Το μεθύσι και η παράνοια του φόβου

  Οἱ ἐξομολόγοι ἀναλαμβάνουν να καθοδηγήσουν τον λαό στην ἀποδοχή αὐτῆς τῆς γελοιότητος


Γεώργιος Τζανάκης

Στὶς μέρες μας παρατηροῦμε καὶ βιώνουμε, ἤ μᾶλλον βιώνουμε χωρὶς νὰ παρατηροῦμε καὶ νὰ ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι τὸ αἰώνιο καὶ τὸ ἱερὸ ἔχει ὑποταχθῇ στὴν ὑπηρεσία τῆς πρόσκαιρης ἱστορικῆς σκοπιμότητος.

Τρανταχτὴ ἀπόδειξις ἡ σύμπλευσις τῆς ἡγεσίας τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν παγκόσμιων σχεδιασμῶν τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων καὶ τῆς ἐπιβολῆς τους καὶ στὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑποταγὴ τοῦ κλήρου σ᾿ αὐτό.

Ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς μιᾶς πλανητικῆς δικτατορίας πλήρους ἐλέγχου καὶ ὑποταγῆς μὲ τὴν ἐπιστράτευσι τοῦ φόβου, μέσῳ τῆς –παρουσιαζoμένης ὡς πανδημίαςμεθοδευμένης καὶ προγραμματισμένης χρησιμοποιήσεως τοῦ Κορωνοϊοῦ, βρῆκε τὴν μεγαλύτερη συνοδοιπορία καὶ βοήθεια ἀπὸ τὶς θρησκεῖες γενικῶς (φυσικὸ αὐτό) καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (γιατὶ ὡς θρησκεία ἀντιλαμβάνεται τὴν Ὀρθοδοξία).

Δὲν εἶναι καινούργια αὐτὴ ἡ στάσις μερίδας τῶν ἡγετῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, ξεκίνησε αὐτὴ ἡ πορεία. Περιθωριακὴ στὴν ἀρχὴ μὲ ἐλαχίστους σκαπανεῖς κυρίως πατριάρχες καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Μεταξάκης- Ἀθηναγόρας) σιγά-σιγὰ φτάσαμε στὸ σημερινὸ κατάντημα ἡ περιθωριακὴ αὐτὴ τάσις τῶν ἐκκοσμικευμένων αὐτῶν προσώπων νὰ ἔχει ἐπιβληθεῖ στὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας, παρότι ὅπως λέγει γιὰ τοὺς φιλενωτικούς–οἰκουμενιστὲς ὁ γιος Παΐσιος, «μετὰ λύπης μου ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματικὴ οὔτε φλοιό» (ἐπιστολὴ πρὸς π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο 23/1/1969).

Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ μερίδα κανοναρχεῖ καὶ ἐπιβάλλει στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀποδοχὴ τῶν πλέον παραλόγων, ἀνοήτων, ἀντορθοδόξων καὶ καταλυτικῶν τῆς πίστεως στάσεων ζωῆς.

Τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι τοῦ κορωνοϊοῦ μέχρι σήμερα (ἀφήνοντας ὅλα τὰ ἄλλα) τὸ ἀποδεικνύουν. Οἱ ναοὶ κλείνουν θεωρούμενοι ὡς στίες μολύνσεως, ἀπολυμαίνονται ἀπὸ συνεργεα, τηροῦνται ἀποστάσεις καὶ παρακολουθοῦν τὶς λειτουργίες ἀπὸ τηλεοπτικὲς ὀθόνες. Δὲν προσκυνοῦνται οἱ ἅγιες εἰκόνες. Ἡ θεία κοινωνία κατηγορεῖται δημοσίως ὡς ὁ κύριος παράγων διάδοσης τῆς ἀσθενείας. Ἀλλοῦ καταργεῖται γιὰ τοὺς πιστούς (Εὐρώπη), ἀλλοῦ χρησιμοποιοῦνται πολλὰ κουταλάκια (Ἀμερική) καὶ προετοιμάζεται τὸ πλήρωμα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου κοινωνίας. Ἐπίσκοποι ποὺ δὲν εὐθυγραμμίζονται μὲ τὶς κατευθύνσεις αὐτὲς θέτονται σὲ ἀργία ἤ παραμερίζονται (π.χ. Βοστώνης καὶ Νέας Ἰερσέης) ἤ διώκονται καὶ δικάζονται (Κυθήρων –Κερκύρας).

