήμαντους, τό νά ἐπιζητοῦμε τήν ἀρετή τῆς ψυχῆς, τό νά θεωροῦμε περιττά καί ἀνώφελα ὅλα τά πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν.”[16]
“Νά εἶσαι φίλος μέ ὅλους, νά εἶσαι ἐπιεικής, νά ἀγαπιέσαι ἀπό ὅλους, νά μή φιλονικεῖς μέ κανένα ἄδικα καί μάταια, τίμα τόν πατέρα σου, τίμα τή μητέρα σου, ἀπολάμβανε ἀγαθή φήμη, γίνε ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά ἄγγελος, μή πεῖς τίποτε τό ἀδιάντροπο, τίποτε τό ψεύτικο, ἀλλά οὔτε καί νά τό σκεφθεῖς, βοήθα ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη, νά μήν ἔχεις ἁρπαγμένα πράγματα, νά μήν εἶσαι ὑβριστής, οὔτε θρασύς καί κανένας δέν ἀκούει... Μέχρι πότε θά σπρώχνουμε τούς ἑαυτούς μας στούς γκρεμούς; Μέχρι πότε θά βαδίζουμε στά ἀγκάθια; Μέχρι πότε θά πληγώνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ καρφιά καί θά ὁμολογοῦμε καί χάρη;
Ἄς ἀφυπνισθοῦμε κάποτε, ἄς μετατρέψουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς τούς συγκροτήσουμε, ἄς ἀγαπήσουμε τό Θεό ὅπως πρέπει, γιά νά ἀξιωθοῦμε τά ἀγαθά πού ὑποσχέθηκε σέ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν, μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ”.[17]
“Οἰκοδομεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον” (Α΄ Θεσ. ε΄ 11). Οὔτε βεβαίως θέλει ὁ Θεός νά βοηθεῖ ὁ χριστιανός μόνον τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά οἰκοδομεῖ καί ἄλλους ὄχι μόνο μέ τή διδασκαλία, ἀλλά καί μέ τή συμπεριφορά του, διότι τίποτε δέν φέρει τόσον πρός τό δρόμο τῆς ἀληθείας, ὅσον ἡ συνέπεια τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε βεβαίως προσέχουν τόσον εἰς τά λόγια μας, ὅσον εἰς τά ἔργα μας... Καί ὁ Χριστός ἐμακάρισε αὐτούς λέγων “εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού θά ἐκτελέσει τάς ἐντολάς καί θά διδάξει” (Ματθ. ε΄ 19). Πρόσεξε ότι πρῶτα ἔθεσε τήν πράξιν και μετά τήν διδασκαλίαν. Διότι ὅταν προηγεῖται ἡ πρᾶξις, καί ἄν ἀκόμη δέν ἀκολουθεῖ ἡ διδασκαλία, εἶναι ἀρκετόν νά διδάξουν τά ἔργα λαμπρότερα ἀπό τήν φωνήν ἐκείνους πού μᾶς παρακολουθοῦν. Αὐτό λοιπόν ἄς ἐπιζητοῦμεν, παντοῦ νά διδάσκωμεν πρῶτα μέ τά ἔργα μας καί ὕστερα μέ τά λόγια, διά νά μήν ἀκούσωμεν καί ἡμεῖς ἀπό τόν Παῦλον, “Σύ πού διδάσκεις ἄλλον, τόν ἑαυτό σου δέν διδάσκεις;” (Ρωμ. β΄ 21). Καί ὅταν θέλωμεν νά συμβουλεύσωμεν κάποιον, διά νά ἐπιτύχει κάτι ἀναγκαῖον, προηγουμένως ἄς προσπαθοῦμεν νά ἐπιτύχωμεν ἡμεῖς αὐτό, ὥστε νά διδάσκωμεν μέ μεγαλυτέραν παρρησίαν καί κάθε μας μέριμνα ἄς ἀποβλέπει εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς καί ἀφοῦ ἠμπορέσωμεν νά χαλιναγωγήσωμεν τάς σαρκικάς ὁρμάς, νά ἐπιδείξωμεν τήν ἀληθινή νηστεία, ἐννοῶ βεβαίως τήν ἀποχή ἀπό τά κακά, διότι αὐτό εἶναι νηστεία. Διότι καί ἡ ἀποχή ἀπό τά φαγητά διά τοῦτο ἔχει ὁρισθεῖ, διά νά χαλιναγωγήσει τήν δύναμη τῆς σάρκας καί νά καταστήσει εὐπειθῆ τόν ἵππον τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἐκεῖνος πού νηστεύει πρέπει περισσότερο ἀπό ὅλους νά χαλιναγωγεῖ τόν θυμόν, νά διδάσκει τήν ἐπιείκειαν καί τήν πραότητα, νά ἔχει συντετριμμένη τήν καρδίαν, νά ἀπομακρύνει τάς σκέψεις τῶν νοητῶν ἐπιθυμιῶν, ἔχων ὑπ’ ὄψιν του τόν ἄγρυπνον ἐκεῖνον ὀφθαλμόν καί τό ἀδέκαστον δικαστήριον, πρέπει νά γίνεται ἀνώτερος ἀπό τά χρήματα, νά ἐπιδεικνύει μέ μεγάλη γενναιοδωρία τήν ἐλεημοσύνη καί νά ἐκδιώκει ἀπό τήν ψυχή του κάθε κακία πρός τόν πλησίον.”[18]

6. ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΑΛΗΘΙΝΗ


“Καί ὅπως τό πλοῖο πού κλυδωνίζεται ἀπό τό φύσημα τῶν ἀνέμων καί καταποντίζεται ἀπό τά ἀγριεμένα κύματα ἡ ἄγκυρα πού ρίχνεται τό κρατάει ἀπό παντοῦ καί τό σταθεροποιεῖ στή μέση τοῦ πελάγους, ἔτσι ἀκριβῶς καί τό δικό μας νοῦ, ὅταν τόν κλυδωνίζουν οἱ λογισμοί πού ἐπιτίθενται ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται ἡ πίστη καί μέ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπό τήν ἄγκυρα τόν σώζει ἀπό τό ναυάγιο καί σάν σέ γαλήνιο λιμάνι ὁδηγεῖ τό σκάφος μέ τή βεβαιότητα πού παρέχει στή συνείδηση. Καί αὐτό πάλι φανερώνοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε “διά τοῦτο ἔδωκεν ἀποστόλους ὁ θεός πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ”[19]
Βλέπεις τό κατόρθωμα τῆς πίστης, πού σάν κάποια ἄγκυρα ἀσφαλής ἔτσι διώχνει τήν τρικυμία, πράγμα πού ὁ ἴδιος πάλι λέγει γράφοντας στούς Ἑβραίους καί λέγοντας αὐτά ἀκριβῶς γιά τήν πίστη “αὐτή τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα ἀσφαλή καί σταθερή καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος”[20]... Γιατί ὅπως τό καταπέτασμα χώριζε τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ οὐρανός, σάν καταπέτασμα παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στήν κτίση, χωρίζει τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, δηλαδή ἀπό τόν ὁρατό κόσμο, δηλαδή τά οὐράνια καί τά πάνω ἀπ’ ἀυτά, ὅπου εἰσῆλθε γιά χάρη μας πρίν ἀπό μᾶς ὁ Χριστός.
Αὐτό πού λέγει σημαίνει τό ἑξῆς, ἐκεῖ, λέγει, ὑψώνει τήν ψυχή μας ἡ πίστη, μήν ἀφήνοντας σέ κανένα ἀπό τά παρόντα δεινά νά τή ρίξει κάτω καί ἀνακουφίζοντας τούς πόνους μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει πρός τά μελλοντικά, πού περιμένει τήν ἐλπίδα ἀπό τούς οὐρανούς καί κατευθύνει ἐκεῖ τά μάτια τοῦ νοῦ του οὔτε αἰσθάνεται τόν πόνο τῶν δεινῶν τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Παῦλος δέν αἰσθανόταν καί δίδασκε τήν αἰτίαν τῆς φιλοσοφίας αὐτῆς λέγοντας “γιατί ἡ προσωρινή ἐλαφριά θλίψη προετοιμάζει γιά μᾶς ὑπερβολικά μεγάλο πλοῦτο αἰώνιας δόξης”[21]. Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; “Ἐπειδή” μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς “δέν προσέχουμε αὐτά πού φαίνονται ἀλλά ἐκεῖνα πού δέ φαίνονται”[22]. Γιατί, ὅπως τά μάτια τοῦ σώματος δέ βλέπουν τίποτε πνευματικό, ἔτσι τά μάτια τῆς πίστης δέ βλέπουν τίποτε τό ὑλικό.
Γιατί ἡ λέξη πίστη ἔχει διπλῆ σημασία. Πίστη δηλαδή λέγεται καί ἐκείνη σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν τότε τά θαύματα, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔλεγε “ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο συναπίου, θά πεῖτε σ’ αὐτό τό βουνό, πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί θά μεταβεῖ”[23] ... Λέγεται λοιπόν πίστη ἐκείνη πού κάνει τά σημεῖα καί τά θαύματα, πίστη ὅμως λέγεται καί ἐκείνη πού μᾶς προετοιμάζει στό νά γνωρίσουμε τό Θεό, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ καθένας μας εἶναι πιστός, ὅπως ὅταν λέγει γράφοντας στούς Ρωμαίους “εὐχαριστῶ τῷ θεῷ μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καταγγέλλεται”[24]. Καί στούς Θεσσαλονικεῖς πάλι γράφει “ἀφ’ ἡμῶν ἐξήχηται (διαδόθηκε) ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ἀλλά καί ἐν τῇ Ἀχαΐα, καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν θεόν ἐξελήλυθε (ἔγινε γνωστή)”[25].
