Ἀναβίωσις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς ποινῆς τῆς ἀτιμίας

 

Σφαγή τῆς Βανδέας -Βικιπαίδεια

Ἀναβίωσις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς ποινῆς τῆς ἀτιμίας

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος

   Ἡ κάθε ἰδεολογία δημιουργεῖ μία δικιά της ἰδανικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἡ χριστιανικὴ παράδοση μετατρέπεται σὲ ἰδεολογία, ὅταν ξεφεύγει ἀπὸ τὴν πραγματικὴ βίωση τοῦ ἤθους τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἐντοπίζουμε σὲ ὅλους τούς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων, τότε δημιουργεῖ ἕνα πλασματικὸ Χριστό. Ἰδίως δὲ ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνει τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συνέβη στὴν παπικὴ καὶ στὴ συνέχεια σὲ ὅλη τὴν δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση, τότε οἱ ἐπιπτώσεις εἶναι τεράστιες γιὰ τὴν κοινωνικὴ συμβίωση τῶν ἀνθρώπων.

 Καθιερώνεται μία καθαρὰ ἀνθρωποκεντρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, παραμερίζεται ὅλο καὶ περισσότερο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἔχει ἀποκαλύψει κατ’ ἐξοχὴν μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καὶ ἐπικρατοῦν οἱ φαντασιώσεις τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸν ἰδανικὸ ἄνθρωπο καὶ τὴν ἰδανικὴ κοινωνία. Ἐπιπτώσεις αὐτῶν τῶν φαντασιώσεων εἶναι λ.χ. οἱ σταυροφορίες τοῦ Πάπα καὶ τῶν δυτικῶν ἐντολοδόχων του, ποὺ ἀπέβλεπαν στὴν κατάκτηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, οἱ θρησκευτικοὶ πόλεμοι στὴ Δύση μεταξὺ ἀρχόντων προσκείμενων στὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση ποὺ ἀπέβλεπε στὴ συμμόρφωση τῶν αἱρετικῶν, ἡ ἐκτέλεση δεκάδων χιλιάδων στὴ λαιμητόμο, ὅπως καὶ οἱ σφαγὲς τῆς Βανδέας, μίας εὐρύτερης περιοχῆς τῆς δυτικῆς Γαλλίας μὲ παραδοσιακὲς  ρωμαιοκαθολικὲς πεποιθήσεις, γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ τὸ ἀνθρωποείδωλο τῆς Πρώτης Γαλλικῆς Δημοκρατίας, τὰ ἑκατομμύρια θύματα τῶν ἰδιαιτέρως ἀπάνθρωπων ἰδεολογιῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, τοῦ Κομμουνισμοῦ καὶ τοῦ Ναζισμοῦ.

Ἡ ἀλήθεια ὡς πρόσωπον καὶ ὡς ἰδεολόγημα

  Πάντοτε αὐτὸ τὸ ἰδανικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὴν κάθε ἰδεολογικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴν ἀπόλυτη πεποίθηση γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς ἀλήθειας. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔζησε τὴ ζωή μας, γιὰ νὰ ἔχουμε μία ἁπτὴ εἰκόνα σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ΕΚΕΙΝΟΣ λέει: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδός, καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἀλήθεια σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς ἀφορᾶ φυσικὰ καὶ στὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ διάσταση τῆς ζωῆς. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσῳ τῆς σχέσης μὲ τὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ μετέχει στὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ἐντονότερη εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ τόσο περισσότερο καὶ ἀληθεύει. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντα ὀφείλει νὰ εἶναι στὴν πορεία πρὸς τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτὸ ἐξασφαλίζεται μόνο μὲ τὴ χριστοκεντρικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