Κατόπιν ἐπιβάλλεται ἡ χρῆσι φιμώτρων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν ναῶν γιὰ «νὰ μὴν μολυνθοῦν οἱ πιστοί». Οἱ ἐξομολόγοι ἀναλαμβάνουν νὰ καθοδηγήσουν τὸν λαὸ στὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς γελοιότητος, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται – ἐλπίζω- τί κάνουν. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀπογοητευτικὸ καὶ προκαλεῖ ἀνατριχίλα εἶναι ὅταν συναντᾶς πρόσωπα ἐνάρετα καὶ πνευματικὰ, ἐννοῶ ἀνθρώπους μὲ ἀγώνα πνευματικό, ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει, καὶ εὐθύνη πνευματικῆς καθοδήγησης τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι λένε μὲ σιγουριὰ καὶ ρεμία ὅτι τὸ νὰ φορᾶς μάσκες φίμωτρα δὲν εἶναι κάτι σπουδαῖο καὶ ἀνησυχητικό, δὲν εἶναι δογματικὸ ζήτημα, εἶναι κάτι προσκαιρο, προκειμένου νὰ ἀποφευχθῇ τὸ κακὸ νὰ ξανακλείσουν τὶς ἐκκλησίες. Συνήθως εἶναι ἱερομόναχοι σὲ μοναστήρια ἤ πνευματικοί-ἐξομολόγοι στὸν κόσμο ἔξω.

Δὲν ἀναφέρομαι, λοιπὸν, στοὺς δεδηλωμένους οἰκουμενιστὲς ποὺ περιέγραψα παραπάνω, οὔτε στοὺς ἐπαγγελματίες καριερίστες κληρικούς, οὔτε στοὺς πολιτικοὺς μὲ ράσα, οὔτε στοὺς σχετικῶς ἀσχέτους ποὺ βρήκαν ἕνα βολικὸ ἐπάγγελμα ἐλλείψει ἄλλων δυνατοτήτων. Ἀναφέρομαι σὲ ἄνθρώπους ποὺ ἔχουν κάποια στιγμὴ αἰσθανθεῖ τὴν παρουσία τῆς θείας χάριτος, ἔχουν ταχθεῖ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ἀγάπη στὸ πρόσωπό Του καὶ μόνον, ἔχουν θητεύσει σὲ γνήσιους πνευματικοὺς πατέρες, ἔχουν ἀγωνιστεῖ τὸ κατὰ δύναμιν καὶ προαίρεσιν καὶ τώρα ἔχουν πλανηθεῖ πλάνην οἰκτράν (αὐτὸ θέλω νὰ πιστεύω) ἀπὸ τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ποὺ ὅπως ξέρουμε θὰ πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.

Σ᾿ αὐτοὺς θέλω νὰ ἀπευθύνω τὶς σκέψεις μου καὶ σὲ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦν. Ἐπειδὴ διαπίστωσα ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ συζητηθοῦν τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα (π.χ. ὅτι ἡ ἐπιβολὴ τοῦ φιμώτρου εἶναι πολιτικὴ ἀπόφασις καὶ ὄχι ὑγειονομικὴ ἀπαίτησις, ὅτι οἱ ἐπιστήμονες ἰατροί δὲν συμφωνοῦν στὸ σύνολό τους μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη χρήσι τοῦ μέτρου, ὅτι χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ φόβου στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λένε οἱ ἴδιοι ποὺ τὸ ἐπέβαλαν, ὅτι ἐκπαιδεύουν τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ ὑπακούουν καὶ τόσα ἄλλα) ἀφοὺ ἡ μπάλα τῆς λογικῆς εἶναι ἐκτὸς γηπέδου, ἄς τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν πλευρά τῆς πίστεως ποὺ ἔχουμε σταθερὸ ἔδαφος, αὐτὸ τῶν ἁγίων πατέρων.

Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κινεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τὴν τιμή καὶ τὸ συμφέρον, ὅπως διεπίστωσε ὁ Θουκυδίδης. Αὐτὰ γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν τὸν φόβο. Γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ὅμως ἰσχύει τὸ «οὐχ οτως ἔτσι ἐν ὑμῖν» τοῦ Κυρίου. Ὁ φόβος ἦταν παιδαγωγικὸ μέσον στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, στὸν παλαιὸ λαό, στὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Στὴν καινούργια καὶ νέα διαθήκη ποὺ μᾶς δωρήθηκε, ὁ φόβος ἔχει μετατραπεῖ σὲ ἀγάπη καὶ ἔχει γεννηθῇ ὁ μυστικὸς ἄγγελος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

«Τὸ μὲν οὖν πρότερον τῷ πρεσβυτέρῳ λαῷ πρεσβυτέρα διαθήκη ἦν καὶ νόμος ἐπαιδαγώγει τὸν λαὸν μετὰ φόβου καὶ λόγος ἄγγελος ἦν, καινῷ δὲ καὶ νέῳ λαῷ καινὴ καὶ νέα διαθήκη δεδώρηται καὶ ὁ λόγος γεγέννηται καὶ ὁ φόβος εἰς ἀγάπην μετατέτραπται καὶ ὁ μυστικὸς ἐκεῖνος ἄγγελος Ἰησοῦς τίκτεται» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ PG8, 321).

Βέβαια γιὰ νὰ μετατραπῇ αὐτὸς ὁ ἀρχικὸς φόβος Θεοῦ σὲ ἀγάπη χρειάζεται δουλειά πολλή, αὐταπάρνησις καὶ ἀγώνας. Ὁ φόβος ποὺ τώρα καλλιεργεῖται δὲν εἶναι φόβος Θεοῦ. Ξαναγυρίζουμε πίσω. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή. Στὸν φόβο θανάτου, γιατὶ ἡ ἀρρώστια καὶ οἱ οί, καὶ ὅλα ὅσα τώρα τρομάζουν τοὺς «πιστούς», τέλος ἔχουν τὸν θάνατο («κεφάλαιον τῶν φοβερῶν, ὁ θάνατος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βλέπε παρακάτω). Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς φόβος . Καὶ ἡ ὑστερία τῆς προστασίας μὲ τὰ φίμωτρα αὐτὸν τὸν φόβο κάνει ἐμφανὴ μέσα στὸν ναό τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἀμέλεια τοῦ πιστοῦ:

«Ὁ ἄνθρωπος ὅσο ἐστὶ ἐν ἀμελείᾳ φοβεῖται τὸν θάνατον» (Ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος).

Καὶ καλὰ ἐμεῖς ὁ ἀκατήχητος καὶ ἐγκαταλελειμένος καὶ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀμελής λαός, εἴμαστε τὰ εὔκολα θύματα τοῦ διαβόλου καὶ φοβούμαστε καὶ τρέμουμε καὶ φοράμε καὶ φίμωτρα καὶ μπεϊμπυλίνο, μὴν κατουρηθοῦμε ἀπὸ τὸν φόβο μας ἀκούγοντας εἰδικοὺς καὶ ἐξουσιαστές καὶ ἱεράρχες. Ὁ πνευματικὸς καὶ ἀγωνιστὴς καὶ ἐνάρετος, τί ἔχει πάθει καί, ὄχι μόνον δὲν προσπαθεῖ νὰ φυγαδεύσῃ τὸν φόβο τῶνπλῶν, ἀλλὰ τοὺς τὸν μεγαλώνει καὶ τοὺς τὸν διδάσκει καὶ ὅποιον δὲν φοβᾶται τὸν ἐπιτιμᾶ καὶ τὸν ὑβρίζει; Μιὰ ποὺ εἶναι ἀγωνιστὴς καὶ ἐνάρετος ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δὲν φεύγει ἀπ᾿ αὐτὸν κάθε φόβος καὶ κάθε ντροπὴ καὶ γίνεται σὰν τρελός καὶ τὸν φοβερὸ θάνατο τὸν θεωρεῖ χαρά;

