Η διατήρηση της συνοδικότητας μέσω της υπακοής



   Επαρχία Ράσκας και Πριζρένης στην εξορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας



Η διατήρηση της συνοδικότητας μέσω της υπακοής

Στο άρθρο που ακολουθεί σας προσφέρουμε την διάλεξη του Θεοφιλέστατου Χωρεπισκόπου Μπαραγιέβου και Χβόσνου Ναούμ με τίτλο «Η διατήρηση της συνοδικότητας μέσω της υπακοής». Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στην Θ’ Σύναξη των αρχιερέων και των ηγουμένων της Επαρχίας Ράσκας και Πριζρένης στην εξορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο μοναστήρι του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς στο Μπάραγιεβο, στις 21 Απριλίου 2017. 

Συντακτική Ομάδα

Χωρεπίσκοπος Ναούμ (Μίρκοβιτς)



Εισαγωγή

       Σεβασμιώτατε και Θεοφιλέστατοι, Σεβαστοί Πατέρες και Μητέρες – στην προηγούμενη Σύναξη των αρχιερέων και των ηγουμένων, με παρακαλέσατε να γράψω ένα άρθρο με τίτλο «Η διατήρηση της συνοδικότητας μέσω της υπακοής». Κινήθηκα από τον νόμο αγάπης και προσευχήθηκα στον Θεό Χριστό «ἐν ᾧ εἰσιν πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ γνώσεως ἀπόκρυφοι» (συγκρ. Α Κορ. 1:24, Κολ. 2:3), ώστε να γίνει ο Βοηθός μου, με σκοπό να ικανοποιήσω την αίτησή σας και να είναι το άρθρο μου ωφέλιμο πνευματικά, καθώς για εσάς που μ’ ακούτε, ούτω γι’ εμένα που έγραψα αυτό. Εξετάζοντας αυτό το θέμα, δεν ήθελα απλώς να σας διδάξω με αυτόν τον τρόπο, επειδή όλα όσα έγραψα παρακάτω – δεν είναι κάτι άγνωστο για εσάς. Αλλά, ήθελα να προτρέψω τους σοφούς μου ακροατές για πιο μεγάλη σοφία, σύμφωνα με τα εξής λόγια: «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται» (Παρ. 9,9). 

Ευχαριστώντας τον Θεό για όλα, σας προσφέρω το άρθρο αυτό, με ελπίδα ότι αυτό θα γίνει καταλύτης συνοδικότητάς μας στον Θεό.

*

Ο Θεός μας είναι αγάπη. Αυτός είναι Ένας Τριαδικός. Τρία πρόσωπα (υποστάσεις) – ένας Θεός. Η Αγία Τριάδα στην Ενότητα. Ο Πατέρας, ο Υιός, το Άγιο Πνεύμα – ο Ένας Μοναδικός Θεός. Το Μεγάλο Όνομα – η Αγία, Ζωοδότρα και Αδιαίρετη Τριάδα. Ανάμεσα στις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος πραγματοποιήθηκαν η απόλυτη αγάπη, η απόλυτη υπακοή και η απόλυτη συνοδικότητα. Δεν υπάρχουν κάποια άλλη αγάπη ή κάποια άλλη υπακοή ή κάποια άλλη συνοδικότητα, οι οποίες θα μπορούσαν να εξισωθούν με αυτές, από τις οποίες αποτελείται η Αγία Τριάδα.  

Ιδού! Η τέλεια υπακοή του Υιού προς τον Πατέρα: «… τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω… γενηθήτω τὸ θέλημά σου… ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ» (Ιω. 17:4, Ματθ. 6:10,  Μαρκ. 14:36).

Ιδού! Η τέλεια υπακοή του Πατέρα προς τον Υιό: «ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις…» και άλλου: «πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω» (Ιω. 11:42, 12:28).

Ιδού! Η τέλεια υπακοή του Αγίου Πνεύματος προς τον Υιό: «πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς…  ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα. – ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος… τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ιω. 16:7, 14:16, 15:26). Και πράγματι, πενήντα μέρες μετά από την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Παράκλητος υπάκουα ήλθε επ’ αυτούς ως Υποσχεμένος.

Η συνοδικότητα, την οποία ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει στους Χριστιανούς σύμφωνα με τα λόγια « …τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι…» (Ρωμ. 12:10), απολύτως πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος.

