Μίας ευσεβούς γυναίκας ο σύζυγος πληροφορήθηκε πως πολύς κόσμος πήγαινε στο μοναστήρι της Σίψας να δει τον όσιο Γεώργιο. Αποφάσισε μία ημέρα να πάει να τον γνωρίσει από κοντά. Η σύζυγός του του είπε πρώτα να πάει να συγχωρεθεί με τον γείτονα, που ήταν από καιρό μαλωμένοι. Πήγε, αλλά δεν τον βρήκε στο σπίτι του. Κατόπιν τον παρακίνησε να πάει να εξομολογηθεί σ’ ένα εξομολόγο της Δράμας. Πήγε, αλλά δεν τον βρήκε στην εκκλησία. Του είπαν να πάει σε μία άλλη εκκλησία, που είχε κι εκεί εξομολόγο, αλλά κι εκείνος απουσίαζε. Έτσι πήγε ανεξομολόγητος στο μοναστήρι.
Μόλις τον είδε ο όσιος Γέροντας χαρούμενος τον φώναξε: «Έλα, παιδί μου, Δημήτρη, εσύ έκανες τον κόπο για να εξομολογηθείς, αλλά τον πνευματικό δεν τον βρήκες. Εσύ, συνέχισε, θα έκανες ένα καλό έργο, γιατί δεν το έκανες;» «Ναι, Γέροντα, θέλαμε να πάμε στον άγιο Παντελεήμονα, αλλά τα χρήματά μας ήταν λίγα και δεν πήγαμε». «Όχι, αυτό δεν είναι. Πήγαινε έξω στην αυλή, κάνε βόλτες και ο ήλιος μόλις βασιλέψει θα το θυμηθείς και θα ‘ρθεις κοντά μου να μου το πεις».
Πράγματι στο ηλιοβασίλεμα το θυμήθηκε και του το είπε: «Ευχέλαιο θέλαμε να κάνουμε». «Αυτό είναι», είπε σοβαρά ο όσιος και τον κτύπησε φιλικά.
Μία νύφη πολύ την τυραννούσε η πεθερά της. Τη θερμοπαρακαλούσε συχνά να επισκεφθεί τον όσιο Γέροντα Γεώργιο. Κάποτε το αποφάσισε και πήγε. Ο όσιος μόλις την είδε, την κατάλαβε και της είπε: «Παιδί μου, αυτά τα κλειδιά που έχεις κρεμασμένα στην ποδιά σου – είχε κρεμασμένα στην ποδιά της εφτά κλειδιά – πάρτα και πέταξέ τα και μη τυραννάς της νύφης σου την ψυχή. Άνοιξε την πόρτα σου και αγάπα την και να την έχεις σαν παιδί σου». Η πεθερά μετά από αυτά που άκουσε επέστρεψε φοβισμένη σπίτι της. Παρέδωσε αμέσως τα κλειδιά στη νύφη της, την αγκάλιασε, μόνοιασαν και ήταν πολύ αγαπημένες.
Της ίδιας είπε ο όσιος με πόνο: «Γιατί γύρισες ένα κερί πίσω;» Ήταν να βαπτίσει ένα παιδάκι, αλλά τελικά δεν το βάπτισε. Η νύφη της της βρήκε δύο παιδιά, τα οποία και βάπτισε και χάρηκε πάρα πολύ ο όσιος γι’ αυτό. Στη νύφη, όταν πρωτοπήγε στον όσιο, της χάϊδεψε πατρικά το κεφάλι και της έδωσε κουράγιο και δύναμη λέγοντας: «Παιδί μου, μη στενοχωριέσαι, όλα θα περάσουν». Έτσι κι έγινε. Την πατρική στοργή του την ένιωθαν όλοι πλούσια με συγκίνηση μεγάλη.
Την άλλη φορά που πήγε με τον σύζυγό της, που πολύ ήθελε να γνωρίσει τον όσιο, πήραν μαζί τους κι ένα γνωστό τους, που είχε πρόβλημα με τη σύζυγό του και ήθελε κάτι να τον ρωτήσει. Ήταν παραμονή Δεκαπενταυγούστου. Ο όσιος δεν του μιλούσε καθόλου. Έγινε η αγρυπνία της Παναγίας και στη Θεία Λειτουργία κοινώνησαν όλοι. Την ώρα που ήταν να φύγουν ο γνωστός τους στεκόταν λυπημένος, που ο όσιος δεν του μίλησε καθόλου. Τότε ο σύζυγος πήρε τον λόγο και εξήγησε στον όσιο πως η σύζυγος του γνωστού τους τον αφήνει και φεύγει κι εκείνος την φέρνει πίσω και εκείνη ξαναφεύγει και μαλώνουν κι έχουν και παιδιά. Ο όσιος αφού τον άκουσε προσεκτικά, ζήτησε μία καρφίτσα. Όταν του την έδωσαν, τρύπησε το μεγάλο νύχι αυτού που του εξηγούσε τα παραπάνω, που πόνεσε πολύ και τράβηξε το χέρι του. Ο όσιος του είπε: «Ώστε, λοιπόν, πόνεσες πολύ; Εσύ πώς μιλάς έτσι άνετα και υπεύθυνα σε θέματα τόσο προσωπικά; Σ’ αυτά μόνον ο Θεός ανακατεύεται και το ανδρόγυνο μόνον ο θάνατος το χωρίζει. Εμείς δεν έχουμε λόγο»
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 298, 300, 301 (αποσπάσματα).