«Ἀφίσταται ἀπ᾿αὐτοῦ ὁ φόβος, καὶ ἡ αἰδὼς καὶ γίνεται ὡς ἐκστατικός. Καὶ ἡ δύναμις ἡ συνάγουσα τὸν νοῦν, φεύγει ἐξ αὐτοῦ καὶ ὡς ἔκφρων γίνεται. Τὸν φοβερὸν θάνατον ἡγεῖται χαρά» (ΙΣΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ἐκδ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1977. σελ. 104).

Ὅπως φαίνεται σὲ αὐτοὺς δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἀντὶ γιὰ ἐκστατικοὺς ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποιμένες βλέπουμε συνετοὺς καὶ μαλθακοὺς-εὐκολομεταχείριστους ἀπὸ τὶς ἐξουσίες ἀνθρώπους. Καὶ ἡ αἰτία τοῦ φόβου εἶναι, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἄν ἔφευγε ἀπὸ τὴ μέση θὰ ἔφευγε καὶ ὁ φόβος:

«Ὅταν γὰρ ἀφέλῃς τὸ αἴτιον τοῦ φόβου, τὴν ἁμαρτίαν, ἀφεῖλες τὸν φόβον» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ PG 8, 1224).

Ἀντὶ νὰ κοιτάξουν νὰ ἐλλατώσουν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ φύγῃ ὁ φόβος, καλλιεργοῦν τὸν φόβο καὶ ἔτσι προσθέτουν ἁμαρτίες. Τὸ μόνο φοβερὸ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅποιος τὴν φοβᾶτε ποτὲ δὲν θὰ φοβηθῇ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ θὰ περιγελάσει καὶ τὰ καλὰ τοῦ βίου καὶ θὰ παραβλέψῃ τὰ λυπηρά. Μόνο ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας τρομάζει τὴν διάνοιά του. Τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι φοβερὸ γιὰ ὅποιον ἔχει ἀποκτήσει αὐτὸν τὸν φόβο. Οὔτε τὸ κεφάλαιο τῶν φοβερῶν, ὁ θάνατος, ἀλλὰ μόνον αὐτό, ἡ ἁμαρτία:

«Ἁμαρτία μόνον φοβερὸν … Ὁ τοῦτο δεδοικώς, οὐδὲν ἄλλο φοβηθήσεταί ποτε, ἀλλὰ καταγελάσει τῶν ἐν τῷ παρόντι βίῳ χρηστῶν, ὑπερόψεται τῶν λυπηρῶν, τοῦ φόβου μόνον ἐκείνου κατασείοντος αὐτοῦ τὴν διάνοιαν. Οὐδὲν γάρ, οὐδὲν τῶν ἄλλων φοβερὸν τῷ τοῦτον κεκτημένῳ τὸν φόβον, οὐδὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον τῶν φοβερῶν, ὁ θάνατος, ἀλλ’ ἢ τοῦτο μόνον» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 55, 227).

Αὐτοὶ φοβερὸ θεωροῦν τὸν ἰό. Καὶ τὸ νὰ ἔχει γίνει ὁ ναὸς ἀποκριάτικο καρναβάλι, τὸ βλέπουν ἄνευ σημασίας. Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ κατάντια μας καὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται. Τὸ θεωροῦν ὑπακοὴ καὶ ἀλληλεγγύη καὶ ἀρετή. Ἀντὶ νὰ ἔχουν μεθύσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως πραπάνω ἔλεγε ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ἔχουν μεθύσει ἀπὸ τὸν φόβο, ἄλλο μεθύσι, καὶ ἔχουν χάσει τὸ μυαλό τους ἀπὸ τὸ πάθος αὐτὸ τοῦ φόβου καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ διώκει τὸν φόβο:

«Φόβος ἑτέρα μέθη, ὅταν ἐφ’ ἃ μὴ δεῖ γένηται· Ἀπὸ φόβου γάρ, φησίν, ἐχθροῦ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου. Καὶ ὅλως ἕκαστον τῶν παθημάτων, ἐκστατικὸν διανοίας ὑπάρχον, μέθη ἂν δικαίως προσαγορεύοιτο» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 31, 181).

Καὶ ὅπως ὅταν ἕνας ἄνθρωπος στέκεται μπροστὰ στὸν ἄρχοντα καὶ μιλεῖ μαζί του, στέκει μὲ πολὺ φόβο, καὶ δὲν κινεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του μήπως κινδυνεύσει· πόσο περισσότερο μπροστὰ στὸν Θεὸ πρέπει νὰ στέκουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ ὅλο τὸ νοῦ μας νὰ ἔχουμε στραμμένο πρὸς Αὐτὸν καὶ πουθενά ἀλλοῦ;

«Εἰ γάρ, ἐπὶ ἄρχοντός τις ἑστὼς καὶ διαλεγόμενος, μετὰ πολλοῦ φόβου ἵσταται, ἀμετεώριστον ἔχων καὶ τὸ ἔξωθεν ὄμμα καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἔνδοθεν, μήποτε κινδυνεύσῃ· πόσῳ μᾶλλον ἐπὶ Θεοῦ χρὴ ἑστάναι μετὰ φόβου καὶ τρόμου, ὅλον τὸν νοῦν τεταμένον ἔχοντα πρὸς αὐτὸν μόνον, καὶ ἀλλαχοῦ μηδαμοῦ;» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 31, 1333).

Τώρα πάει, μπροστὰ στὸν Βασιλέα τοῦ παντός, τοῦ δημιουργοῦ τῶν ἀπάντων, τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ φοράει «μασκούλα» νὰ προστατευτεῖ ἀπὸ τοὺς ἰοὺς καὶ τὰ μικρόβια καὶ οὔτε αὐτὸς συναισθάνεται τί κάνει, ὁ δὲ πνευματικὸς τοῦ λέει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα, δὲν εἶναι δογματικὸ θέμα, δὲν πειράζει. Σὲ τετοιο παραλογισμὸ ἔχωμε φτάσει. Μπροστὰ στὸ Κύριο, μπροστὰ στὸ ἅγιο ποτήριο, καὶ ἔχει τὸ πανὶ στὴ μούρη του σὰν ἡλίθιος γιὰ νὰ προστατευτεῖ. Ἀπὸ τί, μωρέ; Τὸ πανὶ ρὲ θὰ σὲ προστατέψει; Αὐτὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου; Σὲ αὐτὰ ἐλπίζεις; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ λεβεντιά σου; Ἐδὼ ἔπρεπε νὰ στέκεις μὲ φόβο καὶ τρόμο. Νὰ διώξεις τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὰ λεγόμενα (καὶ τελούμενα):

«Πολλῷ μᾶλλον ἐνταῦθα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἑστάναι δεῖ, καὶ πολλὴν παρέχειν τὴν σιγήν, καὶ τῶν λογισμῶν τὴν ταραχὴν φυγαδεύειν, ἵνα καὶ συνιέναι δυνηθῆτε τὰ λεγόμενα» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 53,112).

Ἐδ ἔπρεπε νὰ δείξῃς τὴν ὑπακοή σου καὶ ὄχι στοὺς εἰδικοὺς καὶ στοὺς συνεργούς τους ἱεράρχες, καὶ αὐτὴ τὴν ὑπακοὴ θὰ ἀποδεχθῇ ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ θὰ σὲ ξιώσει τῶν μεγάλων δωρεῶν:

«Καὶ τῆς ὑπακοῆς ἀποδεξάμενος ὑμᾶς ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, μειζόνων καταξιώσῃ τῶν δωρεῶν» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 53,112).

