Αντώνιος ο Ομολογητής: Αντιρρητικός λόγος ενώπιον του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος Ε’ περί της Ορθοδόξου πίστεως και σεβασμού των αγίων εικόνων

Κυριακή της Ορθοδοξία – Αναστήλωση των εικόνων

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)


Έτσι λοιπόν, αφού ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο μακάριος [ο Αντώνιος ο Ομολογητής1 αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης] και κατηύθυνε το λαό που εποίμαινε σε σωτήριες βοσκές, ξαφνικά αναζωπυρώθηκε επικίνδυνα, σα φλόγα, η βδελυρή νεοφανείσα εκείνη αίρεση [η εικονομαχία], και όλος ο λαός των ορθοδόξων τρομοκρατήθηκε, σύγχυση και αναταραχή κατέλαβε την οικουμένη.

Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας και γένους, κακοποιούμενοι σκληρά από τους υπερασπιστές της ασεβείας, αναγκάζονταν να βλασφημούν το Θεό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, καταπατώντας την άξια σεβασμού και προσκυνήσεως εικόνα Του.

Και γνωρίζετε βέβαια ότι εννοώ τον διωγμό που έγινε πάλι κατά τη βασιλεία εκείνου του θηριώνυμου και θεομίσητου, του θρασύτατου Λέοντος του Αμαληκίτη, εναντίον της αγίας και προσκυνητής εικόνος του Χριστού που η οικουμενική Εκκλησία κληρονόμησε από τους αγίους Αποστόλους και Πατέρες να ζωγραφίζει και να προσκυνεί με ευσέβεια και θεάρεστο τρόπο κατά ομοιότητα του εμψυχωμένου σώματος που έλαβε ο Χριστός από την αγία Παρθένο.

Και μόνο η μνήμη αυτού του διωγμού εγείρει ποταμό δακρύων, διότι ήταν φοβερός και αφόρητος. Μ’ αυτά μάλιστα συμφωνούν και λόγοι, που δεν είναι χωρίς νόημα και περιεχόμενο, που δεν έχουν ως βάση τους συλλογιστικούς ισχυρισμούς, αλλά τα ίδια τα μεγάλα κατορθώματα των αγίων Πατέρων που έζησαν εκείνο τον καιρό.

Όταν λοιπόν ο αλιτήριος αυτός Λέων [ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων ο Ε’ ο Αρμένιος] κατέλαβε τα σκήπτρα της εξουσίας από «παράβλεψη» του Θεού, ξαναδημιουργήθηκε με ένταση και ξεσηκώθηκε φοβερός πόλεμος κατά της αγίας Εκκλησίας· ο τύρρανος επεδίωκε με μεγάλη ασέβεια και σκληρή πολεμική να κλονίσει και να παρασύρει κάθε ορθόδοξη και φιλόθεη ψυχή, να καταρρίψει με τη δύναμη της ασεβείας του κάθε ευσεβή παράταξη, προσπαθώντας μάλιστα να μη φανεί σ’ αυτά από κανένα κατώτερος.

Κατείχε λοιπόν την εξουσία με λαμπρότητα, δείχνοντας μεγάλο κομπασμό για τα τεχνάσματα που επινοούσε και αναμιγνύοντας το έγκλημα στην εξουσία. Άλλους αγωνιστές μας τους φοβέριζε με βασανιστήρια, άλλους προσπαθούσε να τους πείσει με διάφορες κολακείες, άλλους τους κατεδίκαζε σε εξορία κι άλλους μηχανευόταν να τους υποτάξει στο θέλημά του με δόξες και άφθονα χρήματα, για να επιτύχει αυτό που ήθελε ο ίδιος· άλλαξε ποικίλες μορφές σαν κάκιστος Πρωτεύς2, αναμιγνύοντας τις συμφορές με τη ζωή και τη χάρη με το θάνατο.

Μερικοί υπέκυπταν, αλλά οι περισσότεροι κέρδισαν το στεφάνι της νίκης από το Χριστό.

Τότε λοιπόν οδηγήθηκε μπροστά του και ο Αντώνιος· και αφού μάταια του εξέθεσε ο τύραννος τις σκέψεις του και τον απείλησε με κάθε είδους τιμωρία, συνδυάζοντας τις παγίδες των λόγων με τη δύναμη της εξουσίας του, έχοντας την εντύπωση πως ο Αντώνιος, ο καθ’ όλα γενναίος και άτρωτος, θα τα αποδεχόταν τελικά, αυτός με απτόητη ψυχή και ισχυρό φρόνημα, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες της θεόπνευστης Γραφής γέμισε με σκοτάδι και ίλιγγο την ψυχή του τυράννου μετά την απάντηση που του έδωσε με τη δύναμη του Θεού και τον παρουσίασε σ’ όλους σαν άνθρωπο που δεν ακούει και δεν μπορεί ν’ ανοίξει το στόμα του.

Έτσι λοιπόν, λέγεται πως με ακλόνητη παρρησία εκφώνησε τον αντιρρητικό λόγο του, ώστε όλοι όσοι παρευρίσκονταν εκεί δεν ανέχονταν ν’ ακούσουν τίποτε άλλο, παρά μόνο το λόγο του Αντωνίου, που είπε τα εξής:

Αντιρρητικός λόγος περί της ορθοδόξου πίστεως του ιδίου αρχιεπισκόπου

Εγώ, βασιλιά, αφού δεν θέλω να βλασφημήσω με λόγια τον αληθινό Θεό μας Ιησού Χριστό, δε θέλω ούτε και με πράξεις να Τον υβρίσω, πράγμα που κάνει η σύνοδος των εικονομάχων που δεν φοβήθηκε με θρασεία και άθεη γλώσσα και σκέψη να ονομάσει είδωλο την προσκυνητή εικόνα του Χριστού, διά της οποίας σωθήκαμε από την πλάνη των ειδώλων, και να την καθυβρίσουμε με πολλές άλλες βλασφημίες.