Η Ιερά Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Πρώτον, Αυτή είναι ζωντανός θεανθρώπινος οργανισμός, και δεύτερον, Αυτή είναι θεανθρώπινη οργάνωση και κοινότητα του Θεού και των ανθρώπων. Στην Εκκλησία, στην θεόθεν χτισμένη θεανθρώπινη κοινότητα των ανθρώπων στον Χριστό, οι άνθρωποι ενώνονται χάρη στο Άγιο Πνεύμα, την Ορθόδοξη Πίστη, τον Νόμο του Θεού, τα Ιερά Μυστήρια και την εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιεραποστολή και ο στόχος της Εκκλησίας αποτελούνται από την σωτηρία και την ένωση όλων και του παντός στον Χριστό, καθώς και την θέωση του παντός στον Τρισυπόστατο Θεό. Για αυτήν την ένωση όλων των ανθρώπων στην αγάπη και την αλήθεια, προσευχήθηκε ο Κύριος στον Θεό Πατέρα: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν … ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν … ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ιω. 17:21-23). 

Από την ίδια την φύση της Εκκλησίας προέρχονται οι ιδιότητες της Εκκλησίας: η ενότητα, η αγιότητα, η συνοδικότητα (η καθολικότητα) και η αποστολικότητα. Τηρώντας την από θεού αποκαλυπτόμενη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ομολογούμε την Πίστη μας μέσω του ένατου άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Πιστεύουμε ότι η Ιερά Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Καθολική, επειδή περιέχει μέσα στον εαυτό της όλα τα θεϊκά δώρα για την σωτηρία, ενώνοντας στον εαυτό της τους Αγγέλους και τους ανθρώπους. Δηλαδή, η Εκκλησία δεν περιορίζεται ούτε με τόπο, ούτε με χρόνο, ούτε με λαό, αλλά δέχεται τους Χριστιανούς όλων των εποχών, όλων των τόπων και όλων των λαών. Μόνο η Ιερά Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Καθολική, διότι με βάση την καθαρότητά της και την ολότητα, διατηρεί την ευαγγελική και οικουμενική Πίστη, η οποία κηρυττόταν από τους Αγίους Αποστόλους και κατοχυρώθηκε από τις Σεπτές Οικουμενικές Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες.   

Ο άνθρωπος είναι στέφανο της Θεϊκής Δημιουργίας. Αυτός αποτελεί την μυστική ένωση της αθάνατης ψυχής και του σώματος, του αόρατου και του ορατού, του πνεύματος και της ύλης, του ουρανού και της γης, του διαστημικού και του απέραντου.

Ο Θεός όρισε τον στόχο για τον άνθρωπο – να ομοιάσει τον Δημιουργό, να θεωθεί μέσω της σωστής ανάπτυξης των δικών του θεοπρεπών δυνάμεων. Δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει ολόψυχα να ζει με τον Θεό και στον Θεό, χωρίς περισπασμούς και φαντασίες, σαν κάποιος άγγελος, στην δική του μακαριότητα – την αδιάκοπη, νοερά και καρδιακή προσευχή. Σαν το ον καθολικό και θεοπρεπές, το οποίο ζει στην κοινωνία μαζί με τους άλλους, ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να αποκτήσει τέτοια τέλεια αγάπη, υπακοή και συνοδικότητα, οι οποίες βρίσκονται στην Αγία Τριάδα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν αυτός ζει με τον Θεό και στον Θεό, εάν είναι πιστό τέκνο της Ιεράς Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γι’ αυτό, ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας κηρύττει: «όποιος δεν έχει την Εκκλησία μητέρα δεν μπορεί να έχει τον Θεό πατέρα».

Μετά από την αμαρτία στον παράδεισο, ο άνθρωπος κατέστρεψε την ενότητά του με τον Θεό. Εξαιτίας της ανυπακοής ο άνθρωπος διώχτηκε από τον παράδεισο, ενώ χάρη στην ιερά υπακοή επιστρέφει στον παράδεισο.

Την επανένωση με τον Θεό, ο άνθρωπος πραγματοποιεί μέσω του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία του Θεού (στο Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού), ζώντας μέσα σ’Αυτή με τα Ιερά Μυστήρια και τις Θείες Αρετές, πράττοντας όλα του τα έργα εις το όνομα και την δόξα του Θεού, ζώντας με την ιερά υπακοή προς τον πνευματικό πατέρα, δηλ. καθώς έζησε ο σαρκωθείς Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος Χριστός. Αυτός ο Ίδιος ήταν υπάκουος προς τον Πατέρα έως τον θάνατο στον Σταυρό (Φιλιπ. 2:8). Ζώντας υπάκουα σαν Χριστός, ο άνθρωπος γίνεται ένα σύνολο με τον Κύριο Χριστό (τον Σωτήρα του), ενώνεται μ’Αυτόν και γίνεται θεός κατά Χάριν. Τον στόχο αυτό πρέπει να έχουν καθώς μοναχοί, ούτω και λαϊκοί, διότι ο Κύριος κήρυττε το Ευαγγέλιο σε όλους. Ο μοναχός είναι άνθρωπος, ο οποίος θέλει να γίνει τέλειος Χριστιανός.

