Η θεολογική ταυτότητα του Π.Σ.Ε. Η προδοσία που τελείται από όσους ορθόδοξους συμμετείχαν κι συμμετέχουν σ’ αυτό.

Απόσπασμα από ένα αγιορείτικο κείμενο από το 2007 που ξεχάστηκε από τους περισσότερους (ακόμα και από τους συντάκτες του κειμένου), που σήμερα υμνούν αυτούς που πρόδωσαν και προδίδουν ως ομολογητές και Αγίους.

«Είναι να απορή κανείς πως υιοθετήθηκαν αυτές οι απόψεις και από τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους στο Π.Σ.Ε. Εδώ καταλύονται όλα τα όρια Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. δείχνουν στην πράξι ότι παραιτούνται από την εκκλησιολογική τους ταυτότητα. ».


Η θεολογική ταυτότης του Π. Σ. Ε. μεταβάλλεται διαρκώς. Στην πραγματικότητα το Π. Σ. Ε. αναζητεί μία ταυτότητα. Ωρισμένα καταστατικού χαρακτήρος κείμενα προσδιορίζουν με αρκετή ακρίβεια την ταυτότητα του Π. Σ. Ε. (η Καταστατική Βάσις, η Δήλωσις του Τορόντο, η Δήλωσις του Νέου Δελχί, το κείμενο Β. Ε. Μ. , η Δήλωσις της Καμπέρρα). Σήμερα η ταυτότης του Π. Σ. Ε. δίδεται επαρκώς από τα δύο κοινώς αποδεκτά κείμενα της Θ΄ Συνελεύσεως στο Porto Alegre της Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), δηλαδή α) την «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. » (Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC) και β) το «Κείμενο περί εκκλησιολογίας: Κεκλημένοι να γίνουμε η Μία Εκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church), καθώς επίσης και από το κείμενο με τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι και ένα κοινό Όραμα του Π. Σ. Ε. » (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC) που είχε υιοθετήσει ήδη η Η΄ Γεν. Συνέλευσις στο Χαράρε το 1998. Αυτά τα τρία κείμενα προϋποθέτουν και τις προαναφερθείσες καταστατικής φύσεως Δηλώσεις. 

Όπως προκύπτει από την μελέτη αυτών των κειμένων, η προτεσταντική εκκλησιολογία συνεχίζει να διαμορφώνη το θεολογικό πλαίσιο λειτουργίας του Π. Σ. Ε. , παρά τις όποιες εμφανείς αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του επέφεραν οι παλαιότερες παρεμβάσεις και οι πρόσφατες αντιδράσεις των Ορθοδόξων. Η ταυτότης του Π. Σ. Ε. είναι προτεσταντική. 

Στήν συνέχεια θα αναπτυχθούν βάσει των ανωτέρω κειμένων (και κάποιων συναφών) οι θεολογικές θέσεις που φανερώνουν αυτή την εκκλησιολογική ταυτότητα. 

1. Η Εκκλησιολογία. 

Το «Κείμενο περί εκκλησιολογίας: Κεκλημένοι να γίνουμε η Μία Εκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church) εκπονήθηκε από την Επιτροπή «Πίστις και Τάξις» μετά από αίτησι της Κεντρικής Επιτροπής του Π. Σ. Ε. και αποτελεί μία πρόσκλησι προς τις εκκλησίες-μέλη να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αποδοχή της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. ». Σε αυτό το κείμενο οι εκκλησίεςμέλη του Π. Σ. Ε. αναφέρονται σε θεμελιώδη εκκλησιολογικά θέματα, πολύ διαφωτιστικά γύρω από την εκκλησιολογία που προτείνεται να διέπη το Π. Σ. Ε. 

Εκ προοιμίου είναι απαραίτητη μία επισήμανσις. Εάν η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής» υπήρξε μία ακόμη εκκλησιολογική πρόκληση27 προς το Π. Σ. Ε. , το υπ’ όψιν κείμενο είναι η τελευταία εκκλησιολογική πρόσκλησις του Π. Σ. Ε. προς τα μέλη του. Έχοντας τον χαρακτήρα προσκλήσεως το κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», ήδη στον τίτλο αυτό συνοψίζει την προτεσταντική εκκλησιολογία, ότι οι υπάρχουσες χριστιανικές εκκλησίες δεν αποτελούν ούτε καθεμία καθεαυτήν ούτε όλες μαζί στην παρούσα διηρημένη τους κατάστασι την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά κινούνται, στοχεύουν, στην αναζήτησί της. Και οι μεν προτεσταντικές εκκλησίες, θα έλεγε κανείς, συνεπείς στην εκκλησιολογία τους έτσι πορεύονται. Γιατί όμως σε αυτή την πορεία συσκευάζονται και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες συναποδέχθηκαν το ως άνω κείμενο;

Είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτό το κείμενο δεν γίνεται ειδική μνεία της εκκλησιολογικής πεποιθήσεως των Ορθοδόξων ότι ταυτίζουν εαυτούς με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως γίνεται στην «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής. . . » (παράγρ. 15)28, και επομένως δεν περιέχεται σαφής δήλωσις (τουλάχιστον ως θέσις των Ορθοδόξων) ότι καθ’ ημάς οι προτεσταντικές εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. πρέπει να προσανατολίζωνται προς αποδοχήν της Πίστεως και της κοινωνίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μία τέτοια δήλωσις ίσως να μη ήταν δυνατή, αν υπολογίση κανείς ότι η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » πέρασε στην Κεντρική Επιτροπή με ψήφους 55 υπέρ, 26 κατά, 10 αποχές και με παραίτησι και θορυβώδη αποχώρησι ενός μέλους της Κεντρικής Επιτροπής29. Θα ήταν όμως συνεπής στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία και θα υπεδείκνυε τον ορθό προσανατολισμό του Π.Σ.Ε. Η Ορθόδοξος εκκλησιολογία, αν και φαίνεται αυστηρή και δικαιολογεί ακόμη και αποχώρησι από το Π. Σ. Ε. , εν τούτοις η ακεραία προβολή της μπορεί να βοηθήση ουσιαστικά τους ετεροδόξους. Αυτό άφησε να νοηθή κατά την πρόσφατη εισήγησί του στην Θεσ/νίκη ο δρ. Raiser, όταν υπενθύμισε αυστηρές δηλώσεις του π. Φλωρόφσκυ που διέσωσε σε έργοαπολογισμό της θητείας του στο Π. Σ. Ε. ο πρώτος Γεν. Γραμματέας του W. A. Visser’t Hooft)30

Τα σημαντικώτερα εκκλησιολογικά θέματα που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω κείμενο είναι τα ακόλουθα:

α. Η ενότης της Εκκλησίας (η έννοια Μία Εκκλησία). 

Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις αναφέρει:

«Ομολογούμε την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όπως την εκφράζει το Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Εκκλησία είναι Μία κατά το πρότυπο της ενότητος του Τριαδικού Θεού εν τη κοινωνία των θείων Προσώπων. Η Θεία Γραφή περιγράφει την κοινότητα των Χριστιανών ως Σώμα Χριστού, στο οποίο η αμοιβαία διαφορετικότητα [των μελών] είναι ουσιαστική για να είναι [το Σώμα] ένα όλον (whose interrelated diversity is essential to its wholeness): “Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισίν, το δε αυτό πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισιν, και ο αυτός κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν. εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του πνεύματος προς το συμφέρον” (Α΄ Κορ. 12, 4-7). Έτσι ως ο λαός του Θεού, το Σώμα του Χριστού και ο ναός του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία, καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα»31.

Από το απόσπασμα αυτό γίνονται φανερές οι εξής βασικές προτεσταντικές εκκλησιολογικές αρχές:

Πρώτον, η αρχή περί «αοράτου» Εκκλησίας. Οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. ομολογούν την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, αλλά θεωρούν ότι αυτή η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με καμμία από τις υπάρχουσες χριστιανικές εκκλησίες. Η Εκκλησία υφίσταται μόνο ως ένα “αόρατο” (δηλαδή μη συγκεκριμενοποιημένο σε χριστιανική κοινότητα) Σώμα Χριστού, μέλη του οποίου είναι όσοι ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα και είναι βαπτισμένοι στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ανεξαρτήτως της εκκλησιαστικής ομάδος στην οποία ανήκουν. 

Δεύτερον, η συναφής αρχή περί διακρίσεως Εκκλησίας (αοράτου) και εκκλησιών (ορατών). Γι’ αυτήν κάνει λόγο και η παράγρ. 9 του κειμένου παραπέμπουσα στην καταστατικής ισχύος Δήλωσι του Τορόντο (1950) με τίτλο: «Η Εκκλησία, οι εκκλησίες και το Π. Σ. Ε. », όπου λέγεται ότι «το ότι είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι κάτι πιο περιεκτικό από το να είναι μέλος της ίδιας της εκκλησιαστικής του ομάδος». Επίσης αυτή την αρχή μνημονεύει και η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » (παράγρ. 13 και 16)32

Και τρίτον, η αρχή της ενότητος μέσα στην διαφορετικότητα (unity in diversity). Παρερμηνεύοντας το εδάφ. Α΄ Κορ. 12, 7 οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δηλώνουν ότι «η Εκκλησία καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα». Όμως το εδάφιο κάνει λόγο για ποικιλία χαρισμάτων και διακονιών μέσα στην Εκκλησία. Οι διαιρέσεις των χαρισμάτων, των διακονιών και των ενεργημάτων αποτελούν δωρεές του Αγίου Πνεύματος προσφερόμενες στα μέλη της Εκκλησίας. Όπως λέγει ο ίδιος ο απόστολος Παύλος πραγματευόμενος το ίδιο θέμα στην επιστολή του προς Εφεσίους, η διαφορά των χαρισμάτων δίδεται «προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 12-13). Δεν πρέπει οι «διαιρέσεις των χαρισμάτων» να εννοούνται ως δογματικές διαφοροποιήσεις, αντιευαγγελικές ηθικές επιλογές και ματαιόφρονες ανθρώπινες πρακτικές, διότι από αυτές ακριβώς ο απόστολος Παύλος θέλει να προφυλάξη τα μέλη της Εκκλησίας λέγοντας στην συνέχεια του εδαφίου: «ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των ανθρώπων εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης» (Εφ. 4, 14). Oι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι φαίνεται να έχουν προσυπογράψει μαζί με το ανωτέρω κοινώς αποδεκτό στην Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο, που ήδη πραγματευόμαστε, και την προτεσταντικής εμπνεύσεως δήλωσι ότι «η Εκκλησία καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα»!

