Ἀλήθεια πῶς μποροῦν;
Βλέπουμε στὶς φωτογραφίες –σὲ κάθε ἑορτὴ καὶ βέβαια τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας– τοὺς χρυσοστόλιστους Ἐπισκόπους κατάφορτους μὲ λαμπυρίζοντα ἄμφια, μίτρες, πατερίτσες καὶ ἐγκόλπια νὰ εἶναι παρόντες στοὺς θρόνους τους, καὶ διερωτόμαστε οἱ πιστοί: πόσο ἡ καρδιά τους συνταυτίζεται μὲ τὰ λεγόμενα καὶ ψαλλόμενα;
Ἡ γενικὴ ἀπάντηση ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς πράξεις τους εἶναι σαφὴς καὶ ὁλοκάθαρη, ἀλλὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν τραγικότητα τῶν συγχρόνων μὴ ὁμολογητῶν Ἐπισκόπων, καθὼς οἱ παραλείψεις τους, ὡς πρὸς τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως, καθρεπτίζεται στὰ λόγια τοῦ Κυρίου:
«Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Ματθ. ιε΄ 8-9).
Καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὰ γεγονότα τῆς ἀφωνίας καὶ ἀδιαφορίας τῶν συγχρόνων Ποιμένων γιὰ τὸ μεῖζον πρόβλημα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Τοὺς ἀκούει κανεὶς νὰ ψάλλουν περὶ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοὺς βλέπει ταυτόχρονα νὰ ἀνέχονται τὴν ταπείνωση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές!
Τοὺς βλέπει ὑποκριτικὰ καὶ φαρισαϊκὰ νὰ ἐκστασιάζονται γιατί σήμερα
«γυμνοῦται, κατηφείας καὶ σκότους αἱρέσεως, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καὶ φορεῖ χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης, καὶ τῇ θείᾳ, καὶ φωσφόρῳ πυκάζεται χάριτι» (Ὄρθρος
ἑορτῆς),
καὶ ταυτόχρονα ἔχει διαπιστώσει ὅτι στὴν πράξη δὲν τοὺς “καίγεται καρφί”, ἐνῶ βλέπουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Δὲν εὐφραίνεται καὶ δὲν λαμπροφορεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα, ἀλλὰ στενάζει καὶ συνθλίβεται κάτω ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ δυσέβεια· ἀντὶ κεκοσμημένου χιτῶνα, ἐνδύεται «κατηφείας καὶ σκότους» Οἰκουμενιστικοῦ «ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία»!
Καὶ διερωτᾶται κάθε πιστός:
Πῶς παρουσιάζονται λαμπροστόλιστοι καὶ καμαρώνουν μέσα στὶς χρυσὲς τους στολές, ἀδιαφοροῦντες ἂν τὴν ἴδια στιγμὴ περιβάλλεται καὶ ἐνδύεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς μὲ χιτῶνα κακοφροσύνης, ἀντὶ «χιτῶνος εὐφροσύνης»;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκοῦν στὸν Ὄρθρο τὸν “Οἶκο” τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ μιλᾶ γιὰ «ἓν Βάπτισμα» κι αὐτοὶ νὰ μνημονεύουν, νὰ τιμοῦν καὶ νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸν Πατριάρχη ποὺ δέχεται πολλὰ αἱρετικὰ βαπτίσματα;
«Γνῶσιν οὖν θείαν δι' αὐτοῦ λαβόντες, ἕνα Κύριον τὸν Θεὸν γινώσκομεν, ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι δοξαζόμενον, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύοντες, μίαν Πίστιν, ἓν Βάπτισμα ἔχοντες, Χριστὸν ἐνδεδύμεθα, ἀλλ' ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ταύτην ἀνιστοροῦμεν» (Ὄρθρος ἑορτῆς, ὁ Οἶκος).
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκοῦν τὸν ποιητὴ ἄλλου τροπαρίου νὰ προσκαλεῖ σὲ εὐφρόσυνο πανηγύρι χαρᾶς («σκιρτήσατε κροτήσατε»), ἐπειδὴ ὁ Θεὸς χάρισε τὴν «ὁμόνοιαν καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν», τὴν στιγμὴ ποὺ στὴν σύγχρονη Ἐκκλησία ἀπουσιάζει ἡ ἑνότητα, ὄχι μόνο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ μολύνθηκαν ─λίγο ἢ πολύ─ ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰό;
«Σκιρτήσατε κροτήσατε, μετ' εὐφροσύνης ᾄσατε, ὡς θαυμαστὰ σου καὶ ξένα, Χριστὲ βοῶντες τὰ ἔργα! καὶ τίς ἰσχύσει ἐξειπεῖν, Σῶτερ τὰς δυναστείας σου, τοῦ τήν ἡμῶν ὁμόνοιαν, καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν».
