Ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖς νὰ ξεφύγεις.
Ἐὰν ξεφεύγεις ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ σὲ κυνηγήσει, ἀλλὰ θὰ σὲ περιμένει.
Σὲ ὅποιο δρόμο βαδίζεις, θὰ συναντήσεις τὸν Θεό. Ὅμως, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίσεις τὸν Θεὸ κατὰ τὴ συνάντηση, τὸ ταξίδι σου θ’ ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελπισία, σὰν τὸ ταξίδι πρὸς τὸ νεκροταφεῖο.
Σὲ ὅποια πόρτα νὰ χτυπήσεις, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀνοίξει. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἀνοίξει, καμία πόρτα δὲν θὰ ἀνοίξει.
Τὸ γνώρισμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἔχει ὡς πρώτη μεγαλειώδη ἐπίπτωση, τὴν ὑπερδύναμη τῆς ζωῆς ἐπάνω στὸ θάνατο. Μὴ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς πρώτη φοβερὴ ἐπίπτωση, τὴν ὑπερδύναμη τοῦ θανάτου ἐπάνω στὴ ζωή. Στὴ πρώτη περίπτωση μποροῦμε νὰ ποῦμε: ὅλη αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ζωῆς διὰ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου θὰ τελειώσει μ’ ἕνα μεγαλειῶδες πῦρ τῆς ζωῆς, στὸ ὁποῖο ὁ θάνατος θὰ καεῖ. Στὴ δεύτερη περίπτωση μποροῦμε νὰ ποῦμε: ὅλη αὐτὴ ἡ βία τοῦ θανάτου ἐπάνω ἀπὸ τὶς ἀδύναμες σπίθες τῆς ζωῆς θὰ τελειώσουν μ’ ἕνα ἀκίνητο σκοτάδι καὶ σιωπή, στὰ ὁποῖα ὁ θάνατος αἰώνια θὰ ξεκουράζεται.
Ἐὰν σβήσεις τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ σύμπαν, θὰ ἔχεις σβήσει τὴ διαφορὰ μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ θὰ ἔχεις παραδοθεῖ στὸ θάνατο· αὐτὴ εἶναι τελικὴ καταστροφὴ τοῦ «ὅλου» καὶ τῶν «ὅλων» ἀπὸ τὴν μία ἀκτὴ ἕως τὴν ἄλλη ἀκτὴ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.
Μάταια φεύγεις ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖς νὰ κρυφτεῖς. Αὐτός, ὄντως, δὲν θὰ σὲ κυνηγᾶ, ἀλλὰ θὰ σὲ περιμένει. Ὅμως, δὲν θὰ σὲ περιμένει μόνο στὴ θέση ὅπου ἐσὺ τὸν ἄφησες, θὰ σὲ περιμένει σ’ ὅλες τὶς γραμμὲς καὶ τὶς γωνιὲς τοῦ κόσμου.
Εὐκολότερα θὰ προτρέξεις κάτω ἀπ’ τὸ φεγγάρι παρὰ ἀπ’ τὸν Θεό. Ὄντως, εὐκολότερα θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὸν ἀέρα, παρὰ ἀπὸ τὸν Θεό.