Ο νους είναι «μάτι ψυχής». Τα αγκάθια της αμαρτίας και τα καρφιά των παθών απολύτως τυφλώνουν το μάτι μας, τον νου μας. Με σκοτεινό νου, με φλογέρα αισθήματα και επιθυμίες, με τόση φιλαυτία – αμετανόητος άνθρωπος δεν μπορεί μόνος του να πορεύεται την οδόν της σωτηρίας, δεν μπορεί να γιατρευτεί μόνος του από τα πάθη, δεν μπορεί να φανταστεί το εύρος, το μήκος, το βάθος και το ύψος του Ιερού Ευαγγελίου (Εφ. 3:18), δηλαδή τον απεριόριστο Κύριο, ο Οποίος κρύβεται στις Εντολές του. Ο κεραυνός των παθών μας κουφαίνει την ταπεινή φωνή του Θεού που βρίσκεται στην καρδιά μας. Στην παθιασμένη, αμετανόητη κατάσταση, το ρεύμα των σκέψεων μας συνεχώς καταβρέχεται από την θάλασσα των δαιμονικών πλανεμένων σκέψεων. Ο διάβολος κυρίως μεταμορφώνεται στον άγγελο φωτός, με δήθεν καλές και ιερές σκέψεις. Τότε, δεν ξέρουμε πια τι ανήκει στον εαυτό μας και τη ανήκει στον εχθρό. Εδώ, μόνο ο παντογνώστης Θεός μπορεί να κάνει σωστή διάκριση. Γι’ αυτό το λόγο, η αμαρτωλή μας θέληση είναι το διαιρετικό τείχος μεταξύ μας και του Θεού. Ο οποίος παρακολουθεί την δική του θέληση είναι εχθρός του Θεού, λέει ο Αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής.

Επομένως, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε εις τον εαυτό μας και τον νου μας, ούτε σ’αυτό που νομίζουμε ότι είναι καλό. Με σκοπό να αποκτήσουμε το έλεος του Θεού, πρέπει να πεθάνουμε μέσα μας, να σταυρωθούμε με τον Κύριο, να σηκώσουμε τον Σταυρό άρνησης του δικού μας θελήματος και να παραδοθούμε στα χέρια γερόντων και πνευματικών πατέρων, τους οποίους έδειξε ο Θεός για εμάς ως απάντησή του στην ήσυχη μας προσευχή.

 Ο οποίος αρνήθηκε την θέλησή του, ακόμη και για όλα αυτά που νομίζει ότι είναι πνευματικά καλά και θεάρεστα, τέτοιος έχει ήδη πετύχει τον στόχο του, ακόμα και πριν από την αρχή του ανδραγαθήματος. Επειδή, ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος μας διδάσκει – η υπακοή υπάρχει όταν δεν πιστεύουμε σ’ αυτά που φαίνονται καλά κατά τη γνώμη μας, έως το τέλος της ζωής μας. Υπακούοντας στον γέροντα μας, υπακούουμε στον Ίδιο τον Θεό και Τον μιμούμεθα, διότι Αυτός ο Ίδιος είπε στους μαθητές του και στους ακόλουθούς τους: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με» (Λουκ. 10:16). Και στην Παλαιά Διαθήκη: «ἄνευ βουλῆς μηθὲν ποιήσῃς… » (Σοφ. Σειρ. 32:19). Και πάλι: «ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32,7), «ὁδοὶ ἀφρόνων ὀρθαὶ ἐνώπιον αὐτῶν, εἰσακούει δὲ συμβουλίας σοφός… Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν» (Παρ. 3:34, 12:15).

Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακας λέει: «Διότι δεν είναι ο Θεός άδικος να κλείνη την πόρτα σε όσους κρούουν ταπεινά». Και επίσης: «Διότι δεν είναι άδικος ο Θεός να αφήση να πλανηθούν ψυχές πού με πίστι και ακακία εταπεινώθηκαν εμπρός στην συμβουλή και στην κρίσι του πλησίον. Ακόμη και ανίδεοι εάν είναι αυτοί που ερωτώνται, εκείνος που απαντά με το στόμα τους είναι ο άϋλος και αόρατος Θεός».

Ο πνευματικός είναι ιατρός της ψυχής μας. Ως εκ τούτου, οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν – ο υπάκουος πρέπει να βλέπει τον γέροντα σαν να βλέπει τον Ίδιο τον Χριστό. Και πάλι – ο πνευματικός είναι μεσολαβητής μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου, ο οποίος (ενώπιον του Θεού) είναι ιερατικός λειτουργός της ανθρώπινης σωτηρίας. Με την προϋπόθεση ότι τόν υπακούμε και πλησιάζουμε με πίστη και ηρεμία. Με αυτόν τον τρόπο, γίνονται θεοί κατά χάριν.

Ο Ίδιος ο Κύριος ήταν υπάκουος προς τον ουράνιο του Πατέρα, έως τον θάνατο Του στον Σταυρό και είπε για Τον Εαυτό Του: «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ιω. 6:38). Αν και είναι πάνσοφος και τέλειος, χωρίς ανάγκη για χειραγώγηση και διδασκαλία από οποιονδήποτε, ωστόσο, υπάκουσε στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θετό πατέρα Ιωσήφ: «καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς». Αυτό ισχυρίζεται ο Απόστολος Λούκας (Λουκ. 2:51) και αυτό είναι ένα παράδειγμα ησυχίας και υπακοής για όλους εμάς. 

 Μεγάλη εμπειρία αποδεικνύει, λέει ο Όσιος Ιωάννης Κασσιανός, ότι ο μοναχός (ειδικά νεαρός), δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει τα πάθη του, εάν πριν δεν έμαθε μέσω υπακοής να χαλιναγωγήσει την θέλησή του. Η ρίζα όλων των παθών είναι η φιλαυτία, με την οποία ενώθηκε η αμαρτωλή και δήθεν γλυκή μας θέληση. Με κόψιμο της θέλησής μας, κόπτονται και ρίζες των παθών. Χάρη στο κόψιμο της θέλησής του, ο άνθρωπος μαθαίνει ένα μάθημα ηρεμίας. Η ηρεμία είναι ρίζα όλων των αρετών. Από την ρίζα αυτή προκύπτει απαλλαγή παθών. Κατά τη γνώμη του Αγίου Αντωνίου του Μέγα, μόνο η ηρεμία είναι πάνω από όλες τις παγίδες του διαβόλου.

Η υπακοή μας προς τον πνευματικό πατέρα δεν πρέπει να είναι μόνο εξωτερική, επιπόλαιη και με λόγια, αλλά και εσωτερική, καρδιακή και με έργα, επειδή ο Κύριος λέει: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7:21). 

Η μόνη δικαιολογημένη αιτία απομάκρυνσης και κοψίματος υπακοής προς τον πνευματικό πατέρα, γίνεται εάν αυτός πέσει στην αίρεση και αρνηθεί την Ορθόδοξη Πίστη. Δηλαδή, ο πνευματικός στον οποίο πρέπει να υπακούμε, όπως έχουμε πει παραπάνω, είναι μόνο αυτός που έχει καθαρή Πίστη και ομολογεί ακλόνητα την Ορθόδοξη Πίστη χωρίς υποκρισία. 

Δεν είναι δυνατόν ο ανυπάκουος άνθρωπος να ενωθεί με τον υπάκουο Κύριο Ιησού Χριστό. Εάν είμαστε ανυπάκουοι στον πνευματικό, τον οποίο βλέπουμε, πως μπορούμε να υπακούμε στον Θεό που είναι Αόρατος; Πως μπορούν να εκπληρωθούν οι στόχοι μας; Εάν ο άνθρωπος με βάση την ιερά υπακοή δεν ενώνεται με τον ορατό του πνευματικό, πως μπορεί να ενωθεί με τον Αόρατο Θεό; Η υπακοή προς τον πνευματικό παρουσιάζεται ως σχολείο υπακοής προς τον Θεό.

Η ζωή του ανυπάκουου ανθρώπου είναι ζωή σε σκοτάδι και ψέμα. Ο διάβολος πάντα έχει τέτοια ζωή, διότι αυτός είναι ψέμα και πατέρα του ψέματος (Ιω. 8:44). Αυτός επινόησε ανυπακοή. Οι ανυπάκουοι άνθρωποι μόνο τον ακολουθούν. Κατά συνέπεια, η ανυπακοή είναι πνευματικό σώμα του διαβόλου. Από την άλλη πλευρά, η ζωή του υπακούου ανθρώπου είναι ζωή της δικαιοσύνης του Χριστου, ζωή του φωτός του Χριστού. Τέτοια ζωή είναι μίμηση της ζωής του υπάκουου Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ας μην πάρουμε τον ίδιο ζυγό με τον ανυπάκουο διάβολο: «τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ;» (Β Κορ. 6:14-15). Πράγματι, ο ανυπάκουος μοναχός ή οποιοσδήποτε Χριστιανός που δεν έχει τίποτα με τον υπάκουο Κύριο Χριστό, βρίσκεται μακριά από τον στόχο του.