Ποιά πίστη ὑπαινίσσεται ἐδῶ; Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὑπαινίσσεται τήν πίστη τῆς γνώσης. Καί τό φανερώνουν αὐτό τά ἑπόμενα. “πιστεύουμε”, λέγει, “γι’ αὐτό καί κυρύσσουμε”. Τί πιστεύουμε; “Ὅτι ἐκεῖνος πού ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς μέ τή δύναμή του”[26]. Ἀλλά γιατί τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης καί τήν κατατάσσει στήν τάξη τῶν χαρισμάτων; Γιατί, ἄν ἡ πίστη εἶναι χάρισμα καί κατόρθωμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος μόνο καί ὄχι δικό μας, οὔτε οἱ ἄπιστοι θά τιμωρηθοῦν οὔτε οἱ πιστοί θά ἐπαινεθοῦν.
Ἄν λοιπόν καί ἡ πίστη εἶναι τέτοιο πρᾶγμα καί ἐμεῖς δέν προσφέραμε τίποτε ἀλλά τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος καί αὐτή τήν ἔσπειρε μέσα στίς ψυχές μας καί δέ θά λάβουμε κανένα μισθό γι’ αὐτά, πῶς λοιπόν ἔλεγε, “ὅποιος πιστεύει μέ τήν καρδιά του ὁδηγεῖται στή δικαίωση, καί ὅποιος ὁμολογεῖ μέ τό στόμα ὁδηγεῖται στή σωτηρία”[27]; Γιατί ἡ πίστη εἶναι κατόρθωμα καί τῆς ἀρετῆς τοῦ πιστοῦ. Πῶς ὅμως ἀλλοῦ ὑπαινίσσεται πάλι τό ἴδιο λέγοντας “ὅποιος ὅμως δέν ἔχει ἔργα ἀλλά πιστεύει στό Θεό πού σώζει τόν ἀσεβῆ, λογαριάζεται ἡ πίστη του γιά δικαίωση”[28], ἄν τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος; Καί πῶς ἀκόμη τόν πατριάρχη Ἀβραάμ τόν στόλισε γι’ αὐτή μέ ἄπειρα ἐγκωμιαστικά στεφάνια, γιατί παραβλέποντας ὅλα τά παρόντα πίσεψε, παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε λόγο νά ἐλπίζει;
Γιά ποιό λόγο τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης; Γιατί θέλει νά δείξει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς τό νά πιστέψουμε στήν ἀρχή καί τό νά ὑπακούσουμε ὅταν κληθοῦμε, καί ὅτι μετά τή θεμελίωση τῆς πίστης χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά μένει αὐτή διαρκῶς σταθερή καί ἀμετάβλητη. Γιατί οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ἔρχεται πρίν ἀπό τή δική μας προαίρεση, ἀλλά προσκαλεῖ καί περιμένει ὥστε ἀπό μόνοι μας καί μέ τή θέλησή μας νά προσέλθουμε· ἔπειτα, ὅταν προσέλθουμε, τότε μᾶς παρέχει ὅλη τή δική του συμμαχία. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ διάβολος μετά τήν προσέλευσή μας στήν πίστη ἐμφανίζεται ἀμέσως θέλοντας νά ξεριζώσει τήν καλή αὐτή ρίζα και ἐπειγόμενος νά σπείρει τά ζιζάνια καί νά καταστρέψει τά γνήσια καί καθαρά σπέρματα, τότε χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, γιά νά προστατεύει ἀπό παντοῦ τό νέο φυτό τῆς πίστης μέ κάθε μέριμνα καί φροντίδα σάν ἕνας φιλόπονος γεωργός ἐγκατεστημένος στήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς ἔλεγε “μή σβήνετε τό Πνεῦμα”[29], δηλώνοντας πώς ὅταν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, θά εἴμαστε ἀκαταμάχητοι πιά γιά τόν κακό δαίμονα καί ὅλες του τίς πονηρίες. Γιατί ἄν “κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος”[30], πολύ περισσότερο δέ θά μπορέσει νά κρατήσει τήν πίστη του σταθερή καί ἀκλόνητη παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά ἀποσπάσουμε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος καί νά τό πείσουμε νά μείνει κοντά μας; Μέ ἔργα ἀγαθά καί ἄριστο τρόπο ζωῆς. Γιατί ὅπως τό φῶς τοῦ λυχναρίου διατηρεῖται μέ λάδι καί ὅταν ξοδευθεῖ αὐτό σβήνει καί τό φῶς μαζί του καί τελειώνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε ἔργα ἀγαθά καί ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη ἀπό πολλή ἐλεημοσύνη, μένει ἡ φλόγα σάν νά διατηρεῖται ἀπό λάδι, ὅταν ὅμως αὐτή δέν ὑπάρχει, φεύγει καί ἀναχωρεῖ, πρᾶγμα πού ἔγινε καί στίς πέντες παρθένες... Γιατί τό παράπτωμά τους προῆλθε μόνο ἀπό ἀδιαφορία... Εἶναι καλό πρᾶγμα ἡ παρθενία καί ὑπερφυσικό τό κατόρθωμα. Ἀλλά τό καλό καί μεγάλο καί ὑπερφυσικό αὐτό πρᾶγμα ἄν δέν εἶναι ἑνωμένο μέ τή φιλανθρωπία, δέν θά μπορέσει νά φθάσει οὔτε στά πρόθυρα τοῦ νυμφώνα”[31].

7. ΝΑ ΜΗ ΜΝΗΣΙΚΑΚΕΙΤΕ


“Ἄς μή δεχόμαστε ποτέ νά μνησικακοῦμε σ’ ἐκείνους πού μᾶς λύπησαν ἤ κάπως διαφορετικά μᾶς ἀδίκησαν, οὔτε νά συμπεριφερόμαστε ἐχθρικά πρός αὐτούς, ἀλλά κατανοώντας πόσης εὐεργεσίας πρόξενο γίνεται αὐτό ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου καί πρίν ἀπ’ ὅλα ὅτι ἡ συμφιλίωση πρός αὐτούς πού μᾶς λύπησαν γίνεται ἐξαγορά τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν, ἄς σπεύδουμε καί ἄς βιαζόμαστε νά τό ἐφαρμόζουμε, καί σκεπτόμενοι τό κέρδος ἀπ’ αὐτό, ἄς ἐπιδείξουμε πρός αὐτούς πού μᾶς ἀδίκησαν τόση μεγάλη φροντίδα, σάν πρός ἀληθινούς εὐεργέτες. Γιατί, ἄν εἴμαστε νηφάλιοι, δέ θά μπορέσουν νά μᾶς ὠφελήσουν τόσο πολύ ἐκεῖνοι πού μᾶς φέρονται εὐγενικά καί προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά δείχνουν τή φροντίδα τους γιά μᾶς, ὅσο ἡ φροντίδα γι’ αὐτούς μᾶς καθιστᾶ ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ἐλαφρύνει συγχρόνως καί τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων μας.
Σκέψου λοιπόν, σέ παρακαλῶ, ἀγαπητέ, πόσο εἶναι τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς αὐτῆς ἀπό τά βραβεῖα πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός τῶν ὅλων σ’ ἐκείνους πού τήν κατορθώνουν. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε “ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, εὐλογεῖτε ἐκείνους πού σᾶς καταδιώκουν, προσεύχεστε γιά ἐκείνους πού σᾶς κακομεταχειρίζονται” (Ματθ. ε΄ 44), ἐπειδή ἦταν μεγάλες αὐτές οἱ ἐντολές καί ἔφταναν καί στήν πιό ὑψηγλή ἀκόμη κορυφή, λέγει “γιά νά γίνετε ὅμοιοι μέ τόν οὐράνιο Πατέρα σας, πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του σέ κακούς καί ἀγαθούς καί βρέχει σέ δικαίους καί ἀδίκους” (Ματθ. ε΄ 45)”[32].
“Ἄν ὁ καθένας μας ἔχει ἐχθρική διάθεση πρός κάποιον, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός νά φροντίσει πάρα πολύ νά τόν συμφιλιώσει μαζί του. Καί ἄς μή μοῦ πεῖ κανείς «τόν παρακάλεσα μία καί δύο φορές καί δέν δέχθηκε». Ἄν μέ εἰλικρινή διάθεση τό κάμνουμε αὐτό, ἄς μή σταματήσουμε μέχρι πού μέ τή μεγάλη μας ἐπιμονή τόν νικήσουμε καί τόν συμφιλιώσουμε μέ τόν ἑαυτό μας. Μήπως χαρίζουμε σ’ ἐκεῖνον τίποτε; ἡ εὐεργεσία μεταβαίνει σ’ ἐμᾶς, ἀποσποῦμε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καί πολλή παρρησία πρός τόν Κύριον λαμβάνουμε ἀπ’ αὐτό.”[33]

8. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΝΙΚΑΤΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ


“Ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πρώτη προσβολή καί παρακίνηση πρός τό κακό, καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ρίζα καί τό ὑπόβαθρο τοῦ κακοῦ. Γιατί ἡ ἀρχή δηλώνει ἤ τήν πρώτη κίνηση πρός τό κακό ἤ τή σύσταση. Ὅπως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό ἄτοπη θέα, δηλαδή ἡ πρώτη ὁρμή, ἄν ὅμως ποῦμε ὅτι ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ νηστεία, δηλαδή τό θεμέλιο καί ἡ συγκρότηση, ἔτσι καί ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία, γιατί ἀπό αὐτήν ἀρχίζει κάθε ἁμαρτία κι ἀπ’ αὐτήν συγκροτεῖται.
Τό ὅτι λοιπόν ὅσες καλές πράξεις κι ἄν κάνουμε, δέν τίς ἀφήνει ἡ κακία νά παραμείνουν καί νά μή διασαλευθοῦν, γίνεται φανερό ἀπό τό ἐξῆς· πρόσεχε πόσες καλές πράξεις ἔκαμε ὁ Φαρισαῖος, ἀλλά τίποτε δέν τόν ὠφέλησε, γιατί δέν ἔκοψε τή ρίζα τῆς ἀλαζονείας κι αὐτή κατέστρεψε τά πάντα. Ἀπό τήν ἀλαζονεία γεννιέται ἡ ὑπεροψία τῶν φτωχῶν, ἡ ἐπιθυμία γιά τά χρήματα, ἡ ἀγάπη γιά ἐξουσία, ὁ πόθος γιά δόξα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκρούσει κάθε ἐνόχληση. Γιατί ὁ ἀλαζόνας δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε οἱ ἰσχυρότεροι οὔτε οἱ ἀσθενέστεροι. Κι αὐτός πού δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε τά δεινοπαθήματα ἀνέχεται. Πρόσεξε πῶς ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Πῶς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι τό νά μή γνωρίζεις τόν Κύριο; Καί πολύ σωστά γιατί αὐτός πού γνωρίζει τό Θεό, ἔτσι ὅπως πρέπει νά τόν γνωρίζει αὐτός πού γνωρίζει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ταπεινοφροσύνης, δέν ὑπερηφανεύεται. Αὐτός πού δέν γνωρίζει αὐτά, ὑπερηφανεύεται. Καί ἡ ὑπερηφάνεια σέ ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονεία.
Πές μου ὅλοι αὐτοί πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι γνωρίζουν τό Θεό; Ὄχι ἀπό ἀλαζονεία; Νά σέ ποιό γκρεμό τούς ἔσπρωξε τό ὅτι δέν γνωρίζουν τόν Κύριο. Ἄν λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τό συντετριμμένο πνεῦμα, ἀντίθετα ἐναντιώνεται στούς ὑπερηφάνους καί δίνει χάρη στούς ταπεινούς. Κανένα κακό λοιπόν δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κάμνει τόν ἄνθρωπο δαίμονα, ἀλαζόνα, βλάσφημο, ἐπίορκο, καί νά ἐπιθυμεῖ φόνους καί θανάτους. Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του. Κι ἄν ἀκόμα ἔβλεπε τό βασιλιά νά σκύβει καί νά τόν προσκυνᾶ, δέν θά χόρταινε, ἀλλά περισσότερο θά ἄναβε. Ὅπως οἱ φιλάργυροι, ἔτσι κι οἱ ἀλαζόνες ὅση τιμή κι ἄν ἀπολαύσουν ἐπιθυμοῦν ἀκόμη περισσότερη. Μεγαλώνει σέ αὐτούς τό πάθος (πραγματικά εἶναι πάθος), καί τό πάθος δέ γνωρίζει ὅρια, ἀλλά τότε μόνο σταματᾶ, ὅταν σκοτώσει αὐτόν πού τό ἔχει. Δέ βλέπεις τούς μεθυσμένους πού πάντα διψοῦν γιά ποτό; Γιατί εἶναι πάθος. Δέν εἶναι φυσική ἐπιθυμία, ἀλλά μιά ἀρρώστια διεστραμμένη. Δέ βλέπεις ἐκείνους πού τούς ὀνομάζουν “βουλιμιῶντες”, γιατί πάντα πεινοῦν; Εἶναι πάθος, ὅπως λένε οἱ γιατροί, γιατί ξέφυγε ἀπό τά φυσικά ὅρια. Ἔτσι κι οἱ πολυπράγμονες καί περίεργοι, ὅσα κι ἄν πληροφορηθοῦν δέν σταματοῦν, γιατί εἶναι πάθος καί ὅρια δέν ἔχει.
...Πῶς εἶναι δυνατόν νά σβήσουν τήν ἀλαζονεία; Ἄν γνωρίσεις τό Θεό. Γιατί, ἄν τό πάθος ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας πού ἔχουμε γιά τό Θεό, ἄν γνωρίσουμε αὐτόν, κάθε ἀλαζονεία ἀπομακρύνεται. Σκέψου καλά τή γέεννα, σκέψου τούς πολύ καλύτερους ἀπό σένα, σκέψου πόσα ὀφείλεις στό Θεό νά πληρώσεις. Ἄν αὐτά τά καταλάβεις, γρήγορα ταπείνωσες τό φρόνημα, γρήγορα τό ἔκαμψες. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τά κάμεις αὐτά; Εἶσαι πιό ἀδύναμος; Σκέψου τόν παρόντα βίο, τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα. Ὅταν δεῖς κάποιον νά μεταφέρεται νεκρός στήν ἀγορά καί νά ἀκολουθοῦν παιδιά ὀρφανά, χήρα γυναίκα νά ὀδύρεται, τούς φίλους καταλυπημένους, σκέψου τή μηδαμινότητα τῶν παρόντων πραγμάτων καί ὅτι δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τή σκιά καί τά ὄνειρα.
... ἀναλογίσου τή φύση μας, ἀπό ποῦ πλάσθηκε καί ποῦ τελειώνει. Σκέψου ὅταν κοιμᾶσαι τί ἀξία ἔχεις, δέν μπορεῖ καί τό μικρό θηρίο νά σέ σκοτώσει; Πολλούς συχνά κι ἕνα μικρό ζωΰφιο πού ἔπεσε ἀπό τό ταβάνι τούς ἔβγαλε τό μάτι ἤ ἔγινε αἰτία κάποιου ἄλλου κινδύνου. Τί δηλαδή; Δέν εἶσαι ἀπό ὅλα τά θηρία ὁ πιό ἀδύναμος; Ἀλλά τί λές; Ὅτι ὑπερέχεις ὡς πρός τό λογικό; Μά νά, δέν ἔχεις λογικό, γι’ αὐτό ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπόδειξη τοῦ παραλογισμοῦ σου. Γιατί πές μου, γιά ποιό πρᾶγμα καμαρώνεις; Γιά τή σωματική σου εὐεξία; Ἀλλά ἡ νίκη ἀνήκει στά ἄλογα ζῶα. Αὐτό τό ἔχουν καί οἱ ληστές καί οἱ φονιάδες καί οἱ τυμβωρύχοι. Μήπως γιά σύνεση; Ἀλλά δέν εἶναι γνώρισμα τῆς σύνεσης ἡ μεγαλοφρόνηση. Μέ αὐτό λοιπόν πρῶτα στερεῖς τόν ἑαυτό σου ἀπό τό νά γίνεις συνετός.