Κοινός παρονομαστής αυτών των αρχών είναι η θεωρία των κλάδων, την οποία οι Ορθόδοξοι απορρίπτουμε

Συνέπεια εξάλλου αυτών των αρχών είναι ότι οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν έχουν περιλάβη στις δεσμεύσεις τους (commitments) την υποχρέωσι να εργασθούν κατ’ ιδίαν και από κοινού προς ανεύρεσι της Ορθοδόξου Πίστεως και της κοινωνίας με την Ορθόδοξο Εκκλησία (ως την μόνη αποτελούσα την Una Sancta). Πραγματικά τέτοια δέσμευσις δεν υπάρχει! Αντίθετα παραπέμπουν σε «περαιτέρω διερεύνησι των εξής θεμάτων:

α΄. πως οι εκκλησίες-μέλη κατανοούν την “ορατή ενότητα”, την “ενότητα και διαφορετικότητα” και την δέσμευσί τους “να καλούν η μία την άλλη στον στόχο της ορατής ενότητος”·

β΄. εάν το Βάπτισμα πρέπει να περιληφθή στην καταστατική Βάσι του Π. Σ. Ε. ·

γ΄. ο ρόλος του Π. Σ. Ε. στην ενθάρρυνσι των εκκλησιών να σέβωνται η μία το Βάπτισμα της άλλης και να βαδίζουν προς αμοιβαία αναγνώρισι του Βαπτίσματος·

δ΄. η φύσις της κοινής ζωής που βιώνεται στο Π. Σ. Ε. : ποιά είναι η έννοια του όρου fellowship (κοινωνία) που χρησιμοποιείται σε αυτή την συνάφεια;» (Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . , παράγρ. 18)33.

β. Η καθολικότης της Εκκλησίας. 

Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις σημειώνει:

«Η καθολικότης της Εκκλησίας εκφράζει την πληρότητα, την ακεραιότητα, την ολότητα της εν Χριστώ ζωής της δια του Αγίου Πνεύματος εν παντί καιρώ και τόπω. Αυτό το μυστήριο εκφράζεται σε κάθε κοινότητα βεβαπτισμένων πιστών, στην οποία ομολογείται και βιούται η αποστολική πίστις, κηρύσσεται το Ευαγγέλιο και τελούνται τα [ιερά] Μυστήρια. Κάθε εκκλησία είναι η καθολική Εκκλησία και όχι απλά μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η καθολική Εκκλησία, αλλά όχι ολόκληρη [η καθολική Εκκλησία]. Κάθε εκκλησία πληροί την καθολικότητά της, όταν ευρίσκεται εν κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες. Βεβαιώνουμε ότι η καθολικότης της Εκκλησίας εκφράζεται με τον καλλίτερο ορατό τρόπο δια της συμμετοχής στην θεία ευχαριστία και δια της αμοιβαίως αναγνωρισμένης και κατηλλαγμένης ιερατικής διακονίας [ιερατείου]. . . 

. . . Ακόμη και τώρα που η συμμετοχή στην ίδια Ευχαριστία δεν είναι πάντοτε δυνατή, οι διηρημένες εκκλησίες εκφράζουν την [μεταξύ τους] αμοιβαία εκτίμησι [mutual accountability] και όψεις της καθολικότητος, όταν προσεύχωνται υπέρ αλλήλων, μοιράζωνται τους πόρους, συμπαρίστανται η μία στην άλλη εν καιρώ ανάγκης, συναποφασίζουν, συνεργάζωνται για την δικαιοσύνη, την καταλλαγή και την ειρήνη, αλληλοεκτιμούν την συμ-μαθητεία που είναι σύμφυτη με το Βάπτισμα, και διατηρούν διάλογο εν όψει των διαφορών, αρνούμενες να ειπούν “χρείαν σου ουκ έχω” (Α΄ Κορ. 12, 21). Ο ένας χωρίς τον άλλον είμαστε πτωχότεροι»34.

Όσα οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. ομολογούν περί καθολικότητος της Εκκλησίας στο πρώτο τμήμα του παρατιθεμένου αποσπάσματος, αποτελούν θέσεις της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας και εφαρμόζονται μόνο στις Ορθόδοξες Τοπικές Εκκλησίες. Μέ όσα λέγουν στην συνέχεια του ιδίου αποσπάσματος, ακυρώνουν την Ορθόδοξο εκκλησιολογία και την ανατρέπουν. Η καθολικότης, καθό καθολικότης, δεν έχει όψεις που να εκφράζωνται μερικώς. Η καθολικότης δεν μερίζεται, πολλώ μάλλον δεν διασπάται σε άνισα μέρη που να μετέχωνται από “εκκλησίες” χωρισμένες από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η καθολικότης μερίζεται αμερίστως και κατέχεται ολοκλήρως από κάθε τοπική Ορθόδοξο Εκκλησία. Η αποστολική Πίστις και η πατερική Παράδοσις, το Ορθόδοξο βίωμα και η Ορθόδοξος Ιεραποστολή είναι στοιχεία που φανερώνουν την καθολικότητα της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν έξω από τα κανονικά όρια της Καθολικής (δηλονότι Ορθοδόξου) Εκκλησίας. Επομένως, όταν οι ετερόδοξοι προσεύχωνται υπέρ αλλήλων, συμπαρίστανται στους εμπεριστάτους, κηρύττουν τον Χριστό και συνεργάζωνται για κοινωνικούς σκοπούς, εκδηλώνουν ευγενείς, ίσως επαινετές, χριστιανικές συμπεριφορές, δεν εκφράζουν όμως όψεις της καθολικότητος της Εκκλησίας

Πάντως η αναφορά σε «συμ-μαθητεία που είναι σύμφυτη με το Βάπτισμα» είναι εντελώς ξένη προς την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εφ’ όσον παραπέμπει ευθέως σε διομολογιακό συγκρητισμό στην βάσι της προτεσταντικής βαπτισματικής θεολογίας. 

γ. Η αποστολικότης και η αγιότης της Εκκλησίας. 

Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις γράφει:

«Η Εκκλησία ως κοινότης των πιστών δημιουργήθηκε από τον Λόγο του Θεού, διότι με την ακοή του κηρύγματος του Ευαγγελίου αφυπνίσθηκε η πίστις (Ρωμ. 10, 17), δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Επειδή το ευαγγέλιο, που κηρύχθηκε για να αφυπνίση την πίστι, είναι το ευαγγέλιο που έφθασε μέχρις εμάς δια των Αποστόλων, η Εκκλησία που δημιουργήθηκε δι’ αυτού είναι αποστολική. Θεμελιωμένη επί τω θεμελίω των Αποστόλων και των Προφητών η Εκκλησία είναι οίκος Θεού, άγιος ναός, στον οποίο κατοικεί και ενεργεί το Άγιον Πνεύμα. Μέ την δύναμι του Αγίου Πνεύματος οι πιστοί αυξάνουν “εις ναόν άγιον εν Κυρίω” (Εφ. 2, 21)»35.

Το απόσπασμα δεν εκφράζει την Ορθόδοξο διδασκαλία περί αποστολικότητος και αγιότητος της Εκκλησίας. Μάλλον αντανακλά τις προτεσταντικές απόψεις. Η Εκκλησία δεν είναι απλώς η κοινότης των πιστευσάντων στο αποστολικό κήρυγμα, αλλά είναι κυρίως το σώμα του Αναστάντος Κυρίου. Μέ το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η κοινότης των πιστευσάντων συγκροτείται σε σώμα Χριστού. Για την συγκρότησί του οι Απόστολοι δεν λειτούργησαν ως απλά εξωτερικά όργανα για την μετάδοσι του Λόγου του Θεού, αλλά ως στύλοι εποικοδομηθέντες επί τον μόνον θεμέλιον (Α΄ Κορ. 3, 11) κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Υπήρξαν οι δομικοί λίθοι, «όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ. 2, 20), οι συνεκτικοί της Οικοδομής της Εκκλησίας δια της Χάριτος του Θεού και της ορθής Πίστεως, της οποίας οι ίδιοι μετέσχον και την οποία μετέδωσαν στους διαδόχους των.

Η αποστολικότης της Εκκλησίας δεν εξασφαλίζεται μόνον από το γεγονός ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου «έφθασε μέχρις εμάς δια των αγίων Αποστόλων», αλλά και διότι διατηρήθηκε στην Εκκλησία ακαινοτόμητο υπό των αγίων Πατέρων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο εγκώμιό του στον Μέγα Αθανάσιο θεωρεί κριτήριο αποστολικής διαδοχής την Ορθόδοξο Πίστι: «Το μεν ομόγνωμον και ομόθρονον· το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν [διαδοχή στην προεδρία] προσηγορίαν, η δε [διαδοχή στην ευσέβεια] αλήθειαν έχει διαδοχής. Ου γαρ [διάδοχος] . . . ο ταναντία δοξάζων, αλλ’ ο της αυτής πίστεως· ει μη ούτω τις λέγοι διάδοχον, ως νόσον υγιείας, και φωτός σκότος, και ζάλην γαλήνης, και συνέσεως έκστασιν» (PG 35, 1089). 

Επιπλέον, ο α΄ Κανών του Μεγ. Βασιλείου (Επιστολή 188) ανατρέπει κάθε ισχυρισμό ότι ετερόδοξες εκκλησίες μπορούν να έχουν κατά διαδοχήν των επισκόπων ενότητα με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Γράφει: «Οι της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών έλαβον το χάρισμα το πνευματικόν· οι δε αποραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι». Πολλές άλλωστε από τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν έχουν καν επισκόπους και γι’ αυτό είναι εντελώς αδύνατο να ομιλούν για αποστολικότητα της ομάδος τους. 

Οι προτεσταντικές “εκκλησίες” ως ετερόδοξες και αποκεκομμένες από την ενότητα της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας έχουν εκπέσει της αποστολικότητος και της αγιότητός της. 

δ. Η πίστις, η ζωή και η ελπίδα της Εκκλησίας. 

Στο κατωτέρω απόσπασμα από το ίδιο κείμενο γίνονται σημαντικές εκκλησιολογικές αναφορές:

«Βεβαιώνουμε ότι η αποστολική πίστις της Εκκλησίας είναι μία, καθώς το Σώμα του Χριστού είναι ένα· εντούτοις ενδέχεται να υπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας. Η ζωή της Εκκλησίας ως νέα εν Χριστώ ζωή είναι μία· εντούτοις οικοδομείται μέσα από ποικίλα χαρίσματα και διακονίες. Η ελπίδα της Εκκλησίας είναι μία· εντούτοις εκφράζεται με διαφορετικές ανθρώπινες προσδοκίες. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και μία ποικιλία απόψεων περί της σχέσεως της Εκκλησίας προς τις εκκλησίες. Κάποιες διαφορές εκφράζουν την Χάρι και την αγαθότητα του Θεού· αυτές πρέπει να αποδοθούν στην Χάρι του Θεού δια του Αγίου Πνεύματος. Κάποιες άλλες διαφορές διαιρούν την Εκκλησία· αυτές πρέπει να ξεπερασθούν δια των χαρισμάτων του Πνεύματος, της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, έτσι ώστε ο χωρισμός και η απομόνωσις να μη έχουν τον τελικό λόγο. Ο Θεός “προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης” (Εφ. 1, 10), διορθώνοντας τις ανθρώπινες διαιρέσεις. Ο Θεός καλεί τον λαό του εν αγάπη να επανεύρη τον δρόμο προς την πλήρη κοινωνία»36.