  Ἀντίθετα γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ ποὺ ἔχει διαμορφωθεῖ διαχρονικὰ ἀπὸ τὶς θέσεις καὶ τὴν ὅλη κουλτούρα τοῦ Παπισμοῦ κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς ἀλήθειας ἔχει ἀποβεῖ ὁ ἀντικειμενικός της χαρακτήρας. Θεωρεῖται κατάκτηση μέσῳ μίας διανοητικῆς διαδικασίας καὶ ἄρα μετατρέπεται σὲ κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση ἔχει τὴν ἀρχή της στὴ σχολαστικὴ θεολογία τῆς Δύσεως, στὴν ὁποία πρέπει νὰ γίνει λόγος γιὰ μία πλέον αὐτονομημένη διάνοια, μία διάνοια ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη πιὰ τὴν ἀναφορὰ στὸν Θεὸ προκειμένου νὰ λειτουργεῖ ὀρθῶς, μία διάνοια ἡ ὁποία, ἐὰν γεννάει ὀρθολογικὰ δομημένους λογισμούς, σύμφωνα μὲ τὴ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ αὐτονομημένη διάνοια ἐνσαρκώνεται στὰ τεράστια καὶ ἐπιβλητικὰ διανοητικὰ οἰκοδομήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ, ποὺ ἔχουν βρεῖ ἀρχιτεκτονικὴ ἔκφραση στοὺς θεόρατους γοτθικοὺς ναούς. Περικλείουν τὴν ὅλη χριστιανικὴ κοσμοθεωρία τῆς ἐποχῆς περὶ φύσεως, ἀνθρωπότητας, ψυχῆς καὶ μεταφυσικῆς πραγματικότητας (λ.χ. ἡ Summa theologiae – Σύνολο τῆς Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, γραμμένο τὸ 1266-1273).

  Γιὰ τοὺς στοχαστὲς τῆς μεσαιωνικῆς Δύσεως ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἀποτελεῖ πλέον «παρελθόν», μιὰ «ἀπηρχαιωμένη θεολογία», ἕνα «ἀρχαϊκὸ καὶ προεπιστημονικὸ πρόλογο». Ἰδιαίτερα βαρύνει, φυσικά, ἐδῶ ἡ λέξη «προεπιστημονικός». Διότι τὸ κατ’ ἐξοχὴν νέο στοιχεῖο αὐτῆς τῆς σχολαστικῆς θεολόγησης εἶναι ἡ θεμελίωση τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας ἀποκλειστικὰ στὶς διανοητικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ὀρθὴ συλλογιστική του. Στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη συγχωνεύεται κυριολεκτικὰ μὲ τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Ἀριστοτέλης γίνεται ἀποδεκτὸς ὡς δεύτερος πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ κατανοεῖται ὡς ἀντίγραφο τῆς θείας λογικῆς. Ἀξιοποιώντας τὴ λογικὴ σκέψη καὶ ἀποδίδοντας ἀνθρώπινες ἰδιότητες σὲ τέλειο βαθμὸ στὸν Θεό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ διεισδύσει στὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ δηλαδὴ νὰ φθάσει στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ μὲ τὴ λογική του κατέχει παρομοίως μὲ τὴ θεία λογικὴ τὴν ἀλήθεια! Ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι πρόσωπο ποὺ ἀποκαλύπτεται, ποὺ μᾶς φανερώνει τὸν ἑαυτό Του. Μετατρέπεται σὲ ἀντικείμενο, σὲ κάτι ποὺ βρίσκεται ἀπέναντί μας. Μὲ προϋπόθεση τὴ σωστὴ μέθοδο καὶ τὴν ὀρθὴ δόμηση τῶν λογισμῶν μπορεῖ νὰ ἐξετασθεῖ καὶ νὰ γνωρισθεῖ πλήρως! Ἡ ἀλήθεια παύει νὰ εἶναι πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Μετατρέπεται σὲ κάτι τὸ φανταστικό, σὲ ἀναγκαστικὲς καὶ ἀντικειμενικὲς ἀλήθειες. Ἀντικειμενικὲς εἶναι, ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιχειροῦμε νὰ γνωρίσουμε βρίσκεται ὡς ἀντικείμενο μπροστά μας καὶ διατίθεται ἀπόλυτα στὴν ἐξεταστική μας διάθεση. Ἀναγκαστικὲς εἶναι, ἐπειδὴ ἡ γνώση ποὺ παράγεται μὲ αὐτὸν τὸν ἀντικειμενικὸ τρόπο εἶναι μὲ τόση σαφήνεια δεδομένη, ὥστε νὰ μὴ ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση.

