Γεώργιος Τζανάκης: Τα ρασοφοροῦντα τσιράκια τῶν νεοεποχιτῶν (Σχόλιο)



 Γράφει ὁ Γεώργιος Τζανάκης

Ἐπειδὴ ὁ μεθοδευμένος διωγμὸς συνεχίζετε ἀμείωτος καὶ ὁ ἑπόμενος σταθμὸς θὰ εἶναι φυσικὰ τὸ Πάσχα, καὶ μέχρι τότε  οἱ διῶκτες, οἱ ραδιοῦργοι, οἱ πουλημένοι, οἱ δειλοί, οἱ προδότες, οἱ μαλακισθέντες (=ἄτολμοι σὲ ἀντίστασι, ἀποχαυνωμένοι, ἀποφεύγοντες τοὺς κινδύνους) οἱ φοβισμένοι, οἱ βολεμένοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ κοπάδι, οἱ χρήσιμοι ἠλίθιοι (πολιτικοί-ἐκκλησιαστικοί-δημοσιογράφοι-εἰδικοί) θὰ συνεχίσουν  τὸ ἔργο τους, καλὸν εἶναι νὰ προσπαθήσουμε νὰ ξεκαθαρίσουμε τί μᾶς γίνεται καὶ τί μποροῦμε νὰ κάνουμε.

Αὐτὸ ποὺ γίνεται, ὅπως ὅλοι πλέον (πρέπει νά) ἔχουμε ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνουμε, εἶναι μιὰ γενικὴ  ἐπίθεσι ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μεταβληθῇ σὲ ἕνα ἀνελεύθερο ἀντικείμενο στὰ χέρια τῶν ἐπικυριάρχων τῆς νέας ἐποχῆς, τῶν ὀργάνων τοῦ διαβόλου. Ὅλα τὰ παλιὰ πρέπει νὰ ἀλλάξουν. Καλὰ καὶ κακά.  Τὰ καλὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, τὰ κακὰ νὰ γίνουν χειρότερα ἤ μᾶλλον ἐντελῶς ἀπάνθρωπα, δαιμονικά. Τὸ κακὸ πρέπει παντοῦ νὰ γίνῃ τὸ πρότυπο, τὸ ὑπόδειγμα. Νὰ λάβῃ τὴν θέσι τοῦ καλοῦ. Τὸ παράλογο, τὸ ἀνήθικο, τὸ διεστραμμένο νὰ καταλάβῃ τὴν θέσι τοῦ λογικοῦ (τοῦ ἔχοντος λόγον οὐσιαστικό, σκοπό), τοῦ ἠθικοῦ (τοῦ ἔχοντος ἦθος, ἀξιοπρέπεια, λεβεντιά), τοῦ ὀρθοῦ (τοῦ φυσιολογικοῦ τοῦ κατὰ φύσιν δηλαδή· γιατί; διότι ἔτσι εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος). 

Τοποθετοῦνται ἐξουσιαστές, ἀλλάζει ἡ παιδεία, ἡ νομοθεσία, τὰ θέσμια. Τὰ πάτρια συκοφαντοῦνται, ἡ ἱστορία διαστρεβλώνεται, τὰ πρόσωπα-πρότυπα ἡρώων, ἁγίων καὶ ἀνιδιοτελῶν ἀνθρώπων χλευάζονται καὶ γελοιοποιοῦνται. Σὲ θέσεις  ὑπευθύνων προωθοῦνται ἄνθρωποι ἐπιλεγμένοι καὶ δασκαλεμένοι ἀπὸ τοὺς ἐπιβούλους, ἄτομα ἄνευ οὐσιαστικῆς παιδείας, ἀνύπαρκτης ἠθικῆς καὶ ἤθους, ἀπάτριδες, μισέλληνες (ὅσον ἀφορᾶ τὴν πατρίδα μας· καὶ στὶς ἄλλες ἀναλόγως).

