Το ασυμβίβαστο των «κεκλεισμένων θυρών» με την πίστη και πράξη της Εκκλησίας


       Όσο το ψάχνουμε, τόσο μας πληγώνει! Οι μόνοι που συνεχίζουν να καμαρώνουν για την απόφασή τους είναι οι Επίσκοποι-(ψευδοποιμένες πλέον), δια του θλιβερού εκπροσώπου τους μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου!
  

Σ.σ.: Φοβερό το ουράνιο επιτίμιο της Ακοινωνησίας προς όλον τον λαό!

Ας κάνουμε πράξη την μετάνοια των αρχαίων Νινευιτών, ειδάλλως τα πράγματα θα ακολουθήσουν ...τη φυσική τους πορεία.

Ιωάννης Λίτινας
Η αμάρτυρη στην εκκλησιαστική ιστορία κοινή απόφαση κράτους και ηγεσίας της Εκκλησίας για απαγόρευση συμμετοχής του λαού του Θεού στη θεία Λατρεία, εν όψει μάλιστα της Μεγάλης Εβδομάδας, προσκρούει στη ορθόδοξη δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας και αποδεικνύεται ως ασυμβίβαστη με την πίστη και πράξη του, διότι:

1)     Εμποδίζεται στην πράξη  το κυριότερο χαρακτηριστικό, από το οποίο σημαίνεται ετυμολογικώς η Εκκλησία: η συνάθροιση των ορθοδόξων για τη λατρεία του Τριαδικού Θεού.
2)     Δεν είναι ακόλουθη των Αγίων Πατέρων.

Καμία Αγία Σύνοδος και κανείς Άγιος Πατήρ δεν αποφάσισε, κανόνισε, κήρυξε, δίδαξε, ή έστω νουθέτησε ποτέ τέτοια απαγόρευση εν μέσω  πανδημίας. Αντιθέτως η Εκκλησία, σε όμοιες και πολύ χειρότερες περιπτώσεις επιδημιών, ηύξανε τις ιεροπραξίες της με λιτανείες, με παρακλήσεις, με αγρυπνίες, με ευχέλαια, με εκκλήσεις για μετάνοια στο μυστήριο της εξομολογήσεως, ώστε να καμφθεί το έλεος του Θεού στον κόσμο.

Δι’ αυτών επιχειρείτο να ειπωθεί εντονότερα από σύσσωμο το ποίμνιο στις εκκλησιές η ευχή του ιερέως:
«ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου, καὶ αἰφνιδίου θανάτου, ὑπὲρ τὸν ἵλεων, εὐμενῆ καὶ εὐδιάλακτον, γενέσθαι τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί, διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργὴν καὶ νόσον, τὴν καθ' ἡμῶν κινουμένην, καὶ ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας αὐτοῦ ἀπειλῆς, καὶ ἐλεῆσαι ἡμᾶς», στρέφοντας έτσι το φόβο -κατά την εντολή του Χριστού- απέναντι στον Ίδιο:   «Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι. ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε». (Λουκ.12,4-5)
Τα θαύματα που έχουν καταγραφεί, με κατάπαυση των θανάτων εκ του λοιμού είναι πολλά.

3)     Έρχεται σε σύγκρουση με την πίστη και το λατρευτικό βίωμα της Εκκλησίας, όπως αυτά εκφράζονται μέσα από την αθάνατη υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδας:

4)     Την Κυριακή των Βαΐων η Εκκλησία ψάλλει  τρείς (3) φορές στον εσπερινό και μία (1) στον όρθρο  το ακόλουθο τροπάριο, ώστε να εμπεδωθεί στους πιστούς και να ομολογήσουν: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