Είναι αξιοπρόσεκτη η ασυνέπεια της προτεσταντικής εκκλησιολογίας, που εκφράζεται στο απόσπασμα αυτό, προς την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου, σύμφωνα με την οποία εφ’ όσον ο Χριστός είναι ένας, το Σώμα Του είναι ένα και συνεπώς η πίστις, η ζωή και η ελπίδα αυτού του Σώματος (της Εκκλησίας) είναι μία (Εφ. 4, 4-6). Μέσα στην Μία αυτή κατά Παύλον Εκκλησία δεν υπάρχουν «νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας» αλλά μία καθορισμένη από τις Οικουμενικές Συνόδους. Όλοι οι αγώνες των Πατέρων γι’ αυτό έγιναν, για να αποβληθή η πολυμορφία των δογματικών διατυπώσεων, πίσω από την οποία (όταν χρονίζη και αποδεικνύη ασυμβίβαστες τις διατυπώσεις) κρύπτεται διαφορετικό φρόνημα. Ούτε πάλι οι «διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και μία ποικιλία απόψεων περί της σχέσεως της Εκκλησίας προς τις εκκλησίες» είναι πράγματα συμβατά με την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου. Εάν το εκκλησιολογικό κείμενο του Π. Σ. Ε. «Τext on ecclesiology: Called to be the One Church» συνεχίζει να ομιλή για Εκκλησία και εκκλησίες και μάλιστα εν ποικιλία σχέσεων μεταξύ τους, τότε πολύ απέχει από την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου που διακρατεί η Ορθόδοξος Εκκλησία. Εάν το εν λόγω κείμενο απλώς διαπιστώνει τις διαιρέσεις μεταξύ των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. και καλεί σε υπέρβασί τους, τότε ο δρόμος που οδηγεί σε αυτήν είναι η παραίτησις από την προτεσταντική εκκλησιολογία και η εν μετανοία επιστροφή στην ενότητα της αποστολικής Πίστεως που διασώζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. 

Σχετικά με όλα τα ανωτέρω εκκλησιολογικά θέματα, η ανάλυσις που επιχειρείται από το Τμήμα «Πίστις και Τάξις» του Π. Σ. Ε. στο πολυσυζητούμενο κείμενο εργασίας «Η φύσις και ο σκοπός της Εκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 9-6737, είναι αξιοπρόσεκτη και αποκαλυπτική του προτεσταντικού πνεύματος που ακόμη διαπνέει τις μη Ορθόδοξες εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα:

Όσον αφορά την αγιότητα της Εκκλησίας:

«Για μερικούς είναι αδύνατο να λεχθεί ότι “η Εκκλησία αμαρτάνει”, επειδή θεωρούν την Εκκλησία δώρο Θεού, και με αυτή την έννοια σφραγισμένη από την αγιότητα του Θεού. . . Άλλοι [σ. σ. εννοούνται οι Προτεστάνται], ενώ δηλώνουν επίσης ότι η Εκκλησία ως δημιούργημα του λόγου και του Πνεύματος του Θεού, ως σώμα Χριστού, κ. λπ. , είναι αγία και χωρίς αμαρτία, συγχρόνως λένε ότι υπόκειται σε αμαρτία, επειδή ορίζουν την Εκκλησία ως την κοινωνία των μελών της. . . Για άλλους, η αμαρτία στην Εκκλησία μπορεί να είναι “ενδημική” και να έχει επιπτώσεις ακόμη και στον θεσμό»38

Όσον αφορά την ποικιλομορφία εν τη ενότητι:

«Η ποικιλία στην έκφραση του Ευαγγελίου, στις λέξεις και τις πράξεις, εμπλουτίζει την κοινή ζωή. Διαφορετικά σημεία έμφασης εμπεριέχονται σήμερα στη ζωή και τη μαρτυρία διαφορετικών εκκλησιών: για παράδειγμα, η παράδοση της αγιότητας στους Μεθοδιστές, το δόγμα της δικαίωσης μόνο από την πίστη μέσω της χάριτος στους Λουθηρανούς, η ζωή εν Αγίω Πνεύματι από τους Πεντηκοστιανούς, το λειτούργημα του πρωτείου στην υπηρεσία της ενότητας στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η αξία της περιεκτικότητας στην αγγλικανική κοινωνία, το δόγμα της θέωσης που συνδέεται με αυτό “της συνεργίας” στους Ορθοδόξους, κ. λπ. Κατά πόσο τα διαφορετικά σημεία έμφασης είναι συγκρουόμενες θέσεις ή μια έκφραση θεμιτής ποικιλομορφίας; Το βάρος που τοποθετείται στα διαφορετικά σημεία έμφασης επισκιάζει την πληρότητα του μηνύματος του Ευαγγελίου;»39

Όσον αφορά την αποστολική Πίστι:

«Οι εκκλησίες διαφέρουν σήμερα σχετικά με το ποιά θεωρούν ανεκτά όρια για διαφορετικότητα στην ομολογία της κοινής πίστης. Παραδείγματος χάριν, είναι αιτία διαίρεσης:

§         να κατανοείται η ανάσταση του Χριστού μόνο συμβολικά;

§         να ομολογείται ο Χριστός μόνο ως ένας μεσολαβητής μεταξύ άλλων;

§         να αντικατασταθεί η ιστορία του αρχαίου Ισραήλ, όπως καταγράφεται από την Παλαιά Διαθήκη με την προ-χριστιανική ιστορία κάποιου πολιτισμού ή λαού;

§         να κατανοείται με διαφορετικούς τρόπους η συμβολή και η ευθύνη του ανθρώπινου συγγραφέα στη σύνθεση της Γραφής; [σ. σ. αμφισβητείται η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής] 

§         να αντιλαμβάνεται [σ. σ. να γίνεται αντιληπτή] με διαφορετικούς τρόπους η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος;»40

Απέναντι σε όλα αυτά είναι αξιοπρόσεκτες οι εύστοχες από Ορθοδόξου απόψεως παρατηρήσεις των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Αποδελτιώνουμε μερικές από αυτές:

«Η φράση “εκτεθειμένη [ενν. η Εκκλησία] στο διφορούμενο χαρακτήρα της ανθρώπινης ιστορίας” υπονοεί τη γνωστή άποψη περί ταύτισης της ανθρώπινης ιστορίας με την αμαρτία, αρνείται την καθολικότητα της ιστορικής-ορατής Εκκλησίας, και γι’ αυτό τη δέχεται και ως εσχατολογική: αρνούμενη την καθολικότητα μέσα στην ιστορικότητά της. . . Η παράγραφος υπαινίσσεται διαφορά μεταξύ ορατής και αόρατης Εκκλησίας» (σχόλιο στην παράγρ. 35)41

«Η ένωση των εκκλησιών ωστόσο δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την πρόταση της Εκκλησιολογίας των κλάδων, την οποία τα σχήματα αυτά προϋποθέτουν» και «Η φράση “πληρέστερη ορατή ενσάρκωση της ενότητας” δεν συνάδει με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, αφού για την τελευταία η Una Sancta εκφράζεται ορατά, και εκφράζεται μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία» (σχόλιο στην παράγρ. 38)42.

«Θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στη σύγχρονη οικουμενική ορολογία η κοινωνία [σ. σ. fellowship] φαίνεται πολλές φορές να διακρίνεται από την ενότητα ή να είναι μικρότερη σε σημασία η πρώτη από τη δεύτερη. . . Κατά τη γνώμη μας ωστόσο είναι σημαντικό στις μέρες μας να απαντηθεί σαφώς το ερώτημα: Όταν γίνεται λόγος στον οικουμενικό διάλογο για κοινωνία, εννοείται η κοινωνία σχέσεων των ομολογιών ή ο σκοπός της ευχαριστιακής κοινωνίας και ενότητας για όλους κάτω από τον παρονομαστή της κοινής [σ. σ. ενν. Ορθόδοξης] πίστης;» (σχόλιο στην παράγρ. 48)43

«Φυσικά στην παράγραφο αυτή είναι [σ. σ. γίνεται] δεκτή η ορολογία εκκλησία και εκκλησίες, κάτι που από ορθόδοξη άποψη δέχεται αρνητική κριτική. . . Σύμφωνα με την κριτική αυτή, η διαφορετικότητα στην πίστη σημαίνει και έλλειψη κοινωνίας με σωτηριολογικό περιεχόμενο» (σχόλιο στην παράγρ. 58)44

Έχοντας κανείς υπ’ όψιν όλα αυτά, διερωτάται: Η επί δεκαετίες Οικουμενικών επαφών ακρόασις της φωνής της Ορθοδοξίας στο Π. Σ. Ε. , – αλλά και επί αιώνες ενωρίτερα, εάν υπολογισθούν οι επαφές από της εποχής του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄– ότι αυτή μόνη αποτελεί την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και η απροθυμία αποδοχής της από τους Προτεστάντες, δεν σημαίνουν ότι οι προτεσταντικές Ομολογίες κινούνται σε ένα αδιέξοδο κύκλο οικουμενικών επαφών και συζητήσεων στο πλαίσιο του Π. Σ. Ε;

Ίσως προβληθή η ένστασις ότι δεν πρόκειται για αδιέξοδο κύκλο, εάν ληφθούν υπ’ όψιν τα θετικά αποτελέσματα από την συμβολή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. , τα οποία απαρίθμησε ο πρώην Γεν. Γραμματεύς του δρ. Raiser το 2003 σε συνέδριο στην Θεσ/νίκη45, και ωρισμένα άλλα που αναφέρθηκαν στο ίδιο συνέδριο46. Όμως, πέραν του ότι είναι συζητήσιμο πόσο Ορθόδοξη ήταν η συμβολή αυτή των Ορθοδόξων, είναι καταλυτική η παρατήρησις του επισκόπου Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, ότι «η πρόσφατη φιλελευθεροποίηση της διδασκαλίας και της πρακτικής σε πολλές προτεσταντικές εκκλησίες, τις αποξένωσε από τους ορθοδόξους πολύ περισσότερο από όλη την προηγούμενη προτεσταντική παράδοση. . . Αυτό, ισχυρίζομαι, αποτέλεσε ένα πολύ σοβαρό πλήγμα για όλη την οικουμενική κίνηση και βέβαια τον διάλογο ορθοδόξων-προτεσταντών»47. Ο επίσκοπος Ιλαρίων αναφέρεται στην χρήσι της «περιεκτικής γλώσσας», στην χειροτονία γυναικών και στην αποδοχή της ομοφυλοφιλίας από πολλές προτεσταντικές εκκλησίες, τα οποία είναι πρόσφατοι καρποί της παλαιάς προτεσταντικής εκκλησιολογικής ρίζας.

Αλλά και εάν επιπλέον υποστηριχθή ότι δεν είναι εύκολη υπόθεσις να απαγκιστρωθούν οι Προτεστάνται από τα δεσμά του παρελθόντος των –και ομολογουμένως δεν είναι–, γιατί πρέπει οι Ορθόδοξοι να συντηρούμε τον αδιέξοδο κύκλο αποφεύγοντας να πούμε τα πράγματα ως έχουν; Μέ ενδιαφέρον περιμένουμε από τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους στο Π. Σ. Ε. μία εκκλησιολογικώς ορθή απάντησι στο ερώτημα της «Ειδικής Επιτροπής», που διατυπώθηκε με τις εξής λέξεις: «Υπάρχει χώρος για τις άλλες εκκλησίες στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία; Πως περιγράφετε αυτόν τον χώρο και ποιά είναι τα όριά του;» Από την απάντησι στο ερώτημα αυτό και από την ανταπόκρισι του Π. Σ. Ε. σε αυτήν θα αποκαλυφθή, αν η Ορθόδοξος εκκλησιολογία πρυτανεύση στο Π. Σ. Ε. ή αν συνεχισθή η παρούσα κατάστασις.

2. Το Βάπτισμα. 

Οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. αναγνωρίζουν το Βάπτισμα ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητός τους ως εκκλησιών και μάλιστα το θεωρούν κριτήριο για την εισδοχή μιας χριστιανικής κοινότητος στο Π. Σ. Ε. με την ιδιότητα του μέλους. Εν τούτοις ωρισμένες περί Βαπτίσματος αντιλήψεις φανερώνουν ότι το θεμελιώδες αυτό χριστιανικό Μυστήριο κατανοείται στους κόλπους του Π. Σ. Ε. μέσα από το πρίσμα της προτεσταντικής εκκλησιολογίας και βαπτισματικής πράξεως:

«Όλοι όσοι έχουν βαπτισθή εν Χριστώ είναι ενωμένοι με τον Χριστό στο Σώμα Του: “συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν” (Ρωμ. 6, 4). Στο Βάπτισμα το Πνεύμα προσφέρει στα μέλη της Εκκλησίας την αγιότητα του Χριστού. Το Βάπτισμα που ενώνει με τον Χριστό καλεί τις εκκλησίες να είναι ανοικτές και τίμιες μεταξύ τους, ακόμη και όταν αυτό είναι δύσκολο: “αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή, Χριστός” (Εφ. 4, 15). Το Βάπτισμα προσφέρει στις εκκλησίες την ελευθερία και εν ταυτώ την ευθύνη να προχωρήσουν προς μία κοινή μαρτυρία του Λόγου, ομολογία της μιας Πίστεως, λειτουργία της μιας Ευχαριστίας και πλήρη μετοχή στην μία ιερατική διακονία. Υπάρχουν κάποιοι που δεν αναγνωρίζουν τον τύπο του Βαπτίσματος στο ύδωρ, αλλά μετέχουν της πνευματικής εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής. 

Το ότι όλοι μας ανήκουμε στον Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθιστά ικανές και καλεί τις εκκλησίες να συμπορεύωνται, έστω και αν ευρίσκωνται σε ασυμφωνία. Βεβαιώνουμε ότι υπάρχει ένα Βάπτισμα, όπως ακριβώς υπάρχει ένα σώμα και ένα Πνεύμα, μία ελπίδα της κλήσεώς μας, ένας Κύριος, μία πίστις, ένας Θεός και Πατήρ όλων μας (πρβλ. Εφ. 4, 4-6). Εν τη Χάριτι του Θεού το Βάπτισμα φανερώνει την πραγματικότητα ότι ανήκουμε εις αλλήλους, παρότι μερικές εκκλησίες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τους άλλους ως Εκκλησία με την πλήρη σημασία του όρου. Ξαναθυμίζουμε την διακήρυξι του Τορόντο, στην οποία οι εκκλησίες-μέλη βεβαιώνουν ότι “το να είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι κάτι πιο περιεκτικό από το να είναι μέλος της ίδιας της εκκλησιαστικής του ομάδος”. Αναζητούν λοιπόν να έλθουν σε ζωντανή επικοινωνία με εκείνους που έξω από τις δικές τους τάξεις ομολογούν τον Ιησού ως Κύριο»48.

Είναι από τα ανωτέρω προφανές ότι οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. αλληλοαναγνωρίζουν το ποικιλοτρόπως γινόμενο Βάπτισμά τους, γεγονός που προσκρούει στην θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το Βάπτισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ένα και τελείται μόνο από αυτήν με τον συγκεκριμμένο τύπο της τριπλής καταδύσεως στο ύδωρ, στο όνομα και με την ορθή θεολογία των θεαρχικών Υποστάσεων, καθώς και με το θεολογικό περιεχόμενο της συνταφής και της συναναστάσεως εν Χριστώ και δια του Χριστού στην νέα ζωή της Χάριτος. Βαπτίσματα που τελούνται εκτός Εκκλησίας χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, δεν εισάγουν στο Σώμα του Χριστού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε ανεγνώρισε το Βάπτισμα (όπως και τα λοιπά Μυστήρια) των ετεροδόξων, ενόσω αυτοί δεν επέστρεφαν στην κοινωνία της αποκηρύσσοντας την ετεροδοξία τους. Οσάκις όμως επέστρεφαν στην κοινωνία της ως της μόνης Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, αποβάλλοντες δια λιβέλλου την ετεροδοξία τους και ομολογούντες την Ορθόδοξο Πίστι, η Ορθόδοξος Εκκλησία τους εισήγε στην πλήρη μυστηριακή κοινωνία της άλλοτε εξ υπαρχής δια Βαπτίσεως και άλλοτε δια Χρίσματος (7ος της Β΄ Οικουμενικής και 95ος της Πενθέκτης). 

Οι υποχρεώσεις για τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. , που πηγάζουν από την αλληλοαναγνώρισι των προτεσταντικών Βαπτισμάτων, δηλαδή το «να προχωρήσουν προς μία κοινή μαρτυρία για τον Λόγο, προς ομολογία της μιας Πίστεως, λειτουργία της μιας Ευχαριστίας και πλήρη μετοχή στην μία ιερατική διακονία», δεν είναι αποδεκτές από Ορθοδόξου πλευράς. Δεν είναι σε θέσι οι εκκλησίες αυτές να δώσουν μαρτυρία της μιας Πίστεως της Εκκλησίας και να τελέσουν την μία Ευχαριστία, αν δεν προχωρήσουν πρώτα σε πλήρη δογματική και μυστηριακή ενότητα με την Ορθόδοξο Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οι Ορθόδοξοι δεν δεχόμεθα ότι «ανήκουμε εις αλλήλους» με όσους τελούν απλώς ένα “χριστιανικό” Βάπτισμα. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για εκείνους που «δεν αναγνωρίζουν τον τύπο του Βαπτίσματος στο ύδωρ, αλλά μετέχουν της πνευματικής εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής», δηλαδή για τις νεο-χαρισματικές προτεσταντικές ομάδες που μετέχουν στο Π. Σ. Ε (π. χ. Πεντηκοστιανοί). 

Η Βαπτισματική θεολογία που υποστηρίχθηκε με το κείμενο Β. Ε. Μ. (Βάπτισμα, Ευχαριστία. Ιερωσύνη) στην Λίμα το 1982, δυστυχώς έχει επηρεάσει πολυτρόπως τους Ορθοδόξους θεολόγους. Ένα διορθόδοξο Συμπόσιο στην Βοστώνη θεωρεί «το Β. Ε. Μ. ως αξιόλογο οικουμενικό κείμενο δογματικής σύγκλισης. Πρέπει, επομένως, να συστηθεί ιδιαιτέρως για τη σοβαρή προσπάθειά του να φέρει στο φως και να εκφράσει σήμερα “την πίστη της εκκλησίας δια μέσου των αιώνων”»49. Σε αυτό επίσης παραπέμπουν μεταξύ άλλων καταστατικών αρχών οι συντάκται της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής» (παράγρ. 19). Σύμφωνα με σχόλιο Ορθοδόξου θεολόγου στις αποφάσεις της Θ΄ Συνελεύσεως του Π. Σ. Ε. 50 σημαντική είναι η «σύνδεση της επιδιωκόμενης συγκλίσεως των εκκλησιολογιών των Εκκλησιών-μελών με το μυστήριο του Βαπτίσματος». Όμως η εκκλησιολογική σύγκλισις (δηλαδή με άλλα λόγια η αλληλοαναγνώρισις ως εκκλησιών) τόσο ετερόκλητων δογματικώς χριστιανικών εκκλησιών και παραφυάδων βάσει του γεγονότος ότι όλες τελούν ένα τυχόν είδος Βαπτίσματος, δεν βρίσκει έρεισμα στην Παράδοσι της Εκκλησίας και στην διδασκαλία των Πατέρων, καθώς το Βάπτισμα των ετεροδόξων δεν προϋποθέτει την Ορθόδοξο Πίστι. Ο Μέγας Βασίλειος (επιστολή 125) λέγει: «δεί γαρ ημάς βαπτίζεσθαι μεν ως παρελάβομεν, πιστεύειν δε ως βαπτιζόμεθα, δοξάζειν δε, ως πεπιστεύκαμεν, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, αφίστασθαι δε της κοινωνίας των κτίσμα λεγόντων ως φανερώς βλασφημούντων», και δεν αφήνει περιθώρια για εκκλησιολογική σύγκλισι με εκείνους που δεν έχουν κοινή δογματική διδασκαλία. 

Είναι χαρακτηριστική η εικόνα, που δίνει το Τμήμα «Πίστις και Τάξις» με το κείμενο εργασίας «Η φύσις και ο σκοπός της Εκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 75-77, γύρω από τις διαφορές περί το Βάπτισμα που πρέπει να γεφυρωθούν στην προοπτική της ορατής ενότητος των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. : «Παραμένουν διαφορές μεταξύ μερικών χριστιανικών παραδόσεων σχετικά με:

§         την μυστηριακή φύση του βαπτίσματος

§         τη σχέση του βαπτίσματος με την πίστη

§         τη δράση του Αγίου Πνεύματος

§         την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας

§         το νηπιοβαπτισμό και το βάπτισμα όσων μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους

§         το βαπτισματικό τύπο

§         τον τρόπο βαπτίσματος. 

Υπάρχουν κοινότητες – χριστιανοί που δεν τελούν την ακολουθία του βαπτίσματος, κι όμως μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της ζωής εν Χριστώ [σ. σ. εννοούνται οι Πεντηκοστιανοί]»51

Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως δεν μπορεί να αναγνωρίση το Βάπτισμα άλλων Χριστιανών που παραμένουν στις ετεροδοξίες τους· ούτε να παρακάμψη τις ανωτέρω διαφορές με τις προτεσταντικές εκκλησίες, για να δικαιολογήση μία επίπλαστη ενότητα μαζί τους. Πολύ περισσότερο αυτό αφορά τους Πεντηκοστιανούς που δεν έχουν καθόλου βαπτισθή σε νερό. 

3. Η ιεραποστολή. 

Σύμφυτη με την Εκκλησία θεωρείται από τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. και η Ιεραποστολή. Στο εκκλησιολογικό κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church»που αποδέχθηκε η Θ΄ ΓενΣυνέλευσις του Π. Σ. Ε. , σημειώνεται:

«Η Ιεραποστολή είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της Εκκλησίας. Η Εκκλησία με την Ιεραποστολή της εκφράζει την κλήσι της να κηρύττη το Ευαγγέλιο και να προσφέρη τον ζώντα Χριστό σε ολόκληρη την κτίσι. Οι εκκλησίες βρίσκονται ενεργά δίπλα σε ανθρώπους άλλων ζωντανών θρησκειών και ιδεολογιών. Ως όργανο του Παντοκράτορος Θεού η Εκκλησία καλείται να αναπτύξη διάλογο και συνεργασία με αυτούς, έτσι ώστε η ιεραποστολή της να επιφέρη το αγαθό όλων των δημιουργημάτων και την ευημερία της γης. Όλες οι εκκλησίες καλούνται να αγωνισθούν κατά της αμαρτίας σε όλες της τις εκδηλώσεις, μέσα στον δικό τους χώρο και έξω από αυτόν, και να εργασθούν μαζί με άλλους για να καταπολεμήσουν την αδικία, να ανακουφίσουν τον ανθρώπινο πόνο, να υπερνικήσουν την βία και να εξασφαλίσουν πληρότητα ζωής σε όλους τους ανθρώπους»52.