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θριαμβολογοῦν (σὲ ἄλλο τροπάριο) διότι ἡ δυσμενὴς αἵρεση «ἐξέλιπε», ἢ ὅτι «τὸ μνημόσυνον ταύτης, ἐξηφανίσθη μετ' ἤχου», τὴν στιγμὴ ποὺ μιὰ ἄλλη αἵρεση, φοβερότερη καὶ ὑπουλότερη ─ἡ ἐσχατολογικὴ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ─ βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη, ἀναπτύσσεται ἀπολέμητη καὶ γιγαντώνεται, ἐνῶ αὐτοὶ ἀδρανοῦν πρὸς χαρὰν τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστικῶν λύκων;
«Ρομφαῖαι νῦν ἐξέλιπον, τῆς δυσμενοῦς αἱρέσεως, καὶ τὸ μνημόσυνον ταύτης, ἐξηφανίσθη μετ' ἤχου, τὸν γὰρ Ναόν σου Πάναγνε, πανευπρεπῶς θεώμενοι, κεκοσμημένον χάρισι, τῶν σεβασμίων Εἰκόνων χαρᾶς πληρούμεθα πάντες».
Πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ ψάλλουν καὶ
νὰ διαλαλοῦν
ὅτι σήμερα, Κυριακὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι «ἡμέρα χαρμόσυνος», διότι «ἀστράπτει καὶ λάμπει ἡ Ἐκλησία τοῦ Χριστοῦ», τὴν στιγμὴ ποὺ
βλέπουμε νὰ ἐπικρατοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Κολυμπάριας Συνόδου, τῆς ὁποίας -ἡ
Οἰκουμενιστικὴ
φατρία- ἔχει ἀποφασίσει νέους αἱρετικούς-Οἰκουμενιστικοὺς «Ὅρους καὶ
Δόγματα»;
«Ἡμέρα χαρμόσυνος, καὶ εὐφροσύνης ἀνάπλεως, πεφανέρωται σήμερον, φαιδρότης δογμάτων γάρ, τῶν ἀληθεστάτων, ἀστράπτει καὶ λάμπει, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κεκοσμημένη ἀναστηλώσεσιν, Εἰκόνων τῶν ἁγίων νῦν, ἐκτυπωμάτων καὶ λάμψεσι, καὶ ὁμόνοια γίνεται, τῶν Πιστῶν θεοβράβευτος».
Γιὰ ποιά νίκη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως, λοιπόν, μιλᾶμε σήμερα;
Αὐτὸ μόνο οἱ Οἰκουμενιστὲς μποροῦν νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσουν καί, δυστυχῶς, ὅσοι Ποιμένες τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ ἐμπεδώνουν τὴν Παναίρεση, ὡσὰν ποτὲ νὰ μὴν διάβασαν στὰ Πατερικὰ κείμενα ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι μολυσματικὴ καὶ σὰν ἄλλη γάγγραινα μεταδίδεται στοὺς πιστούς (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)!
Αὐτὴν τὴν διαπίστωση τῶν Ἁγίων ἀπορρίπτουν ἐγωϊστικὰ καὶ ἀδιάκριτα οἱ ἀντι-Οἰκουμενισστὲς Ποιμένες, γι’ αὐτὸ καὶ περιμένουν τὶς ἐξελίξεις …“ἄχρι καιροῦ”, ἀντὶ νὰ συστήσουν στοὺς πιστούς (ἀφοῦ πρῶτα τὸ κάνουν οἱ ἴδιοι) τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές! Τοὺς Ἁγίους ὅμως, ὅταν βρίσκονταν σὲ παρόμοιους καιροὺς αἱρέσεων, τοὺς καταλαμβάνει φόβος, μήπως μεταδοθεῖ στὰ μέλη τοῦ Ποιμνίου τους ἡ αἵρεση, ὅπως ὁ γνήσιος καὶ μὴ μισθωτὸς Ποιμήν, ὁ Μ. Βασίλειος, γράφει “Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους”:
«Νῦν δὲ φοβούμεθα μή ποτε αὐξανόμενον τὸ κακόν, ὥσπερ τις φλὸξ διὰ τῆς καιομένης ὕλης βαδίζουσα, ἐπειδὰν καταναλώσῃ τὰ πλησίον, ἅψηται καὶ τῶν πόρρω. Ἐπινέμεται (ἐπεκτείνεται) γὰρ τὸ κακὸν τῆς αἱρέσεως, καὶ δέος ἐστὶ μὴ τὰς ἡμετέρας Ἐκκλησίας καταφαγοῦσα ἕρψῃ λοιπὸν καὶ ἐπὶ τὸ ὑγιαῖνον μέρος τῆς καθ’ ὑμᾶς παροικίας»!
Σημάτης Παναγιώτης