5)     Είναι τόσο σπουδαία η ημέρα αυτή, ώστε και οι αρχαίοι μοναστές της Παλαιστίνης, κατ' εκείνο το εσπέρας, συνήγοντο στο μοναστήρι ύστερα από την τεσσαρακονθήμερη διαμονή κατά μόνας στην έρημο, προς εορτασμό από κοινού των Παθών και της Ανάστασης στο ναό.     Χαρακτηριστικός είναι ο ψαλμός που έψαλλαν όταν αποχωρίζοντο κατά την Κυριακή της Τυρινής για να βγουν στην έρημο.
«Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ.26,1).
 Εάν ομολογούσαν τον Κύριο ότι είναι ο υπερασπιστής της ζωής τους όταν ξανοίγονταν στους κινδύνους της ερήμου, πολύ περισσότερο θα Τον θεωρούσαν ως προστάτη τους κατά την επιστροφή στην ασφάλεια της κοινής ζωής και λατρείας.
Αυτό λοιπόν το αρχαίο τυπικό, πέρασε και στην υμνολογία της Κυριακής των Βαΐων για να δηλώσει ότι κι εμείς, που ζούμε στην έρημο του κόσμου, συνερχόμαστε στην Εκκλησία, ύστερα από τον αγώνα της Σαρακοστής για να συνεορτάσουμε, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
 Είναι έργο και επιθυμία του Θεού η σύναξή μας στο ναό αυτή την αγία ημέρα και κάθε φορά που οδηγούμε τα βήματά εκεί για να Τον λατρεύσωμεν. Γι’ αυτό συναχθέντες και  αίροντες τον Σταυρό του Χριστού οι πιστοί, Τον δοξάζουμε με τα «Ὡσαννὰ».

Πώς θα ακουστεί, ύστερα από την τραγική απόφαση, το: «σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε», την στιγμή που απαγορεύθηκε η ίδια η σύναξη; Και πως θα αποφευχθεί ο προφανής εμπαιγμός της λατρείας, από όσους το ψάλλουν στους ναούς κεκλεισμένων των θυρών»;

Στην καταβασία της θ' ωδής ψάλλουμε:
«Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, συστήσασθε ἑορτήν, καὶ ἀγαλλόμενοι, δεῦτε μεγαλύνωμεν Χριστόν, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ὕμνοις κραυγάζοντες, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Σωτῆρος ἡμῶν».
Να συστήσουμε εορτή και να υμνήσουμε τον Χριστό μετά βαΐων και κλάδων παραγγέλει η Εκκλησία, εν Πνεύματι Αγίω.    
Στους αίνους ψάλλεται:
«Ἐξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καὶ λαοί, καὶ θεάσασθε σήμερον, τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, ὡς ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, ἐπὶ πώλου εὐτελοῦς, τὴν Ἱερουσαλὴμ προσεπιβαίνοντα, γενεὰ Ἰουδαίων, ἄπιστε καὶ μοιχαλίς, δεῦρο, θέασαι, ὃν εἶδεν Ἡσαΐας ἐν σαρκὶ δι’ ἡμᾶς παραγενόμενον, πῶς νυμφεύεται ὡς σώφρονα, τὴν νέαν Σιών, καὶ ἀποβάλλεται τὴν κατάκριτον συναγωγήν, ὡς ἐν ἀφθάρτῳ δὲ γάμῳ καὶ ἀμιάντῳ, ἀμίαντοι συνέδραμον εὐφημοῦντες, οἱ ἀπειρόκακοι Παῖδες, μεθ’ ὧν ὑμνοῦντες βοήσωμεν, ὕμνον τόν Ἀγγελικόν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, τῷ ἔχοντι τὸ μέγα ἔλεος».