  Αὐτὲς οἱ πεποιθήσεις προήγαγαν βέβαια καὶ προάγουν τὴν οἴηση σὲ ἀξεπέραστο βαθμό, εἶναι ἐκεῖνες ἀκριβῶς ποὺ ταιριάζουν στὸν παπισμὸ καὶ κατ’ ἐπέκταση, μὲ κάποιες διαφοροποιήσεις, σὲ ὅλους τούς …ισμοὺς (μαρξισμὸς – κομμουνισμός, καπιταλισμός, φασισμὸς κ.ἄ.), τὰ κατ’ ἐξοχὴν προϊόντα τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη νοησιαρχία καὶ οἴηση διαπερνοῦν ὅλες τὶς μετέπειτα ἐκδοχὲς αὐτοῦ τοῦ «πολιτισμοῦ»: στὸν Καρτέσιο π.χ. τὶς συναντοῦμε στὸ πασίγνωστο ρητό του «σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω», ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση τὶς ἐκφράζει μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς raison, τῆς θεᾶς λογικῆς στὸ πρόσωπο μίας γυμνῆς πόρνης, ποὺ τοποθετήθηκε στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Νίτσε αὐτὴ ἡ οἴηση κορυφώνεται στὰ λόγια του «…ἐξ ἐμοῦ ὁμιλεῖ ἡ ἀλήθεια. – Ἀλλὰ ἡ ἀλήθειά μου εἶναι τρομερή: διότι ὀνομαζόταν μέχρι τώρα τὸ ψεῦδος ἀλήθεια… Ἐγὼ ἀνακάλυψα πρῶτος τὴν ἀλήθεια, μὲ τὸ νὰ αἰσθανθῶ πρῶτος τὸ ψεῦδος ὡς ψεῦδος». Γι’ αὐτὸ καί, ὅπως ὁμολογεῖ τὸ 1888 σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Δανὸ λόγιο Georg Brandes, τὸ ἔργο του «Ecce Homo», δηλ. «Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος», τὸ ὁποῖο ἔχει αὐτοβιογραφικὸ χαρακτήρα «εἶναι μία ἄνευ δισταγμοῦ ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ Ἐσταυρωμένου».

  Αὐτὸς ὁ χρησιμοθηρικὸς χειρισμὸς τῆς ἀλήθειας θεμελιώνει τὸν ἀπολυταρχισμὸ σὲ ὅλες τὶς ἐκδοχές του, ἀπὸ τὸν παπικὸ μέχρι τὸν σημερινὸ «δημοκρατικὸ» ποὺ καλύπτει κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐποχή μας. Παρατηροῦμε γενικά, ὅτι αὐτὴ τὴ σχολαστικὴ θεμελίωση τῆς ἀλήθειας ὡς κτήματος τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς αὐτονομημένης καὶ τελικὰ θεοποιημένης ἀνθρώπινης διάνοιας καὶ λογικῆς ὑποθάλπει τὴν ἀρρωστημένη φαντασίωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἴδιο δὲν παρατηροῦμε γιὰ τὴ μεγάλη “θεότητα” τῆς ἐποχῆς μας, τὴν ἐπιστήμη(!), ἡ ὁποία στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ θεοποιεῖται –ἀφορᾶ δυστυχῶς στὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν στοιχείων ποὺ προβάλλονται ὡς ἐπιστημονικὰ πορίσματα– βασίζεται καὶ αὐτὴ στὴ φαντασίωση; Ἔτσι χρησιμοποιεῖται ἔντεχνα γιὰ τὴν ἀπόλυτη κυριάρχηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συνέβη ἐπὶ κορωνοϊοῦ μὲ τὴ δημιουργία πανικοῦ γιὰ τὴν ὑγεία. Ὁδήγησε μέχρι καὶ στὴ στέρηση βασικῶν δικαιωμάτων, ὅπως τῆς ἐλεύθερης διακίνησης καὶ τῆς αὐτοδιάθεσης τοῦ σώματος μὲ τοὺς ἀναγκαστικοὺς ἐμβολιασμοὺς κ.ἄ.