Ἄς καταστείλουμε τά φρονήματά μας, ἄς γίνουμε μετριόφρονες, ταπεινοί καί ἐπιεικεῖς. Γιατί αὐτούς πρό πάντων τούς μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας “μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες στό πνεῦμα” καί πάλι φώναζε λέγοντας “μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά”[34]. Γι’ αὐτό ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, δίδοντας σέ μᾶς παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.”[35]
“Γιατί τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας, σπάει τό δεσμό τῆς ἀγάπης, ἀποκόπτει τόν πλησίον καί κάνει τόν ὑπερήφανο νά ζεῖ ἀπομονωμένος. Καί ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τήν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ψυχή ὅταν φουσκώσει ἀπό ὑπερηφάνεια δέν ἀνέχεται τή συναναστροφή μέ ἄλλον, πρᾶγμα πού ἔπαθε καί ἡ Κόρινθος τότε. Καί μεταξύ τους συγκρούστηκαν καί κομμάτιασαν τήν ἐκκλησία καί ὅρισαν στόν ἑαυτό τους πάρα πολλούς ἄλλους δασκάλους καί ἀφοῦ χωρίσθηκαν σέ φατρίες καί ὁμάδες κατέστρεψαν τό κύρος τῆς ἐκκλησίας. (Α΄ Κορ. α΄ 10-13). Γιατί τό κύρος τῆς ἐκκλησίας τό διατηροῦν οἱ πιστοί ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους σάν ἕνα σῶμα”[36].

9. ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΝΑΤΟΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


“Ἄς μήν ἀνησυχοῦμε λοιπόν, ἄς μήν ἀδημονοῦμε ὅταν μᾶς ἔρχονται πειρασμοί. Γιατί, ἄν ὁ χρυσοχόος γνωρίζει πόσο χρόνο πρέπει ν’ ἀφήσει τό χρυσάφι στό καμίνι καί πότε νά τό βγάλει καί δέν τό ἀφήνει νά μένει στή φωτιά μέχρι νά καταστραφεῖ καί νά κατακαεῖ, πολύ περισσότερο τό ξέρει αὐτό ὁ Θεός καί, ὅταν δεῖ ὅτι γίναμε πιό καθαροί, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τούς πειρασμούς, ὥστε νά μήν ἀνατραποῦμε καί πέσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν κακῶν. Ἄς μή δυσανασχετοῦμε λοιπόν, ἄς μή γινόμαστε μικρόψυχοι ὅταν μᾶς ἔρθει κάτι ἀπό τά ἀπροσδόκητα, ἀλλά ἄς ἀφήνουμε αὐτόν πού τά ξέρει καλά αὐτά νά δοκιμάζει στή φωτιά τήν ψυχή μας, ὅσο καιρό θέλει. Γιατί τό κάνει αὐτό γιά τό συμφέρον καί τό κέρδος ἐκείνων πού δοκιμάζονται.
Γι’ αὐτό καί κάποιος σοφός συμβουλεύει λέγοντας “παιδί μου, ἄν ἔρχεσαι νά ὑπηρετήσεις τό Θεό, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμό, κάνε δίκαιη τήν καρδιά σου, δεῖξε ὑπομονή καί μήν ὑποχωρήσεις σέ περίοδο δυσκολιῶν” (Σοφ. Σειρ. β΄ 1-2). Ἄφησε σ’ αὐτόν, λέγει τά πάντα, γιατί γνωρίζει καλά πότε πρέπει νά μᾶς βγάλει ἀπό τό καμίνι τῶν συμφορῶν. Πρέπει λοιπόν σέ ὅλες τίς περιπτώσεις νά τά ἀφήνουμε σ’ αὐτόν καί πάντοτε νά τόν εὐχαριστοῦμε καί ὅλα νά τά ὑποφέρουμε μέ εὐγνωμοσύνη, εἴτε μᾶς εὐεργετεῖ, εἴτε μᾶς τιμωρεῖ, ἐπειδή καί αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος εὐεργεσίας. Γι’ αὐτό καί ὁ γιατρός ὄχι μόνο ὅταν λούζει καί δίνει τροφή καί βγάζει τόν ἄρρωστο στούς κήπους, ἀλλά καί ὅταν τόν καυτηριάζει καί τόν χειρουργεῖ, εἶναι τό ἴδιο γιατρός. Καί ὁ πατέρας ἐπίσης, ὄχι μόνο ὅταν φροντίζει τόν υἱόν του, ἀλλά καί ὅταν τόν χτυπάει, τό ἴδιο εἶναι πατέρας, καί μάλιστα ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ὅταν τόν ἐπαινεῖ.