Να εξέλθουμε από τον τόπο που βρισκόμαστε και να δούμε τον Βασιλέα των Ουρανών, μας παραγγέλλει ο ψαλμωδός, τον Νυμφίο της Εκκλησίας, ο Οποίος αποβάλλεται την κατάκριτον συναγωγή και νυμφεύεται τη νέα Σιών.
«Ἐκ βαΐων καὶ κλάδων, ὡς ἐκ θείας Ἑορτῆς εἰς θείαν μεταβάντες Ἑορτήν, πρὸς σεβασμίαν τῶν Χριστοῦ Παθημάτων, πιστοὶ συνδράμωμεν, τελετὴν σωτήριον, καὶ τοῦτον ὑπὲρ ἡμῶν, πάθος ὑφιστάμενον, κατοπτεύσωμεν ἑκούσιον, αὐτῷ δὲ τὸν ὕμνον, εὐχαριστοῦντες ἀναμέλψωμεν, ἁρμόδιον ἀνακράζοντες· Ἡ τῆς εὐσπλαγχνίας πηγή καὶ τῆς σωτηρίας λιμήν, Κύριε δόξα σοι». (Απόστιχο Λυχνικού Κυριακής Βαΐων).
Να τρέξουμε μαζί, να σπεύσουμε μαζί, σε αυτή την σωτήρια τελετή της Εκκλησίας που εισάγει από την μεγάλη εορτή της Κυριακής των Βαΐων, στην αρχή του εκούσιου Πάθους, το οποίο πρέπει να παρακολουθήσουμε στενά, μας παραγγέλλει και πάλι η Εκκλησία. Όμως αυτή η σωτήρια τελετή απαγορεύθηκε να πραγματοποιηθεί  από όλην την Εκκλησία. Θα τελεστεί από μόνο το ιερατείο…..
Φέτος ο λαός του Θεού δε θα λάβει τα ευλογημένα βαΐα ώστε να συμβολίσει με αυτά τη νίκη επί του θανάτου, και τις αρετές με τις οποίες στολίστηκε καθένας κατά τον αγώνα της νηστείας. Δεν του επετράπη  «ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες», να βοήσει στον Νικητή του θανάτου το « Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ο Κύριος θα εισέλθει στο ναό, αλλά ο λαός Του θα λείπει.
Τη Μεγάλη Δευτέρα 
 η Εκκλησία μας καλεί σε σύναξη ώστε να εορτάσουμε με ύμνους τα Πάθη του Χριστού μας:
«Τῶν πα­θῶν τοῦ Κυ­ρί­ου τὰς ἀ­παρ­χάς, ἡ πα­ροῦ­σα ἡμέ­ρα λαμ­προ­φο­ρεῖ. Δεῦ­τε οὖν φι­λέ­ορ­τοι, ὑπαντή­σω­μεν ᾄ­σμα­σιν· ὁ γὰρ Κτί­στης ἔρ­χε­ται, σταυ­ρὸν κα­τα­δέ­ξα­σθαι, ἐ­τα­σμοὺς καὶ μά­στι­γας, Πιλά­τῳ κρι­νό­με­νος· ὅ­θεν καὶ ἐκ δού­λου, ῥα­πι­σθεὶς ἐ­πὶ κόῤ­ῥης, τὰ πάν­τα προ­σί­ε­ται, ἵ­να σώ­σῃ τὸν ἄνθρω­πον. Δι­ὰ τοῦ­το βο­ή­σω­μεν· Φι­λάν­θρω­πε Χρι­στὲ ὁ Θε­ός, τῶν πται­σμά­των δώ­ρη­σαι τὴν ἄφεσιν, τοῖς προ­σκυ­νοῦ­σιν ἐν πί­στει, τὰ ἄ­χραν­τα πά­θη σου» (κάθισμα  όρθρου Μ. Δευτέρας).
Η Εκκλησία συνάγεται λοιπόν, για να προϋπαντήσει την αρχή των παθημάτων του Χριστού σε εορτή μετά ασμάτων. Και δικαίως, αφού ο Κτίστης έρχεται να υπομείνει για εμάς σταυρόν, ετασμούς και μάστιγας.  Εμείς καλούμαστε ως ένα σώμα να προσκυνήσουμε τα άχραντα πάθη Του.
«Βγαίνει ο Νυμφίος!», λέει με συγκίνηση και απέραντο θαυμασμό το εκκλησίασμα.
«Ὁ Νυμ­φί­ος ὁ κάλ­λει ὡ­ραῖ­ος, πα­ρὰ πάν­τας ἀνθρώπους, ὁ συγ­κα­λέ­σας  ἡ­μᾶς, πρὸς ἑ­στί­α­σιν πνευ­μα­τι­κὴν τοῦ Νυμ­φῶ­νός σου, τὴν δυ­σεί­μο­νά μου μορ­φήν, τῶν πται­σμά­των ἀ­παμ­φί­α­σον, τῇ μεθέ­ξει τῶν πα­θη­μά­των σου….» (Απόστιχο όρθρου Μ. Τρίτης)