Ἐδῶ, γράφοντας, μένουμε μόνο στὸ κομμάτι τῆς πίστεως διότι φρονοῦμε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ σταθερὸ ὑπόβαθρο πάνω στὸ ὁποῖο χτίζονται ὅλα τὰ ἄλλα. Ἂν αὐτὸ διαρραγεῖ τότε ὅλα τὰ ἄλλα γίνονται πιὸ εὔκολα. Ἡ προσπάθεια διαβρώσεως τῆς πίστεως δὲν εἶναι βέβαια κάτι καινούργιο. Ἡ ἐργώδης προσπάθεια ποὺ ἔγινε κυρίως τὸν περασμένο αἰῶνα τώρα φέρνει καρπούς. Ἡ προσπάθεια τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ» τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς αὐτοαποκαλουμένους οἰκουμενιστές καὶ ἡ  μεθοδευμένη τοποθέτησις τέτοιων, ἤ ἐπηρεασμένων ἀπὸ τέτοιες ἀπόψεις, προσώπων στὶς ἀνώτατες θέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς  διοικήσεως, καὶ γενικῶς τοῦ κλήρου, ἔχει τὸ  ἀποτέλεσμα σήμερα νὰ ὑπάρχει μιὰ κρίσιμη μάζα ἀρκετὴ ὥστε νὰ ἐνεργῇ τὴν παρούσα προδοσία ἀνεμπόδιστα. Τὰ πρόσωπα αὐτά, σὲ πλήρη συνεργασία μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ πολιτειακοὺς ἄρχοντες-ἀνδρείκελα,  κοιμίζουν τὸν λαό τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν ἀντιληφθῇ τί συμβαίνει καὶ νὰ μὴν ἀντιδράσῃ στὴν μεθοδευμένη ἐπιβολή τῶν νεοεποχίτικων σχεδίων. Πρόσχημα γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια τοῦ κορωνοϊοῦ τὴν ὁποία ἀξιοποιοῦν γιὰ νὰ πετύχουν τοὺς στόχους τους. Καὶ παρότι δὲν ἀντέχουν σὲ λογικὴ ἐξέτασι τὰ ὅσα μεθοδεύουν, λένε καὶ πράττουν· καλλιεργοῦν τὸν φόβο, τὴν σύγχυσι καὶ κάνουν ἐφιαλτικὴ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγῶντας τους στὴν οἰκονομικὴ καταστροφὴ καὶ στερῶντας του τὴν δυνατότητα νὰ ζήσουν στοιχειωδῶς ἀνθρώπινα, ὥστε ἀπηυδισμένοι νὰ ἀποδεχτοῦν τὰ σχέδιά τους.

 Ὁ κεντρικώτερος στόχος –γιὰ τὴν περίπτωσι τῶν ὀρθοδόξων λαῶν-  εἶναι ὁ κλονισμὸς τῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἐξαπολυθῇ ὁ διωγμός. Ἤδη αὐτονόητα χιλιάδων ἐτῶν ἔχουν συκοφαντηθῇ, γελοιοποιηθῇ, περιφρονηθῇ. Ὁ ναὸς ἀπὸ χῶρος ἱερός, ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους, ὅπου τελοῦνται τὰ ἅγια μυστήρια, συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσίᾳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπου κατέρχεται ἡ ἄκτιστος Θεία Χάρις καὶ καθαγιάζει τὰ Τίμια Δῶρα καὶ τοὺς πιστούς, τώρα πλέον θεωρεῖται ἑστία μολύνσεως καὶ χῶρος ἐπικίνδυνος. Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν προσκυνοῦνται πλέον, καὶ ἂν προσκυνηθοῦν ἀμέσως τρέχουν νὰ τὶς περάσουν μὲ ἀντιμικροβιακὸ ὑγρό μὴν μολυνθῇ ὁ ἑπόμενος, οἱ διάφορες τραγελαφικὲς εὐηθεῖς φιγοῦρες ποὺ ἐκτελοῦν χρέη ἐπιτρόπων καὶ νομίζουν ὅτι κάνουν ὑπακοὴ στὸν Θεό, ἐνεργῶντας ἔτσι. Δίνουν τὸ ἀντίδωρο σὲ νάϋλον σακουλάκια, γιὰ νὰ δικαιωθῇ ὁ ἅγιος Παΐσιος ποὺ ἔλεγε ὅτι μπλέξαμε τὸ ἄϋλο μὲ τὸ νάϋλο. Ξεκίνησαν νὰ κοινωνοῦν μὲ πλαστικά κουταλάκια, καὶ ὅτι ἄλλο σκεφτοῦν, καὶ σιγά-σιγὰ θέλουν νὰ τὰ ἐπιβάλουν παντοῦ. Καὶ τόσα καὶ τόσα ποὺ καθημερινά βλέπουμε, μὲ ἀποδοχὴ τοῦ κεντρικοῦ ἄξονα ὅτι γιὰ τὸ τί, καὶ ἄν, καὶ πῶς, καὶ πότε θὰ γίνεται στὸν ναό, ἀποφασίζουν πλέον οἱ ἄρχοντες, ἐπικαλούμενοι τοὺς «εἰδικούς». Οἱ δὲ ἐπίσκοποι, πλὴν ἐλαχίστων, ἀναλαμβάνουν νὰ μεταφέρουν τὶς ἀντίχριστες ἐντολές τους στὸν λαό παραπλανῶντας, ἐπιβάλλοντας καὶ τρομοκρατῶντας, προδίδοντας τὰ πάντα.

