Τί είναι η Απόδοση του Πάσχα:
Κάθε τι στη ζωή κρίνεται από την απόδοσή του.
της Σοφίας Ντρέκου
Με βάση το Πάσχα, η Απόδοση του, εορτάζει 38 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα. Την Τετάρτη της έκτης εβδομάδας μετά το Πάσχα, εορτάζουμε την Απόδοση της εορτής του Πάσχα. Αν και οι περισσότερες εορτές έχουν τη απόδοση τους την όγδοη ημέρα, η Απόδοση του Πάσχα εορτάζεται την 39η ημέρα. Επιτρέψτε μου, να μεταφράσω ελεύθερα τη λέξη απόδοση με τη λέξη κατευόδιο. Κατευοδώνουμε τη γιορτή κι ευχόμαστε πάλι, τον κατάλληλο χρόνο, να επιτρέψει ο Θεός να ξαναγιορτάσουμε. Η τελευταία ημέρα που λέμε: «Χριστός Ανέστη - Αληθώς Ανέστη».
«Περί της Αναστάσεως του Χριστού» Η έκφραση «Χριστός ανέστη!» που λέγεται από το Πάσχα, δηλαδή την εορτή της Ανάστασης του Χριστού, και για σαράντα ημέρες, δηλαδή μέχρι την απόδοση του Πάσχα, την Τετάρτη της παραμονής του εορτασμού της εορτής της Αναλήψεως... προέρχεται από ευαγγελική ρήση, αποτελεί και την αρχή του γνωστότερου αναστάσιμου τροπαρίου που λέγεται κατά την ίδια περίοδο: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος.» Στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο 28:5-7 διαβάζουμε τα εξής: «Αποκριθείς δε ο άγγελος είπε προς τις γυναίκες «Μη φοβείσθε σεις διότι εξεύρω ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε, δεν είναι εδώ ΔΙΟΤΙ ΑΝΕΣΤΗ καθώς είπε, έλθετε και ίδετε το τόπο όπου εκείτο ο Κύριος και υπάγετε ταχέως και είπατε προς τους μαθητάς αυτού ότι ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ και θέλει πάει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν, εκεί θέλετε ιδεί αυτόν, ιδού σας είπον».Έτσι λοιπόν μαθαίνουμε από τον Λόγο του Θεού πως το «Χριστός Ανέστη» το είπε για πρώτη φορά ένας άγγελος του Θεού στις γυναίκες που πήγαιναν στον τάφο του Ιησού την πρώτη ημέρα της εβδομάδας που ειναι η σημερινή Κυριακή. Ως χαιρετισμός καθιερώθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με αυτόν το χαιρετισμό τόσο για να θυμούνται οι ίδιοι τον θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου τους όσο και για να δίνεται μια μαρτυρία σε αυτούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ για τον Ιησού Χριστό ή δεν πίστευαν στην ανάσταση του Χριστού.
Απόδοση στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την μετά πάροδο οκτώ συνήθως ημερών επανάληψη της εορτής που μ’ αυτόν τον τρόπο η διάρκειά της παρατείνεται μεθεορτίως μέχρις αυτή την ημέρα.
Αυτό σημαίνει ότι ο εορτασμός δεν είναι στιγμιαίος. Γιορτάσαμε ανήμερα και τελειώσαμε. Είναι τόσο μεγάλο το γεγονός που δεν γίνεται να το αφομοιώσουμε σε μία μόνο ημέρα. Σκεφτείτε ότι το Πάσχα το ζούμε για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Αποδίδουμε, δηλαδή, την εορτή μετά από σαράντα ημέρες.
Ζήσαμε κι ευχαριστηθήκαμε και θυμηθήκαμε όλα αυτά τα γεγονότα για πολύ καιρό έτσι ώστε να τα εμπεδώσουμε. Κι έτσι είμαστε σε θέση να κατευοδώσουμε αυτό το γεγονός που γιορτάσαμε. Συνηθίζεται να τελείται νυκτερινή Θεία Λειτουργία το βράδυ της Τρίτης.
Επιτρέψτε μου, να μεταφράσω ελεύθερα τη λέξη απόδοση με τη λέξη κατευόδιο. Κατευοδώνουμε τη γιορτή κι ευχόμαστε πάλι, τον κατάλληλο χρόνο, να επιτρέψει ο Θεός να ξαναγιορτάσουμε.
Τί απέδωσε το Πάσχα;
«Ξαναγιορτάζοντας το Πάσχα, μετά από σαράντα μέρες, δηλώνουμε ότι το Πάσχα, η Ανάσταση, συνεχίζεται.