            Ο Νυμφίος είναι Αυτός που μας καλεί σε συμπόσιο πνευματικό εντός της αιθούσης των γάμων Του. Ορατός τόπος της αιθούσης αυτής είναι η εκκλησιά.

Τη Μεγάλη Τρίτη
βράδυ ακούμε τη φωνή Του στο ευαγγέλιο να λέει:
«Ὁ φι­λῶν τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ ἐν τῷ κό­σμῳ τού­τῳ, εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον φυ­λά­ξει αὐ­τήν» (Ιω. 12,25).
Ερμηνεύοντας ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος γράφει:
«Όποιος αγαπά την ζωήν του (και προτιμά να θυσιάσει χάριν αυτής τας πεποιθήσεις του), αυτός θα την χάσῃ (και δεν θα ζήση εις την αιώνιον Βασιλείαν του Θεού), και όποιος αδιαφορεί τελείως δια την ζωήν του εις τον κόσμον αυτόν (και την θυσιάζει προθύμως χάριν των πεποιθήσεων του), αυτός θα την διατηρήσῃ δια (να απολαύσῃ) την αιώνιο ζωήν» (Η Μεγάλη Εβδομάς, σελ. 145).

Τη Μεγάλη Τετάρτη
βράδυ, Τον ακούμε να εκφράζει τη σφοδροτάτη Του επιθυμία να συμφάγει το πασχάλιο δείπνο της Καινής Διαθήκης:
«Ἐ­πι­θυ­μί­ᾳ ἐ­πε­θύ­μη­σα τοῦ­το τὸ πά­σχα φα­γεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με πα­θεῖν» (Λουκ. 22,15)
Και να επαινεί τους μαθητές Του που μέχρι εκείνη την ώρα είχαν μείνει σταθερά και συνεχώς πλησίον Του κατά τις δοκιμασίες Του:
«Ὑ­μεῖς δέ ἐ­στε οἱ δι­α­με­με­νη­κό­τες μετ᾿ ἐ­μοῦ ἐν τοῖς πει­ρα­σμοῖς μου· κἀ­γὼ  δι­α­τί­θε­μαι ὑ­μῖν κα­θὼς δι­έ­θε­τό μοι ὁ πα­τήρ μου βα­σι­λεί­αν, ἵ­να ἐ­σθί­η­τε καὶ πί­νη­τε ἐ­πὶ τῆς τρα­πέ­ζης μου ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ μου, καὶ κα­θί­σε­σθε ἐ­πὶ θρό­νων κρί­νον­τες τὰς δώ­δε­κα φυ­λὰς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ» (Λουκ. 22,28).
Ο Κύριος ετοιμάζει την Τράπεζα που τρέφει τις ψυχές με το Πανάγιο Σώμα Του, και Ποτήριο αθανασίας, δηλ. το Πανάγιο Αίμα Του. Η Εκκλησία μας προσκαλεί να προσέλθουμε ευλαβώς. Είναι αδύνατον να είναι δική Της φωνή η απαγόρευση.
«Μυ­στα­γω­γοῦ­σα, φί­λους ἑ­αυ­τῆς, τὴν ψυ­χο­τρό­φον ἑ­τοι­μά­ζει τρά­πε­ζαν, ἀμ­βρο­σί­ας δὲ ἡ ὄν­τως σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ, κιρ­νᾷ κρα­τῆ­ρα πι­στοῖς. Προ­σέλ­θω­μεν    εὐ­σε­βῶς καὶ βο­ή­σω­μεν· Ἐν­δό­ξως δε­δό­ξα­σται, Χρι­στὸς ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν» (δοξαστικό ωδή α΄).