Η ιδιαιτερότης της Ορθοδόξου Ιεραποστολής οφείλεται στην αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι αυτή μόνη κατέχει και αυτή μόνη μπορεί να κηρύξη το αυθεντικό ευαγγελικό μήνυμα στον κόσμο. Η ιεραποστολική δραστηριότης των προτεσταντικών εκκλησιών και ομάδων φαίνεται στα μάτια της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανεπαρκής να δώση στον κόσμο τον όλο Χριστό, επειδή και η δογματική διδασκαλία των Προτεσταντών και η πολυδιάσπασίς των δεν μαρτυρούν τον Χριστό της Εκκλησίας αλλά τον υποκειμενικό Χριστό της εκάστοτε προτεσταντικής παραφυάδος. Έτσι δεν είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Εκκλησία να συμφωνήση σε μία κοινή ιεραποστολική δραστηριότητα. Πολλώ μάλλον που μέχρι σήμερα ο προσηλυτισμός στις μητροπολιτικές Ορθόδοξες χώρες και στον χώρο της εξωτερικής Ιεραποστολής δεν έχει παύσει. 

4. Ο στόχος της ορατής ενότητος. 

Ο Καταστατικός Χάρτης του Π. Σ. Ε. ορίζει και η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις επαναβεβαιώνει ότι,

«Ο πρωταρχικός σκοπός της κοινωνίας των εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι να καλούν η μία την άλλη προς ορατή ενότητα στην μία πίστι και στην μετοχή στην μία Ευχαριστία εκπεφρασμένη στην λατρεία και την κοινή εν Χριστώ ζωή, δια της μαρτυρίας και της διακονίας στον κόσμο, και να προωθούν αυτή την ενότητα για να πιστεύση ο κόσμος»53

Η υποχρέωσις των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. να προωθήσουν την πορεία τους προς την ορατή ενότητα, περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church»:

«Οι εκκλησίες που μετέχουν στο Π. Σ. Ε. παραμένουν δεσμευμένες η μία προς την άλλη να βαδίσουν προς την πλήρη ορατή ενότητα. Αυτή η δέσμευσις είναι δώρο του παναγάθου Κυρίου μας. Η ενότης είναι θείο δώρο και κλήσις. Οι εκκλησίες μας έχουν βεβαιώσει ότι η ενότης, για την οποία προσευχόμεθα, ελπίζουμε και εργαζόμεθα, είναι “μία κοινωνία δεδομένη και εκπεφρασμένη εν τη κοινή ομολογία της αποστολικής πίστεως· μία κοινή μυστηριακή ζωή που αρχίζει με το ένα Βάπτισμα και ιερουργείται ομού στην μία ευχαριστιακή κοινότητα· μία κοινή ζωή, στην οποία τα μέλη και τα ιερατεία αμοιβαίως αναγνωρίζονται και καταλλάσσονται· και μία κοινή αποστολή μαρτυρίας του ευαγγελίου της Χάριτος του Θεού σε όλους τους ανθρώπους και διακονίας όλης της κτίσεως” [The Camberra Statement, 3. 2]. Μία τέτοια κοινωνία πρέπει να εκφράζεται σε κάθε τόπο, και μέσω σχέσεων καταλλαγής μεταξύ των εκκλησιών σε διαφόρους τόπους. Έχουμε ακόμη πολλή δουλειά καθώς μαζί ζητούμε να κατανοήσουμε την σημασία της ενότητος και της καθολικότητος, και πόσο σημαντικό είναι το Βάπτισμα»54.

Η προτεσταντική σύγχυσις είναι προφανής. Η ενότης των «ορατών» εκκλησιών-μελών είναι ταυτοχρόνως δεδομένη και αναζητουμένη. Δεδομένη στην «αόρατη» Εκκλησία δια του αλληλοαναγνωριζομένου Βαπτίσματος και αναζητουμένη πάλι σε μία προσπάθεια ορατής πραγματώσεως της «αόρατης» Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολογική σχιζοφρένεια. Είναι βέβαιο ότι οι προτεσταντικές εκκλησίες βρίσκουν στο κείμενο αυτό τον εαυτό τους. Εμείς όμως όχι. Οι Ορθόδοξοι κατέχουμε ως δώρον Θεού εν οστρακίνοις σκεύεσι την ενότητα της Πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αυτή η ενότης και κοινωνία. Αγωνιζόμαστε μόνο να την διατηρούμε και να αυξάνουμε σε αυτήν. Δεν χρειάζεται να συντάσσουμε τους εαυτούς μας στην προτεσταντική θεολογική σχιζοφρένεια προσυπογράφοντας τέτοια κείμενα. Οι πολυδιηρημένες προτεσταντικές εκκλησίες, οι οποίες στερούνται το πλήρωμα της αποστολικής Πίστεως, δικαίως αναζητούν την ενότητά τους στην μελλοντική κοινή ομολογία της αποστολικής Πίστεως, στην μελλοντική τέλεσι της μιας Ευχαριστίας και στην μελλοντική κοινή ιεραποστολική μαρτυρία. Διότι προς το παρόν το μόνο κοινό τους είναι η επιθυμία για ορατή ενότητα. Αλλά αυτή η ενότης ήδη υπάρχει στην συγκεκριμένη, ιστορική, ορατή, Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξο Εκκλησία. Είναι τόσο δύσκολο να γίνη αυτό κατανοητό, ώστε να σταματήσουν οι Προτεστάνται να πορεύωνται από την μία διάσπασι στην άλλη και από το ένα αντιευαγγελικό ήθος στο επόμενο, και να αναζητούν την ενότητά τους μέσα σε αυτή την πολυ-διαφορετικότητά τους;

5. Η “ομολογιακή” και η “διομολογιακή” κοινή προσευχή. 

Μία ακόμη ένδειξις ότι το Π. Σ. Ε. δεν προσανατολίζεται προς την κοινωνία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι και οι προτάσεις της «Ειδικής Επιτροπής» για “ομολογιακή κοινή προσευχή” και “διομολογιακή κοινή προσευχή” που υιοθετήθηκαν από την Θ΄ Συνέλευσι. Η πρότασις έχει ως εξής:

«Προτείνεται μία σαφής διάκρισις μεταξύ “ομολογιακής” και “διομολογιακής” κοινής προσευχής στις συγκεντρώσεις του Π. Σ. Ε. “Ομολογιακή κοινή προσευχή” είναι η προσευχή μιας ομολογίας, μιας κοινότητος ή μιας ομάδος μέσα στην ομολογία. Ο εκκλησιακός της χαρακτήρας είναι σαφής. Προσφέρεται ως δώρο στην συναθροισμένη κοινότητα από μια ιδιαίτερη αντιπροσωπεία εξ αυτών, καθώς μάλιστα τους καλεί να μπούν στο πνεύμα της προσευχής. Επιτελείται και έχει προεστώτα σύμφωνα με τον τρόπο που την κατανοεί και την τελεί η [συγκεκριμένη] εκκλησία. Η «διομολογιακή κοινή προσευχή» συνήθως προετοιμάζεται για ειδικά οικουμενικά γεγονότα. Αποτελεί μία ευκαιρία για μια κοινή τελετή, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον πλούτο μιας ποικιλίας παραδόσεων. Μία τέτοια προσευχή έχει τις ρίζες της στην μέχρι τώρα εμπειρία της οικουμενικής κοινότητος, καθώς και σ’ αυτό που κερδίζουν οι εκκλησίες από την μεταξύ τους ανταλλαγή εμπειριών. Πάντως δεν αξιώνει να γίνη η λατρεία μιας δεδομένης εκκλησίας-μέλους ή ενός είδους υβριδικής εκκλησίας ή μιας υπερ-εκκλησίας. Όταν κατανοηθή και εφαρμοσθή κατάλληλα, η διάκρισις αυτή μπορεί να καταστήση ελεύθερες τις παραδόσεις να εκφρασθούν είτε με πιστότητα στην ιδιαιτερότητά τους είτε συνδυάζοντας παραδόσεις, εφ’ όσον είναι αληθές ότι οι Χριστιανοί δεν βιώνουν ακόμη την πλήρη ενότητά τους και ότι τα οικουμενικά σώματα στα οποία μετέχουν δεν αποτελούν εκκλησίες»55.

Και επίσης,

«Σύμφωνα με την διάκρισι ομολογιακής και διομολογιακής κοινής προσευχής, μπορεί να τελούνται ομολογιακές Ευχαριστιακές συνάξεις κατά τις Γεν. Συνελεύσεις ή άλλες μεγάλης σημασίας ευκαιρίες. Η εκκλησία που θα τελεί την Ευχαριστία [hosting church] (ή οι εκκλησίες που μπορούν να την τελούν από κοινού) πρέπει να δίνουν σαφή την ταυτότητά τους»56

Το όλο πλαίσιο αυτής της προτάσεως (περισσότερες από 20 σελίδες κειμένου) φανερώνει μία ομολογουμένως ευγενεστάτη διευθέτησι του προβλήματος της κοινής προσευχής, ώστε να αποφεύγεται η δυσφορία από τις λατρευτικές εκδηλώσεις με τις οποίες πολλοί στο Π. Σ. Ε. δεν συμφωνούν. Είναι εν τούτοις χαρακτηριστική η επιμονή της «Ειδικής Επιτροπής» στην κοινή προσευχή παρά τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί. Αναγνωρίζει μεν την σημασία του κανόνος lex orandi – lex credendi, την σημασία της κοινής πίστεως στην κοινή προσευχή, αλλά παρά ταύτα θεωρεί ότι αυτοί οι παράγοντες «δεν μειώνουν την ανάγκη τέτοιας [κοινής] προσευχής, ούτε την καθιστούν αδύνατη» (Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . , Παράρτημα Α, παράγρ. 13-14)57. Προφανώς στο όραμα του Π. Σ. Ε. προέχουσα θέσι έχει η κοινή πορεία των εκκλησιών-μελών (το stay together), και αυτήν καλείται να υπηρετήση και η κοινή προσευχή. «Η δυνατότης να προσευχόμαστε από κοινού σε οικουμενικές συγκεντρώσεις είναι επίσης μία νέα πρόκλησις με συγκεκριμένη και ιδιαίτερη αποστολή να συνδράμη και ενισχύση τους Χριστιανούς στην πορεία τους προς την ενότητα» (ένθ' ανωτ. , παράγρ. 37)58, λέγουν οι συντάκται της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής. . . » και βεβαιώνουν για τα αγαθά αποτελέσματα της πολυετούς ασκήσεως της κοινής προσευχής (ένθ' ανωτ. , παράγρ. 39)59

Για το Π. Σ. Ε. λοιπόν η “κοινή προσευχή” είναι πηγή ζωής. Είτε ομολογιακή, είτε διομολογιακή, πάντως να είναι κοινή προσευχή, επειδή αυτό εκπηγάζει από την εκκλησιολογία των προτεσταντών-μελών του. Για τους Ορθοδόξους όμως το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό, επειδή είναι διαφορετική και η εκκλησιολογία μας. Η συμπροσευχή απαγορεύεται ρητώς υπό των ιερών Κανόνων. Ωρισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι σχετικοποιούν την σημασία των Κανόνων αυτών ή τους παραθεωρούν, ωσάν να είναι γραμμένοι για άλλες εποχές ή ωσάν να μη διαπνέωνται από αγάπη. Άλλοι πάλι τους παρερμηνεύουν, ότι δήθεν απαγορεύουν μόνο την ευχαριστιακή συμπροσευχή. Όλοι όμως συμφωνούν στην ποιμαντική διάστασι των ιερών Κανόνων, ότι δηλαδή αποσκοπούν στην διαφύλαξι καθαρής της δογματικής συνειδήσεως του πληρώματος της Εκκλησίας60

Αυτή η τελευταία όμως, η ποιμαντική διάστασις των Ιερών Κανόνων, δίνει νόημα και στην εφαρμογή τους τόσο στην εποχή που γράφθηκαν όσο και σήμερα. Κανείς μας δεν προσφεύγει στους ιερούς αυτούς Κανόνας, αν δεν βλέπη να κινδυνεύη η δογματική συνείδησις της Εκκλησίας από κάποια αιρετική εκκλησιολογία. Και σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η δογματική συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας κινδυνεύει να αλλοιωθή από την εκκλησιολογία που καλλιεργείται στο Π. Σ. Ε. Η συμπροσευχές είναι ένα μόνο σημείο εκκλησιολογικής αλλοιώσεως. Όσοι νομίζουν ότι επικαλούμεθα την ισχύ των συγκεκριμένων ιερών Κανόνων από συντηρητισμό ή φονταμενταλισμό, σφάλλουν. Αγνοούν ότι η Εκκλησία προέβαλλε τέτοιους Κανόνες, οσάκις έβλεπε αλλοιουμένη την εκκλησιολογική συνείδησι των μελών της. Σήμερα υπάρχει ανάγκη να τονισθούν οι υπάρχοντες σχετικοί Κανόνες και, αν χρειασθή, να δημιουργηθούν νεώτεροι με το ίδιο πνεύμα, για τον ίδιο σκοπό και με ειδική αναφορά στο Π. Σ. Ε. 