  Ἀπὸ τὴ Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, παρατηροῦμε ὑπὸ τὸν Πάπα Ἰννοκέντιο Γ΄ τὸ πάντρεμα αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς τῆς ἀντικειμενικῆς καὶ ἀναγκαστικῆς ἀλήθειας μὲ τὸ νέο σύστημα ἐπίβλεψης αὐτῆς τῆς ἀλήθειας, τὴν λεγομένη «Ἱερὰ Ἐξέταση». Ἀποτελεῖ τὴ νέα μορφὴ δικαστικῆς ἀντιμετώπισης τῶν θεολογικῶν καὶ κοσμοθεωρητικῶν διαφοροποιήσεων μὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ἀνάκληση ἢ τὴν πυρά. Καθιερώνεται σὲ ἕνα κόσμο, στὸν ὁποῖο ἐπίκεντρο τῆς ἐξουσίας, πνευματικῆς ὅπως καὶ κοσμικῆς, εἶναι ὁ ποντίφηκας τῆς Ρώμης. Ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ διεκδικεῖ τὴν πᾶσα ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς (βλ. Ματθ. 28, 18: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»). Ἐφόσον μὲ τὴν νέα ἀριστοτελικὴ θεολογία ἔχει κατορθωθεῖ ἡ διείσδυση στὸ σχέδιο τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ Πάπας ὡς χειριστὴς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀνάγκη τῆς κάθε ψυχῆς γιὰ τὴ σωτηρία της. Τὸ ἴδιο ἰσχύει φυσικὰ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐναντιώνεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖ φροντίζει γιὰ τὴν πιὸ “κατάλληλη” ἀντιμετώπιση. Μὲ τὰ φόντα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ χειρίζεται τὴν κάθε περίπτωση ἀλάθητα μέσῳ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ αἱρετικοῦ. Ἔτσι ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση μέσα ἀπὸ τὴ διεστραμμένη θεώρηση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάγεται σὲ “φιλάνθρωπο” μέσο.

Ἱερὰ Ἐξέτασις καὶ ποινὴ τῆς ἀτιμίας εἰς τὴν ἱστορίαν

  Στὸ σύστημα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ὁ παντοδύναμος ἱεροεξεταστὴς ἦταν ταυτόχρονα δικαστής, ἀνακριτής, κατήγορος καὶ ὑπερασπιστής. Ἔτσι, ἐφόσον ὁ ἴδιος εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ γιὰ διερεύνηση καὶ τὴν εἶχε διεξάγει ὁ ἴδιος, καὶ ἐπὶ πλέον, ἐφόσον ἦταν τοπικὸς ἢ ἀπεσταλμένος κληρικὸς καὶ ἀπέβλεπε στὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὑπηρετοῦσε· ἐξέλειψε κάθε ἔννοια οὐδετερότητας καὶ κάθε δυνατότητα δημοσίου ἐλέγχου. Ὁ κίνδυνος τῆς ἀλλοίωσης τῆς ἀλήθειας ἦταν ἰδιαίτερα ὑψηλός. Μέσῳ τῶν βασανιστηρίων, ποὺ καθιερώθηκαν ἐπίσημα τὸ 1252 ἀπὸ τὸν Πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄ (1243-1254) μὲ τὸν “ἱερὸ” στόχο τῆς εὕρεσης τῆς ἀλήθειας (ὁ μόνος περιορισμὸς ἦταν νὰ μὴ μείνουν μόνιμες σωματικὲς βλάβες), οἱ ἱεροεξεταστὲς μποροῦσαν νὰ ἀποσπάσουν ὁποιαδήποτε ἐπιθυμητὴ ὁμολογία. Καὶ ἄλλο ἕνα στοιχεῖο ἦταν ἀποφασιστικῆς σημασίας γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν μέσῳ τοῦ συστήματος τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἀνωνυμίας τοῦ καταγγέλλοντος, ἄρα ὁ ἄμεσος κίνδυνος τῆς κατάδοσης.