Γνωρίζοντας λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι περισσότερο φιλόστοργος ἀπ’ ὅλους τούς γιατρούς, μήν ἐξετάζεις μέ περιέργεια, οὔτε νά ζητᾶς ἀπ’ αὐτόν λόγο γιά θεραπεία, ἀλλ’ εἴτε θέλει νά μᾶς ἀνακουφίσει εἴτε νά μᾶς τιμωρήσει, ἄς τοῦ παραδίδουμε τόν ἑαυτό μας τό ἴδιο καί στά δύο. Γιατί καί μέ τά δύο μᾶς ἐπαναφέρει στήν ὑγεία καί στό νά γίνουμε δικοί του, καί γνωρίζει αὐτά πού ὁ καθένας μας ἔχει ἀνάγκη καί τί συμφέρει στόν καθένα καί πῶς καί μέ ποιό τρόπο πρέπει νά σωθοῦμε, καί μᾶς ὁδηγεῖ σ’ αὐτόν τό δρόμο. Ἄς ἀκολουθοῦμε λοιπόν ἐκεῖνο πού αὐτός προστάζει καί ἄς μήν ἐξετάζουμε τίποτε μέ λεπτομέρεια, εἴτε μᾶς προστάζει νά βαδίζουμε σέ ἄνετο καί εὔκολο δρόμο εἴτε σέ δύσκολο καί σκληρό, ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἔκαμε καί στόν παράλητο αὐτόν. Ἕνα λοιπόν εἶδος εὐεργεσίας ἦταν αὐτό, τό ὅτι καθαρίζει δηλαδή τήν ψυχή του τόσο πολύ καιρό, ἀφοῦ τήν παρέδωσε σάν σέ κάποιο χωνευτήρι στή φωτιά τῶν πειρασμῶν. Καί δεύτερο εἶδος, ὄχι μικρότερο ἀπό τό πρῶτο, τό ὅτι εἶναι παρών σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς, παρέχοντάς του πολλή παρηγοριά. Αὐτός ἦταν πού τόν στήριζε καί τόν συγκρατοῦσε καί τόν βοηθοῦσε καί δέν τόν ἄφηνε νά πέσει.”[37]
“Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει “πιστός δέ θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν” (Α΄ Κορ. ι΄ 13). Ὄχι μόνο, λέγει, δέν ἀφήνει νά ἔρθει ἐπάνω μας δοκιμασία ἀνώτερη ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτή τή σύμφωνη μέ τίς δυνάμεις μας δοκιμασία εἶναι παρών, ὑποστηρίζοντας καί ἐνισχύοντάς μας, ὅταν πρῶτα ἐμεῖς προσφέρουμε τά δικά μας, δηλαδή προθυμία, ἐλπίδα σ’ αὐτόν, εὐχαριστία, καρτερία, ὑπομονή. Γιατί ὄχι μόνο στούς κινδύνους πού εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού εἶναι σύμφωνοι μέ τίς δυνάμεις μας χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλουμε νά σταθοῦμε γενναῖα. Ἀλλοῦ πάλι λέγει “ὅπως συμμετέχουμε μέ τό παραπάνω στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐνίσχυση τοῦ Χριστοῦ γίνεται σέ μᾶς μέ τό παραπάνω γιά νά μποροῦμε καί μεῖς μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού μᾶς ἐνισχύει ὁ Θεός, νά ἐνθαρρύνουμε ὅσους περνοῦν κάθε εἶδος θλίψης” (Β΄ Κορ. α΄ 5. 4). Ὥστε ἐκεῖνος πού τόν ἐνίσχυσε καί αὐτόν εἶναι ὁ ἴδιος πού ἐπέτρεψε τόν πειρασμό νά ἔρθει ἐναντίον του”[38].

10. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ


“Ὁ δάσκαλος ὅμως δέ διδάσκει μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ ἔργα, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἄριστη διδασκαλία τοῦ δασκάλου. Γιατί καί ὁ κυβερνήτης, ὅταν βάζει δίπλα του τό μαθητή, τοῦ δείχνει βέβαια πώς νά κρατάει τό τιμόνι, ἀλλά προσθέτει καί λόγια στήν πράξη, καί δέ λέγει μόνο, οὔτε ἐργάζεται μόνο. Τό ἴδιο καί ὁ οἰκοδόμος, ἀφοῦ τοποθετήσει δίπλα του ἐκεῖνον πού θέλει νά μάθει πῶς χτίζεται ὁ τοῖχος, τοῦ δείχνει βέβαια μέ τήν πράξη, τοῦ δείχνει ὅμως καί μέ λόγια. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ ὑφαντής καί κεντητής καί χρυσοχόος καί χαλκουργός, καί κάθε τέχνη ἔχει τό δάσκαλό της καί μέ λόγια καί μέ ἔργα. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ Χριστός ἦρθε νά μᾶς διδάξει κάθε ἀρετή, γι’ αὐτό καί λέγει νά κάνουμε καί τά κάμνει ὁ ἴδιος. Γιατί λέγει “ὅποιος ἔκαμε καί δίδαξε, αὐτός θά ὀνομασθεῖ μεγάλος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Ματθ. ε΄ 19).