Δεν είναι υπερβολή τα λεγόμενα. Ορθόδοξοι θεολόγοι, τα μισά από τα μέλη της «Ειδικής Επιτροπής», προτείνουν διευθετήσεις στο πρόβλημα των κοινών προσευχών στο Π. Σ. Ε. Αυτό είναι το πρώτο λάθος. Η Ορθόδοξος εκκλησιολογία δεν προβλέπει κοινές προσευχές, προβλέπει μόνο Κανόνες που απαγορεύουν τις συμπροσευχές για τον λόγο που προαναφέρθηκε. Εάν οι θεολόγοι της «Ειδικής Επιτροπής» ήθελαν να είναι συνεπείς με την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία, έπρεπε να θέσουν ως αδιαπραγμάτευτο όρο περαιτέρω συμμετοχής στο Π. Σ. Ε. την κατάργησι των κοινών προσευχών, επειδή ακριβώς οι κοινές προσευχές στο Π. Σ. Ε. έχουν την αποκλειστική έννοια να προαγάγουν την ορατή ενότητα των εκκλησιών-μελών του με προτεσταντικές εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Επειδή αυτή είναι η αιτία, για την οποία επικαλούμεθα την τήρησι των ιερών Κανόνων στην προκειμένη περίπτωσι, η επίκλησις του γεγονότος ότι ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετήπροσευχή στην Φερράρα ή η αναφορά στην συμμετοχή ετεροδόξων του 12ου αιώνος στις Ορθόδοξες λειτουργικές συνάξεις στους Αγίους Τόπους, στο Σινά ή αλλού61, δεν προσφέρονται για να υπερασπίσουν την σημερινή πρακτική των συμπροσευχών. Ο άγιος Μάρκος μετέσχε της εναρκτηρίου προσευχής62, όχι όμως για να προαγάγη την ενότητα υπό παπικές προϋποθέσεις. Απόδειξις τούτου ο σθεναρός του αγώνας, η αποχώρησίς του κατόπιν από τον διάλογο, και εν τέλει η απουσία του από το συλλείτουργο με τον Πάπα, οπότε οι Ορθόδοξοι υποχώρησαν σε όλες τις παπικές απαιτήσεις και υπέγραψαν τον ταπεινωτικό Όρο της Συνόδου63. Επίσης οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων δεν εκινούντο από διάθεσι προβολής μιας αιρετικής εκκλησιολογίας, όπως φαίνεται από την απάντησι του Πατριάρχου Γενναδίου. Στο Π. Σ. Ε. όμως προβάλλεται – όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα και τα κείμενα– η προτεσταντική εκκλησιολογία. 

Το δεύτερο λάθος είναι η επιβεβαίωσις του “εκκλησιακού χαρακτήρος” των προτεσταντικών Ομολογιών. Εφ’ όσον οι κοινές προσευχές γίνονται εκ προοιμίου αποδεκτές, οι Ορθόδοξοι οφείλουν να μετάσχουν στην “ομολογιακή κοινή” προσευχή ή λειτουργία κάποιας εκ των ποικίλων προτεσταντικών Ομολογιών, στην οποία είναι μάλιστα προσκεκλημένοι. Μία τέτοια συμμετοχή σαφώς και κατηγορηματικώς δεν σημαίνει μετοχή σε κοινό Ποτήριο, είναι όμως επιβεβαίωσις εκ μέρους των Ορθοδόξων του “εκκλησιακού χαρακτήρος” της συγκεκριμένης Ομολογίας. 

Το τρίτο λάθος είναι η θεσμοθέτησις (αν και με δυνατότητα βεβαίως αναθεωρήσεως στο μέλλον) “ομολογιακών κοινών” προσευχών ή λειτουργιών, στις οποίες θα προίσταται το πρόσωπο που καθορίζεται από τα θέσμια της συγκεκριμένης Ομολογίας (βλ. «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής. . . », παράγρ. 42). Εδώ πρόκειται για επιβεβαίωσι της χειροτονίας των γυναικών, ενδεχομένως και ομοφυλοφίλων. Η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » (Παράρτημα Α, παράγρ. 30) ορίζει χωρίς περιστροφές: «Όταν η κοινή προσευχή προσφέρεται από συγκεκριμένη ομολογία, η πρακτική αυτής της ομολογίας, αναφορικά με την ηγεσία των γυναικών, θα πρέπει να ισχύει κανονικά. Για την διομολογιακή κοινή προσευχή, καλό θα είναι να υιοθετείται ένα είδος αποκεντρωμένης ηγεσίας και ισότητας στην συμμετοχή, που θα επιτρέπει σε όλους τους συμμετέχοντες, άνδρες ή γυναίκες, κληρικούς ή λαϊκούς, να διαδραματίσουν οποιοδήποτε ρόλο»64

Ήδη ανοίγει το κουτί της Πανδώρας, όπως ευφυώς παρετήρησε ο επίσκοπος Ιλαρίων Αλφέγιεφ λέγοντας: «Η Ειδική Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της και έλυσε πολλά προβλήματα, τα οποία, για τις ορθόδοξες εκκλησίες αποτελούσαν εμπόδια για τη συμμετοχή τους ως μέλη του Π. Σ. Ε. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυσκολίες είναι τώρα πια πίσω μας; Επιπλέον, ποιά θα είναι τα συνεπακόλουθα των συμπερασμάτων της Επιτροπής για την ορθόδοξη συμμετοχή στην ευρύτερη οικουμενική κίνηση; Πρίν από οτιδήποτε άλλο, θέλω να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι η Επιτροπή σκόπιμα περιορίσθηκε στη συζήτηση εκείνων των θεμάτων που σχετίζονται άμεσα με τις σχέσεις ορθοδόξωνπροτεσταντών μέσα στο Π. Σ. Ε. Η εντολή της δεν περιελάμβανε συζήτηση του εύρους των θεμάτων σε σχέση με την παρούσα κρίση του Συμβουλίου και της Οικουμενικής κινήσεως γενικότερα. Επιλύνοντας ορισμένα θέματα, ταυτόχρονα άνοιξε το “κουτί της Πανδώρας” βασικών διαφωνιών που υπάρχουν μεταξύ των ορθοδόξων εκκλησιών και των οικουμενικών εταίρων»65

6. Η έλλειψις προσανατολισμού προς την Ορθόδοξο Εκκλησία. 

Είναι φαίνεται θέμα αρχής για τις προτεσταντικές Ομολογίες που αποφασίζουν την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. , να μη δεσμεύωνται με κάποια έννοια μεταστροφής στην Ορθοδοξία και αποδοχής των Ορθοδόξων δογμάτων, όπως φαίνεται από κείμενα που ενέκρινε και υιοθέτησε η Θ΄ Συνέλευσις66. Πραγματικά, η σύστασις (αν όχι και απαίτησις) επιστροφής όλων στην Πίστι και την πρακτική της Εκκλησίας των πρώτων επτά Οικουμενικών Συνόδων είναι η μόνη προϋπόθεσις που λείπει από τις προτάσεις της «Ειδικής Επιτροπής» και που θα ήταν ενδεικτική ορθής από Ορθοδόξου πλευράς συμμετοχής στο Π. Σ. Ε. 

Το ίδιο το Π. Σ. Ε. προσδιορίζοντας την αυτοσυνειδησία του κάνει λόγο για κοινωνία εκκλησιών:

«Κάθε συζήτησις του Π. Σ. Ε. περί αυτοσυνειδησίας του πρέπει να αρχίζη από την καταστατική Βάσι, επί της οποίας το Π. Σ. Ε. έχει θεμελιωθή και επί της οποίας όλες οι εκκλησίες-μέλη έχουν συμφωνήσει: “Το Π. Σ. Ε. είναι μία κοινωνία (fellowship) εκκλησιών, οι οποίες ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, σύμφωνα με τις Γραφές, και αναζητούν να φέρουν εις πέρας την κοινή τους κλήσι για την δόξα του ενός Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”»67

«Παρότι η λέξις “fellowship” ενίοτε χρησιμοποιείται για να αποδώση την ελληνική λέξι κοινωνία, που είναι έννοια-κλειδί κατά τις πρόσφατες οικουμενικές συζητήσεις περί εκκλησίας και της ενότητός της, η σχέσις μεταξύ των εκκλησιών στο Π. Σ. Ε. ως σύνολο δεν είναι κοινωνία με την πλήρη σημασία του όρου (όπως περιγράφηκε π. χ. στην Γεν. Συνέλευσι της Καμπέρρα, “Η ενότης της Εκκλησίας ως Κοινωνίας: Δώρο και Κλήσις”)»68

Μάλιστα όσο περισσότερο γίνεται αντιληπτή η αδυναμία των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. να προσανατολισθούν προς την Ορθόδοξο Πίστι και την εν αυτή κοινωνία με την Ορθόδοξο Εκκλησία, συντηρείται η τάσις να συμπεριφέρωνται μεταξύ τους ως μέλη μιας έστω επί μινιμαλιστικής βάσεως κοινωνίας (membership) και αυξάνεται η τάσις να αναπτύσσωνται ευρύτεροι κύκλοι συνεργασίας μεταξύ τους με σχέσεις συν-εταιρικές (partnership). 

7. Ηθικά και κοινωνικά θέματα. 

Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η υπεράσπισίς τους είναι στις προτεραιότητες του Π. Σ. Ε. Ενώ όμως σε θέματα καταπιέσεων, κοινωνικής αδικίας, φτώχειας, παρατηρείται απόλυτη συμφωνία, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίησις των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. όσον αφορά την στάσι τους απέναντι στα ζητήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Τα κεντρικά συντονιστικά όργανα του Π. Σ. Ε. δεν παίρνουν θέσι υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως. Προτιμούν να δώσουν το βήμα του Π. Σ. Ε. για να αναπτυχθή διάλογος μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Τοποθετούν την στρατηγική αυτή στην προοπτική της ενότητος των εκκλησιών-μελών. Αντιγράφουμε από το εισηγητικό προς την Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο «Η απάντησις των εκκλησιών για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα» (Churches’ response to human sexuality):

«Το να επικεντρωθούμε στον κύριο όγκο των τοποθετήσεων και να παραγάγουμε επίσημες δηλώσεις, είναι προφανώς αναποτελεσματικό και βαθαίνει τα ρήγματα μέσα στις εκκλησίες και μεταξύ αυτών· υπάρχει ανάγκη να δοθή οικουμενικός χώρος για συνάντησι, ανάλυσι, διάλογο και επιμόρφωσι στην κατεύθυνσι μιας εφικτής και ποιμαντικής προσεγγίσεως των υπ’ όψιν θεμάτων . . . Ως παγκόσμια κοινωνία (fellowship) εκκλησιών το Π. Σ. Ε. βρίσκεται στην μοναδική θέσι να δεσμεύση τις εκκλησίες-μέλη να κρατήσουν διαφορετικές απόψεις και τοποθετήσεις για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα . . . Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Συμβούλιο φέρνει τις εκκλησίες σε ζωντανή επικοινωνία γι’ αυτό το ούτως ή άλλως δυνητικά διχαστικό ζήτημα και προσφέρει το παγκόσμιο οικουμενικό βήμα του για υπεύθυνη συζήτησι . . . Εμπλεκόμενο σε αυτό το θέμα το Π. Σ. Ε. γίνεται μία κοινωνία (fellowship) εκκλησιών με μία βαθύτερη έννοια – παρουσιάζεται σαν αδελφός και αδελφή (“fellow”) σε αυτούς που έτσι και αλλοιώς αισθάνονται αποξενωμένοι και αποκλεισμένοι από την κοινωνία τους και την εκκλησιαστική τους κοινότητα»69.

Το θέμα αυτό έχει αρχίσει να συζητήται από την Γ΄ Γεν. Συνέλευσι του Νέου Δελχί και είναι αξιοπρόσεκτη η “κοινωνική ευαισθησία”, με την οποία αντιμετωπίζεται. Εν τούτοις ήδη σήμερα το Π. Σ. Ε. δεν θέτει το ζήτημα με βάσι την σαφή ευαγγελική διδασκαλία. Προέχει η “ενότης” των εκκλησιών του Π. Σ. Ε. και όχι η ευαγγελική αλήθεια;

8. Η στάσις έναντι των άλλων θρησκειών. 

Η στάσις των εκκλησιών–μελών του Π. Σ. Ε. έναντι των άλλων θρησκειών χαρακτηρίζεται από διάθεσι αποδοχής τους, βασισμένη δήθεν σε αγιογραφικές μαρτυρίες. Σε κείμενο που ενέκρινε η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις με τίτλο «Θρησκευτική πολυμορφία και αυτοσυνειδησία των Χριστιανών» (Religious plurality and Christian self-understanding) γράφεται:

«Οι θρησκευτικές παραδόσεις της ανθρωπότητος, στην μεγάλη τους διαφορετικότητα, είναι “πορείες” και “προσκυνηματικά ταξίδια” για ανθρώπινη καταξίωσι της αναζητήσεως του πληρώματος της αληθείας περί της υπάρξεώς μας. Αν και μπορεί να είμαστε “ξένοι” μεταξύ μας, υπάρχουν στιγμές που οι δρόμοι μας διασταυρώνονται στο σημείο που λέγεται κλήσις για “θρησκευτική φιλοξενία”. Τόσο η προσωπική μας πείρα σήμερα όσο και ιστορικές στιγμές του παρελθόντος μαρτυρούν για το γεγονός ότι τέτοια φιλοξενία είναι δυνατή και γίνεται ενίοτε. 

Μία εκτεταμένη τέτοια φιλοξενία εξαρτάται από μία θεολογία φιλόξενη στον «άλλον». Οι αντιλήψεις μας για την φύσι της βιβλικής μαρτυρίας περί Θεού, τι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει κάνει εν Χριστώ, και το έργο του Αγίου Πνεύματος δείχνουν ότι στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται μία φιλόξενη διάθεσις, που αγκαλιάζει τους «άλλους» στην διαφορετικότητά τους. Είναι αυτό το πνεύμα που χρειάζεται για να εμπνεύση την θεολογία των θρησκειών σε ένα κόσμο που χρειάζεται ίασι και καταλλαγή. . . 

. . . Τα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια και οι περιορισμένες δυνατότητες της γλώσσης καθιστούν αδύνατη κάθε κοινότητα να εξαντλήση το μυστήριο της σωτηρίας που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα. Όλες οι θεολογικές μας αντιλήψεις σε τελική ανάλυσι δεν ξεπερνούν τα όρια της δικής μας εμπειρίας και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το εύρος του έργου του Θεού για την αποκατάστασι του κόσμου. 

Αυτή η ταπείνωσις μας κάνει να λέμε ότι η σωτηρία εξαρτάται από τον Θεό και μόνο. Δεν είναι ιδιοκτησία μας η σωτηρία· μετέχουμε σε αυτήν. Δεν προσφέρουμε την σωτηρία· μαρτυρούμε γι’ αυτήν. Δεν αποφασίζουμε ποιός θα σωθή· αυτό το αφήνουμε στην πρόνοια του Θεού. Η σωτηρία μας είναι μία αιώνια «φιλοξενία», στην οποία μας έχει περιλάβει ο Θεός. Ο Θεός είναι ο παρέχων την σωτηρία. Και επίσης, στην εσχατολογική θεώρησι του καινού ουρανού και της καινής γης, έχουμε το δυνατό συμβολισμό της σκηνώσεως του Θεού ανάμεσά μας: “και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του θρόνου λεγούσης, Ιδού η σκηνή του θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ αυτών, και αυτοί λαοί αυτού έσονται, και αυτός ο θεός μετ αυτών έσται” (Αποκ. 21, 3)»70.

Είναι να απορή κανείς πως υιοθετήθηκαν αυτές οι απόψεις και από τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους στο Π. Σ. Ε. Εδώ καταλύονται όλα τα όρια. Οι Ορθόδοξοι γνωρίζουμε την οδό της σωτηρίας και γι’ αυτήν μαρτυρούμε. Γι’ αυτό αναπτύσσουμε την Ιεραποστολή, χωρίς να πολυπραγμονούμε τι ο Θεός μπορεί να κάνει με τα μη Ορθόδοξα παιδιά του. Γνωρίζουμε ότι η «ανθρώπινη καταξίωσι της αναζητήσεως του πληρώματος της αληθείας περί της υπάρξεώς μας» είναι η εν Χριστώ σωτηρία και «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4, 12). Οφείλουμε προς τούτοις να είμαστε φιλόξενοι και αγαθοεργοί προς πάντας παρά την διαφορετικότητά τους, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να αναπτύσσουμε θεολογίες «θρησκευτικής φιλοξενίας» των ετεροθρήσκων, δηλαδή να αγκαλιάζουμε την διαφορετικότητά τους.Στηνδεύτερη περίπτωσι υπερβαίνουμε τα όρια της αγάπης και βαλτώνουμε στα νερά του συγκρητισμού. Άλλο αγάπη και άλλο συγκρητισμός71. Και βεβαίως η σωτηρία μας είναι δώρο Θεού, δεν είναι ιδιοκτησία μας ούτε επίτευγμά μας, αλλά ο δωρεοδότης και σωτήρας μας Θεός είναι αυτός που στην εσχατολογική προοπτική όλου του κόσμου άλλους δέχεται στην κοινωνία Του (Αποκ. 21, 3) και άλλους τους αποβάλλει (Αποκ. 22, 14-15), καθένα κατά την πίστι και τα έργα του. 

Οι απόψεις που υπάρχουν στο ανωτέρω μνημονευθέν εισηγητικό κείμενο φανερώνουν άγνοια ή παραθεώρησι της ανθρωπίνης συνεργίας στο ζήτημα της σωτηρίας. Ο Θεός προσφέρει την σωτηρία προς όλους, αλλά η ενσυνείδητη επιλογή μιας θρησκείας που απορρίπτει το ευαγγελικό κήρυγμα και την εν Χριστώ σωτηρία, φανερώνει ότι ο άνθρωπος δεν συνεργεί με τον Θεό για να κάνη κτήμα του την προσφερομένη σωτηρία…

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. δείχνουν στην πράξι ότι παραιτούνται από την εκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στο σημείο αυτό οι Ρωμαιοκαθολικοί, απέχοντες τυπικά από το Π. Σ. Ε. , είναι συνεπέστεροι στην εκκλησιολογία τους από ό,τι είμαστε οι Ορθόδοξοι στην δική μας.  Οι Ορθόδοξοι δεν κερδίζουμε τίποτε από την συμμετοχή μας στο Π. Σ. Ε. Αντίθετα, αποκομίζουμε ζημία και φθορά. 


Εν Αγίω Όρει τη 18η Φεβρουαρίου 2007

Τα μέλη της Επιτροπής

Ο της Ι. Μ. Βατοπαιδίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Εφραίμ

Ο της Ι. Μ. Φιλοθέου Γέρων Λουκάς

Ο της Ι. Μ. Γρηγορίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Γεώργιος

27 Πρβλ. Konrad Raiser, Η σπουδαιότητα της Ορθόδοξης συμβολής στο Π. Σ. Ε. (μετάφρασις από τα αγγλικά), στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2005, σελ. 52.

28 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 15. Βλ. και την ελληνική μετάφρασι του κειμένου στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 214-215. 

29 Αμβροσίου, Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Οι νέες προοπτικές της συμμετοχής των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. μετά τις προτάσεις της Ειδικής Επιτροπής, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 70. 

30 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 37. 

31 «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the Nicene-Constantinopolitan Creed (381). The Church’s oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons. Holy Scripture describes the Christian community as the body of Christ whose interrelated diversity is essential to its wholeness: “Now there are varieties of gifts, but the same Spirit; and there are varieties of services, but the same Lord; and there are varieties of activities, but it is the same God who activates all of them in everyone. To each is given the manifestation of the Spirit for the common good” (1 Cor. 12:4-7). Thus, as the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 3). 

32 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 13 & 16. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 214 και 215.

33 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 18. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 215-216. 

34 «The catholicity of the Church expresses the fullness, integrity, and totality of its life in Christ through the Holy Spirit in all times and places. This mystery is expressed in each community of baptized believers in which the apostolic faith is confessed and lived, the gospel is proclaimed, and the sacraments are celebrated. Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing Holy Communion and in a mutually recognised and reconciled ministry. . . Even today, when eucharistic sharing is not always possible, divided churches express mutual accountability and aspects of catholicity when they pray for one another, share resources, assist one another in times of need, make decisions together, work together for justice, reconciliation, and peace, hold one another accountable to the discipleship inherent in baptism, and maintain dialogue in the face of differences, refusing to say “I have no need of you” (1 Cor. 12:21). Apart from one another we are impoverished» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 6-7).

35 «The Church as communion of believers is created by the Word of God, for it is through hearing the proclamation of the gospel that faith, by the action of His Holy Spirit, is awakened (Rom. 10:17). Since the good news proclaimed to awaken faith is the good news handed down by the apostles, the Church created by it is apostolic. Built on the foundation of the apostles and prophets the Church is God’s household, a holy temple in which the Holy Spirit lives and is active. By the power of the Holy Spirit believers grow into a holy temple in the Lord (Eph 2. 21-22)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 4). 