  Τὸ 1224 ἐξασφαλίστηκε καὶ ἡ συνδρομὴ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ «Cum ad conservandum» (1224), τὸ ὁποῖο ὅρισε τὴν καύση τῶν αἱρετικῶν στὴν πυρὰ ἢ τὴν τιμωρία τους μὲ ἄλλο τρόπο (κόψιμο τῆς γλώσσας). Σὲ ἄλλο διάταγμα τοῦ 1232 ἐπιβαλόταν στοὺς αἱρετικοὺς ἡ διαρκὴς ποινὴ τῆς ἀτιμίας, ἐὰν δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ συγχώρηση ἐντὸς ἑνὸς ἔτους. Σήμαινε μία μορφὴ “πολιτικοῦ θανάτου”. Ὁ ἐνδιαφερόμενος ἔχανε ὅλα τὰ πολιτικὰ δικαιώματα καὶ κυρίως τὸν σεβασμό, ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὸ καλὸ ὄνομα. Βρισκόταν πλέον ἔξω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ ἕνωση τῆς κοινότητας, στὴν ὁποία ἀνῆκε. Ἡ στέρηση ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων τὸν ἔκανε νὰ εἶναι ἕνας νομικὰ ἀνυπόστατος παράνομος. Κανένας δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ τοῦ δώσει φαγητό, νὰ τοῦ προσφέρει καταφύγιο ἢ νὰ τοῦ παρέχει ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφὴ στήριξης. Ἂν παρ’ ὅλα αὐτὰ κάποιος τὸ ἔκανε, διακινδύνευε νὰ ἀποβληθεῖ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ὅποιος συναντοῦσε τὸν ἀτιμασμένο, εἶχε τὸ δικαίωμα καὶ ἐνθαρρυνόταν νὰ τὸν σκοτώσει. Ἐπειδὴ ὁ καταδικασμένος στὴν ποινὴ τῆς ἀτιμίας δὲν ἀνῆκε πλέον στὴ πολιτισμένη κοινωνία, αὐτὴ ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Οἱ ἀτιμασμένοι δὲν εἶχαν δικαιώματα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ προσ­φύγουν στὴ δικαιοσύνη, ἐνῶ οἱ ἴδιοι μποροῦσαν νὰ δικαστοῦν.

Αἱ Κυρώσεις ὡς ἀναβίωσις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς ποινῆς τῆς ἀτιμίας

  Πῶς ὅμως στὴν ἐποχὴ μας μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀναβίωση τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς ποινῆς τῆς ἀτιμίας, ἐφόσον, ἴσως μὲ ἐλάχιστες μόνο ἐξαιρέσεις, ὅλα τὰ κράτη τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἔχουν ἀσπαστεῖ τὴν ἔννοια τοῦ κράτους δικαίου καὶ ὅλα ὁρκίζονται στὸ ὄνομα τῆς δημοκρατίας; Τὸ 17ο πακέτο κυρώσεων τῆς Ε.Ε. ἐναντίον τῆς Ρωσίας, τὸ ὁποῖο ἀνακοινώθηκε στὶς 20 Μαΐου 2025 γιὰ πρώτη φορὰ ἔχει καθιερώσει κυρώσεις γιὰ πολίτες τῆς Ε.Ε.

  Τί ὅμως εἶναι οἱ κυρώσεις καὶ ποῦ ἀποβλέπουν; Συνήθως τὰ κράτη ἐπιβάλλουν κυρώσεις ἐναντίον ἄλλων κρατῶν. Μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὸ διεθνὲς δίκαιο, κυρώσεις ἐπιτρέπονται μόνο, ἐὰν ψηφίζονται καὶ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ Συμβούλιο Ἀσφαλείας τοῦ ΟΗΕ. Ὅλες οἱ ἄλλες κυρώσεις ποὺ δὲν ἔχουν ὡς πηγὴ τὸ Συμβούλιο Ἀσφαλείας εἶναι παράνομες βάσει τοῦ διεθνοῦς δικαίου. Ἑπομένως οἱ κυρώσεις εἶναι ἐργαλεῖο τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, ἀλλὰ ὄχι τῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς μίας χώρας. Στὴ ἐσωτερικὴ πολιτικὴ καθοριστικὸ εἶναι τὸ Σύνταγμα ἑνὸς κράτους καὶ οἱ νόμοι ποὺ βασίζονται σ’ αὐτό. Κυρώσεις δὲν προβλέπονται κἄν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς νόμους. Παραβιάσεις ἰσχυόντων νόμων, τιμωροῦνται στὰ πλαίσια τοῦ νόμου. Ὁ εἰσαγγελέας ἐρευνᾶ, ὁ κατηγορούμενος ἔχει δικαίωμα σὲ δίκη, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ στὴ συνέχεια τὸ δικαστήριο, τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οὐδετερότητα, ἐκδίδει ἐτυμηγορία, στὴν ὁποία μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἀσκηθεῖ ἔφεση. Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐγγυᾶται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ βάναυσοι δικτάτορες τοῦ παρόντος, ἀλλὰ καὶ τοῦ παρελθόντος, συνήθως προσπαθοῦσαν νὰ διατηρήσουν, ἔστω μὲ στημένες καὶ θεαματικὲς δίκες αὐτὴ τὴν ὄψη ἑνὸς συνταγματικοῦ κράτους.