Ὅτι ἀποδέχεται ἡ ἱεραρχία θεωρεῖται πλέον κερδισμένο ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ γυρίζουν τὴν ἑπόμενη σελίδα. Ἀπαιτοῦν, πλέον, βιαίως. Καταδότες, ἀστυνόμευσις, ἔλεγχοι δημιουργοῦν τὴν νέα πραγματικότητα ποὺ τὸ Θίνκ Τάνκ τῶν οἰκουμενιστῶν ἀρνεῖται ὅτι εἶναι διωγμός. «Εἶναι συνεργασία, λένε, λόγῳ τῆς συνέσεως, ποὺ τοὺς διακρίνει, καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ὕψιστο ἀγαθόν, ποὺ εἶναι κατ᾿ αὐτούς ἡ ὑγεία». Καὶ ἐνῷ ἐπιτελοῦν τὰ πονηρὰ ἔργα τους μιλοῦν ἔτσι. Μὲ προσήνεια καὶ ἠπιότητα καὶ δῆθεν ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν πρέπει γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ νὰ νομίζουμε ὅτι τὰ ἔργα τους δὲν εἶναι ἔργα ἐχθρῶν:

«Οὐ γὰρ ἐπειδὴ ὄνομα προσηνὲς καὶ ἤπιον περίκειται τοῖς τὰ πονηρὰ ἐργαζομένοις, τούτου ἕνεκεν καὶ τὰ πράγματα νομίζειν χρὴ μὴ πολεμίων εἶναι» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.945).

Καὶ συνεχίζοντας ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι θεωρεῖ ἐπικινδυνώτερο τὸν πόλεμο ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους διότι ἀπὸ τοὺς φανεροὺς ἐχθροὺς εἶναι εὔκολο νὰ φυλαχθῇς, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀνακατεμένοι μαζί σου εἶσαι ἐκτεθειμένος σὲ κάθε βλάβη (γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου, φρόντισαν νὰ μποῦν μέσα στὴν ἐκκλησία τὰ πρόσωπα αὐτά):

«Χαλεπώτερον γὰρ κρίνω ἐγὼ τὸν παρὰ τῶν ὁμοφύλων πόλεμον, διότι τοὺς μὲν προκεκηρυγμένους ἐχθροὺς καὶ φυλάξασθαι ῥᾴδιον, τοῖς δὲ ἀναμεμιγμένοις ἡμῖν ἀνάγκη ἐκδότους εἶναι πρὸς πᾶσαν βλάβην» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.945).