Η πραγματοποιημένη ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό μέσω της υπακοής, εννοεί και την ενότητα του ανθρώπου με τους άλλους ανθρώπους και όλη την κτίση. Τέτοια ενότητα δίνει στον άνθρωπο το χαρακτηριστικό θεϊκής καθολικότητας. Η θεϊκή αυτή ενότητα είναι η πιο πραγματική, η πιό περιεκτική και η πιο αθάνατη ενότητα επί γης. Τέτοια ενότητα είναι εικόνα και παράδειγμα της ενότητας, η οποία υπάρχει μεταξύ των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Η Εκκλησία είναι εικόνα της Αγίας Τριάδος επί γης. Ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς θεολογεί: «Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός με Τον Εαυτό Του και εντός του Εαυτού Του, με τον πιο τέλειο και ακέραιο τρόπο συνάθροιζε και εκπλήρωσε την ενότητα του Θεού και του ανθρώπου, δηλαδή Αυτός έκανε την ενότητα αυτή καθολική. Και καθώς με τον άνθρωπο, ούτω έκανε με όλο το σύμπαν και όλη την κτίση. Η κατάσταση της κτίσης είναι ουσιαστικά ενωμένη με τον άνθρωπο» (συγκρ. Ρωμ. 8:19-24). Ο θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας περιέχει: «… τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ. 1:16). Τα πάντα βρίσκονται εντός του Θεανθρώπου, και Αυτός είναι Κεφαλή της Εκκλησίας (Преподобни Јустин Ћелијски, Догматика Православне Цркве III, Ваљево 2004, σελ. 213).

Τα Ιερά Μυστήρια και οι Θείες Αρετές μέσα στην Εκκλησία, ενώνουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας (όλων των λαών και όλων των εποχών) με τον Κύριο, διότι σ’Αυτήν: «… οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3:11). Στην Εκκλησία, είμαστε «πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Γαλ. 3:28, συγκρ. Κολ. 3:11-15). Ο Κύριος προσευχήθηκε στον Θεό Πατέρα για την ενότητα αυτή: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν… ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν. ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν…» (Ιω. 17:21-23).

Με βάση το Σώμα του (Εκκλησία), ο Κύριος ένωσε σε ένα «υπέρ νούν και λόγον» οργανισμό τους αγγέλους, τους ανθρώπους και όλη την θεόκτιστη κτίση. Ως εκ τούτου, η Εκκλησία του Χριστού, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, είναι «… τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Εφ. 1:23). Οι Χριστιανοί προσκαλούνται να πραγματοποιηθούν στον Εαυτό Τους το αιώνιο προορισμό Τρισάγιας Θεότητας για την ανθρωπότητα (Εφ. 1:1-5, 1:10), επειδή οι Χριστιανοί είναι ναός «του Θεοῦ ζῶντος», καθώς είπε ο Θεός: «… ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός» (Β Κορ. 6,16).

Οι Θείες Αρετές ενώνουν τον άνθρωπο με τον Θεό, αλλά Αυτές ενώνουν και όλους τους Χριστιανούς στην αγάπη. Τοιουτοτρόπως, στην αλληλεξάρτητη ενότητα και στην συνοδικότητα, τους Χριστιανούς χαρακτηρίζουν: «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5:22-23). Όταν εκπληρώνονται αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε τηρούμε «… τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Εφ. 4:3). Με αλλά λόγια, η ενότητά μας και η συνοδικότητά μας στον Χριστό εξαρτώνται από τον κόπο μας, την προσπάθειά μας, την εκπλήρωσή μας των εντολών, την αγάπη μας προς τον Θεό και τους ανθρώπους και πάνω από όλα – την ιερά υπακοή που είναι μητέρα όλων των αρετών. Χάρη στην ιερά υπακοή, ο Χριστιανός αποκτάει αδιάλειπτη νοερά και καρδιακή προσευχή, με την οποία φονεύει τα πάθη και προστατεύεται από την αμαρτία. Έτσι, ο μοναχός, ο Χριστιανός ενώνεται με τον Θεό, με τους αγγέλους και όλους τους Αγίους. Και «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» στον Θεό προσευχόμαστε κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Τέτοια ένωση δεν έχει τίποτα κοινό με την ένωση που θέλουν να πραγματοποιήσουν οι οικουμενιστές σύμφωνα με την λεγόμενη και ψεύτικη «Θεωρία των Κλάδων». Με βοήθεια του ψέματος και του διαβόλου, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η ενότητα των ανθρώπων στον Θεό και στην αγάπη, έχοντας κατά νου ότι ο Κύριος είναι «… ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 14:6). Την οικουμενιστική «ένωση των πάντων» την εννοούμε ως ενότητα των ανθρώπων με τον σατανά, ο οποίος «… ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» (Ιω. 8:44). Δεν θέλοντας να γίνουμε μέλη τέτοιας διαβολικής κοινότητας, έχουμε εφαρμόσει προς το οικουμενιστικό Πατριαρχείο στο Βελιγράδι τον σωτήριο ΙΕ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος λέει: «Οἱ γὰρ δι’ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» (Никодим Милаш, Правила Православне Цркве са тумачењима, књига 2, Нови Сад, 1896, σελ. 290).