Τί μας αποδίδει το Πάσχα; Κάθε τι στη ζωή κρίνεται από την απόδοση του. Εξετάζουμε τί αποδίδει ένα μηχάνημα, ένας εργάτης, μια θεωρία! Τί αποδίδει ένα γεγονός! Το Πάσχα είναι ένα γεγονός. Τί, λοιπόν, κερδίζουμε απ’ αυτό;
Το πρώτο: Μας απέδωσε ζωντανό τον Ιησού. Χάθηκε για τρεις μέρες απ’ την επίγεια ζωή ο Χριστός.
Φάνηκε να τον καταπίνει ο θάνατος, όπως το κήτος κατάπιε τον Ιωνά. Τελικά το κήτος της θάλασσας απέδωσε ζωντανό τον Ιωνά. Έτσι κι ο θάνατος απέδωσε ζωντανό το Χριστό. «Ως εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου» (κανόνας του Πάσχα).Γιατί το θαλάσσιο εκείνο κήτος απέδωσε ζωντανό τον Ιωνά; Διότι δεν βρήκε στον Ιωνά κατάλληλη τροφή, τη συνηθισμένη του τροφή. Άγνωστη τροφή του φάνηκε ο άνθρωπος Ιωνάς, και γι’ αυτό δε μπόρεσε να τον κατασπαράξει και να τον χωνέψει. Αναγκάστηκε να τον αποβάλει ζωντανό.
Και το θηρίο, που λέγεται θάνατος, απέδωσε ζωντανό τον Κύριο, επειδή δεν βρήκε σ’ Αυτόν την τροφή που γνώριζε. Η τροφή του θανάτου είναι η αμαρτία. Ο Χριστός ήταν άσχετος με την αμαρτία. Άρα δεν έκανε για το στομάχι του θανάτου (Ε.Π.Ε. 31,294).
Με το Πάσχα αποδόθηκε ζωντανός ο Χριστός, που είναι ο ακρογωνιαίος και πολύτιμος λίθος. Όταν ένας άνθρωπος καταπιεί ένα λίθο, πρώτα μεν το στομάχι του προσπαθεί να τον διαλύσει με τα υγρά που διαθέτει. Να τον χωνέψει. Να τον αφομοιώσει. Να τον εξαφανίσει. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε αποβάλλει το λίθο, μέσα σε φρικτούς πόνους.
Κάτι ανάλογο συνέβηκε με το θάνατο. Κατάπιε τον Ιησού Χριστό, που είναι ο λίθος ο «ακρογωνιαίος», ο «πολύτιμος». Δεν μπόρεσε να τον χωνέψει, να τον διαλύσει, να τον εξαφανίσει. Αναγκάστηκε να τον αποβάλει, μέσα σε φρικτούς πόνους.
Και αποβάλλοντας ο θάνατος το Θεάνθρωπο Ιησού, «εξέμεσε», «συνεξέμεσε» και όλη την τροφή που είχε μέσα στο τεράστιο στομάχι του. Όλη, δηλαδή, την ανθρώπινη φύση. Με την Ανάσταση του Χριστού συνανίσταται ολόκληρη η ανθρωπότητα (Ε.Π.Ε. 31,294-296).
Στη Παλαιά Διαθήκη έχουμε θαυμαστές γεννήσεις από στείρες γυναίκες, όπως η Σάρρα η μητέρα του Ισαάκ, η Ρεβέκκα η μητέρα του Ιακώβ, η Άννα η μητέρα του Σαμουήλ, η Ελισάβετ η μητέρα του Προδρόμου. Γέννησαν θαυματουργικά.
Γεγονότα, που συμβόλιζαν τη γέννηση του Θεανθρώπου όχι από στείρα, αλλά από Παρθένα.
Συμβόλιζαν τη γέννηση πλήθους παιδιών από τη στείρα, προ Χριστού, Εκκλησία.
Συμβόλιζαν την Ανάσταση από τη στείρα γη, από το στείρο τάφο.
Συμβόλιζαν τη στείρωση και του θανάτου.
Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Προηγήθηκαν οι στείρες, που γέννησαν θαυμαστά, για να βεβαιωθεί η γέννα της Παρθένου. Κι όχι μονάχα αυτό. Αν καλοεξετάσουμε, βλέπουμε προτυπούμενη τη στείρωση του θανάτου». (Ε.Π.Ε. 31,296).