«Ἀ­κου­τι­σθῶ­μεν, πάν­τες οἱ πι­στοί, συγ­κα­λου­μέ­νης ὑ­ψη­λῷ κη­ρύγ­μα­τι, τῆς ἀ­κτίστου καὶ ἐμ­φύ­του σο­φί­ας τοῦ Θε­οῦ· βο­ᾷ γάρ· Γεύ­σα­σθε, καὶ γνόν­τες, ὅ­τι χρη­στὸς ἐ­γὼ κρά­ξα­τε· Ἐν­δό­ξως δε­δό­ξα­σται, Χρι­στὸς ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν» (ωδή α').
«Ας ακούσουμε όλοι οι πιστοί»  -λέει η αληθινή φωνή της Εκκλησίας- «την Σοφία του Θεού, τον Χριστό, που μας καλεί όλους στο αθάνατο Δείπνο, με πρόσκληση που έχει ύψος εννοιών. Διότι κράζει: Δοκιμάσατε δια πείρας (την πνευματική βρώσιμα και πόσιν) και αφού διαπιστώσετε ότι είμαι αγαθός Εγώ, κραυγάσατε: Ο Χριστός, που είναι ο Θεός μας, εδοξάσθη εις βαθμόν υπέρτατον».
Συνεχώς, ξανά και ξανά η Εκκλησία τονίζει την επιθυμία αυτή του Χριστού να Τον μεταλάβουμε, ώστε να στερεωθούμε στην πίστη:
«Κύ­ρι­ος ὢν πάν­των, καὶ κτί­στης Θε­ός, τὸ κτι­στὸν ὁ ἀ­πα­θής, πτω­χεύ­σας σε­αυ­τῷ ἥ­νω­σας· καὶ τὸ Πά­σχα, οἷς ἔ­μελ­λες θα­νεῖν, αὐ­τὸς ὢν σε­αυ­τὸν προ­ε­τί­θης,       Φά­γετε βο­ῶν τὸ Σῶ­μά μου, καὶ πί­στει στε­ρε­ω­θή­σε­σθε» (ωδή γ').
«Ῥύ­σι­ον παν­τός, τοῦ βρο­τεί­ου γέ­νους, τὸ οἰ­κεῖ­ον Ἀ­γα­θέ, τοὺς σοὺς μα­θη­τὰς     ἐ­πό­τι­σας, εὐ­φρο­σύ­νης πο­τή­ρι­ον πλή­σας· αὐ­τὸς γὰρ σε­αυ­τὸν ἱ­ε­ρούρ­γεις, Πί­ε­τε βο­ῶν τὸ Αἷ­μά μου, καὶ πί­στει στε­ρε­ω­θή­σε­σθε» (Δόξα, ωδή γ΄).
« Ἄ­φρων ἀ­νήρ, ὃς ἐν ὑ­μῖν προ­δό­της, τοῖς οἰ­κεί­οις μα­θη­ταῖς, προ­έ­φης ὁ ἀ­νε­ξί­κα­κος, οὐ μὴ γνώ­ση­ται ταῦ­τα καὶ οὗ­τος, ἀ­σύ­νε­τος ὢν οὐ μὴ συ­νή­σει· ὅ­μως ἐν ἐ­μοὶ μεί­να­τε, καὶ πί­στει στε­ρε­ω­θή­σε­σθε» (και νυν, ωδή γ').
«Μείνατε εν Εμοί» δια του Μυστηρίου της θείας Κοινωνίας , ζητά ο Κύριος…
«Τῇ μυ­στι­κῇ, ἐν φό­βῳ τρα­πέ­ζῃ, προ­σεγ­γί­σαν­τες πάν­τες, κα­θα­ραῖς ταῖς ψυ­χαῖς, τὸν ἄρ­τον ὑ­πο­δε­ξώ­με­θα, συμ­πα­ρα­μέ­νον­τες τῷ Δε­σπό­τῃ, ἵ­να ἴ­δω­μεν τοὺς πό­δας πῶς ἀ­πο­νί­πτει τῶν μα­θη­τῶν, καὶ ἐ­κμάσ­σει τῷ λεν­τί­ῳ, καὶ ποι­ή­σω­μεν     ὥ­σπερ κα­τί­δω­μεν, ἀλ­λή­λοις ὑ­πο­τα­γέν­τες, καὶ ἀλ­λή­λων τοὺς πό­δας  ἐκ­πλύ­νον­τες· αὐ­τὸς γὰρ ὁ Χρι­στὸς οὕ­τως ἐ­κέ­λευ­σε, τοῖς αὐ­τοῦ μα­θη­ταῖς ὡς προ­έ­φη­σεν· ἀλλ᾿ οὐκ ἤ­κου­σεν, Ἰ­ού­δας ὁ δοῦ­λος καὶ δό­λι­ος» (Οίκος Μ. Πέμπτης).
«Να πλησιάσουμε όλοι με φόβο (Θεού και όχι ιού) την μυστική Τράπεζα, κι ας λάβουμε ευλαβώς τον Άρτον με καθαρές ψυχές, κι ας παραμείνουμε έτσι πλησίον του Δεσπότου Χριστού» μας παραγγέλει η αληθινή φωνή της Εκκλησίας! Μια άλλη φωνή όμως λέει «όχι !».
Δεν βιώνεται και ούτε είναι το Πάσχα, το νερό του Αγιασμού , ακόμα και του Μεγάλου. Αλλά το Αίμα και το Σώμα του Δεσπότου:
«Δι­πλοῦς ὁ Δεῖ­πνος· Πά­σχα γὰρ νό­μου φέ­ρει,
Καὶ Πά­σχα και­νόν, Αἷ­μα, Σῶ­μα Δε­σπό­του» (στίχοι εις τον Μυστικόν Δείπνο).
«Ξε­νί­ας δε­σπο­τι­κῆς, καὶ ἀ­θα­νά­του τρα­πέ­ζης, ἐν ὑ­πε­ρῴ­ῳ τό­πῳ, ταῖς ὑ­ψη­λαῖς φρε­σί, πι­στοὶ δεῦ­τε ἀ­πο­λαύ­σω­μεν, ἐ­πα­να­βε­βη­κό­τα λό­γον, ἐκ τοῦ Λό­γου         μα­θό­ντες, ὃν με­γα­λύ­νο­μεν» (ωδή θ').
«Πιστοί χριστιανοί, ελάτε να απολαύσουμε τη φιλοξενία που μας κάνει ο Δεσπότης Χριστός και την αθάνατον Τράπεζαν (την οποία μας παραθέτει), εις τόπον υψηλόν (το ιερό θυσιαστήριο)…».
«Μη­δεὶς ὦ πι­στοί, τοῦ δε­σπο­τι­κοῦ δεί­πνου ἀ­μύ­η­τος, μη­δεὶς ὅ­λως ὡς ὁ Ἰ­ού­δας, δο­λί­ως προ­σί­τω τῇ τρα­πέ­ζῃ· ἐ­κεῖ­νος γὰρ τὸν ψω­μὸν δε­ξά­με­νος, κα­τὰ τοῦ ἄρ­του ἐ­χώ­ρη­σε, σχή­μα­τι μὲν ὢν μα­θη­τής, πράγ­μα­τι δὲ πα­ρὼν φο­νευ­τής, τοῖς μὲν Ἰ­ου­δαί­οις συ­να­γαλ­λό­με­νος, τοῖς δὲ Ἀ­πο­στό­λοις συ­ναυ­λι­ζό­με­νος· μι­σῶν ἐ­φί­λει, φι­λῶν ἐ­πώ­λει, τὸν ἐ­ξα­γο­ρά­σαν­τα ἡ­μᾶς τῆς κα­τά­ρας, τὸν Θε­ὸν καὶ Σω­τῆ­ρα τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν» (απόστιχο αίνων).
«Κανείς, ώ πιστοί, ας μη μείνει χωρίς να συμμετάσχει εις το Δείπνο του Δεσπότου Χριστού…».
Σαν να γράφηκαν σήμερα οι ύμνοι αυτοί, ο Κύριος δια στόματος του υμνωδού λέγει στο αμέσως επόμενο τροπάριο:
«Μυ­στα­γω­γῶν σου Κύ­ρι­ε, τοὺς μα­θη­τὰς ἐ­δί­δα­σκες λέ­γων· Ὦ φί­λοι ὁ­ρᾶ­τε, μη­δεὶς ὑ­μᾶς χω­ρί­σει μου φό­βος· εἰ γὰρ πά­σχω, ἀλλ᾿ ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου· μὴ οὖν σκαν­δα­λί­ζε­σθε ἐν ἐ­μοί· οὐ γὰρ ἦλ­θον δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι, καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυ­χήν μου, λύ­τρον ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου. Εἰ οὖν ὑ­μεῖς φί­λοι μου ἐ­στέ, ἐ­μὲ μι­μεῖ­σθε· ὁ θέ­λων πρῶ­τος εἶ­ναι, ἔ­στω ἔ­σχα­τος· ὁ δε­σπό­της, ὡς ὁ δι­ά­κο­νος· μεί­να­τε ἐν ἐ­μοί, ἵ­να βό­τρυν φέ­ρη­τε· ἐ­γὼ γάρ εἰ­μι, τῆς ζω­ῆς ἡ ἄμ­πε­λος» (και νυν, αποστίχων).
«Φίλοι μου προσέχετε! Κανένας φόβος ας μη σας χωρίσει από Εμέ…. Μείνατε ενωμένοι μαζί μου, διότι Εγώ η Άμπελος που δίδει ζωήν.»
Πώς να μη κλαύσουμε, πως να μη θρηνήσουμε Χριστέ, γι αυτή μας την αποστασία...
Τι κι αν γίνει το Μέγα Ευχέλαιο; Ακυρώνουν  τη δύναμή του αφού θα απαγορευθεί να συμμετάσχει και να χρισθεί με αυτό οι πιστοί από τους ιερείς.