 Ἐντελῶς διαφορετικὰ ἔχουν ὅμως τὰ πράγματα στὴν περίπτωση κυρώσεων, διότι δὲν θεμελιώνονται σὲ καμία ἐνδεχόμενη παραβίαση τοῦ νόμου. Δὲν ὑπάρχει κατηγορία μὲ βάση τὴ νομοθεσία, ἀποκλείεται κάθε δυνατότητα ὑπεράσπισης καί, φυσικά, ἐπίσης κάθε διεξαγωγὴ δίκης – οὔτε κἄν στημένης δίκης. Οἱ κυρώσεις εἶναι πολιτικὸ καὶ ὄχι νομικὸ μέσο.

  Ἐπιδιώκεται πάσῃ θυσίᾳ ἡ κατίσχυση ἔναντι τοῦ ἀντιπάλου. Δὲν ἐκφράζεται ἁπλῶς μία πολιτικὴ ἄποψη. Ἀλλὰ ὅποιος ἐπιβάλλει κυρώσεις εἶναι ἀπόλυτα πεπεισμένος γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτὴ ἡ ἀκλόνητη πεποίθηση δὲν ἐπιδέχεται οὔτε συζήτηση οὔτε πολὺ περισσότερο ἀμφισβήτηση. Συνήθως τὸ μόνο ἐνδεχόμενο ἄρσης τῶν κυρώσεων εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ θύματος ὁμολογία τῆς ἐνοχῆς καὶ πλάνης, στὴν ὁποία περιέπεσε. Ἰδίως στὴν περίπτωση τῶν κυρώσεων τῆς ΕΕ ἐναντίον τῆς Ρωσίας συναντοῦμε τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὡς ἰδεολογήματος, ὅπως τὴν ὁρίσαμε παραπάνω. Ὅλος ὁ εὐρωπαϊκὸς «πολιτισμός», ποὺ ἐκφράζεται καὶ ἐλέγχεται δυναμικὰ μέσῳ τῆς σημερινῆς διεθνιστικῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐλίτ, πιστεύει ἀκράδαντα μέσα στὸ πνεῦμα ἑνὸς παπικοῦ ἀλάθητου, ὅτι κατέχει τὴν ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ κάθε τρόπο ἐπιζητεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐναντιώνονται στὶς δικές τους, ὅπως πιστεύουν, ἀλάθητες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιλογές.

  Κύριο μέσο αὐτῆς τῆς ἐπιβολῆς σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο εἶναι οἱ κυρώσεις, οἱ ὁποῖες μοιάζουν μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση τοῦ μεσαίωνα. Τότε πίσω ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση βρισκόταν ἡ ἀλάθητη παπικὴ αὐθεντία. Σήμερα πίσω ἀπὸ τὶς κυρώσεις, οἱ ὁποῖες προβάλλονται ὡς ἔκφραση τοῦ συλλογικοῦ σώματος τῶν Εὐρωπαίων, βρίσκεται ἡ ἐπίσης ἀλάθητη αὐθεντία τῆς Εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐλίτ, ἡ ὁποία δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση καὶ κριτική. Χαρακτηριστικὸ τῶν τελευταίων κυρώσεων εἶναι, ὅτι ἐπιβάλλονται γιὰ πρώτη φορὰ ἐναντίον δημοσιογράφων ἀπὸ χῶρες τῆς ΕΕ, οἱ ὁποῖοι τόλμησαν καὶ τολμοῦν νὰ ἀμφισβητοῦν αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται πολιτικῶς ὀρθό.