Παλαιότερα οἱ πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι καθημερινὰ τιμῶνται στὶς ἀκολουθίες (γιατί ἄραγε; γιὰ νὰ μαθαίνουμε τὰ κατορθώματά τους καὶ νὰ τοὺς μιμούμεθα, βεβαίως), κυνηγήθηκαν καὶ βασανίστηκαν καὶ θανατώθηκαν παρὰ τῶν φανερῶς πολεμούντων ἡμῖν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. (Μ.Β., ὅ.π.)  Οἱ τωρινοὶ διῶκτες δὲν μᾶς μισοῦν καθόλου λιγώτερο ἀπὸ ὅσο ἐκείνοι οἱ παληοί, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς πολλοὺς προβάλλουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ διωκόμενοι νὰ μὴν ἔχουν τὴν παρηγοριὰ τῆς ὁμολογίας:

«Οἱ δὲ νῦν ἀναφανέντες διῶκται μισοῦσι μὲν ἡμᾶς οὐδὲν ἧττον ἢ ἐκεῖνοι, εἰς δὲ τὴν τῶν πολλῶν ἀπάτην τὸ τοῦ Χριστοῦ προβάλλονται ὄνομα, ἵνα μηδὲ τὴν ἐκ τῆς ὁμολογίας παραμυθίαν ἔχωσιν οἱ διωκόμενοι» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.945).

Εἴδατε μὲ πόση εἰρωνεία ἐξ ἀρχῆς φρόντισαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ πλασιὲ τῶν νεοεποχίτικων ἐπιταγῶν νὰ χαρακτηρίσουν «νέους ὁμολογητές», ὅσους τόλμησαν νὰ διαμαρτυρηθοῦν γιὰ τὴν προδοσία τους; Μίλησαν γιὰ κατακόμβες, γιὰ κρυπτοχριστιανισμό, γιὰ κρυφὲς λειτουργίες, γιὰ ζηλωτισμό (λὲς καὶ εἶναι κακὸ πράγμα ὁ ζηλωτισμὸς γιὰ τὴν πίστι, ἢ λὲς καὶ ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ εἴμαστε ὅλοι χλιαροί καὶ νερόβραστοι. Ποῦ τὰ βρῆκαν αὐτὰ καὶ τὰ λένε, τὰ ρασοφοροῦντα τσιράκια τῶν νεοεποχιτῶν;). Αὐτοὺς καλοῦν οἱ πληρωμένοι δημοσιογράφοι καὶ τοὺς ρωτοῦν μὲ ἀπορία: «Μὰ τί γίνεται σεβασμιώτατε; Δὲν τηροῦνται τὰ μέτρα. Κάποιοι δὲν συμμορφώνονται. Διαπράττεται ἔγκλημα κατὰ τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ἀπαντοῦν: «Πρόκειται γιὰ φανατικούς, ζηλωτές, ψεκασμένους, συνωμοσιολόγους». Ἔτσι ἐξαπατοῦν ὄχι βέβαια τὰ δημοσιογραφικὰ τζούκ μπόξ, ἀλλὰ τοὺς ἐκκλησιαστικῶς ἄγευστους  ἢ ἀμφιταλανετευόμενους συνανθρώπους μας. Τοὺς πολλούς, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔτσι αὐτοὶ παρουσιάζονται ὡς Χριστιανοί (αὐτοὶ ποὺ προδίδουν τὴν ἐκκλησία, ἂν καὶ φορᾶνε ράσα)  καὶ παρουσιάζουν ὡς φανατικοὺς αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν νὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ στοιχειώδη τῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτό, ὅποιος ἔχει ἐλάχιστη γεῦσι ἀπὸ τὴν πίστι τῶν πατέρων καταλαβαίνει τὸ μέγεθος καὶ τὸ στήσιμο τῆς προδοσίας.

Καὶ τὸ βιολί αὐτὸ ἠχεῖ μέρα νύχτα ἀπὸ τοὺς «ποιμένες». Ταυτόχρονα  ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες-ἀνδρείκελα ἐπιβάλλονται καὶ ἀπὸ αὐτούς (τοὺς «ποιμένες») ἀδιαμαρτύρητα ἐφαρμόζονται τὰ «μέτρα», γιὰ νὰ μὴν μένουν στὰ λόγια -πρακτικοὶ ἄνθρωποι βλέπεις, δουλειὰ ἔχουν ἀναλάβει. Τρομοκρατία, πρόστιμα καὶ τώρα μὲ τὸ ἄλλο μασούρι ποὺ βρήκανε, τὰ ἐμβόλια, τὰ πράγματα θὰ ἀγριέψουν πολύ, ἂν δὲν ὑπάρξει ἀντίδρασις. Οὐσιαστικὰ ὅποιοι δὲν ὑποκύψουν, σιγά-σιγά σχεδιάζουν νὰ πεταχτοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν «κανονικότητα». Νὰ στερηθοῦν καὶ τὰ αὐτονόητα. Μετακινήσεις, νοσοκομεία, δημόσια παρουσία νὰ εἶναι ἀπαγορευμένα γιὰ τοὺς σύγχρονους παρεῖες. Αὐτοὶ ποὺ διερρήγνυαν τὰ ἱμάτιά τους γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ κάθε λαθρομετανάστη ἢ πρόσφυγα, θὰ ἀποκλείουν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωή ὅσους δὲν σκύψουν τὸ κεφάλι στὶς νεοεποχίτικες προσταγές. (Πρόσφυγες τῶν ἁγίων εἴμαστε καὶ μεῖς, σ᾿ αὐτοὺς προσφεύγουμε, ὅπως λέγεται στὸν ἑσπερινὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: «δουλικὸν σύντριψον ζυγόν, σοὺς σώζων πρόσφυγας, ταῖς πρεσβεῖες σου Γρηγόριε»).  Ὅσοι δὲν ἀποδέχονται τὴν νέα πραγματικότητα καὶ ἰδιαιτέρως οἱ  χριστιανοὶ, δὲν θὰ ἔχουν κανένα δικαίωμα. Ὄχι βέβαια οἱ χριστιανοί μὲ τὶς «μασκοῦλες». Αὐτοὶ καὶ τὶς ἐκδρομοῦλες τους θὰ κάνουν, καὶ τὰ κηρύγματα τους θὰ ἀκοῦν ἀπὸ νέους κονάνους καὶ νευροκοπλῆδες (ἂν καί, νομίζω, ὅτι αὐτοὶ εἶναι τιμιώτεροι τῶν συνεχιζόντων νὰ ρασοφοροῦν καὶ πραττόντων τὰ προαναφερόμενα), καὶ τὶς λειτουργίες τους θὰ παρακολουθοῦν ἀπὸ τηλεοράσεως, καὶ θὰ κοινωνοῦν μὲ κούριερ, καὶ θὰ τοὺς βάλουν καὶ κανένα τσιπάκι ποὺ θὰ ἀνοίγει αὐτόματα τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου καὶ θὰ διώχνει τὰ τελώνια. Ἀλοίμονο ἂν ἡ παντοδύναμη ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει αὐτά. Οἱ ἄλλοι -οἱ ὁπισθοδρομικοί, οἱ φανατικοί, οἱ κολλημένοι, οἱ συνωμοσιολόγοι, ποὺ ἀκοῦν τί λέει ἡ Ἀποκάλυψις καὶ οἱ ἅγιοι καὶ ὁ κάθε Παΐσιος καὶ Πορφύριος καὶ ὄχι ὅσα διαβεβαιώνει ὁ Νεκτάριος καὶ ὁ Ἰγνάτιος καὶ ὁ Ἄνθιμος-  τί θὰ ἀπογίνουν, μὲ ὅσα θὰ ὑποστοῦν;

Ξέρουμε καλὰ τί θὰ γίνῃ. Τὸ ἔχουν πεῖ οἱ ἅγιοι πατέρες οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ νεώτεροι. Τὸ λένε καὶ σήμερα οἱ κληρικοὶ ποὺ εἶναι ἄξιοι τοῦ σχήματος. Τὸ ἔχει πεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Κατὰ Ματθαῖον 10,28). Τὰ ἴδια, φυσικά, λέει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Σᾶς παρακαλῶ μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας μέσα στὶς θλίψεις, ἀλλὰ νὰ ἀνανεώνετε τὴν ἀγάπη σας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ καθημερινὰ νὰ μεγαλώνετε τὸν ζῆλο σας»:

«Διὸ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς μὴ ἐκκακεῖν  ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἀλλ' ἀνανεοῦσθαι τῇ πρὸς Θεὸν ἀγάπῃ καὶ καθ' ἡμέραν προστιθέναι τῇ σπουδῇ» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.948).

Τὸ πῶς ἀνανεώνεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ αὐξάνει ἡ μέριμνα καὶ ὁ ζῆλος, τὸ λένε οἱ ἅγιοι καὶ οἱ πνευματικοί καὶ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μαρτυρία τῆς πίστεως, μὲ τὶς ἀκολουθίες καὶ τὴν μετοχή στὰ μυστήρια ἱεροπρεπῶς καὶ παραδοσιακῶς, ἄνευ φόβου· ἀλλὰ καὶ τὴν δημόσια ἀντίδρασι στὰ σχέδια τῶν ἐπιβούλων, ὅσο εἶναι δυνατόν.

Τώρα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν, καὶ τὰ περισσότερα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, μὴν σᾶς πτοοῦν. «Εἴτε διώχθηκαν ἐπίσκοποι, -πρὸς τὸ παρόν, στὰ σημερινὰ, δὲν ἀποδιώχτηκαν ἀκόμη ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες- νὰ μὴν σᾶς σαλεύῃ. Εἴτε παρουσιάστηκαν προδότες ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς κληρικοὺς νὰ μὴν ἀδυνατίζει καὶ ἀποσαθρώνει τὴν ἐμπιστοσύνη σας στὸν Θεό»:

«Καὶ εἴτε ἀπεδιώχθησαν ἐπίσκοποι τῶν Ἐκκλησιῶν, τοῦτο ὑμᾶς μὴ σαλευέτω· εἴτε προδόται ἐξ αὐτῶν ἐφύησαν τῶν κληρικῶν, μηδὲ τοῦτο τὴν πεποίθησιν ὑμῶν τὴν εἰς Θεὸν σαθρούτω» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.948).

«Δὲν μᾶς σώζουν οὔτε οἱ τίτλοι, οὔτε τὰ ἀξιώματα, οὔτε τὰ ὀνόματα ἀλλὰ οἱ προαιρέσεις καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη στὸν κτίστη μας».

«Οὐ γὰρ τὰ ὀνόματά ἐστι τὰ σώζοντα ἡμᾶς, ἀλλ' αἱ προαιρέσεις καὶ ἡ ἀληθινὴ περὶ τὸν κτίσαντα ἡμᾶς ἀγάπη» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.948).

Ἂς κηρύττουν τὸ ψεῦδος οἱ προδότες κληρικοί μὲ λόγια καὶ ἔργα. «Θυμηθεῖτε ὅτι κατὰ τὴν ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ Κυρίου μας οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὀργάνωσαν τὴν δόλια καταδίκη. Καὶ τότε λίγοι ἀπὸ τὸν λαὸ εὑρέθηκαν νὰ ἀποδεχτοῦν γνησίως τὸν λόγον Του. Καὶ ὅτι δὲν σώζεται τὸ πλῆθος καὶ οἱ πολλοί (καὶ ὅσα παρουσιάζουν οἱ στατιστικὲς καὶ οἱ ψευδοσφυγμομετρήσεις), ἀλλὰ οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε νὰ μὴν σᾶς τρομάζει ἡ πολυοχλία τοῦ παρασυρμένου λαοῦ, ποὺ εἶναι σὰν τὰ σύννεφα ποὺ τὰ παρασύρουν οἱ ἄνεμοι»:

 «Ἐνθυμήθητε ὅτι καὶ ἐν τῇ κατὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐπιβουλῇ ἀρχιερεῖς μὲν καὶ γραμματεῖς καὶ πρεσβύτεροι τὸν δόλον συνεσκευάσαντοὀλίγοι δὲ τῶν ἐκ τοῦ λαοῦ εὑρίσκοντο οἱ γνησίως τὸν λόγον καταδεχόμενοι, καὶ ὅτι οὐ τὸ πλῆθός ἐστι τὸ σωζόμενον, ἀλλ' οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε μηδέποτε ὑμᾶς πτοείτω λαοῦ πολυοχλία, οἱ ὥσπερ ὕδωρ θαλάσσης ὑπὸ πνευμάτων μεταφερόμενοι» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.948).