Πρόσεχε ὅμως, πρόσταξε νά εἴμαστε ταπεινόφρονες καί πρᾶοι καί τά δίδαξε αὐτά μέ τά λόγια, Βλέπε πῶς τά διδάσκει αὐτά καί μέ τίς πράξεις. Γιατί λέγοντας, “μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες, μακάριοι οἱ πρᾶοι” (Ματθ. ε΄ 3-5), δείχνει πῶς πρέπει νά κατορθώνουμε αὐτά. Πῶς λοιπόν δίδαξε; Πῆρε μιά ποδιά καί ζώσθηκε μ’ αὐτή, καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν του (Ἰωάν. ιγ΄ 4-5). Τί εἶναι ἴσο μέ τήν ταπεινοφροσύνη αὐτή; Γιατί δέν τή διδάσκει πιά μόνο μέ τά λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἐπίσης τήν πραότητα καί τήν ἀνεξικακία τά διδάσκει μέ τά ἔργα. Πῶς; Δέχθηκε ράπισμα ἀπό τό δοῦλο τοῦ ἀρχιερέα καί λέγει “ἄν εἶπα κάτι κακό, πές ποιό ἦταν αὐτό, ἄν ὅμως μίλησα συνετά, γιατί μέ δέρνεις;” (Ἰωάν. ιη΄ 23). Πρόσταξε νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς μας. Καί αὐτό πάλι τό διδάσκει μέ τά ἔργα, γιατί ὅταν ἀνέβηκε πάνω στό σταυρό λέγει “Πατέρα, συγχώρησέ τους, γιατί δέν ξέρουν τί κάνουν” (Λουκ. κγ΄ 34). Ὅπως λοιπόν ἔδωσε ἐντολή νά προσευχόμαστε, ἔτσι καί ὁ ἴδιος προσεύχεται, γιά νά διδάξει ἐσένα νά προσεύχεσαι, γιατί καί ὁ ἴδιος δέν παύει νά συγχωρεῖ.
Ἐπίσης διέταξε νά εὐεργετοῦμε ὅσους μᾶς μισοῦν καί νά ὠφελοῦμε ὅσους μᾶς βλάπτουν... Ἔλεγε πάλι στούς μαθητές του “μή πάρετε στό ζωνάρι σας χρυσό ἤ ἀσημένιο ἤ χάλκινο νόμισμα” (Ματθ. ι΄ 9), μέ σκοπό νά τούς προετοιμάσει στήν ἀκτημοσύνη.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο τούς ἐδίδαξε πάλι καί νά προσεύχονται... Ἀλλ’ ὄχι μόνο νά προσεύχονται, ἀλλά ἔπρεπε νά μάθουν καί πῶς πρέπει νά προσεύχονται. Γι’ αὐτό λοιπόν τούς παρέδωσε καί προσευχή πού ἔχει ὡς ἐξῆς· “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...” (Ματθ. στ΄ 9-13).
Ἐπειδή λοιπόν διέταξε νά προσεύχονται “μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν”, αὐτό ἀκριβῶς τό ἴδιο τούς διδάσκει μέ τήν πράξη, λέγοντας “Πάτερ, εἰ δυνατόν, παρελθέτῳ ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο”, διδάσκοντας ὅλους τούς πιστούς νά μήν ὁρμοῦν στούς κινδύνους, οὔτε νά χάνουν τό θάρρος τους, ἀλλά νά τούς ὑπομένουν ὅταν ἐπέρχονται καί νά δείχνουν κάθε ἀνδρεία, ὅμως νά μήν τρέχουν ἀπό πρίν, οὔτε νά ὁρμοῦν πρῶτοι στά δεινά. Γιατί; Γιά νά τούς διδάξει τήν ταπεινοφροσύνη καί νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς κατηγορίες τῆς ματαιοδοξίας. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἐδῶ ὅταν ἔλεγε αὐτά “ἀπομακρύνθηκε”, λέγει, “καί προσευχήθηκε” καί ὕστερα ἀπό τήν προσευχή λέγει στούς μαθητές τά ἐξῆς: “δέν μπορέσατε οὔτε μία ὥρα νά μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου; Μένετε ξάγρυπνοι καί προσεύχεστε, γιά νά μήν πέσετε σέ πειρασμό” (Ματθ. κστ΄ 40, 41). Βλέπεις ὅτι δέν προσεύχεται μόνο ἀλλά καί συμβουλεύει; “Τό πνεῦμα εἶναι πρόθυμο”, λέγει, “ἀλλά ἡ σάρκα ἀδύναμη”. Καί αὐτό τό ἔλεγε γιά νά διώξει τήν ὑπερηφάνεια ἀπό τήν ψυχή τους, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἀλαζονεία, νά τούς κάνει προσεκτικούς, καί νά τούς καταστήσει μετριόφρονες.”[39]