Σύμφωνα με τον αναφερόμενο κανόνα, ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε αποτείχιση από το Πατριαρχείο στο Βελιγράδι, το οποίο «γυμνή τη κεφαλή» και «ἐν λόγοις καί ἔργοις» κηρύττει την οικουμενιστική αίρεση. Με αυτό τον τρόπο, προστατεύουμε την Εκκλησία από το σχίσμα, την καθολικότητά μας με όλους τους Αγίους και τον εαυτό μας από τον αιώνιο θάνατο. 

Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι μόνο ο υπάκουος μοναχός ή Χριστιανός αποκτά από τον Θεό το στεφάνι όλων των αρετών, δηλαδή την αγάπη. Μέσω της αγάπης ο Χριστιανός ενώνεται με τον Θεό και μετά, με τους ανθρώπους που βρίσκονται στον Θεό – τους Χριστιανούς. Η αγάπη είναι «δεσμός της ειρήνης». Η αγάπη με την ειρήνη ως δύναμη ενώσεως, ενώνει όλους τους ανθρώπους με τον Θεό. Αυτή η ειρήνη δεν είναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», αλλά είναι «υπέρ νούν και λόγον» ειρήνη του Θεού, της οποίας η δημιουργική δύναμη είναι θεϊκή αγάπη. Η θεϊκή όμως αγάπη – ο συμμέτοχός της ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς κηρύττει – «είναι δεσμός τελειότητας» που συναθροίζει όλα τέλεια των Χριστιανών, ενώνοντας τους με τέτοιο τρόπο σε μία ψυχή, μία καρδιά, ενα σώμα – το σώμα της Εκκλησίας (συγκρ. Κολ. 3:14-15). Η θεϊκή αυτή αγάπη του Αγίου Πνεύματος, καθώς οι άλλες αρετές μαζί της (με επικεφαλής την ιερά υπακοή), διατηρούν και τηρούν την ενότητα της Εκκλησίας, του σώματος της Εκκλησίας, του πνεύματος της Εκκλησίας, της ζωής της Εκκλησίας (συγκρ. Εφ. 4:15-16).

Η υπακοή στον πνευματικό πατέρα δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να προχωρήσει «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» και «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4:13) προς την τέλεια ένωση με τον Κύριο και την τέλεια συνοδικότητα. Παράλληλα, ο μοναχός, ο Χριστιανός, δεν προχωράει μόνος του, αλλά πάντα συνοδικώς με Όλους τους Αγίους. Στην Εκκλησία, όλοι ζουν μια ζωή συνοδικώς, με ένα πνεύμα, με μια αλήθεια. Επομένως, μιλώντας για την συνοδικότητα των πρώτον Χριστιανών στην Ιερουσαλήμ, ο Άγιος Απόστολος Λούκας ισχυρίζεται: «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πραξ. 4,32). Η προσωπικότητα του Κυρίου Χριστού είναι ψυχή συνοδικότητας της Εκκλησίας και ψυχή υπακοής του ανθρώπου. 