Η γέννηση του Ισαάκ από τη στείρα Σάρρα συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού από τη στείρα γη. Όπως η γέννηση του Ισαάκ ήταν η δοκιμασία της πίστεως για τον Αβραάμ, έτσι η Ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι δοκιμασία της πίστεως για κάθε χριστιανό.
Και όπως απ’ τη θαυματουργική γέννηση του Ισαάκ ο Αβραάμ έγινε γενάρχης πολλών ανθρώπων και εθνών, έτσι ο Χριστός, με την Ανάστασή Του, έγινε γενάρχης πολλών χριστιανών. «Την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;», λέει ο προφήτης Ησαΐας.
Αναστήθηκε ο Χριστός, για να στειρωθεί ο θάνατος. Αρκετά εκτρώματα του Άδη γέννησε η κοιλιά του θανάτου. Τώρα στειρώθηκε, νεκρώθηκε.
Το Πάσχα απέδωσε τη νέκρωση του θανάτου. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν» (ωδή ζ’ του κανόνα του Πάσχα).
Το Πάσχα απέδωσε την κατάργηση του φόβου του θανάτου.
Δεν ζούμε πια την τρομοκρατία του θανάτου. Δεν τον φοβόμαστε.
Το τρίτο: Η δική Του Ανάσταση αποτελεί την εγγύηση για τη δική μας ανάσταση.
Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Αφού πραγματικά πέθανε, αναστήθηκε. Γι’ αυτό και βρισκόταν με τους μαθητές Του σαράντα μέρες, για να τους πληροφορήσει και να τους δείξει πόσο λαμπρά θα είναι τα σώματα όλων των πιστών μετά την ανάσταση. (Ε.Π.Ε. 31,246)
Η Ανάσταση κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Θεολογικό σχόλιο)
Αν ο Χριστός είναι η κεφαλή κι εμείς το σώμα Του, είναι ποτέ δυνατόν ν’ αναστηθεί η κεφαλή και να παραμείνει νεκρό το σώμα;
Ανάσταση, λοιπόν, Χριστού σημαίνει απόδοση και των δικών μας αναστημένων σωμάτων. Αυτό έχει και μια προέκταση. Αφού θα αναστηθούμε, βλέπουμε με ελπίδα τη ζωή. Αντιμετωπίζουμε με θάρρος τις θλίψεις. «Στη παρούσα ζωή υποφέρουμε πολλά βάσανα. Αν, λοιπόν, δεν υπάρχει η ελπίδα για την άλλη ζωή, τότε ποιος άλλος είναι αθλιότερος από μας;» Έτσι τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος: (Ε.Π.Ε. 31,602,604).
Το τέταρτο: Το Πάσχα απέδωσε και κάτι άλλο, που κανένα έργο και κανένας αρχηγός δεν θα μπορούσε να αποδώσει. Είναι το ξανάνιωμα του ανθρώπου.
Ο κόσμος μας γερνάει. Ο Χριστός μας ξανανιώνει.
Αν μπορέσει κάποιος να μεταμορφώσει σε ρωμαλέο και όμορφο παλληκάρι είκοσι ετών, ένα φτωχό και άρρωστο γεροντάκι ογδόντα ετών, τί ευγνωμοσύνη θα του χρωστά το γεροντάκι;
Κάτι απείρως σπουδαιότερο συνέβηκε με την Ανάσταση. Ο Χριστός με την έγερσή Του από τον Τάφο πήρε εμάς, τους γερασμένους αμαρτωλούς και ετοιμοθάνατους, και μας έκανε νέους, πλούσιους, πρίγκιπες, βασιλείς. Μας χάρισε την αιώνια νεότητα.»[2]
Απόδοση του Πάσχα !
Συλλέγουμε κι απολαμβάνουμε τους γλυκύτατους καρπούς της Αναστάσεως.
Μακάρι ν’ αποδώσει και το δέντρο της ζωής μας τους καρπούς της αρετής,
ώστε να γευόμαστε τους καρπούς της Αναστάσεως:
♦ Τη νέκρωση του θανάτου.
♦ Την ελπίδα της αιώνιας ζωής.
♦ Τη ζωντανή παρουσία του Χριστού.
♦ Την άνοιξη της πνευματικής ζωής.
♦ Την αληθινή ειρήνη και την πραγματική χαρά.
Σημειώσεις:
1. Η Απόδοση του Πάσχα - Σοφία Ντρέκου. www.sophia-ntrekou.gr
2. Από το βιβλίο του ο Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Πάσχα Κυρίου».diakonima.gr.
3. Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση | Sophia Ntrekou.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».
Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.
Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.
Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.
Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη.
Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι.
Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.
Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.
Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.
Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.
Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.
Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.
"Εθνέγερσις"