Ὰς κάμουν αὐτοὶ ὅτι νομίζουν. Θὰ λάβουν ὅτι τοὺς ἀξίζει. Καὶ τότε, ἀλλὰ καὶ τώρα. Δὲν θὰ ἀργήσει ἐξ ἄλλου. Οἱ ἴδιοι ἐπιταχύνουν νομίζοντας ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ἀφέντη τους διαβόλου –εἴτε τὸ ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ὄχι, ὅτι αὐτὸν ὑπηρετοῦν.  Καὶ δὲν ἀσχολούμαστε μὲ αὐτοὺς γιὰ νὰ τοὺς κατηγορήσουμε ἢ νὰ τοὺς καταδικάσουμε. Τοὺς κατηγοροῦν οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια τους καὶ τοὺς καταδικάζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων.

 Ἐμεῖς τί ὀφείλουμε; Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ διατηρήσουμε καὶ νὰ διασώσουμε τὰ ἀπομεινάρια τῆς εὐσέβειας. Τῆς γνήσιας πατροπαράδοτης πίστης. Αὐτῆς ποὺ φύλαξαν οἱ παποῦδες μας καὶ οἱ προπάτορες μας μέσα σὲ διωγμούς, φραγκοκρατίες, τουρκοκρατίες, καὶ τώρα μέσα στὴν νεοταξικὴ κυναγορήτικη εὑραπάτη καὶ τὴν οἰκουμενιστικὴ παναίρεσι. Κάθε ψυχή, κάθε κληρικὸς καὶ λαϊκὸς κάθε μοναχὸς καὶ ἱεράρχης, ὅσοι ἀξιώθηκαν, ἔστω καὶ λίγο, νὰ νοιώσουν τί εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτὸ ὀφείλουμε: Νὰ διαφυλάξουμε τὰ λείψανα τῆς εὐσεβείας μέσα μας. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή μας. Μὲ τὴν μαρτυρία καὶ τὴν ὁμολογία.  Ἐκεῖ θὰ σωθῇ ἡ εὐσέβεια δηλ. ἡ πίστις στὸν Χριστό. Ὥστε ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Κύριος νὰ βρῇ τὴν πίστι στὴν γῆ:

«Ἐν ὑμῖν ὀφείλει τὸ λείψανον  τῆς εὐσεβείας σωθῆναι, ὃ ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει ἐπὶ τῆς γῆς» (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG 32.948).

Ὁ χωρῶν χωρεῖτο καὶ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οὐ τοῦ θέλοντος μηδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ, ὁπότε νὰ ζητοῦμε ταυτόχρονα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως προφασιζόμενοι τὴν προσευχὴ νὰ ἀδρανοῦμε καὶ νὰ βολευόμαστε, ὅπως οἱ σημερινοὶ νανουριστὲς πνευματικοί διδάσκουν.

Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 11/1/2021

Πηγή.

    Σχόλιο: Ὅπως πάντα ὁ κ. Τζανάκης παρουσιάζει τὴν πραγματικότητα ρεαλιστικά. Ἡ ἀπορία μου εἶναι, πῶς, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τόσο πολὺ τοὺς Ἁγίους Πατέρες (κι ἐδῶ τὸν Μ. Βασίλειο), πῶς δὲν ἐντόπισε τὰ κείμενά του ἐκεῖνα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν παρασυρθοῦμε ἀπὸ τὴν παναίρεση, ἀπὸ τὰ σχέδια τῶν Νεοταξιτῶν, ὅσο μένουμε σὲ κοινωνία μὲ ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς ποὺ εἶναι "τσιράκια τῶν νεοεποχιτῶν"; Πόσο νὰ ἀντέξει κανεὶς νὰ μὴν ἀκολουθήσει τὰ τσιράκια αὐτά, ὅταν ἐπικρατεῖ ὁ φόβος ὅτι, δὲν θὰ μὲ κοινωνήσει, ἂν ἀντιδράσω; Κι ἔτσι, ἀντὶ ἐμεῖς νὰ ἀποκοποῦμε ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζί τους, γιὰ νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό, θὰ ζοῦμε μὲ τὸ φόβο μὴ μᾶς ἀποκόψουν αὐτοί, στερώντας μας τὰ μυστήρια!