36 «We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches. Some differences express God’s grace and goodness; they must be discerned in God’s grace through the Holy Spirit. Other differences divide the Church; these must be overcome through the Spirit’s gifts of faith, hope, and love so that separation and exclusion do not have the last word. God’s “plan for the fullness of time [is] to gather up all things in him” (Eph. 1:10), reconciling human divisions. God calls his people in love to discernment and renewal on the way to the fullness of koinonia» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 5). 

37 Συλλογικός τόμος ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 275-298. 

38 Η φύση και ο σκοπός της Εκκλησίας (Κείμενο εργασίας του Τμήματος “Πίστη και Τάξη” του Π. Σ. Ε. ), στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 286. 

39 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 295-296. 

40 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 301. 

41 Κριτικός σχολιασμός του κειμένου εργασίας “The Nature snd the Purpose of the Church” κατά ενότητες, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 335. 

42 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 336. 

43 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 339. 

44 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 343. 

45 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 32-54. 

46 Γεωργίου Ν. Λαιμόπουλου, Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος:

Προβλήματα και προοπτικές, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 57 υποσημ. 2. 

47 Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, επισκόπου Αυστρίας και Βιέννης (Πατριαρχείου Μόσχας), Προοπτικές για την Ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική κίνησι μετά τις προτάσεις της Ειδικής Επιτροπής, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 83. 

48 «All who have been baptised into Christ are united with Christ in his body: “Therefore we have been buried with him by baptism into death, so that, just as Christ was raised from the dead by the glory of the Father, so we too might walk in newness of life” (Rom. 6:4). In baptism, the Spirit confers Christ’s holiness upon Christ’s members. Baptism into union with Christ calls churches to be open and honest with one another, even when doing so is difficult: “But speaking the truth in love, we must grow up in every way into him who is the head, into Christ” (Eph. 4:15). Baptism bestows upon the churches both the freedom and the responsibility to journey toward common proclamation of the Word, confession of the one faith, celebration of one eucharist, and full sharing in one ministry. There are some who do not observe the rite of baptism in water but share in the spiritual experience of life in Christ. 

Our common belonging to Christ through baptism in the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit enables and calls churches to walk together, even when they are in disagreement. We affirm that there is one baptism, just as there is one body and one Spirit, one hope of our calling, one Lord, one faith, one God and Father of us all (cf. Eph. 4:4-6). In God’s grace, baptism manifests the reality that we belong to one another, even though some churches are not yet able to recognise others as Church in the full sense of the word. We recall the words of the Toronto Statement, in which the member churches of the WCC affirm that “the membership of the church of Christ is more inclusive than the membership of their own church body. They seek, therefore, to enter into living contact with those outside their own ranks who confess the Lordship of Christ”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 8-9). 

49 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 45-46. 

50 Βλασίου Ιω. Φειδά, Η Θ΄ Γενική Συνέλευση του Π. Σ. Ε. και η Ορθόδοξη Εκκλησία

(Porto-Alegre, 14-23 Φεβρουαρίου 2006), περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, αρ. 659/31. 3. 2006, σελ. 25. 

51 Η φύση και ο σκοπός της Εκκλησίας. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 303. 

52 «Mission is integral to the life of the church. The Church in its mission expresses its calling to proclaim the Gospel and to offer the living Christ to the whole creation. The churches find themselves living alongside people of other living faiths and ideologies. As an instrument of God, who is sovereign over the whole creation, the Church is called to engage in dialogue and collaboration with them so that its mission brings about the good of all creatures and the wellbeing of the earth. All churches are called to struggle against sin in all its manifestations, within and around them, and to work with others to combat injustice, alleviate human suffering, overcome violence, and ensure fullness of life for all people» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 11). 

53 «Τhe primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches is to call one another to visible unity in one faith and in one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, through witness and service to the world, and to advance towards that unity in order that the world may believe» (Purposes and Functions, WCC, Constitution, III). 

54 «Churches in the fellowship of the WCC remain committed to one another on the way towards full visible unity. This commitment is a gift from our gracious Lord. Unity is both a divine gift and calling. Our churches have affirmed that the unity for which we pray, hope, and work is “a koinonia given and expressed in the common confession of the apostolic faith; a common sacramental life entered by the one baptism and celebrated together in one eucharistic fellowship; a common life in which members and ministries are mutually recognised and reconciled; and a common mission witnessing to the gospel of God’s grace to all people and serving the whole of creation”. Such koinonia is to be expressed in each place, and through a conciliar relationship of churches in different places. We have much work ahead of us as together we seek to understand the meaning of unity and catholicity, and the significance of baptism» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 2).

55 «. . . A clear distinction is proposed between “confessional” and “interconfessional” common prayer at WCC gatherings. “Confessional common prayer” is the prayer of a confession, a communion, or a denomination within a confession. Its ecclesial identity is clear. It is offered as a gift to the gathered community by a particular delegation of the participants, even as it invites all to enter into the spirit of prayer. It is conducted and presided over in accordance with its own understanding and practice. “Interconfessional common prayer” is usually prepared for specific ecumenical events. It is an opportunity to celebrate together drawing from the resources of a variety of traditions. Such prayer is rooted in the past experience of the ecumenical community as well as in the gifts of the member churches to each other. But it does not claim to be the worship of any given member church, or of any kind of a hybrid church or super-church. Properly understood and applied, this distinction can free the traditions to express themselves either in their own integrity or in combination, all the while being true to the fact that Christians do not yet experience full unity together, and that the ecumenical bodies in which they participate are not themselves churches» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 42). 

56 «. . . Following the pattern of distinguishing between confessional and interconfessional common prayer, confessional celebrations of the Eucharist at assemblies and other major events can be accommodated. The hosting church (or group of churches which are able to host together) should be clearly identified. . . » (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC,44).

57 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix Α § 13-14. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 238.

58 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 37. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 220. 

59 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 39. Βλ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 221. 

60 Για όλες αυτές τις απόψεις βλ. το άρθρο του Peter Bouteneff, Η πρόκληση και η αναγκαιότητα της κοινής προσευχής, και το άρθρο του Θεοδώρου Γιάγκου, Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους, αμφότερα στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 128-134 και 143-153 αντίστοιχα, καθώς και το άρθρο του Constantine Scouteris, Common prayer, περιοδ. Ecumenical Review, Jan. -April 2002. 

61 Θεοδώρου Γιάγκου, ένθ’ ανωτ. , σελ. 151-153. 

62 Πρακτικά Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478. 

63 Ένθ’ ανωτ. , στήλες 1025 και 1040. 

64 Τελικό κείμενο της Ειδικής Επιτροπής για τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. , στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. σελ. 245.

65 Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 81-82. 

66 Δεσμεύσεις:

«-In its life and witness, the church professes faith in the triune God as expressed in the scriptures and in the Nicene-Constantinopolitan Creed. 

-The church maintains a ministry of proclaiming the gospel and celebrating the sacraments. 

-The church baptizes in the name of the “Father, Son and Holy Spirit” and acknowledges the need to move towards the recognition of the baptism of other churches. 

-The church recognizes the presence and activity of Christ and the Holy Spirit outside its own boundaries and prays for the wisdom of all in the awareness that other member churches also believe in the Holy Trinity and the saving grace of God. 

-The church recognizes in the other member churches of the WCC elements of the true church, even if it does not regard them as churches in the true and full sense of the word» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix C). 

Υποχρεώσεις:

«The elements of this common calling have been summarized in the delineation of "functions and purposes" now found in Article 3 of the WCC's Constitution. The present formulation is that adopted by the Nairobi Assembly in 1975:

- to call the churches to the goal of visible unity in one faith and one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, and to advance towards that unity in order that the world may believe;

- to facilitate the common witness of the churches in each place and in all places;

- to support the churches in their worldwide missionary and evangelistic task

- to express the common concern of the churches in the service of human need, the breaking down of barriers between people, and the promotion of one human family in justice and peace;

- to foster the renewal of the churches in unity, worship, mission and service;

- to establish and maintain relations with national councils and regional conferences of churches, world confessional bodies and other ecumenical organizations;

- to carry on the work of the world movements for Faith and Order and Life and Work and of the International Missionary Council and the World Council of Christian Education» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 10).

67 «Any discussion of the WCC's self-understanding must begin with the constitutional Basis on which the WCC is founded, with which all member churches express agreement: “The World Council of Churches is a fellowship of churches which confess the Lord Jesus Christ as God and Saviour according to the Scriptures and therefore seek to fulfil together their common calling to the glory of the one God, Father, Son and Holy Spirit”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 1). 

68 «While "fellowship" is sometimes used to translate the Greek word koinonia, which is a key concept in recent ecumenical discussion about the church and its unity, the relationship among the churches in the WCC as a whole is not yet koinonia in the full sense (as described, for example, in the Canberra Assembly statement on "The Unity of the Church as Koinonia: Gift and Calling"» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 3). 

69 «To concentrate on the mainstreaming of positions and the production of authoritative statements is obviously counterproductive and deepens the rifts within and among churches; there is a need for ecumenical spaces for encounter, analysis, dialogue and education following an enabling and pastoral approach to the issues at stake; . . . As a global fellowship of churches the WCC is in a unique situation to engage member churches holding different views and positions on human sexuality. . . In this way the Council brings churches into living contacts with each other on this otherwise potentially dividing issue and offers the global ecumenical platform to deal with it responsibly. . . Through involvement in this issue the WCC is becoming a fellowship of churches in a deeper sense - it is being seen as a brother and sister ("fellow") to those who are otherwise feeling alienated and excluded from their fellowship and ecclesial community» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Churches' response to human sexuality). 

70 «The religious traditions of humankind, in their great diversity, are “journeys” or “pilgrimages” towards human fulfillment in search for the truth about our existence. Even though we may be “strangers” to each other, there are moments in which our paths intersect that call for “religious hospitality”. Both our personal experiences today and historical moments in the past witness to the fact that such hospitality is possible and does take place in small ways. 

Extending such hospitality is dependant on a theology that is hospitable to the “other”. Our reflections on the nature of the biblical witness to God, what we believe God to have done in Christ, and the work of the Spirit shows that at the heart of the Christian faith lies an attitude of hospitality that embraces the “other” in their otherness. It is this spirit that needs to inspire the theology of religions in a world that needs healing and reconciliation. . . 

. . . human limitations and limitations of language make it impossible for any community to have exhausted the mystery of the salvation God offers to humankind. All our theological reflections in the last analysis are limited by our own experience and cannot hope to deal with the scope of God’s work of mending the world. 

It is this humility that enables us to say that salvation belongs to God, God only. We do not possess salvation; we participate in it. We do not offer salvation; we witness to it. We do not decide who would be saved; we leave it to the providence of God. For our own salvation is an everlasting “hospitality” that God has extended to us. It is God who is the “host” of salvation. And yet, in the eschatological vision of the new heaven and the new earth, we also have the powerful symbol of God becoming both a “host” and a “guest” among us: “‘See, the home of God is among mortals. He will dwell with them; they will be his peoples. . . ” (Rev. 21:3)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Religious plurality and Christian self-understanding, 44-47). 

71 Πρβλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ορθόδοξη Θεολογία και το μέλλον του Οικουμενικού Διαλόγου, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 23.

Πηγή