Ο ανυπάκουος μοναχός κόπτει τον εαυτό του από την πνευματική ενότητα που είχε με τον πνευματικό του πατέρα και ενώνεται με τον διάβολο. Ο διάβολος με αμαρτία, πρώτα, καταστρέφει την ενότητα των πνευματικών ρευμάτων που βρίσκονται εντός του ανθρώπου και προσανατολίζονται προς τον Θεό, και μετά, με την στα θρύψαλα κατεστραμμένη ψυχή του ανθρώπου (μέσω υπερηφάνειας και μίσους), καταστρέφει την αγάπη, την ενότητα, την συνοδικότητα και την ειρήνη στην κοινότητα, στην οποία ο άνθρωπος ζει. Γι’ αυτό, ο ανυπάκουος άνθρωπος είναι περισσότερο ή λιγότερο σαν φουρνέλο για την αγάπη, την ενότητα, την συνοδικότητα και την ειρήνη στην κοινότητα, στην οποία βρίσκεται. Είτε η κοινότητα αυτή είναι πνευματική είτε βιολογική, δηλ. ασχέτως εάν γίνεται λόγος για μητρόπολη, ενορία, μοναστήρι, οικογένεια κτλ. Η καταστροφική δύναμη αυτού του φουρνέλου εξαρτάται από το επίπεδο ανυπακοής, υπερηφάνειας και μίσους. Όσο περισσότεροι ανυπάκουοι υπάρχουν σε μια κοινότητα, τόσο λιγότεροι θα έχουν την αγάπη, την ενότητα, την συνοδικότητα και την ειρήνη.

Η λυχνία της Εκκλησίας του Θεού, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέει: «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, το οποίο θα μπορούσε να καταστρέψει την Εκκλησία ή να το πούμε καλύτερα, δεν υπάρχει τίποτα άλλο, το οποίο θα μπορούσε να το κάνει τόσο εύκολα,  όσο όταν οι μαθητές με τους δασκάλους, τα τέκνα με τους πατέρες και οι κατώτεροι με τους ανώτερους δεν είναι στερεώς ενωμένοι». Με αλλά λόγια, ο Άγιος θέλει να πει ότι τίποτα δεν είναι τόσο επικίνδυνο για την εκκλησιαστική συνοδικότητα, όσο είναι η ανυπακοή των τέκνων προς τους πατέρες. 

Στην κοινότητα, στην οποία δεν υπάρχει η υπακοή, δεν υπάρχει ούτε ο Θεός ούτε ο άγγελος. Και όπου υπάρχει η υπακοή, υπάρχουν και ο Θεός, ο άγγελος, η αρμονία, η συνοδικότητα, η σύμπνοια, η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, όλα τα αγαθά.

Πρέπει να ξέρουμε ότι η καθολικότητά μας διαλύεται (πάνω από όλα) από τα παράπονα για τον πλησίον και την χαλαρή συμπεριφορά, δηλαδή από την αυθάδεια και την καχυποψία.

Όλοι οι αιρεσιάρχες και οι μπροστάρηδες των σχισμάτων στην Εκκλησία είναι τέκνα της ανυπακοής. Αυτοί αποτελούν την αιτία των σχισμάτων, των αναταραχών, των διαιρέσεων στην Εκκλησία. Ο διάβολος, πρώτα, χρησιμοποιώντας την ανυπακοή, διαχωρίζει τον άνθρωπο από τον Χριστό και μετά από όλα, τα οποία ανήκουν στον Χριστό – τον καθολικό νου της Εκκλησίας, το καθολικό θέλημα της Εκκλησίας και την συνοδική ζωή της Εκκλησίας. Σήμερα, την αλήθεια αυτή μπορούμε το καλύτερο να δούμε στο παράδειγμα των οικουμενιστών στην Τοπική μας Εκκλησία. Οι οικουμενιστές, πρώτα, μέσω του μοχλού ανυπακοής έχουν εκδιώξει τους εαυτούς τους από την κοινότητα που είχαν με τους πνευματικούς τους και μετά, μέσω του μοχλού αιρέσεως, έχουν εκδιώξει τους εαυτούς τους από την εκκλησιαστική κοινωνία. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, έξω από την Εκκλησία στέκεται αυτός που δεν τηρεί την Πίστη της Εκκλησίας», λέει ο Όσιος Ιωάννης Κασσιανός (De incarn. Domini, Contra Nestor., lib. III, σελ. 14.). 

Απο την σειρά των υπάκουων προέρχονται σεβαστοί γέροντες, επίσκοποι, φλογεροί αγωνιστές υπέρ της Πίστεως. Σήμερα, τέτοιοι γέροντες, επίσκοποι και αγωνιστές υπέρ της Πίστεως είναι πολύ μικρή μειοψηφία, επειδή ανυπάκουοι άνθρωποι είναι πολύ μεγάλη πλειοψηφία. Ποτέ δεν είχαμε τόσους θεολόγους και τόσες θεολογικές σχολές όπως σήμερα, αλλά ταυτόχρονα τόσους σπάνιους αγωνιστές υπέρ της Πίστεως. Γιατί; Διότι οι σημερινοί θεολόγοι δεν φύσηξαν το πνεύμα ιερής υπακοής στο σώμα θεολογικής γνώσεως. Δηλαδή, η θεολογική τους γνώση είναι νεκρή ή άνανδρη. Ξέρουμε ότι «ἡ γνῶσις φυσιοῖ» και «ἡ δὲ ἀγάπη», εάν βασίζεται στην υπακοή, «οἰκοδομεῖ» γέροντες, επισκόπους και αγωνιστές υπέρ της Πίστεως (Α Κορ. 8,2).

Από την υπακοή προέρχεται η προσευχή και από την προσευχή προέρχεται η θεολογία. Μόνο εάν η υπακοή και η γνώση είναι ηνωμένες μέσα στον άνθρωπο, μπορεί να γίνει ο χριστοειδής γέροντας ή χριστοειδής επίσκοπος ή χριστοειδής αγωνιστής υπέρ της Πίστεως. Τέτοιοι ήταν οι μαχητές για την Ιερά Ορθοδοξία – ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος, ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και πολλοί άλλοι. Το μέτωπο προστασίας της Πίστεως θα ήταν πολύ πιο δυνατό σήμερα άν υπήρχαν περισσότεροι υπάκουοι μοναχοί και Χριστιανοί. Δυστυχώς, το μέτωπο αυτό σήμερα βρίσκεται σε πιο χαμηλό επίπεδο στην εκκλησιαστική ιστορία. Τη στιγμή που εξαφανιστούν υπάκουοι μοναχοί και Χριστιανοί, θα έρθει το τέλος του κόσμου.

Όλα αυτά που έχουμε πει μπορούν να συνοψιστούν ως το εξής μήνυμα.

Εάν είμαστε υπάκουοι στον πνευματικό μας πατέρα και τον επίσκοπο, τους ηγούμενους και τους ανώτερους σχετικά με την υποτακτικότητά μας, δηλαδή εάν δεν ακολουθούμε την δική μας θέληση, ο Θεός θα μας δώσει το δώρο προσευχής. Αυτή η προσευχή θα μας ένωση μ’Αυτόν. Τότε, θα έχουμε την ειρήνη Του στην ψυχή, την αγάπη Του, την ταπείνωσή Του, το έλεος Του, την υπομονή Του, την ησυχία Του, την καθολικότητά Του. Μεταξύ μας θα κυριαρχήσουν η ιερά αγάπη, η ιερά ειρήνη και η ιερά συμπόνια, καθώς είχαν κυριαρχήσει μεταξύ των πρώτων Χριστιανών. Εάν έχουμε υπακοή προς τον Θεό, ο Θεός θα μας ευλογήσει και θα μας πολλαπλασιάζει, καθώς ευλόγησε και πολλαπλασίασε τους πρώτους Χριστιανούς. Και Αυτός θα νικήσει τους θεομάχους οικουμενιστές, όπως είχε νικήσει τους ειδωλολάτρες στην εποχή των πρώτον Χριστιανών.

Εάν είμαστε ανυπάκουοι, ο Θεός (μαζί με την ειρήνη, την αγάπη και την συμπόνια) θα απομακρυνθεί από εμάς. Αν γίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε τον θάνατο για την Επαρχία μας Ράσκας και Πριζρένης στην εξορία και την μεγάλη πληγή για την Ορθοδοξία στην Σερβία.

Μπορούμε να πάρουμε τους δύο δρόμους. Είτε τον δρόμο ζωής, δηλαδή τον δρόμο ιεράς υπακοής, είτε τον δρόμο θανάτου, δηλαδή τον θεομισητό δρόμο ανυπακοής. Από την ελεύθερα μας θέληση εξαρτάται που θα πάμε.

Ας ο Αναστημένος Κύριος μας δώσει τον νου και την δύναμη για να βαδίζουμε πάντα στον δρόμοζωής και ιεράς υπακοής. Ο Αναστημένος Κύριος είναι ζωή μας, δρόμος μας, υπακοή μας, νους μας, φως μας, δύναμή μας, σωτηρία μας, Ανάστασή μας, κάθε αγαθό μας.

Και εμείς, Χριστώ τω Θεώ Αναστημένω βοήσωμεν – «πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Αμήν. 

Χριστός Ανέστη!

Αληθώς Ανέστη!

(μετέφρασε στα ελληνικά Μάρκο Πεϊκοβιτς)

 Πηγή.