Μεγάλη Πέμπτη
βράδυ,  τα 12 Ευαγγελία θα ακουστούν από τις τηλεοράσεις, και τους υπολογιστές. Δύστυχος πραγματικά όποιος μέχρι σήμερα δεν κατέχει τέτοιες συσκευές για να προσκυνήσει δι’ αυτών τα Πάθη!
Ο Εσταυρωμένος θα βγει στους ναούς, αλλά ο λαός Του δεν θα είναι εκεί να ασπαστεί τα ματωμένα Πόδια Του.

Τη Μεγάλη Παρασκευή
  θα αποκαθηλωθεί για να ταφεί Μόνος. Εγκώμια θα πουν οι πιστοί, καθένας μόνος του στο σπίτι. Ο επιτάφιος Του δεν θα προσκυνηθεί, και δεν θα βγει στους δρόμους να αγιάσει τη μολυσμένη πνευματικά και βιολογικά ατμόσφαιρα. Οι μαθητές δεν θα ακολουθήσουν.

Το Μεγάλο Σάββατο
η «πρώτη Ανάσταση» θα γίνει μέσα σε μια πρωτόγνωρη σιωπή. Οι καμπάνες θα σιγήσουν. Και η μόνη ελπίδα και χαρά θα είναι να βγει ξανά το Άγιο Φως από τον Πανάγιο Τάφο. Η μόνη χαρά…


Ας μη συνεχίσουμε στο ασυμβίβαστο της εορτής του Πάσχα
με την απόφαση. Είναι περιττό.
Απλά ξέρουμε πλέον τι μας λέει διαχρονικώς η αληθινή φωνή της Εκκλησίας. Κι αυτή η φωνή ακούστηκε και θα τηρηθεί σε άλλες ορθόδοξες χώρες. Όχι στην ορθόδοξη Ελλάδα.

Μετά πόνου ψυχής για την απαγόρευση συμμετοχής στα Πάθη και τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου,
Ιωάννης Λίτινας