  Ἡ ΕΕ καὶ τὰ κράτη μέλη της ἔχουν ἐτήσιο προϋπολογισμὸ δισεκατομμυρίων εὐρώ, μὲ τὸν ὁποῖο χρηματοδοτοῦν τὰ κρατικὰ μέσα ἐνημέρωσης, ὅπως τὸ BBC ἢ τὴν Deutsche Welle, ἢ τὰ «δημόσια» (δηλαδή, ἐπίσης κρατικὰ) μέσα ἐνημέρωσης τῆς κάθε χώρας. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχουμε δεῖ μία σημαντικὴ μείωση στὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων σὲ αὐτὰ τὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ στὶς πολιτικὲς τῶν εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων, οἱ ὁποῖες τὰ στηρίζουν μὲ τοὺς προϋπολογισμούς τους.

  Λέει ἡ ΕΕ, ὅτι βασίζεται στὴ δημοκρατία καὶ στὴν πολυφωνία, ἄρα γιατί ἐπιβάλλει τὴν μονοφωνία στὴν ἐνημέρωση. Κανονικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίζει γιὰ μία ὅσο τὸ δυνατὸ πληρέστερη ἐνημέρωση καὶ νὰ προωθεῖ τὸν διάλογο, ὥστε νὰ διαμορφώνονται θέσεις μὲ τραντακτὰ ἐπιχειρήματα; Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἐπιβάλλει κυρώσεις ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν κυρίαρχη πολιτικὴ ἄποψη, ἡ ὁποία προβάλλεται μὲ ὅλη τὴν ἰσχὺ τοῦ συστήματος ἐνημέρωσης τῶν δισεκατομμυρίων Εὐρώ. Μάλιστα ὅσοι ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν κυριαρχοῦσα γραμμὴ κατηγοροῦνται, ὅτι μὲ τὰ κείμενά τους ὑπὲρ τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας ἀπειλοῦν τὴ σταθερότητα ἢ τὴν ἀσφάλεια στὴν Ἕνωση, ἢ σὲ ἕνα ἢ περισσότερα ἀπὸ τὰ κράτη μέλη της. Πῶς οἱ ἀπόψεις μεμονωμένων δημοσιογράφων ποὺ συν­ήθως διατηροῦν ἕνα ἱστολόγιο καὶ ἐμφανίζονται σὲ κάποια βίντεο στὸ YouTube μποροῦν ὄντως νὰ τρομάζουν τὶς ἀρχὲς τόσο πολὺ, ὥστε νὰ μὴ ἔχουν ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς ἐπιβάλουν κυρώσεις; Ἂν ἕνας μικρὸς δημοσιογράφος ποὺ διατηρεῖ μία ἱστοσελίδα, μπορεῖ νὰ ἀποσταθεροποιήσει τὶς δυτικοευρωπαϊκὲς χῶρες, τότε τὸ σύστημά τους δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πολὺ σταθερό. Ἄρα, ὅπως καταλαβαίνει ὁ κάθε λογικὰ σκεπτόμενος ἄνθρωπος, τὸ πολιτικῶς ὀρθὸ ποὺ προβάλλεται εἶναι μία ἰδεολογικὰ κατασκευασμένη ἀλήθεια.

  Ὄντως ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τὶς κυρώσεις αὐτὲς ἐναντίον δημοσιογράφων. Ποιὲς ὅμως ἐπιπτώσεις ἔχουν οἱ κυρώσεις στὴ ζωή τους; Σύμφωνα μὲ τὴν ΑΠΟΦΑΣΗ 2024/2643 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ τῆς 8ης Ὀκτωβρίου 2024 σημαίνουν τὴν ἀπαγόρευση εἰσόδου ἢ διέλευσης ἀπὸ τὰ κράτη μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Σημαίνουν, ὅτι «ὅλα τὰ κεφάλαια καὶ οἱ οἰκονομικοὶ πόροι ποὺ βρίσκονται στὴν κατοχὴ ἢ ἰδιοκτησία τους, ἢ ἐλέγχονται ἀπὸ αὐτοὺς δεσμεύονται.» Σημαίνουν, ὅτι ἀπαγορεύεται «ἡ ἄμεση ἢ ἔμμεση διάθεση κεφαλαίων ἢ οἰκονομικῶν πόρων στὰ πρόσωπα αὐτὰ, ὅπως καὶ ὅτι τὰ ἴδια τὰ πρόσωπο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λαμβάνουν ἢ νὰ ἐπωφελοῦνται ἀπὸ ὁποιαδήποτε κεφάλαια ἢ οἰκονομικοὺς πόρους, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα.» Ἐπίσης πολὺ σημαντικὸ εἶναι, ὅτι ἡ «ἑκούσια παραβίαση τῶν κυρώσεων (π.χ. Μὲ τὴν χρηματικὴ ἢ διαφορετικὴ ὑποστήριξη ἑνὸς προσώπου, στὸ ὁποῖο ἔχουν ἐπιβληθεῖ κυρώσεις) πρέπει νὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ποινὴ φυλάκισης ὡς μέγιστη ποινή.

  Σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια ἀπόφαση, ἡ κυβέρνηση τῆς χώρας ποὺ ζεῖ ἕνα πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ἔχουν ἐπιβληθεῖ κυρώσεις, μπορεῖ κάτω ἀπὸ ὁρισμένες συνθῆκες νὰ ἀποφασίσει τὴ ἀποδέσμευση ὁρισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ἢ οἰκονομικῶν πόρων. Μπορεῖ, ἀλλὰ δὲν χρειάζεται. Οἱ σκοποὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ κυβέρνηση μπορεῖ νὰ ἀποδεσμεύσει κεφάλαια εἶναι ἐπακριβῶς καθορισμένοι. Γιὰ παράδειγμα, «γιὰ τὴν κάλυψη βασικῶν ἀναγκῶν (…), συμπεριλαμβανομένης τῆς πληρωμῆς γιὰ τρόφιμα, ἐνοίκια ἢ ὑποθῆκες, φάρμακα καὶ ἰατρικὴ περίθαλψη, φόρους, ἀσφάλιστρα καὶ τέλη κοινῆς ὠφέλειας». Στὴ πράξη σημαίνει ὅτι ἡ κυβέρνηση ἀποφασίζει πόσα ἀπὸ τὰ δικά του (δεσμευμένα) χρήματα μπορεῖ νὰ ξοδέψει ἕνα ἄτομο ποὺ ὑπόκειται σὲ κυρώσεις γιὰ φαγητὸ καὶ ἐνοίκιο. Ἐὰν ἡ κυβέρνηση ἀποφασίσει π.χ. ὅτι τὸ ἐνοικιαζόμενο διαμέρισμα εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἑπομένως «δὲν εἶναι κατάλληλο», ἀναγκαστικὰ θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀναζήτηση ἑνὸς νέου διαμερίσματος τῆς ἔγκρισης τῆς κυβέρνησης. Καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ φαγητό, μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπόψη οἱ βασικὲς ἀνάγκες ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος, δηλ. αὐτὸ ποὺ προβλέπονται ὡς ἐπιδόματα πολιτῶν γιὰ τρόφιμα καὶ μὴ ἀλκοολοῦχα ποτά. Ἐννοεῖται, ὅτι, ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν σὲ πολίτες, ποὺ δὲν ἔχουν παραβεῖ κανένα νόμο, ποὺ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ προσφύγουν στὴ δικαιοσύνη, ποὺ δὲν ἔχουν κανένα δικαίωμα ὑπεράσπισης, ποὺ εἶναι στὸ ἔλεος ἐκείνων ποὺ ὡς ἱεροεξεταστὲς καὶ ἐκφραστὲς τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας τοὺς ἔχουν καταδικάσει στὴ στέρηση τῶν βασικῶν τους δικαιωμάτων. Ποῦ διαφέρει αὐτὸ ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ κρατικὴ αὐθαιρεσία τοῦ μεσαίωνα.

orthodoxostypos