Και δεν το κάνω, διότι γνωρίζω ότι η τιμή που αποδίδεται στις εικόνες είναι τιμή των ιδίων των εικονιζομένων, όπως ακριβώς και η ατιμία προς αυτές διαβαίνει στα εικονιζόμενα πρόσωπα.

Πραγματικά εμείς οι αληθινοί προσκυνητές του Θείου δεν σταματούμε ούτε περιορίζουμε στις εικόνες το σεβασμό και την προσκύνηση, όπως υποστηρίζουν εκείνοι. Ούτε πάλι αποδίδουμε σ’ αυτές την προσκύνηση που ως λατρεία αρμόζει μόνο στον Παντοκράτορα Θεό (μακρυά τέτοιο ατόπημα!).

Διότι όσοι είναι μαθητές του Θεού διά του Αγίου Πνεύματος, γνωρίζουν αυτή τη διαφορά σεβασμού· ποια προσκύνηση πρέπει να αποδίδουμε στον Χριστό και Θεό μας, καθώς επίσης και ποιο σεβασμό αρμόζει να απονέμουμε στις ιερές εικόνες, ανεβάζοντας μέσω αυτών την τιμή στο αρχέτυπο.

Ακολουθώντας επακριβώς τις θεϊκές αποκαλύψεις των ιερών λόγων και τις αποστολικές και πατερικές παραδόσεις, αποδίδουμε με ιεροπρέπεια ανάλογη με την τιμή του εικονιζομένου προσώπου, την προσκύνηση που φανερώνει το σεβασμό μας προς αυτό.

Καθιερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την εικόνα του Χριστού με σεβασμό και προσκύνηση, δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτήν το σεβασμό και την τιμή, αλλά λόγω του αρρήτου πλούτου της φιλανθρωπίας Του.

Μ’ αυτό τον τρόπο προσκυνούμε και το τρισμακάριστο και ζωοποιό ξύλο του Σταυρού, πάνω στο οποίο σταυρώθηκε το σώμα του Δεσπότου και χύθηκε απ’ τη ζωηφόρο πλευρά Του το αίμα Του το καθαρτικό κάθε ρύπου που καθαρίζει ολόκληρο τον κόσμο· με αυτού του αίματος την ροή ποτίσθηκε το ξύλο και άλλαξε τη φύσι του και αντί θανάτου μας εβλάστησε την αγέραστη ζωή.

Έτσι προσκυνούμε και τον τύπο του Σταυρού, διά του οποίου καταδιώκονται οι φάλαγγες των δαιμόνων και θεραπεύονται ανίατα πάθη, σαν να διενεργείται και στον τύπο η ίδια χάρη και δύναμη του πρωτοτύπου.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποδίδοντας το σεβασμό της προσκυνήσεως και στα άλλα ιερά σύμβολα και στους ιερούς χώρους της καθαρής και αγίας λατρείας μας, δεν χωριζόμαστε σε ετερόφυλες και διαφορετικές λατρευτικές τελετές, αλλά μέσω της φαινομενικώς διαφορετικής και χωριστής λατρείας και προσκυνήσεώς τους αναγόμαστε αδιαιρέτως σ’ εκείνην την αδιάσπαστη ενοειδή και ενοποιό θεότητα.

Τοιουτοτρόπως επίσης τιμούμε και προσκυνούμε τις ιερές εικόνες της πανάχραντης Δέσποινάς μας, της Θεοτόκου, και όλων των αγίων, ανάλογα με την υπεροχή και τη σεβασμιότητα που διαθέτουν τα πρωτότυπά τους.

Και για να συνοψίσω, κατά τις αγνές και άγιες λατρευτικές τελετές μας προσκυνούμε συνεκδοχικά και τα λείψανα, τους ναούς και τους τάφους των αγίων και οτιδήποτε άλλο είναι παρεμφερές μ’ αυτά.

Διότι μέσω της δωρεάς και ευεργεσίας που διενεργείται δι’ αυτών, διακρίνουμε και δοξολογούμε το πρωταρχικό και πρωτουργό αίτιο. Και δεν απεικονίζουμε πάνω στην εικόνα αυτό που είναι αδύνατο να δούμε· διότι το Θείο είναι παντελώς άμορφο και χωρίς σχήμα· κι ούτε ανήκει στα στοιχεία που βλέπουμε και τα κατανοούμε με την όραση, αλλά μόνο με το νου είναι θεωρητό, αν βέβαια το επιτύχει κάποιος αυτό.

1. Ο Ομολογητής Αντώνιος ήταν συγγενής με την Αγία Θεοδώρα την εν Θεσσαλονίκη και τιμάται στις 2 Νοεμβρίου.
2. Θεός που μπορούσε να αλλάζει συνέχεια μορφή.

Συνεχίζεται

Από το βιβλίο του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, ο «Βίος της Οσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη» τον οποίο έγραψε ο Γρηγόριος Κληρικός. Η εισαγωγή, το κριτικό κείμενο, η μετάφραση και τα σχόλια έγιναν από τον καθηγητή Συμεών Πασχαλίδη και αποτελεί έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας.