«Ξεκινάς με
ένα τσουβάλι γεμάτο ανθρώπους.
Άνθρωποι που αποκαλείς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συνάδελφους, κολλητούς, γείτονες, συμμαθητές. Πόσο γεμάτη ζωή με τόσους ανθρώπους, σκέφτεσαι και χαμογελάς αθώα.
Άνθρωποι που αποκαλείς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συνάδελφους, κολλητούς, γείτονες, συμμαθητές. Πόσο γεμάτη ζωή με τόσους ανθρώπους, σκέφτεσαι και χαμογελάς αθώα.
Προχωράς δυο
βήματα και νιώθεις πως το τσουβάλι σα να έχει ελαφρύνει. Ανοίγεις και βλέπεις
πως κάποιοι λείπουν, πως κάποιοι έχουν φύγει ή τους έχεις διώξει και εσύ. Όχι
μην ανησυχείς δε σε κακολογούν, ούτε τους κακολογείς, απλά έτσι είναι οι
άνθρωποι, απλά χάνονται, απλά δε συνεχίζουν, απλά δεν ταιριάζουν. Κλείνεις το
τσουβάλι ανέκφραστα, έχεις τόσους πολλούς που δε σε νοιάζει.
Προχωράς άλλα
τρία βήματα. Κοντοστέκεσαι ξάφνου. Σα να έχει ελαφρύνει και άλλο το άτιμο. Το
ανοίγεις και τι να δεις… Ούτε οι μισοί. Μα σαν να προστέθηκαν και κάποιοι
άλλοι, λίγοι, όχι πολλοί. Μα τι στην ευχή; Εσύ θα έπαιρνες όρκο ότι κάποιοι θα
ήταν μέσα και κάποιοι άλλοι δε θα έμπαιναν ποτέ. Κλείνεις συλλογισμένος το
τσουβάλι και προχωράς άλλα τέσσερα βήματα.
Μα το τσουβάλι
το νιώθεις πιο ελαφρύ από ποτέ, επικίνδυνα ελαφρύ θα έλεγε κανείς. Σταματάς να
δεις μήπως τρύπησε το τσουβάλι και άδειασε μονομιάς, αλλά μια χαρά το βλέπεις.
Ξεμπλέκεις τα δεμένα κορδόνια του και κοιτάς μέσα. Μα τους εκατό κλέφτες
σκέφτεσαι, τι έχει γίνει; Πού εξαφανιστήκαν όλοι; Ψάχνεις εδώ, ψάχνεις εκεί,
λίγους νοματαίους βλέπεις.
Προχωράς άλλο
ένα βήμα μικρό, όχι μεγάλο και πλέον είσαι σίγουρος ότι το τσουβάλι έχει
τρυπήσει. Το κοιτάς από κάτω και όντως είναι τρύπιο. Αναθεματίζεις για ώρα από
εδώ και εκεί, μέχρι που προσέχεις πως κάποιοι λίγοι έχουν γαντζωθεί τριγύρω και
με κόπο κρατιούνται, αλλά δεν παραιτούνται. Δεν είναι πολλοί. Μια χούφτα
άνθρωποι, οι δικοί σου άνθρωποι.
Τους κοιτάς και τους αναγνωρίζεις. Είναι αυτοί που και η απουσία τους καμιά φορά ήταν ορατή μόνο στο μάτι, γιατί ήξερες πως είναι κάπου στο εκεί. Είναι αυτοί που και στο δικό τους τρύπιο τσουβάλι της φιλίας, είσαι αυτός που γαντζώθηκε, που δεν παραιτήθηκε.
Τους κοιτάς και τους αναγνωρίζεις. Είναι αυτοί που και η απουσία τους καμιά φορά ήταν ορατή μόνο στο μάτι, γιατί ήξερες πως είναι κάπου στο εκεί. Είναι αυτοί που και στο δικό τους τρύπιο τσουβάλι της φιλίας, είσαι αυτός που γαντζώθηκε, που δεν παραιτήθηκε.
Μπαλώνεις
χαρούμενος το τσουβάλι, το ρίχνεις στις πλάτες και το προσέχεις σαν τα μάτια
σου. Δε φοβάσαι πια μήπως αδειάσει, αλλά μήπως και γεμίσει, γιατί επιτέλους
νιώθεις πιο γεμάτος από ποτέ.
Και αν σου
πουν πως φταις εσύ που τους έβαλες όλους στο ίδιο τσουβάλι, να τους πεις πως το
τσουβάλι της φιλίας χωράει πολλούς μα στο τέλος κρατάει λίγους."
Τάμι Γκεκτσιάν
Τάμι Γκεκτσιάν
Ανώνυμος είπε...
Εγώ προτίμησα σακίδιο. Με τη λινάτσα ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Το σακίδιο
μου έχει μια μεγάλη θήκη με φερμουάρ στο πλάι. Την ανοίγω πολύ συχνά. Για
ξεσκαρτάρισμα.
Έχει και μια μικροσκοπική θηκούλα από πάνω. Με φερμουάρ κι αυτή. Την ανοίγω σπανίως. Αυτή, ίσως χρειαστεί και μια μικρή κλειδαριά..
Έχει και μια μικροσκοπική θηκούλα από πάνω. Με φερμουάρ κι αυτή. Την ανοίγω σπανίως. Αυτή, ίσως χρειαστεί και μια μικρή κλειδαριά..
Ανώνυμος είπε...
Πόσο αληθινό ! Μόνο αυτοί που γαντζώνονται στο τρύπιο τσουβάλι εξναι οι
πραγματικοί φίλοι ! Πολύ σωστός και ο επίλογος . Μέσα στο τσουβάλι αναγκαστικά
" τσουβαλιάζονται " όλοι . Ύστερα ένας- ένας ή κατα ομάδες αποχωρούν
. Στο καλό !
Δεν πρέπει νά μας τρομάζει αυτή η διαρροή απο το τσουβάλι της φιλίας .
Γιατί τότε ο διάβολος θα βρεί το ευάλωτο σημείο μας νά μας "χορέψει στο
ταψί". Τό άδειο τσουβάλι πρέπει πάντα νά το γεμίζει η
παρουσία του Θεού .
>Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν.
(Θεσ. Β 3,6)
>μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. 34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι·
(Κορ. Α 15,33)
>νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν.
(Κορ. Α 5,11)
>Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις·
(Κορ . Β 6,14)
>εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· 15 καὶ μὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν.
(Θεσ . Β 3,14)
>εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.
(Ιω. 15,19)
>Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. 35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· 36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.
(Ματ. 10,34)
>καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου.
(Ματ. 24,9)
>Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν
(Ιω. 15,18)
(Θεσ. Β 3,6)
>μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. 34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι·
(Κορ. Α 15,33)
>νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν.
(Κορ. Α 5,11)
>Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις·
(Κορ . Β 6,14)
>εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· 15 καὶ μὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν.
(Θεσ . Β 3,14)
>εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.
(Ιω. 15,19)
>Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. 35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· 36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.
(Ματ. 10,34)
>καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου.
(Ματ. 24,9)
>Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν
(Ιω. 15,18)