Πόσο ἐξευτελιστικὸ εἶναι πέραν τοῦ φόβου τούτου νὰ προβάλεται καὶ ὁ φόβος τῶν προστίμων; 150 εὐρὰ σήμερα καὶ ποιός ξέρει πόσα αὔριο; Βλέπω ἀναφορὰ σὲ ἐγκύκλιο τῆς Ἱ.Σ. νὰ ζητῆται νὰ φοροῦν φίμωτρο παντες ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ σὲ ἀντίθετη περίπτωσι θὰ ἐπιβάλλεται πρόστιμο 400 (ἤ 300)€ στὸν προϊστάμενο τοῦ ναοῦ!!! Φανταστεῖτε νὰ ἀληθεύει – τὸ πλέον πιθανόν.

Τό μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπενθυμίσῃ κανεὶς σὲ ὅσους ὑποστοῦν τέτοιες κυρώσεις εἶναι ὅτι πρέπει νὰ τὰ δεχτοῦν μὲ χαρά, ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς πάρουν καὶ τὰ ρούχα καὶ ὅτι ἄλλο ἔχουν, διότι στὸν οὐρανό ἔχουν πολὺ σημαντικώτερα πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς τὰ πάρουν:

«Τὴν ἀρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσδέξασθε γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν» (ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ι΄ 34).

Ὅπως βλέπει κανεὶς μὲ φρίκη, ἔχωμε φτάσει στὴν ἐσχάτη παράνοια. Φοβούμαστε αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι ἄξια φόβου (γιατὶ τὸ εἶπαν οἱ εἰδικοί), καὶ περιγελοῦμε αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ φοβόμαστε (γιατὶ τὸ εἶπαν οἱ πνευματικοί ποὺ ἀκοῦνε τοὺς εἰδικούς):

«Καὶ γὰρ ἐσχάτης ἀνοίας φοβεῖσθαι τὰ μὴ ἄξια φόβου, καταγελᾷν δὲ ἃ φοβεῖσθαι δίκαιον» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 55,226).

Γνωρίζω καλά ὅτι οἱ Μήδοι θὰ περάσουν. Ὁ αὐταρχισμὸς καὶ ἡ φεουδοκρατία στὴν ἐκκλησία ἔχει γίνει τόσο σύνηθες καὶ ἀποδεκτὸ ποὺ ὁ πολὺς λαὸς δὲν διαμαρτύρεται πιά, μάλλον δὲ οὔτε ποὺ ἀντιλαμβάνεται τί συμβαίνει. Ἱεράρχες ἀποπέμπονται ἀναπολόγητοι καὶ ἐξ ἀποστάσεως μαθαίνοντας τὰ νέα ἀπὸ τοὺς δημοσιογράφους… Μεγαλώνουν οἱ νέες γενηές καὶ ὡς παραδείγματα «πνευματικότητος» ἔχουν τέτοιους ἡγέτες. Ἄν δὲν μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς ὣστε νὰ παρουσιάσῃ ἡγέτες στὸν λαό του δὲν ἔχουμε ἐλπίδα… Ἀλλὰ καὶ οἱ πνευματικοὶ νὰ βρίσκονται σὲ τέτοια νάρκη δὲν τὸ περίμενα.

Αὐτὰ βλέπουν τὰ δικά μου μάτια καὶ αὐτὰ στριφογυρίζουν στὸ μυαλό μου καὶ εὔχομαι νἄχω χαζέψῃ καὶ νἄμαι πλῶς ἄλλος νας φανατικὸς καὶ μουρλός, ὁπότε καὶ τὸ κακὸ εἶναι μικρὸ καὶ οἱ πνευματικοὶ κουνώντας συγκαταβατικῶς τὸ κεφάλι τους θὰ προσεύχονται γιὰ τὴν περίπτωσί μου καὶ τῶν ὁμοίων μου. Πόσο τραγικὸ θὰ εἶναι, ὅμως, ὅλα αὐτὰ νὰ εἶναι ἀληθή, ἔστω καὶ σὲ μικρό βαθμό;